Έπειτα από πέντε μήνες ζωής με προσευχή και με ευτυχία σαν κι αυτή,
συνήθισα τόσο πολύ την «Προσευχή του Χριστού», ώστε την είχα σύντροφό
μου συνεχή και σταθερό. Εις το τέλος η «Προσευχή» ενεργούσε μόνη της
μέσα στο μυαλό μου, χωρίς καθόλου προσπάθεια από μέρους μου και αυτό
συνέβαινε όχι μόνον όταν ήμουν ξύπνιος αλλά και εις τον ύπνο μου ακόμη.
Τίποτε δεν ημπορούσε να την διασπάση ούτε για ένα λεπτό της ώρας και
καμμιά μου απασχόλησις δεν την έβλαπτε. Η ψυχή μου έστελνε συνεχώς
ευχαριστίες προς τον Θεό και η καρδιά μου έλειωνε από ατέλειωτη ευτυχία.
Ήλθε όμως κι ο καιρός που το δάσος έπρεπε να υλοτομηθή. Οι εργάται άρχισαν να έρχωνται ομάδες -ομάδες κ' εγώ έπρεπε να εγκαταλείψω την ήσυχη αυτή διαμονή μου. Ευχαρίστησα τον φύλακα του δάσους, είπα μερικές προσευχές, φίλησα το μέρος της γης επάνω εις το οποίον ο Θεός κατεδέχθη να χαρίση σε μένα τον ανάξιο, το μέγα του έλεος, έβαλα εις την πλάτη μου το σακκίδιο με τα βιβλία κ' εξεκίνησα.
Ήλθε όμως κι ο καιρός που το δάσος έπρεπε να υλοτομηθή. Οι εργάται άρχισαν να έρχωνται ομάδες -ομάδες κ' εγώ έπρεπε να εγκαταλείψω την ήσυχη αυτή διαμονή μου. Ευχαρίστησα τον φύλακα του δάσους, είπα μερικές προσευχές, φίλησα το μέρος της γης επάνω εις το οποίον ο Θεός κατεδέχθη να χαρίση σε μένα τον ανάξιο, το μέγα του έλεος, έβαλα εις την πλάτη μου το σακκίδιο με τα βιβλία κ' εξεκίνησα.
Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα περιπλανιώμουνα σε διάφορα μέρη, μέχρις ότου έφθασα τέλος εις το Ιρκούτσκ. Η αυτοενεργούσα Προσευχή μέσ' στην καρδιά μου, μου ήταν σε όλο το δρόμο μου ανακούφισις και παρηγοριά. Ο,τιδήποτε και αν συναντούσα, η «Προσευχή» δεν εσταματούσε από του να με χαροποιή σε ανάλογο βαθμό, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όπου κι αν ήμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η «Προσευχή» ούτε εμπόδιο ήταν σε τίποτε, ούτε από τίποτε εμποδιζόταν.
Την ώρα της εργασίας η «Προσευχή του Χριστού» προχωρεί μόνη της μέσ' στην καρδιά μου κ' η δουλειά τελειώνει γρηγορώτερα. Όταν διαβάζω ή παρακολουθώ ή ακούω κάτι με προσοχή, η «Προσευχή» καθόλου δεν με σταματά, και το ίδιο χρονικό διάστημα είμαι ενήμερος και των δύο, σαν να έχω δύο εαυτούς, σαν να έχω δύο ψυχές, σε ένα και το αυτό σώμα. Τί μυστήριο αλήθεια είναι ο άνθρωπος! Γι' αυτό ο καθένας με όλη την ψυχή του ας δοξολογή τον Θεό λέγοντας: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Πολλά μου συνέβησαν εις τον δρόμον αυτό· πολλές και παράξενες περιπέτειες. Εάν δε άρχιζα να τις διηγούμαι όλες δεν θα μου έφθανε ούτε ένα ημερονύκτιο ολόκληρο.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, π.χ., εβάδιζα μόνος μου μέσα σ' ένα δάσος προς ένα χωριουδάκι που το έβλεπα ν' απέχη μόλις ενάμιση χιλιόμετρο εμπρός μου και που λογάριαζα να παραμείνω την νύκτα αυτή. Ξαφνικά ένας λύκος πρόβαλε μπροστά μου και έκανε να έλθη προς το μέρος μου. Είχα στα χέρια μου το μάλλινο κομποσχοίνι του γέροντα οδηγού μου, γιατί δεν το αποχωριζόμουν ποτέ κ' έκανα να κτυπήσω τον λύκο μ' αυτό. Μου έφυγε όμως το κομποσχοίνι από τα χέρια μου κ' ετυλίχθηκε εις του λύκου τον λαιμό. Το ζώον άρχισε να απομακρύνεται από μένα, αλλά όπως επήδησε πιό πέρα επάνω σ' ένα θαμνώδες αγκάθι, επιάστηκαν σ' αυτό τα πισινά του πόδια κι όπως εγύριζε να ελευθερωθή, έμπλεξε και το κομποσχοίνι σ' ένα πάσσαλο ξερού δένδρου έτσι, ώστε σε κάθε στροφή του ο λύκος τυλιγόταν και περισσότερο. Έκανα το σταυρό μου με πίστι κ' επροχώρησα να ελευθερώσω το αγρίμι, κυρίως γιατί φοβόμουνα μήπως εις την αγωνία του, κόβοντας το κομποσχοίνι το έσερνε μαζί του, και έτσι θα έχανα το πολύτιμο αυτό δώρο του Γέροντά μου. Εκράτησα κάπως το κομποσχοίνι κ' έτσι ελευθερώθηκε το κεφάλι του λύκου, που έφυγε χωρίς ν' αφήση ίχνη. Ευχαρίστησα τον Θεό, έχοντας εις το μυαλό μου τον ευλογημένο Πνευματικό οδηγό, κ' έφθασα ασφαλώς εις το χωριό, όπου εζήτησα κατάλυμμα για μιά νύχτα σ' ένα χάνι.
Εμπήκα μέσα. Δυό άνδρες εκεί, ο ένας γέρος και ο άλλος μεσόκοπος και
καλοδεμένος, ήσαν καθισμένοι σε μιά γωνιά σ' ένα τραπέζι, πίνοντας τσάϊ.
Δεν εφαίνονταν να είναι απλοί άνθρωποι κ' ερώτησα τον ιπποκόμο τους,
ποιοί ήσαν. Έμαθα, λοιπόν, απ' αυτόν ότι ο γέρος ήταν δάσκαλος σ' ένα
δημοτικό σχολείο και ο άλλος γραμματεύς επαρχιακού δικαστηρίου. Ήσαν και
οι δυό άνθρωποι καλυτέρας τάξεως, επήγαιναν δε σ' ένα πανηγύρι καμμιά
δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ' εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου