«Κύριος ταπεινοῖς δίδωσι χάριν»
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
-Νήφων, Νήφων, τοῦ λέει. Ἐγώ θά σοῦ δώσω δύναμη κι ἐξουσία κατά τῶν ἀκαθάρτων δαιμόνων. Πρόσεξε μόνο, νά μείνες πάντα ταπεινός. Γιατί ὅσο ἀγαπῶ τούς ταπεινούς, τόσο ἀποστρέφομαι τούς ὑπερήφανους.
Ἄν θές λοιπόν νά σ’ ἀγαπῶ, νά ’χεις πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ταπείνωση. Μά νά θυμᾶσαι καί τοῦτα: Ποτέ μήν ὁρκιστεῖς. Κανένα μήν περιγελάσεις. Ψέμα μήν ξεστομίσεις. Ποτέ μήν ὀργιστεῖς μήτε νά κατακρίνεις ἄνθρωπο, κι ἄν ἁμαρτήσει ἀκόμα.
Πρόσεξε, γιατί θά ’ναι βαρειά ἡ τιμωρία γιά ὅλ’ αὐτά. Ἐσύ λοιπόν νά μήν μοιάσεις στούς ἁμαρτωλούς. Βαδίζεις, βέβαια μέσα στίς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Μά νά ’χεις τό νοῦ σου, γιά νά μην πιαστεῖς σέ καμιά... Κουράγιο! Ἐγώ εἶμαι μαζί σου!
Μόλις εἶπε τά λόγια αὐτά τό Πνεῦμα του Θεοῦ, ἔφερε τόν ὅσιο σέ ἔκσταση. Βλέπει τότε ἐκεῖνος ἕνα μακρύ δρόμο, πού ὁδηγοῦσε πρός τήν ἀνατολή.
Τόν φύλαγαν κάποιοι ἄνδρες, θεόρατοι καί μαῦροι σάν αἰθίοπες, μ’ ἀρματωσιά βαρειά καί δόρατα στά χέρια. Στήν ἀρχή τοῦ δρόμου στριμώχνουν πλῆθος ἀνθρώπων, πού ἤθελαν νά προχωρήσουν.
Φοβόντουσαν ὅμως τούς φοβερούς φύλακες.
Ἀνάμεσά στό πλῆθος ἐκεῖνο ἦταν, λέει, κι ὁ Νήφων. Ζητοῦσε κι αὐτός νά περάσει, μά δέν ἤξερε πῶς.
Καθώς λοιπόν στεκόταν ὅλοι ἀμήχανοι, παρουσιάζεται ἀνάμεσά τους ἕνας λευκοφόρος ἄνδρας καί λέει δυνατά:
-Τί δειλία εἶν’ αὐτή πού σᾶς κυρίεψε ὅλους;
-Φοβόμαστε τούς αἰθίοπες, ἀποκρίθηκαν.
Ἐκεῖνος τότε στράφηκε στό Νήφωνα.
-Κι ἐσύ;.... Γιατί δέν προχωρᾶς;
-Φοβᾶμαι κι ἐγώ....
-Προσευχήθηκες ποετέ νά σοῦ δοθεῖ ταπείνωση; τόν ρώτησε ἀπροσδόκητα ὁ ἄγγελος.
-Μά.... αὐτή ζητάω συνεχῶς ἀπ’ τό Θεό μου!
-Ἔ, λοιπόν, σοῦ τήν ἔστειλε! Κοίταξε τί θά γίνει....
Καί τί νά δεῖ ὁ Νήφων! Μέ μιά γρήγορι κίνηση ὁ ἄγγελος σά νά τοῦ ἔσκισε τό στῆθος. Κι ἐκεῖ, μπροστά σέ ὅλους, τοῦ ἔβγαλε τήν καρδιά, τήν πέταξε στή γῆ κι ἔβαλε στή θέση της μιά ἄλλη, διαφορετική. Ὕστερα τοῦ εἶπε:
-Προχώρησε τώρα στό δρόμο. Οἱ μαῦροι θά παραλύουν στόν πέρασμά σου. Κανένας δέν θ’ ἀκουμπήσει χέρι πάνω σου.
Τότε καί οἱ ἄλλοι ἄρχισαν νά ἐκλιπαροῦν τόν ἄγγελο:
-Σέ παρακαλοῦμε, κάνε καί σ’ ἐμᾶς τό ἴδιο, γιά νά μπορέσουμε ἐλεύθερα νά βαδίσουμε αὐτόν τόν δρόμο!
Μά οἱ ἱκεσίες τους δέν ἔφεραν ἀποτέλεσμα.
-Ζητῆστε το κι ἐσεῖς μέ προσευχή καί νηστεία ἀπό τό Θεό, καί χωρίς ἄλλο θά σᾶς τό δώσει. Ἄν δέν τό ζητήσετε, δέν θά τό πάρετε. Κι ἄν δέν τό πάρετε, δέν θά μπορέσετε νά περάσετε κι ἀπ’ τή στράτα τούτη –τή μόνη πού ὁδηγεῖ στή ζωή! Αὐτός πού εἴδατε, πῆρε «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένη»12, ἐπειδή χρόνια πολλά τή ζητοῦσε ἀπ’ τό Θεό. Καί μόλις τώρα τήν ἀξιώθηκε... Κοίταξε τον λοιπόν πῶς βαδίζει!
Ἔριξαν ὅλοι τά βλέμματά τους πάνω στό Νήφωνα, καί τόν εἶδαν νά προχωράει στό δρόμο ἀνεμπόδιστα. Ἔφτασε στή πρώτη σκοπιά, ὅπου στέκονταν δύο αἰθίοπες. Στό πλησίασμά του, τράβηξαν τά σπαθιά τους. Τά σήκωσαν γιά νά τόν χτυπήσουν, ἀλλά μεμιᾶς τά χέρια τους κοκάλωσαν!
Ὁ Νήφων προχώρησε ἐλεύθερα. Μέ τόν ἴδιο τρόπο πέρασε καί τή δεύτερη σκοπιά καί τήν τρίτη καί τήν τέταρτη καί τίς ὑπόλοιπες ὅλες.
Τελικά ἔφτασε σ’ ἕνα τόπο, ὅπου εἶχαν στρατοπεδεύσει ὁλόκληρα τάγματα αἰθιόπων. Ἀμέσως ρίχτηκαν ἐπάνω του γιά νά τόν χτυπήσουν. Μά νά, ἔμειναν κι αὐτοί ξεροί κι ἀναίσθητοι. Ἦταν μάλιστα τόσο πολλοί, πού ἔκλεισαν τόν τόπο, κι ὁ Νήφων δέν μποροῦσε νά περάσει. Γιά ν’ ἀνοίξει λοιπόν δρόμο, ἄρχισε ἄλλους νά σπρώχνει, ἄλλους νά ποδοπατεῖ, καί νά συνάμα νά φωνάζει:
-Ποιός ἔστησε ἐδῶ πέρα τά βδελύγματα τοῦτα, πού μᾶς φράζουν τό δρόμο πρός τή ζωή;...
Κι ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τόν ἀτένιζαν μέ θαυμασμό, ἐκεῖνος διάβηκε ὅλο τό δρόμο κι ἔφτασε μέ εὐκολία ὥς τό τέρμα.
Ὅταν ὁ μακάριος συνῆλθε λίγο ἀπό τήν ὀπτασία, ἀναριωτιόταν τί νά σήμαιναν ὅλ’ αὐτά. Τότε τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού τόν συνεῖχε ἀκόμα, τόν πληροφόρησε:
-Θέλεις ἐξήγηση σέ ὅσα εἶδες; Πρόσεξε: Ἡ στράτα πού πῆρες, εἶναι ἡ «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός»13. Οἱ αἰθίοπες εἶναι οἱ πονηροί δαίμονες, πού πασχίζουν νά ἐμποδίζουν ὅσους θέλουν νά τή βαδίσουν. Τώρα πιά σοῦ φανερώθηκε καθαρά, ὅτι κανένας δέν μπορεῖ νά τήν περάσει, ἄν δέν μοῦ ζητήσει πρώτα νά τοῦ δώσω καρδιά ταπεινή καί συντετριμμένη. Ἐσύ τή ζήτησες καί τήν πῆρες. Ἀπό δῶ καί πέρα δέν ἔχεις νά φοβηθεῖς «ἀπὸ φόβου νυκτερινοῦ, ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πράγματος ἐν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τόν Ὕψιστον ἔθου καταφυγήν σου»14. Ἔχε τό νοῦ σου ὅμως! Μεγάλος πειρασμός θά σηκωθεῖ ἐναντίον σου. Μά δέν θά νικηθεῖς, γιατί ἐγώ εἶμαι μαζί σου.
Αὐτά εἶπε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κι ἔλυσε τήν ὀπτασία. Μιά ἄρρητη εὐωδία, πού συνόδευε τήν παρουσία Του, τύλιγε ἀκόμα τόν ὅσιο.
-Μά τήν ἀλήθεια, μονολόγησε συνεπαρμένος, καμμιά ἀνθρώπινη αἴσθηση δέν μπορεῖ νά νιώσει μεγαλύτερη γλυκύτητα, ἀπ’ αὐτή πού δίνει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ναί, ξεπερνάει κάθε ἀπόλαυση, κάθε τέρψη. Ἄχ, νά τήν ἀπολάμβανα γιά πάντα! Δέν θά ’θελα πιά τίς ἡδονές τοῦ κόσμου!
Ἡ τελευταία σκέψη τοῦ θύμισε τίς ἁμαρτίες του.
-Ἀλίμονο σ’ ἐμένα, ἄρχισε νά θρηνεῖ, τόν ἁμαρτωλό, τόν πονηρό, τό βρωμερό, τόν ἀκόλαστο, τόν αἰσχρό, τό βλάσφημο! Καί τούς δαίμονες ξεπερνάω στίς ἁμαρτίες! Τί νά κάνω Θεέ μου, γιά νά γλυτώσω ἀπ’ αὐτούς; Ἀλιμονό μου!
Συνήθειά του ἦταν νά λέει καί νά ξαναλέει:
-Ἀλίμονο σ’ ἐμένα, τόν ἁμαρτωλό!...
Στήν ἐκκλησία, μετά τήν ἀκολουθία, ἔβαζε σ’ ὅλους μετάνοιας. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔκλεινε τά μάτια, γιά νά μή δεῖ κανένα νά τοῦ τήν ἀνταποδίδει –τόσο πολύ μισοῦσε κι ἀπωθοῦσε τήν ἀνθρώπινη δόξα.
Πολλές φορές μάλιστα τόν ἄκουγα νά προσεύχεται μέ στεναγμούς καί νά λέει:
-Θεέ μου, Θεέ μου,
μήν ἐπιτρέψεις νά μέ δοξάζουν οἱ ἄνθρωποι.
Μήν τούς ἀφήσεις νά μοῦ δείχνουν
ἐκτίμηση ἤ σεβασμό.
Ἀντί γιά τοῦτα, χάρισέ μου
τή δόξα σου, πού μένει στούς αἰῶνες.
Γιατί τό πνεῦμα μου θ’ ἀναπαυθεῖ μονάχα
ὅταν θ’ ἀγάλλεται κοντά Σου.
Ξέρεις δά, Κύριε, πώς ἡ φιλία τοῦ κόσμου
εἶν’ ἔχθρα σ’ Ἐσένα, τό Θεό μου15.
Εἶχε καί μιάν ἄλλη θεάρεστη συνήθεια ὁ μακάριος. Ὅποτε δηλαδή προσευχόταν στήν ἐκκλησία, κάκιζε καί μεμφόταν τόν ἑαυτό του, λέγοντας:
-Τί ἔκανες, ἄθλιε; Ἦρθες κι ἐδῶ, γιά νά μολύνεις αὐτούς τούς ἁγίους ἀνθρώπους; Ἀλίμονό σου, ἀκάθαρτε! Φαίνεσαι ἄνθρωπος, μά στά ἔργα εἶσαι πονηρός δαίμονας!
Κι ἔστρεφε τά μάτια του στόν οὐρανό λέγοντας:
-Θεέ μου, ἐλέησέ με, γιατί δέν ἔχω κάνει κανένα καλό.
Ἔτσι ταπείνωνσε τόν ἑαυτό του, θεωρώντας τον χῶμα στά πόδια τῶν ἀδελφῶν.
-Ψυχή μου, μονολογοῦσε συχνά, θαρρῶ πώς εἶσαι στ’ ἀλήθεια χειρότερη κι ἀπό τό χῶμα, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί στά παπούτσια τους. Γιατί ἐκεῖνο τουλάχιστον τινάζεται καί πέφτει, καθώς τρέχουν. Ἐνῶ ἐσύ, ταλαίπωρη, ξεπέρασες, κάθε δαιμονική βρωμιά. Ἀλίμονό σου τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως!....
Ἕτσι ταλανίζοντας τόν ἑαυτό του, λάτρευε τόν Κύριο μ’ εὐσέβεια κι ἀγάπη.
Ὅταν ἤθελε νά δώσει σέ φτωχό κανένα νόμισμα ἤ τίποτ’ ἄλλο, ἔλεγε:
-«Tὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν, Κύριε, κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα»*.
Κι ἔσκυβε πρῶτος τό κεφάλι του, προσκυνώντας εὐλαβικά τό ζητιάνο. Ἄν τόν ρωτοῦσε κανείς γιατί τό ἔκανε αὐτό, ἀποκρινόταν:
-Δέ φτάνει πού ἔρχεται ὁ Χριστός μπροστά στά πόδια μας νά ζητιανέψει; Πρέπει καί νά μᾶς προσκυνάει καί νά παρακαλάει καί νά μᾶς ἱκετεύει μέ δάκρυα; Ὄχι δά! Ἀντίθετα, ἐμεῖς ὀφείλουμε ὄχι μόνο τήν ἐντολή τῆς ἐλεημοσύνης νά τηροῦμε, ἀλλά καί νά παρηγοροῦμε καί νά ὑπηρετοῦμε καί σεβασμό νά δείχνουμε στόν φτωχό συνάνθρωπό μας. Μακάριος εἶναι ὅποιος φροντίζει γιά τά πλάσματα τοῦ Χριστοῦ!
Ἔτσι λοιπόν, μές τή βαθειά ταπείνωση, κυλοῦσε ἡ ζωή τοῦ ὁσίου. Κι ἄν συνέβαινε καμιά φορά ν’ ἁμαρτήσει, ἀμέσως ἔτρεψε στήν ἐκκλησία νά ἐξομολογηθεῖ. Καί μέ στεναγμούς παρακαλοῦσε τό Θεό νά συγχωρέσει τήν ἁμαρτία του. Γιατί, ὅπως ἔλεγε, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κάθε μέρα ἁμαρτάνει, κάθε μέρα πρέπει νά μετανοεῖ. Κι ἔτσι, ὅ,τι ράβει ὁ σατανάς, ἐμεῖς θά τοῦ τό ξηλώνουμε!
10. Λουκ. 4:23.
11. Ψαλμ. 118:35
12.Ψαλμ. 50:19.
13.Βλ. Ματθ. 7:13-14.
14.Ψαλμ. 90:5-6,9.
15.Βλ. Ἰάκ. 4:4.
*Θεία Λειτουργία. Ἐκφώνηση πρίν ἀπό τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.48-54)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου