ΤΟ ΚΥΡΙΩΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ:Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
Τό ὑψηλότερο καί πιό εὐάρεστο ἔργο πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει ὁ ἄνθρωπος στή γῆ εἶναι σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες ἡ καθαρά προσευχή.
Γιά νά κάνει ὁ ἄνθρωπος καθαρά προσευχή θά πρέπει νά ἀσκήσει τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος. Δι’ αὐτῆς τῆς ἐργασίας ἀνευρίσκεται ἡ Βαπτισματική Θεία Χάρη ἡ ὁποία καί καθαρίζει τήν καρδιά τοῦ ἀδιάλειπτα προσευχομένου πιστοῦ.
Αὐτήν τήν ἐργασία σποραδικά τήν ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες διότι τήν θεωροῦσαν κοινό τόπο καί αὐτονόητη γιά τούς πιστούς. Ὅμως ὅσο ἐκκοσμικευόταν ἡ Ἑκκλησία τόσο χανόταν αὐτή ἡ ἐργασία.
Ἔτσι ἀπό τόν 4ο αἰώνα καί μετά συστηματικότερα οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς καλοῦν σέ ἐξάσκηση αὐτῆς τῆς ἐργασίας, τῆς τόσο ἀπαραίτητης γιά τή σωτηρία μας. ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΔΥΝΑΤΟΣ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ, Η ΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ. ΑΠΟΥΣΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ.
Σέ ἀντίθεση μέ τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, ἀργότερα καί σήμερα δέν ἔχουμε πολλούς Ἁγίους, πολλούς θεούμενους διότι ἀτόνησε αὐτή ἡ ἐργασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί προσοχῆς (νήψεως). Αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο εἶναι , στήν ἐπόχή του, ἡ ἔλλειψη κατάλληλων διδακτικῶν βιβλίων.
Σήμερα δόξα τῷ Θεῷ, δέν στερούμεθα βιβλίων σχετικῶν μέ τή ἀδιάλειπτο προσευχή. Ὅμως οἱ πολλές μέριμνες, ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία, ἡ λήθη μᾶς πολεμοῦν φοβερά καί δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἐξασκήσουμε αὐτό τό ἔργο, πού θεώνει τόν νοῦ καί σώζει τόν ἄνθρωπο.
Σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας θέωση καί σωτηρία ταυτίζονται. Γιαυτό εἶναι λίγοι οἱ σωζόμενοι, διότι λίγοι ἔχουν τήν ἀδιάλειπτο προσευχή καί τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη πού πηγάζει ἀπό αὐτή, ὡς τό κύριο ἔργο τῆς ζωῆς τους. Χωρίς τόν Χριστό καί τήν ἕνωση μαζί Του δηλ. χωρίς τήν θέωση τοῦ νοῦ μας «δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε»[1] ἑπομένως οὔτε καί νά σωθοῦμε.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στήν Εἰσαγωγή του στή Φιλοκαλία: «Οἱ περισσότεροι τώρα Πατέρες ἀναφέρουν σποραδικὰ στὰ συγγράμματά τους τὴν ἐργασία αὐτή, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀπευθύνονται σὲ ἀνθρώπους ποὺ γνωρίζουν τὸ πράγμα. Μερικοὶ ὅμως, ἐπειδὴ κατάλαβαν ἴσως τὴν ἄγνοια καὶ μαζὶ καὶ τὴν ἀδιαφορία τῆς γενεᾶς μας σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν σωτηριώδη μελέτη, ἀφοῦ ἑρμήνευσαν λεπτομερῶς τὴν πρακτική της ἐφαρμογὴ μὲ κάποιες φυσικὲς μεθόδους, τὴν παραδωσαν πρόθυμα σ' ἐμᾶς τὰ παιδιά τους. Τὴν ἐπαίνεσαν μὲ πάμπολλους χαρακτηρισμούς, τὴν εἶπαν ἀρχὴ κάθε θεοφιλοῦς ἐργασίας, σωρεία τῶν ἀγαθῶν, ὁλοκάθαρο γνώρισμα μετάνοιας, νοερή πράξη ποὺ ἀποτελεῖ στεφάνωμα τῆς ἀληθινῆς θεωρίας· καὶ μᾶς προτρέπουν ὅλους στὸ χρησιμότατο αὐτὸ ἔργο. Ἀλλὰ τώρα θρηνῶ, καὶ τὸ πάθος διακόπτει τὸ λόγο μου. Ὅλα τὰ βιβλία ποὺ φιλοσοφοῦν γιὰ τὴν ἀληθινὰ καθαρτικὴ καὶ φωτιστικὴ καὶ τελειοποιητικὴ – γιὰ νὰ πῶ τοὺς λόγους τοῦ Ἀρεοπαγίτη- ἐργασία, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄλλα ὀνομάζονται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Νηπτικά, ἐπειδὴ μιλοῦν γιὰ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν νήψη, ὅλα μαζὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι σὰν κάποια ἀπαραίτητα μέσα καὶ ὄργανα πού συντελοῦν στὴν ἴδια ὑπόθεση κι ἔχουν ἕνα σκοπό, νὰ κάνουν δηλαδὴ Θεὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅλα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν χαθεῖ ἐξαιτίας τῆς ἀπὸ χρόνια παλιᾶς συγγραφῆς τους, τῆς σπανιότητας, ἀλλὰ – γιατί ὄχι; - κι ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ποτὲ ἐκδοθεῖ μὲ τὸν τύπο. Ἂν ἔχουν ἀπομείνει κάπου μερικά, κι αὐτὰ εἶναι σκοροφαγωμένα κι ὁλότελα κατεστραμμένα καὶ ἴδια σὰν νὰ μὴν ἔχουν ὑπάρξει ποτέ. Θὰ προσθέσω καὶ τοῦτο· ἐπειδὴ καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς δικούς μας δείχνουν ἀμέλεια καὶ τυρβάζονται γιὰ τὰ πολλά, ἐννοῶ τὶς σωματικὲς καὶ πρακτικὲς ἀρετές, ἤ, γιὰ νὰ πῶ τὸ πιὸ ἀληθινό, μόνο γιὰ τὰ ἐργαλεῖα τῶν ἀρετῶν, καὶ ξοδεύουν σ' αὐτὰ τὴ ζωή τους, ἐνῶ γιὰ τὸ ἕνα, τὴ φυλακὴ δηλαδὴ τοῦ νοῦ καὶ τὴν καθαρὴ προσευχή, δὲν ξέρω πῶς, ἀδιαφοροῦν χωρὶς καμιὰ γνώση. Καὶ κινδυνεύει αὐτὴ ἡ σύντομη καὶ γλυκύτατη ἐργασία νὰ χαθεῖ ὁλότελα, καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ θαμπώσει καὶ νὰ σβήσει ἡ χάρη καὶ μαζὶ μ' αὐτὴ νὰ διαφύγει καὶ ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ θέωσή μας. Καὶ ἔχομε πεῖ πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε βάλει σ' ἐνέργεια ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ ὅλη τὴ θέλησή Του. Αὐτὸ εἶναι ἡ τελικὴ κατάληξη ὅπου ἀφοροῦν καὶ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ ἡ σχετικὴ μ' ἐμᾶς οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ ζωή μας στὴν αἰωνιότητα καὶ γενικὰ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει μὲ θεϊκὸ τρόπο μέσα στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ὅπου πρωτύτερα πολλοί, καὶ κοσμικοὶ καὶ βασιλιάδες καὶ ἀπὸ ὅσους ζοῦσαν μέσα σὲ ἀνάκτορα καὶ κάθε μέρα ταλαιπωροῦνταν μὲ μύριες ἀσχολίες καὶ φροντίδες βιοτικές, εἶχαν ἕνα καὶ κύριο ἔργο τὴν ἀδιάλειπτη μέσα στὴν καρδιὰ προσευχὴ – καὶ συναντοῦμε πολλοὺς μέσα στὶς διηγήσεις-, τώρα ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ἄγνοια, ὄχι μόνο ἀνάμεσα σὲ ὅσους ζοῦνε στὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ στοὺς ἴδιους τούς μοναχοὺς ποὺ μονάζουν στὴν ἡσυχία, τὸ πράγμα ἔγινε σπανιότατο, πρὸς μεγάλη ζημία, καὶ ἐξαιρετικὰ δυσεύρετο. Κι ἐπειδὴ στεροῦνται αὐτὸ τὸ ὅπλο, μολονότι ἀγωνίζεται κατὰ τὸ δυνατὸ καθένας τὸν ἀγώνα του καὶ ὑπομένει τοὺς κόπους γιὰ τὴν ἀρετή, δὲν κάνουν κανένα καρπό, ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ καρποφορήσει κανένας χωρὶς τὴν ἀδιάλειπτη θύμηση τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀπότοκό της καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ ἀπὸ κάθε πονηρὴ σκέψη. «Χωρὶς ἐμένα, λέει, δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε», καὶ ἀλλοῦ: «Ὅποιος μένει σ' ἐμένα, αὐτὸς κάνει πολὺ καρπὸ»[2].
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς συμπεραίνω ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη αἰτία ποὺ τόσο πολὺ ἔλειψαν ὅσοι διαπρέπουν στὴν ἁγιότητα καὶ ζοῦνε καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους, καὶ τόσο πολὺ λιγόστεψαν ὅσοι μποροῦν νὰ σωθοῦν[3] στὸν καιρό μας, παρὰ αὐτὴ μονάχα· ὅτι δηλαδὴ παραμελήσαμε αὐτὸ τὸ ἔργο ποὺ ἀνυψώνει στὴ θέωση· καὶ χωρὶς τὴ θέωση τοῦ νοῦ, εἶπε κάποιος, ὄχι ν' ἁγιαστεῖ, ἀλλὰ οὔτε νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐνδεχόμενο. Αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμά του μόνο εἶναι φρικτότατο, γιατί ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία εἶναι τὸ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τὴν ἐξήγηση ποὺ δίνουν οἱ σοφοί. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμα ποὺ εἶναι καὶ τὸ κυριότερο, ὅτι ἔχουμε ἔλλειψη ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ καθοδηγοῦν σ' αὐτό. Χωρὶς ὅμως αὐτὰ εἶναι τῶν ἀδυνάτων νὰ ἐπιτύχομε τὸν σκοπό μας»[4].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
[1] Ἰωάν. 15, 5: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»
[2] Ἰωάνν. ιε΄ 5.
[3] Πρβλ. Λουκ. ιγ΄, 23.
[4]Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 19-21. Τό πρωτότυπο κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τῆς γε μήν ἐργασίας ταύτης οἱ πλείους μέν τῶν Πατέρων σποράδην ἐν τοῖς ἑαυτῶν συγγράμμασι μνημονεύουσιν, ὡς πρός εἰδότας τόν λόγον ποιούμενοι. Ἔνιοι δέ τοῦτο προειδότες ἴσως, τήν τῆς ἡμετέρας γενεᾶς περί ταύτην τήν σωτηριώδη μελέτην, ἀγνωσίαν ὁμοῦ καί ἀμέλειαν∙ καί τόν πρακτικόν αὑτῆς τρόπον διά τινων φυσικῶν μεθόδων λεπτομερῶς ἑρμηνεύσαντες, καθάπερ τινά πατρικήν κληρονομία ἡμῖν τοῖς ἑαυτῶν τέκνοις παραδοῦναι οὐκ ὤκνησαν. Οἵ καί πολυωνύμως ταύτην ἀποσεμνύνοντες καί ἀρχήν πάσης ἄλλης θεοφιλοῦς ἐργασίας καί σωρείαν τῶν ἀγαθῶν καί ἀκραιφνέστατον γνώρισμα μετανοίας καί πρᾶξιν νοεράν ἐπίβασιν οὖσαν ἀληθοῦς θεωρίας αὐτήν προσειπόντες, ἅπαντας ἐπί τό ὀνησιφόρον τοῦ ἔργου προτρέπουσι.
Θρηνῶ δέ τό ἐντεῦθεν∙ καί μοι τό πάθος ἐπικόπτει τόν λόγον. Τῶν γάρ περί τῆς τοιαύτης τῷ ὄντι Καθαρτικῆς καί Φωτιστικῆς καί Τελειωτικῆς, κατά τόν Ἀρεοπαγίτην εἰπεῖν, ἐργασίας φιλοσοφούντων βιβλίων, οὐ μήν, ἀλλά καί τῶν ἄλλων, ὅσα, διά τό περί προσοχῆς καί νήψεως διεξιέναι, Νηπτικά τοῖς πολλοῖς ἀκούει∙ πάντων ὁμοῦ ὥσπερ ἀναγκαίων τινῶν μέσων τε καί ὀργάνων εἰς τήν αὐτήν τεινόντων ὑπόθεσιν καί σκοπόν ἕνα ἐχόντων τό Θεουργῆσαι τόν ἄνθρωπον∙ διά τε τήν τοῦ χρόνου παλαιότητα, διά τε τήν σπάνιν, δός δ’ εἰπεῖν καί τῷ μηδέποτε τύποις ἐκδοθῆναι, μονονουχί ἐκλελοιπότων∙ εἰ δέ καί τινά που περιελέλειπτο, κἀκείνων σητοβρώτων ὄντων καί πάντῃ διαφθαρμένων καί ἴσα σχεδόν τοῖς, εἰ μηδέποτ’ ἦσαν, μνημονευομένων. Προσθήσω δ’ ὅτι, ἐπεί καί οἱ πλείους τῶν ἡμετέρων ἀμελῶς διάκεινται καί περί μέν τά πολλά τυρβαζόμενοι, τά σωματικά φημι καί πρακτικά τῶν ἀρετῶν∙ ἤ, ἀληθέστερον εἰπεῖν, περί μόνα τά τῶν ἀρετῶν ἐργαλεῖα, ἐν αὐτοῖς τόν ἅπαντα κατατρίβουσι βίον∙ τοῦ δε ἑνός, τῆς φυλακῆς δηλαδή τοῦ νοός καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, οὐκ οἶδ’ ὅπως ἀνεπιστημόνως γε λίαν ὀλιγωροῦσι∙ κινδυνεύει τήν τοιαύτην σύντομον καί γλυκυτάτην ἐργασίαν τέλεον ἐκλιπεῖν∙ ἀμαυρωθῆναί τε ἐντεῦθεν καί ἀποσβεσθῆναι τήν χάριν∙ σύν ταύτῃ δέ καί τήν πρός Θεόν ἡμῶν ἕνωσιν καί θεουργία διαπεσεῖν. (Ὅπερ ἦν τό, ὡς εἴρηται, προηγούμενον ἀπ’ ἀρχῆς καί κατ’εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πρός ὅ δή, ὡς εἰς σκοπιμώτατον τέλος ἀφορῶσιν, ἥ τε πρός τό εἶναι δημιουργία καί ἡ πρός τό εὖ εἶναι καί ἀεί εὖ εἶναι περί ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομία καί ἁπλῶς ὅσα γε ἐν τῇ Παλαιᾷ καί ὅσα ἐν τῇ Καινῇ θεοπρεπῶς διαπέπτρακται.)
Ὅπου γάρ πρότερον πολλοί καί τῶν κατά Κόσμον ὄντες καί Βασιλεῖς αὐτοί καί ἐν Βασιλείοις διατρίβοντες καί μυρίαις ὅσαις φροντίσι καί μερίμναις βιοτικαῖς ὁσημέραι κατατεινόμενοι, ἕν καί καθ’ αὑτό ἔργον εἶχον, τό ἀδιαλείπτως ἐν καρδίᾳ προσεύχεσθαι, ὡς πολλούς ἐν ταῖς ἱστoρίαις εὑρίσκομεν∙ νῦν ἐξ ἀμελείας τε καί ἀγνωσίας, οὐ μόνον παρά τοῖς ἐν κόσμῳ οὖσιν, ἀλλά καί παρά τοῖς μοναχοῖς αὐτοῖς καί ἡσύχως μονάζουσι, σπανιώτατον ἐστίν, ὤ τῆς ζημίας! Καί πάνυ δυσεύρετον. Οὗτινος καί στερούμενοι, καίτοι κατά τό δυνατόν ἀγωνιζόμενοι ἕκαστος καί τούς ὑπέρ ἀρετῆς ὑπομένοντες πόνους, οὐδένα ὅμως καρπόν ἀποδρέπονται∙ ὅτι τῆς ἀδιαλείπτου τοῦ Κυρίου μνήμης καί τῆς ἐξ αὐτῆς τικτομένης καρδίας τε καί νοός ἀπό παντός πονηροῦ καθαρότητος χωρίς, καρποφορῆσαι ἀδύνατον∙ «χωρίς, γάρ φησιν, ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καί πάλιν∙ «ὁ μένων ἐν ἐμοί, οὗτος φέρει καρπόν πολύν»( Ἰωάνν. ιε΄ 5).
Ἐντεῦθεν δή καί τεκμαίρομαι μή ἄλλην εἶναι τήν αἰτίαν, δι’ ἥν οὕτως ἐξέλιπον οἱ ἁγιότητι διαπρέποντες καί ζῶντες ἔτι καί μετά θάνατον καί οὕτως ὀλίγοι εἰσίν οἱ σῳζόμενοι(Πρβλ. Λουκ. ιγ΄, 23) ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰ μή ταύτην, ὅτι δηλαδή, τούτου τοῦ πρός θέωσιν ἀνάγοντος ἔργου παραμελήσαμεν· δίχα δέ τοῦ θεωθῆναι τόν νοῦν, ἔφη τις, οὐχ ὅπως ἁγιάσαι, ἀλλ’ οὐδέ σωθῆναι τόν ἄνθρωπον ἐνδέχεται∙ ὅ καί μόνῃ ἀκοῇ φρικωδέστατον, ταὐτόν γάρ ἐστι σωθῆναι καί θεωθῆναι κατά τήν τῶν θεοσόφων ἐκφαντορίαν. Τό δέ πλέον καί κυριώτερον, ὅτι καί τῶν εἰς τοῦτο χειραγωγούντων βιβλίων στερούμεθα. Τούτων δέ χωρίς, τοῦ τέλους ἐπιτυχεῖν, τῶν ἀδυνάτων ἐστίν» (Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν συνερανισθεῖσα παρά τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, ἐν ᾗ διά τῆς κατά τήν πράξιν καί θεωρίαν ἠθικῆς φιλοσοφίας ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται καί εἰς ἥν προσετέθησαν τά ἐκ τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως ἐλλείποντα κεφάλαια τοῦ μακαρίου Πατριάρχου Καλλίστου, ἔκδοσις Ε΄, ἐκδοτικός οἶκος «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Ἐ. Παπαδημητρίου, Λυκούργου 10-Ἀθῆναι, 1982 (στό ἑξῆς: Φιλοκαλία),τόμος Α΄, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, σελ. κα΄-κβ΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου