Ἡ Ὁσία Πελαγία
Ζοῦσε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν ἐλαφρῶν γυναικών. Ἦταν πόρνη. Ἡ ζωή της ἦταν βουτηγμένη μέσα στὸν οἶστρο τῶν ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν. Ἡ ἀκολασία εἶχε πωρώσει τόσο τὴν συνείδησή της, ὥστε καμιὰ ἔννοια μετανοίας νὰ μὴ μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει στὴν ψυχή της. Ἑπομένως, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, ἦταν καταδικασμένη ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή της στὸ πῦρ τῆς κολάσεως. Ὅμως ὄχι! Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριός μας διαβεβαίωσε ὅτι «αἱ τελώναι καὶ αἱ πόρνοι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή, οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἔδειξαν ἀπείθεια στὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατόπιν εἰλικρινὰ μετάνιωσαν, προλαμβάνουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐσᾶς, ποὺ μόνο μὲ τὰ λόγια δείξατε ὑπακοὴ στὸν Θεό, στὴν πράξη ὅμως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι.
Πράγματι ἡ Πελαγία τυχαῖα σὲ κάποια σύναξη χριστιανῶν ἄκουσε θερμὸ κήρυγμα περὶ ἁγνότητας, τοῦ ἐπισκόπου Νόννου. Τὰ λόγια του ἤλεγξαν καὶ συγκλόνισαν τὴν ψυχή της. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπαρνήθηκε τὴν ἄσωτη ζωή της, πούλησε τὰ διάφορα κοσμήματά της καὶ τὰ χρήματα τὰ διαμοίρασε στοὺς φτωχούς.
Ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ βαπτίσθηκε, μετὰ ὀκτὼ ἡμέρες πῆγε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου μὲ σκληρὴ ἄσκηση πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ῥόδον εὐῶδες, τῇ Ἐκκλησίᾳ Πελαγία ἐδείχθης, ταῖς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἡμᾶς· ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Πελάγει ἀρετῶν, ἀληθῶς ἰσαγγέλων, τὸ πέλαγος τῶν σῶν, ἐγκλημάτων Ὁσία, πανσόφως ἐβύθισας, καὶ δακρύων τοῖς ῥεύμασιν, ἐναπέπνιξας, τὸν πολυμήχανον ὄφιν· ὅθεν ἤστραψας, ὥσπερ λαμπὰς μετανοίας, τὴν κτίσιν φαιδρύνουσα.
Μεγαλυνάριον.
Φερωνύμως πέλαγος γαληνόν, πλεύσασα Ὁσία, μετανοίας τῆς ἱερᾶς, Μῆτερ Πελαγία, τοῖς ἐν πελάγει βίου, λιμὴν σωτηριώδης, ὤφθης καὶ ἄκλυστος.
Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Παρθένος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια του βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284).
Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ, ἁγνὴ καὶ παρθένος.
Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἀγροίκων στρατιωτῶν.
Περίφημο ἐγκώμιο γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ Ἁγία Ταϊσία
Ἡ ὀμορφιὰ της ἦταν ἀπὸ τὶς σπάνιες. Πλεονέκτημα, ποὺ ἀποβαίνει ὀλέθριο, ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ τὸ διατηροῦμε ἁγνὸ μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, τὴν φωτεινὴ διάκριση, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη.
Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ταϊσία, αὐτὴ ποὺ ἐπιβουλεύτηκε τὴν τιμή της ἦταν ἡ ἴδια της ἡ μάνα. Γυναῖκα χυδαία, ποὺ ἤθελε πολὺ πλοῦτο, καὶ δὲν δίστασε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν κόρη της γιὰ νὰ τὸν ἀποκτήσει.
Ἔτσι ἡ Ταϊσία, παρασύρθηκε στὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας μόλις 17 ἐτῶν. Ἔγινε καὶ ἡ ἴδια πλούσια ἀλλὰ καὶ πόρνη. Οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὴν ἀπεχθάνονταν. Καμιὰ οἰκογενειακὴ πόρτα δὲν ἦταν ἀνοικτὴ γι’ αὐτήν.
Οἱ ἴδιοι οἱ ἐκμεταλλευτὲς τῆς σάρκας της, ποτὲ δὲν θὰ τὴν ἔφερναν νὰ γνωριστεῖ μὲ τὶς μητέρες τους καὶ τὶς ἀδελφές τους. Διότι εἶχε καταντήσει ἕνα ἀντικείμενο σαρκικῆς ἱκανοποίησης καὶ τίποτα περισσότερο. Τότε ἡ Ταϊσία ἔπεσε σὲ θλίψη μεγάλη, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἔχασε ἕνα πρόβατο, ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸ ἀναζητεῖ.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Παφνούτιος ἀπὸ τὴν Σιδῶνα ἔμαθε τὴν ψυχική της κατάσταση, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν ψυχή της. Καὶ δὲν ἀστόχησε. Τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ πέτυχε τὸ θαῦμα! Καυτὰ δάκρυα μετανοίας κύλησαν στὰ μάγουλα τῆς Ταϊσίας.
Πέταξε ὅλα της τὰ πλούτη στὴν θάλασσα, διότι τὸ τίμημα τῆς ἀτιμίας δὲν ἄξιζε νὰ χρησιμοποιηθεῖ στὸ ἱερὸ ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης. Ἀπὸ τότε ἔζησε φτωχά, ἀλλὰ πλούσια σὲ πίστη, σὲ μετάνοια, σὲ σωφροσύνη, σὲ προσευχή, σὲ ὑπακοή, σὲ ταπείνωση καὶ καλοσύνη.
Ἔγινε δεκτὴ σὲ εὐσεβὴ ὅμιλο γυναικῶν καὶ πέθανε φροντίζοντας ἀρρώστους καὶ ἀνήμπορους ἀνθρώπους.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ νέος Ὁσιομάρτυρας
Τὸ χωριὸ Ζαγορὰ τῆς ἐπαρχίας Τυρνάβου, ἦταν ἡ πατρίδα τοῦ Ἰγνατίου. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καὶ Μαρία, παρέλαβαν τὸν γιὸ τους Ἰωάννη, αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του, καὶ μετακόμισαν στὴ Φιλιππούπολη.
Ὁ Ἅγιος ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἔδειχνε μεγάλο ζῆλο στὶς ἀρετὲς καὶ πῆγε σ’ ἕναν αὐστηρὸ γέροντα. Στὸ διάστημα ὅμως αὐτό, οἱ Τοῦρκοι σκότωσαν τὸν πατέρα του καὶ μὲ τὴ βία τούρκεψαν τὴν μητέρα του καὶ τὶς δυὸ ἀδελφές του. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἰωάννης, πῆγε στὸ Βουκουρέστι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Στὸν δρόμο ὅμως συνελήφθη ἀπὸ Ὀθωμανοὺς καὶ γιὰ νὰ γλιτώσει τὸ θάνατο τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ γίνει Ὀθωμανός. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, κατέληξε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰγνάτιος. Ἐκεῖ ὁ ἡγούμενος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν Γέροντα Ἀκάκιο.
Ἀργότερα πῆρε τὴν εὐχὴ νὰ μαρτυρήσει καὶ στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1814 ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μπροστὰ στὸν κριτὴ πέταξε τὸ τούρκικο φέσι, ποὺ φόρεσε ἐπίτηδες καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό.
Ἄγρια καὶ φρικτὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν. Ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος ἔμεινε σταθερὸς στὴν ἀπόφασή του.
Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὶς 8 Ὀκτωβρίου 1814 ὤρα ἕκτη. Ὁ συνοδός του Γρηγόριος ἀγόρασε τὸ λείψανό του καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ τοῦ νεομάρτυρα Εὐθυμίου, τὰ μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Ἰγνάτιος, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του μάρτυρες, Εὐθύμιο καὶ Ἀκάκιο, γιορτάζουν μαζὶ τὴν 1η Μαΐου.
Ὁ Ἅγιος Δοσίθεος τοῦ Βερκνεοστρόβ
Ὁ Ἅγιος Δοσίθεος τοῦ Βερκνεοστρόβ, ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εὐφροσύνου Σπασοελεαζάροβ († 15 Μαΐου).
Τὸ 1470 ἵδρυσε τὴ μονὴ Βερκνεοστρόβ στὴ λίμνη Πσκόβ ὅπου και μόνασε.
synaxarion.gr
anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου