Ο πανέκλαμπρος και ιστορικότατος Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, ο οποίος ανηγέρθη αρχικά από τον αυτοκράτορα Λέοντα, τον επικαλούμενο Μακέλη, και επαυξήθηκε από τον Μ. Ιουστινιανό και πλουτίσθηκε και λαμπροστολίσθηκε από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα, τον γιο του Λέοντα τον σοφό και άλλους αυτοκράτορες, διατηρήθηκε μέχρι την πτώση της Βασιλίδος των πόλεων. Οπότε – αλίμονο! – καθώς πολλοί ναοί καταστράφηκαν τις αποφράδες εκείνες ημέρες της Αλώσεως, καταστράφηκε εκ θεμελίων και ο μεγαλοπρεπής αυτός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Αλλά το ζωοπάροχο νάμα της Πηγής εξακολουθούσε να ρέει αθόρυβα και η χάρη που επισκίαζε αοράτως το ιερό αυτό καταγώγιο ουδέποτε το είχε εγκαταλείψει. Τα δε πλήθη των πιστών εξακολουθούσαν να συρρέουν εκεί με πίστη και ευλάβεια, και οι θαυματουργίες παρέχονταν αφθόνως από την Ζωοδόχο Πηγή σε όσους προσέρχονταν με πίστη.
Έτσι παρουσιάστηκε η ανάγκη ανεγέρσεως Ναού στη θέση εκείνη την ιερή. Πρώτος δε ο Δέρκων Μητροπολίτης Νικόδημος μετά την πάροδο τριών αιώνων, δηλαδή κατά το 1727, ανήγειρε μικρό εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής και άρχισαν να τελούνται λειτουργίες, όρθροι και εσπερινοί μέχρι το 1821, όταν πάλι το μικρό εκείνο εκκλησάκι καταστράφηκε τελείως από τους μαινόμενους Γενιτσάρους, η δε Πηγή καλύφθηκε πλέον εντελώς. Όμως η προσέλευση των πιστών στο μέρος αυτό το σεβάσμιο και σεπτό και οι θαυματουργίες εξακολουθούσαν.
Αλλά επί των ημερών του Σουλτάνου Μαχμούτ, όταν οι υπήκοοί του έχαιρον θρησκευτικής ελευθερίας, ζητήθηκε άδεια από τους ομογενείς προς ανοικοδόμηση του παρεκκλησίου. Το έργο άρχισε στις 27 Ιουλίου 1833, αφού όμως έγινε ανασκαφή και βρέθηκαν τα θεμέλια του αρχαίου Ναού, ανηγέρθη με νεώτερη άδεια όχι μόνο το παρεκκλήσι του Αγιάσματος λαμπρότερο του προηγουμένου, αλλά και άλλος Ναός επί των θεμελίων του παλαιού μέγιστος, περικαλλέστατος και μεγαλοπρεπέστατος. Τα θεμέλιά του μπήκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 1833, το έργο ολοκληρώθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1834 και τα εγκαίνια έγιναν στις 2 Φεβρουαρίου 1835.
***
Ο αείμνηστος συγγραφέας της Κωνσταντινουπόλεως Σκαρλάτος γράφει: «Όταν ήλθα το 1825 στην Πόλη και πήγα να προσκυνήσω στον ιερό εκείνο τόπο, δεν βρήκα παρά σωρό ερειπίων, και ανάμεσα σ’ αυτά τον ιερέα να στέκεται όρθιος στο ύπαιθρο και να διαβάζει την Παράκληση υπέρ των παρισταμένων πιστών. Αλλά το ζωοπάροχο νάμα της Πηγής εξακολουθούσε να ρέει αθόρυβα και η χάρη που επισκίαζε αοράτως το ιερό αυτό καταγώγιο ουδέποτε το είχε εγκαταλείψει.
» Πέρασαν από τότε εικοσιτέσσερα χρόνια, και όταν ήλθα πάλι, το 1849, λευκογένης ήδη στο ίδιο αυτό μέρος, βρήκα το ίδιο σκιερό και πυκνό δάσος, και την πηγή να τρέχει αθόρυβη και γαλήνια· αλλ’ αντί των ερειπίων, είδα ναό μεγαλοπρεπή, λαμπρότητα μαρμάρων και κιόνων και κοσμημάτων, ευκοσμία σε όλα και για όλα… και δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Αλλά τα δάκρυα αυτά ήσαν δάκρυα χαράς και κατανύξεως, εθνικής συμπαθείας. Και παίρνοντας το χαρτοφυλάκιό μου σημείωσα στο τέλος του άρθρου τούτο: Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου».
(Απόσπασμα από το έργο του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου: «Λόγος πανηγυρικός τη Παρασκευή της Διακαινησίμου και μερικών θαυμάτων διήγησις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, της Ζωοδόχου Πηγής»)
(Πηγή ψηφ. κειμένου και γλωσσική προσαρμογή Κ.Ο.)
https://alopsis.gr/ο-ναός-της-ζωοδόχου-πηγής-γέροντας-φιλ/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου