Αὐτὸ ποὺ θεραπεύεται πρωτίστως, ὅταν κανείς ἐνταχθεῖ σωστά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ καρδιά, δηλ. τὸ κέντρο τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν πρόκειται γιὰ μία θεραπεία ἐξωτερική, ἀλλὰ ἐσωτερική.
Ὁ νοῦς τοῦ πνευματικῶς ἀσθενοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἐσκοτισμένος ὑπό ὅλων τῶν παθῶν. Ἔχει ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὑποταγμένος στήν λογική. Ὁ ἀναβάτης (ὁ νοῦς) ἔχει γίνει ὑποζύγιο καί τό ὑποζύγιο (ἡ λογική) ἔχει γίνει ἀναβάτης.
Ἡ ὑψηλότερη καί καθαρότερη ψυχική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς[1]. Στήν κανονική κατάσταση (τοῦ πνευματικῶς ὑγειοῦς) ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ εἶναι ἑνωμένη μέ τήν οὐσία του[2], ἡ ὁποία βρίσκεται στήν καρδιά «ὡς ἐν ὀργάνῳ»[3]. Ἐκεῖ ὁ νοῦς προσεύχεται ἀδιάλειπτα καί εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Στήν καρδία, φυσιολογικά, δέν πρέπει νά ὑπάρχει κανένας ἄλλος λογισμός παρά μόνο τά ρήματα καί τά νοήματα τῆς νοερᾶς ἀδιάλειπτης προσευχῆς.
Στήν ἐμπαθῆ κατάσταση (τοῦ πνευματικῶς ἀσθενοῦς) ὁ νοῦς εἶναι μολυσμένος ἀπό κακούς ἤ καί καλούς λογισμούς, πού προέρχονται ἀπό τήν διάνοια (λογική). Τότε γίνεται ἕνα βραχυκύκλωμα στόν ἄνθρωπο: Λογισμοί τῆς διάνοιας, πού πηγάζουν ἀπό τά ἐρεθίσματα τοῦ περιβάλλοντος, φθάνουν διά τῶν αἰσθήσεων στή διάνοια καί κατεβαίνουν στήν καρδιά. Ὁ νοῦς σκοτίζεται καί ἀντί νά στρέφεται πρός τόν Θεόν στρέφεται πρός τά κτίσματα, τά ὁποῖα καί θεοποιεῖ, καί γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντός ἤ καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὑποτάσσεται στήν λογική, ἡ ὁποία δέχεται τά ἐρεθίσματα τοῦ περιβάλλοντος. Τα ἐρεθίσματα αὐτά φθάνουν στήν διάνοια (στόν ἐγκέφαλο) διά μέσου τῶν αἰσθήσεων.
Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος «γνωρίζει» (πιστεύει ὅτι «ὑπάρχει») μόνον ὅ,τι ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις του. Τόν Ἀόρατο Θεό δέν μπορεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ τίς αἰσθήσεις καί τήν λογική. Ἔτσι, καταλήγει νά λέει ὅτι δέν ὑπάρχει. Τόν ταυτίζει μέ τό περιβάλλον, Τόν θεωρεῖ σάν μία ψευδαίσθηση, ἕνα προϊόν τοῦ ἐγκεφάλου.
Τό παθαίνει αὐτό, διότι ψάχνει τόν Θεό μέ λάθος ὄργανο. Ἀντί νά Τόν ἀναζητήσει μέ τόν καθαρό νοῦ, πού εἶναι τό μόνο κατάλληλο ὄργανο γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, τόν ἀναζητεῖ μέ τόν ὑπηρέτη τοῦ νοῦ μέ τήν λογική, ὑποτασσόμενος σ’ αὐτήν καί στούς τροφοδότες της πού εἶναι οἱ αἰσθήσεις.
Ὁ ρόλος ὅμως τῆς λογικῆς δέν εἶναι νά κυβερνάει τόν νοῦ καί γενικότερα τόν ἄνθρωπο. Ἡ λογική εἶναι στή φυσιολογική (ὑγιῆ) πνευματική κατάσταση ὁ «κομπάρσος» τοῦ νοῦ. Καλεῖται νά διατυπώνει μέ λογικές προτάσεις αὐτά πού «βλέπει», αὐτά πού «γνωρίζει» ὁ νοῦς, ὅταν εἶναι φωτισμένος καί ἀδιάλειπτα προσευχόμενος ἐντός τῆς καρδίας.
Δυστυχῶς, στήν ἐμπαθῆ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὁ κομπάρσος ἔγινε «κύριος» καί ὁ νοῦς, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ «κύριος» καί ρυθμιστής τῶν πάντων, ἔγινε δοῦλος στόν «κομπάρσο». Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στήν λατρεία τοῦ περιβάλλοντος του. Μπέρδεψε τά τοῦ περιβάλλοντος μέ τόν Θεό καί ἔγινε εἰδωλολάτρης καί αὐτολάτρης.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν θεραπευτική της ἀπελευθερώνει τόν νοῦ ἀπό τήν δουλεία του στήν λογική.
Στήν Δύση, ἡ ὁποία ἔπεσε στήν αἵρεση, χάθηκε αὐτή ἡ θεραπευτική καί οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν στήν ἀθεΐα, στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀκηδία (δηλ. στήν ἀδιαφορία γιά τήν Σωτηρία τῶν ψυχῶν τους). Τά δόγματα εἶναι οἱ «θεραπευτικές συνταγές». Γι' αυτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν τόσο σκληρά νά τά διαφυλάξουν. Ἐάν ἀλλοιωθοῦν τά ὀρθόδοξα δόγματα δέν ἔχουμε ὀρθή θεραπευτική μέθοδο, δέν μποροῦμε νά θεραπευθοῦμε. Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη στήν λογικοκρατούμενη Δύση.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς Δυτικῆς κουλτούρας εἶναι ὁ ἀθεράπευτος ἄνθρωπος, στόν ὁποῖο τό «βραχυκύκλωμα» νοός-καρδίας παραμένει. Αὐτό ἔχει σάν ἀποτέλεσμα ὁ δυτικός ἄνθρωπος νά εἶναι ὑποταγμένος στήν Λογική καί στήν ἀθεΐα. Ἡ ἀναγωγή τῶν πάντων σέ ἐπιστήμη εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι ἕνας πολιτισμός τῆς πτώσης, μία κουλτούρα τῆς ἐμπαθοῦς κατάστασης τοῦ ἀθεράπευτου ἀνθρώπου. Τό τελικό ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτό πού διαπιστώνεται καθημερινά: ἡ ὅλο καί μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό. Ἡ ὅλο καί ἐντονότερη σαρκοποίηση τοῦ πνεύματος. Ὁ Δυτικός ἄνθρωπος γίνεται ὅλο καί περισσότερο σκοτισμένος ὡς πρός τόν νοῦ του καί ἄθεος.
Ἡ ἀθεΐα δηλαδή εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς μή θεραπείας τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου ἐξ αἰτίας τῆς αἵρεσης.
Ἡ αἵρεση πάλι ξεκίνησε ἀπό τήν ἀμετανοησία, τήν ἀλλοίωση τοῦ ἤθους, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, τήν ἁμαρτία. Ὁ ἀλλοτριωμένος τρόπος ζωῆς παρήγαγε ἀλλοτριωμένα δόγματα, γιά νά «στεγάσει» θεωρητικά τόν ἀλλοτριωμένο αὐτόν τρόπο ζωῆς. Τό ἀλλοιωμένο ἦθος παράγει ἀλλοιωμένο δόγμα. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀθεράπευτος καί ἔχοντας ἄγνοια τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄθεος.
Ἡ θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας[4] ἐπιτυγχάνει τήν λύση αὐτοῦ τοῦ «βραχυκυκλώματος» νοός-διανοίας ἤ ἀλλιῶς καρδίας-ἐγκεφάλου. Μέ τό «θεραπευτικό πακέτο» Της ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά. Ὅταν ὁ νοῦς ἐπιστρέψει στήν καρδιά καθαρίζεται, δηλαδή κενώνεται ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, τίς φαντασίες, τίς μνῆμες. Παράλληλα, ἐπιτυγχάνεται ἡ στροφή τοῦ νοῦ πρός τόν Θεό καί ἡ ἕνωση μ΄ Αὐτόν διά τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς (φωτισμός καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου).
Ἡ διάνοια (λογικὴ) μὲ τοὺς συλλογισμούς της δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἑνώσει μὲ τὸν Θεό. Μόνο ὁ νοῦς εἶναι κατάλληλος γιὰ τὴν ἄνοδο καὶ τὴν ἕνωση τῆς ὕπαρξής μας μὲ τὸν Θεό.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἦταν ἀγράμματος καὶ ὅμως εἶναι ὁ «πανεπιστήμων-πρύτανης» τῆς ἐρήμου. Εἶπε τέτοιες ἀλήθειες (πού προῆλθαν ἀπὸ τὴν θεραπευμένη καρδιά του) τίς ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ προσεγγίσουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι μέν μορφωμένοι κοσμικὰ ἀλλὰ στεροῦνται τῆς κάθαρσης τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς.
Η ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἕνα φιλοσοφικό σύστημα, οὔτε μία θεωρητική ἐπιστήμη. Εἶναι μία πρακτική «ἐπιστήμη», ὄχι ὅμως ὑποταγμένη στήν λογική, ὅπως συμβαίνει μέ τίς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες. Εἶναι «ἰατρική τοῦ νοός καί τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπευθεῖ πνευματικά, τότε θεραπεύεται καί σωματικά, ἀφοῦ τό σῶμα καί ἡ ψυχή εἶναι ἀλληλένδετα. Ἡ κατάσταση τοῦ ἑνός ἐπηρρεάζει τήν κατάσταση τοῦ ἄλλου. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ὅλος ἄνθρωπος θεραπεύεται ψυχοσωματικά ἀπό τόν «Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν», πού εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.Τὰ τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί θεραπείας εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Αυτό τὸ θεραπευτικὸ στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε πολὺ καθαρά, στὶς περιπτώσεις τῶν θαυμάτων. Ἄνθρωποι μὲ ἀνίατες σωματικὲς ἀσθένειες θεραπεύονται, ἀφοῦ προηγουμένως θεραπεύτηκαν ἀπό τίς πνευματικές τους ἀσθένειες, διά τῆς πίστεως καί μετανοίας[5]. Πρό πάντων δέ ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται ἀπό τήν τυρρανία τῶν παθῶν, τῶν λογισμῶν, τῆς φθορᾶς, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com
[1] Ὁ νοῦς κατά τούς Ἁγίους Πατέρας εἶναι ὁ «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς».
[2] Ὁ νοῦς ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια ἀντιστοίχως ὅπως ὁ Θεός ὁ Ὁποῖος ἔχει Οὐσία καί Ἐνέργεια. Στό νοῦ εἶναι ἀποτυπωμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι ἐμπαθής, σκοτισμένος, ἔχουμε μή φανέρωση τῆς ἀληθινῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἔχει «ἀμαυρωμένο» τό «κατ’ εἰκόνα».
Ἡ «ἀμαύρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα» ὀφείλεται στήν πτώση, στήν ἁμαρτία, στήν προσπάθεια γιά Θέωση χωρίς τόν Θεό, στήν ὑποταγή τοῦ νοός στά κτίσματα καί ὄχι στόν Κτίστη, στήν σαρκοποίηση τοῦ πνεύματος, στήν δυσλειτουργία τῆς νοερᾶς λειτουργίας, δηλ. τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς ἐντός τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος πρίν τήν πτώση εἶχε ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, δηλ. ὁ νοῦς του εὑρίσκετο ἐνωμένος μέ τήν καρδία του καί διά τοῦ ἐνδιαθέτου λόγου του συνομιλοῦσε ἀδιάλειπτα μέ τόν Θεό.
Μετά τήν πτώση ἔπαψε αὐτή ἡ λειτουργία. Ὁ νοῦς, διά τῆς λογικῆς καί τῶν αἰσθήσεως, διασκορπίστηκε (γιά τήν ἀκρίβεια: ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ χωρίστηκε ἀπό τήν οὐσία του καί διασκορπίστηκε) στά κτίσματα καί ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τόν ἑαυτό του, ἔγινε «ἐκτός ἑαυτοῦ» καί σάν τόν ἄσωτο τῆς παραβολῆς κατήντησε νά βόσκει χοίρους. Δηλ. κατήντησε νά τρέφει τά πάθη του, ὑποταγμένος ὄχι στόν Πατέρα ἀλλά στόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου δηλ. στόν διάβολο. Μέσα στήν «ἐρημία τῶν παθῶν» καί τήν τραγική μοναξιά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐλπίδα νά «ἔλθει στόν ἑαυτό του».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος «ἔλθει εἰς ἑαυτόν» σάν τόν ἄσωτο, τότε καί μόνον τότε μπορεῖ νά ἀναζητήσει τόν Πατέρα. Τό νά ἔλθει στόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος ταυτίζεται μέ τό νά ἐπιστρέψει ὁ νοῦς στήν καρδιά, δηλ. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ νά ἑνωθεῖ μέ τήν οὐσία του. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή μετάνοια.
Τότε γίνεται καί ἡ ἑπόμενη κίνηση: ὁ νοῦς «διά τοῦ ἑαυτοῦ του» ἀναβαίνει στήν «ἔννοια τοῦ Θεοῦ». Τότε γίνεται βαθμηδόν καί διά τῆς συνεχοῦς μετανοίας ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς λειτουργίας καί ἡ «ἐκλάμπρυνση» τοῦ «ἀμαυρωμένου κατ’ εἰκόνα».
[3] Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ ψυχή δέν περικλείεται στό σῶμα σάν σέ ἀγγεῖο, ἀλλά περιέχει τό σῶμα. Ὁ νοῦς χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τήν καρδιά, ἐνῶ ἡ διάνοια (ἡ ἀμέσως κατώτερη μετά τό νοῦ ψυχική μας δύναμη) χρησιμοποιεῖ σάν ὄργανο τόν ἐγκέφαλο.
[4] Ἡ Ὁποία (Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) διάσώζει τά ὀρθά δόγματα, τά ὁποῖα μέ τήν σειρά τους ὁριοθετοῦν τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς, δηλ. τό ὀρθόδοξο ἦθος.
[5] Πρβλ. http://www.gonia.gr/gonia.php?article=1977&PHPSESSID=6529eda2f1aed42dfa90e62829132807
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου