Ἦρθες
λοιπὸν στὴν ἐκκλησία καὶ ἀξιώθηκες
νὰ συναντήσεις τὸ Χριστό; Μὴ φύγεις,
ἂν δὲν τελειώσει ἡ ἀκολουθία. Ἂν
φύγεις πρὶν τὴν ἀπόλυση, εἶσαι ἔνοχος
ὅσο κι ἕνας δραπέτης. Πηγαίνεις στὸ
θέατρο καί, ἂν δὲν τελειώσει ἡ παράσταση,
δὲν φεύγεις. Μπαίνεις στὴν Ἐκκλησία,
στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου, καὶ γυρίζεις
τὴν πλάτη στὰ Ἄχραντα Μυστήρια; Φοβήσου
τουλάχιστον ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ὅποιος
καταφρονεῖ τὸ Θεό, θὰ καταφρονηθεῖ
ἀπ’ Αὐτόν» (Πρβλ. Παροιμ. 13:13).
Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῶ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ Ἄγγελοι Τοῦ παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σοῦ προσφέρει τὴν Ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾶς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι.
Τί κάνεις, ἄνθρωπε; Ἐνῶ ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, οἱ Ἄγγελοι Τοῦ παραστέκονται, οἱ ἀδελφοί σου κοινωνοῦν ἀκόμα, ἐσὺ τοὺς ἐγκαταλείπεις καὶ φεύγεις; Ὁ Χριστός σοῦ προσφέρει τὴν Ἁγία σάρκα Του, κι ἐσὺ δὲν περιμένεις λίγο, γιὰ νὰ Τὸν εὐχαριστήσεις ἔστω μὲ τὰ λόγια; Ὅταν παρακάθεσαι σὲ δεῖπνο, δὲν τολμᾶς νὰ φύγεις, ἔστω κι ἂν ἔχεις χορτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ φίλοι σου κάθονται ἀκόμα στὸ τραπέζι.
Καὶ τώρα
ποὺ τελοῦνται τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ
Χριστοῦ, τ’ ἀφήνεις ὅλα στὴ μέση καὶ
φεύγεις;
Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος τὸ ἔργο κάνουν ὅσοι φεύγουν πρὶν τελειώσει ἡ Θεία Λειτουργία καὶ δὲν συμμετέχουν ἔτσι στὶς τελευταῖες εὐχαριστήριες εὐχές; Ἴσως εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ, μὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ. Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στὸ τραπέζι, αὐτὸς σηκώθηκε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔφυγε. Ἐκεῖνον λοιπόν, τὸν Ἰούδα, μιμοῦνται… Ἄν δὲν ἔφευγε τότε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτὸ του ἀπό τὸ ποίμνιο, δὲν θὰ τὸν ἔβρισκε μόνο του ὁ λύκος γιὰ νὰ τὸν φάει.
Θέλετε νὰ σᾶς πῶ τίνος τὸ ἔργο κάνουν ὅσοι φεύγουν πρὶν τελειώσει ἡ Θεία Λειτουργία καὶ δὲν συμμετέχουν ἔτσι στὶς τελευταῖες εὐχαριστήριες εὐχές; Ἴσως εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πῶ, μὰ πρέπει νὰ τὸ πῶ. Ὅταν ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὅλοι ἦταν καθισμένοι στὸ τραπέζι, αὐτὸς σηκώθηκε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους κι ἔφυγε. Ἐκεῖνον λοιπόν, τὸν Ἰούδα, μιμοῦνται… Ἄν δὲν ἔφευγε τότε ἐκεῖνος, δὲν θὰ γινόταν προδότης, δὲν θὰ χανόταν. Ἂν δὲν ξεχώριζε τὸν ἑαυτὸ του ἀπό τὸ ποίμνιο, δὲν θὰ τὸν ἔβρισκε μόνο του ὁ λύκος γιὰ νὰ τὸν φάει.
Ἀπό τό βιβλίο :
«Η
ΦΩΝΗ ΤΩΝ
ΠΑΤΕΡΩΝ»,
Τόμος Γ΄ (Τεύχη 21-30),
A΄
Ἔκδοση 2003.
Ἐκδόσεις: Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου