«Θὰ φύγουμε. Ἐδῶ δὲν θὰ μείνουμε καὶ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἑτοιμαστοῦμε, αὐτὸ εἶναι ὅλο. Καὶ τὸ μυστικὸ εἶναι, ὅταν ἑτοιμαστοῦμε καὶ γίνουμε τέτοιοι ποὺ λέμε, εἴμαστε εὐτυχεῖς. Δὲν φοβούμαστε.
Ὅτι δὲν θὰ πεθάνω, ἐγὼ μέσα μου τὸ πιστεύω καὶ ἂς κάνει ὁ Θεὸς ὅ,τι θέλει. Καὶ ᾿γὼ θὰ πεθάνω βέβαια, ἀλλά, ὅταν πάω στὴν αἰωνιότητα θὰ μὲ δεχτεῖ ἐκεὶ καὶ θὰ μοῦ πεῖ· Ἔ! ἑταῖρε, τί θέλεις ὧδε; Εἶμαι ἁμαρτωλὸς βέβαια. Ἀλλὰ μὲ θάρρος, μὲ ἀγάπη θὰ περιμένω νὰ φύγω. Ὄχι μὲ τὴν κόλαση στὸ μυαλό μου. Θέλω νὰ φύγω μὲ τὸ μυαλό μου στὸ Χριστό. Τώρα οἱ ἁμαρτίες μου θὰ φανοῦν ἐκεῖ πάνω, καὶ Θεὸς θὰ μὲ κανονίσει. Ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Του. Δὲν τἄχω πεῖ;
Πόσους ἀνθρώπους ἤξερες ποὺ ἦσαν καὶ τώρα δὲν εἶναι. Δὲν τὸ ξέρεις ὅτι ἔτσι εἶναι; Ὅ,τι καὶ νὰ εἶναι, ὁ Χριστὸς θὰ μὲ κανονίσει. Δὲν μπορεῖς νὰ ᾿πεῖς ὅτι ἐγὼ ἔκανα χίλιες μετάνοιες κάθε βράδυ καὶ νὰ ἐλπίζεις σ’ αὐτές. Μετάνοιες γίνανε, ἀλλὰ ὁ σκοπὸς εἶναι πῶς ὁ Θεὸς θὰ τὶς ὑπολογίσει τὶς μετάνοιες. Πολλὲς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους φαίνονται ὅτι εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ μπροστὰ στὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἔτσι. «Οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸν Αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς» (Τίτ. 3,5). Τό θυμᾶστε ἐκεῖνο ποὺ λέω “Ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη σου;”».
Ἔτσι προετοιμασμένος, λοιπόν, ὁ Γέροντας πῆγε ὁριστικὰ πιὰ στὰ Καυσοκαλύβια, στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του, καὶ κλείστηκε σ’ ἕνα μικρὸ καὶ φτωχικὸ κελάκι, ὅπου πάνω σ’ ἕνα ἀπέρριτο κρεβάτι ἀνέπαυσε γιὰ τελευταία φορὰ τὸ πονεμένο κι ἄρρωστο ἅγιο σῶμα του. Χωρὶς φόβο δέ, γαλήνιος καὶ μὲ γλυκιὰ προσδοκία περίμενε νὰ τὸν καλέσει κοντά του ὁ Πανάγαθος Θεός.
Καρτερώντας τὸν θάνατο
Πέρασαν οἱ λίγες τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του καὶ ὁ Γέροντας μπῆκε πιὰ στὸ δρόμο τῆς ἀναχώρησής του πρὸς τοὺς οὐρανούς. ῎Ηρεμος καὶ γλυκύς, ξαπλωμένος πάνω στὸ νεκροκρέβατό του θύμιζε παρόμοια εἰκόνα τοῦ ὁσίου Πλάτωνος, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεόδωρος Στουδίτης ἔγραψε τὰ ἑξῆς·
«Ἄλλ᾿ ὤ! πῶς ἀδακρυτὶ τὸ τούτου διηγήσαιμι τέλος; Ἔκειτο ὁ γέρων, ὥσπερ τι γέρας τίμιον, ἡτοιμασμένος τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἔξοδον, καὶ κύκλῳ ἡ ἀδελφότης περιχυθεῖσα ἐξῄτει τῶν ἱερῶν προσευχῶν αὐτοῦ λαβεῖν τὸ δῶρον» (ΕΠΕ. Φ. 18,2301).
(«Πῶς ὅμως νὰ διηγηθῶ, χωρὶς νὰ δακρύσω, τὸ τέλος του; Ἦταν ξαπλωμένος ὀ γέροντας, σὰν ἕνα βραβεῖο πολύτιμο, ἔχοντας ἕτοιμη τὴ ψυχή του γιὰ τὴν ἔξοδο, καὶ τριγύρω του ἡ ἀδελφότητα συγκεντρωμένη ζητοῦσε νὰ λάβει τὸ δῶρο τῶν ἱερῶν προσευχῶν του».)
Κοιμᾶται ἐν Κυρίῳ
Ὁ ἀγαθὸς Θεός, ὁ τὸ θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ποιῶν, ἐξεπλήρωσε καὶ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου. Τὸν ἀξίωσε νὰ ἔχει ἕνα ὁσιακὸ τέλος, μέσα σὲ ἀκρότατη ταπείνωση καὶ ἀφάνεια, περιστοιχιζόμενος μόνο ἀπὸ τοὺς ἐν Αγίῳ Ὄρει ὑποτακτικούς του καὶ προσευχόμενος μαζί τους. Ἐξομολογήθηκε καὶ πάλιν τὴν τελευταίαν νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καὶ προσηύχετο νοερά, ἐνῶ οἱ ὑποτακτικοί του διάβαζαν δίπλα του, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες του, τὸν πεντηκοστὸν καὶ ἄλλους ψαλμούς, καὶ τὴν Ἀκολουθία εἰς ψυχορραγοῦντα, καὶ ἐνῶ ἔλεγαν τὴν μονολόγιστη εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», μέχρις ὅτου συμπληρωθεῖ ὁ κανόνας τοῦ μεγαλόσχημου μοναχοῦ.
Οἱ ὑποτακτικοί του μὲ πολλὴ ἀγάπη τοῦ παρεῖχαν τὴ λίγη τοῦ σώματος καὶ πολλὴ τοῦ πνεύματος ἀνάπαυση ποὺ χρειαζόταν καὶ μπόρεσαν ν᾿ἀκούσουν τὰ ὅσια χείλη του νὰ ψιθυρίζουν τὶς τελευταῖες λέξεις, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ τίμιο στόμα του καὶ οἱ ὁποῖες ἦσαν οἱ ἴδιες οἱ λέξεις τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ· «ἵνα ὦσιν ἕν».
Προηγουμένως τὸν ἄκουσαν νὰ ἐπαναλαμβάνει μιὰ μόνο λέξη· μιὰ λέξη, ποὺ βρίσκεται στὸ τέλος τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὸ τέλος τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκπεφρασμένη στὴ σύγχρονη λαλιά· «Ἔλα». («Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ»).
Καὶ ὁ Κύριος, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς, ἦλθε. Ἡ ὁσία ψυχὴ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸ σῶμα του στὶς 4.31 τὸ πρωΐ τῆς 2ας Δεκεμβρίου 1991 καὶ πορεύθηκε στὸν οὐρανό.
Τὸ τίμιο σκήνωμά του, περιβεβλημένο κατὰ τὰ μοναχικὰ θέσμια, ἐναπετέθη στὸ Κυριακὸ τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου οἱ ἐκεῖ πατέρες σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ἀνέγνωσαν κατὰ τὴν παράδοση ὅλα τὰ Εὐαγγέλια, καὶ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς νύκτας ἔκαναν ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Ὅλα ἔγιναν σύμφωνα μὲ τὶς λεπτομερεῖς προφορικὲς ὁδηγίες τοῦ Γέροντος, οἱ ὁποῖες εἶχαν καταγραφεῖ πρὸς ἀποφυγὴν ὁποιουδήποτε λάθους.
Χαράματα τῆς 3ης Δεκεμβρίου 1991 ἡ γῆ κάλυψε τὸ τίμιο σῶμα τοῦ ὁσίου Γέροντος μὲ τὴν παρουσία μόνο τῶν λίγων πατέρων τῆς ἱερᾶς σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων. Τότε μόνο, σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ἐπιθυμία του, ἀνακοινώθηκε ἡ κοίμησή του. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ὁ οὐρανὸς ρόδιζε στὴν ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἀνταύγεια τῆς ἡμέρας ποὺ ἐρχόταν, σύμβολο, γιὰ μερικὲς ψυχές, τῆς ἀπὸ τὸ θάνατο στὸ φῶς καὶ τὴ ζωὴ μεταβάσεως τοῦ μακαριστού Γέροντος». Τότε μόνον, σύμφωνα καὶ πάλι μὲ τὴν ἐπιθυμία του, ἀνακοινώθηκε ἡ κοίμησή του.
Πρὶν ἀπὸ χρόνια ἀκόμα ὁ Γέροντας εἶχε μιλήσει γιὰ τὸν τάφο του καὶ γιὰ τὸ χῶμα ποὺ θὰ τὸν σκέπαζε: «Αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς σκεπάσουν θὰ εἶναι κοπριὰ ἀπὸ βάγια καὶ κυπαρίσσια. Ἀπὸ φύλλα βαγιῶν καὶ κυπαρισσιῶν. Τὸ κατάλαβες; Ἔχουνε σαπίσει καὶ ἔχουν γίνει κοπριἀ. Μ᾿αὐτὴ τὴν κοπριὰ θὰ μὲ σκεπάσουνε ἀπὸ πάνω. Κοπριὰ ἀπὸ βάγια καὶ ἀπὸ κυπαρίσσια. Ἐκεῖ ποὺ πᾶνε τὰ ἀηδόνια καὶ ψάλλουνε. Κι ἔχει ὅλο τέτοια βάγια, ποὺ τὰ κόβουνε καὶ τὰ κάνουνε λάδι».
Δὲν ἤθελε τάφο μὲ στολίδια καὶ μάρμαρα. ῎Ηθελε νὰ εἶναι ὁ τάφος του ἁπλὸς καὶ ταπεινός, ὅπως ἦταν καὶ ὁ ἴδιος σ’ ὅλη τὴ ζωή του ἁπλὸς καὶ ταπεινός.
Ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη ὅμως τοῦ Γέροντα φάνηκε καὶ ἀπὸ τὴν ἐντολή του νὰ μὴ γνωστοποιήσουν τὴν κοίμησή του, πρὶν ἀπὸ τὴν ταφή του, οὔτε στοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ἀκόμα.
Ὁ ὅσιος Γέροντας, λοιπόν, ἔκλεισε γιὰ πάντα τὰ μάτια του σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ τὰ ἀνοίξει χαρούμενος ἐν «πόλει Θεοῦ ζῶντος, Ἱερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει καὶ ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων, καὶ κριτῇ Θεῷ πάντων, καὶ πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων..». (Ἑβρ. 12,22-23).
porphyrios.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου