Μιά μερα, ήταν η 24η Μαρτίου, για να είμαι ακριβής, και αισθάνθηκα επιτακτική την ανάγκη να κοινωνήσω την επομένη, εορτή του Ευαγγελισμού.
Ερώτησα αν η εκκλησία ήταν μακρυά και έμαθα πως ήταν σε τριάντα χιλιόμετρα απόστασι. Περπάτησα, λοιπόν, το υπόλοιπο της ημέρας και όλη τη νύκτα που ακολούθησε, με το σκοπό να φθάσω εγκαίρως για τον όρθρο. Ο καιρός ήτο όσο χειρότερος μπορούσε να γίνη, εχιόνιζε κ' έβρεχε και ο δυνατος αέρας ήταν παγωμένος. Έπρεπε να περάσω κ' ένα ποτάμι, μόλις δε έφθασα εις το μέσον του, έσπασε ο πάγος κάτω από τα πόδια μου και εβυθίστηκα μέχρι τη μέση εις το νερό. Έφθασα βρεγμένος όπως ήμουν, πρόφθασα εις τον όρθρον, εστάθηκα μέχρι το τέλος της λειτουργίας και με τη χάρι του Θεού εκοινώνησα. Θέλοντας να περάσω την ημέρα με ησυχία και χωρίς να χαλάσω την πνευματική μου αυτή ευτυχία, παρεκάλεσα τον νεωκόρο να μου επιτρέψη να μείνω εις το δωματιάκι του μέχρι το άλλο πρωΐ. Δεν ημπορώ να εκφράσω πόσο ευτυχισμένος ήμουν αυτή την ημέρα και πόση ήταν η πλημμύρα της χαράς της καρδιάς μου. Έπεσα εις το σανιδένιο κρεβάτι του ψυχρού αυτού δωματίου, κ' ενόμιζα πως ευρισκόμουν εις τους κόλπους του Αβραάμ.
Η «Προσευχή» ήταν πολύ ενεργητική. Η αγάπη του Ιησού Χριστού και της Παναγίας φαινόταν σαν να επλημμύριζε την καρδιά μου, με κύματα γλυκύτητος και σαν να εγέμιζε την ψυχή μου με παρηγοριά και θρίαμβο συγχρόνως.
Εις το διάστημα της νύκτας επιάσανε φοβεροί ρευματικοί πόνοι τα πόδια μου και αυτό με έκανε να θυμηθώ σοβαρά ότι ήταν μουσκεμένα από την προηγούμενη μέρα. Δεν έδωσα σημασία εις το πράγμα, μόνον όσο δυνατώτερο πόνο αισθανόμουν, τόσο περισσότερο έλεγα την «Προσευχή», εις την καρδιά μου μέσα. Το πρωΐ όταν, ηθέλησα να σηκωθώ, αντελήφθηκα ότι δεν ημπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου καθόλου. Είχανε εντελώς παραλύσει και τα αισθανόμουν αδύνατα σαν κλωστές. Ο νεωκόρος με έσυρε από το κρεβάτι με δύναμι, για να με ξαπλώση κατά γης, όπου έμεινα ακίνητος για δυο ημέρες. Την τρίτην ημέρα ο νεωκόρος μ' έβγαλε έξω κι από το δωμάτιο, λέγοντάς μου: «Υπόθεσε πως πεθαίνεις εδώ, τι φασαρία έχει να γίνη»! Με πολύ μεγάλη δυσκολία εσύρθηκα σιγά - σιγά χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια και έφθασα μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας. Εξάπλωσα εκεί σε μιάν άκρη και έμεινα δυό μερες. Οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονταν δεν έδιναν καμμιά σημασία ούτε σ' εμένα ούτε στις ικεσίες μου. Εις το τέλος ένας χωρικός μ' επλησίασε, εκάθησε κοντά μου και μου εμίλησεν. Έπειτα από λίγο, εις την συνομιλία, με ερώτησε: «Τι θα μου δώσης για να σε θεραπεύσω; και εγώ κάποτε είχα την ίδια ακριβώς αρρώστια με σένα, γι' αυτό ξεύρω και την θεραπεύω».
«Δεν έχω τίποτα να σου δώσω», απήντησα.
«Μα τι έχεις στο σακκίδιό σου»;
«Λίγο παξιμάδι και μερικά βιβλία».
«Ωραία! Τι θάλεγες να εργασθής για μένα ένα καλοκαίρι και να σε θεραπεύσω»;
«Όπως βλέπεις δεν ημπορώ να εργασθώ μ' ένα χέρι, όπως είμαι, επειδή το άλλο μου χέρι είναι παράλυτο».
«Τι, λοιπόν, μπορείς να κάνης»;
«Δυστυχώς, τίποτα, εκτός από το να διαβάζω και να γράφω».
«Α! ώστε γράφεις; Τότε να διδάξης γραφή εις το παιδάκι μου. Ξεύρει και διαβάζει λίγο, αλλά θέλω να μάθη να γράφη· κοστίζουν όμως πολύ τα μαθήματα και δυστυχώς για να μάθη να γράφη πρέπει να πληρώσω είκοσι ρούβλια, ποσόν που είναι βαρύ για μένα».
Συμφώνησα κ' εγώ, με τη βοήθεια δε του νεωκόρου με μετέφερε εις το μέρος που κατοικούσε και μ' ετοποθέτησε σ' ένα μικρό δωματιάκι εις την πίσω αυλή του σπιτιού του.
Έπειτα άρχισε την θεραπεία με την εξής μέθοδο: Εμάζεψε από τα διαμερίσματα, απ΄ τις αυλές και απ΄ όπου άλλου μπορούσε κ' εγέμισε ένα κουβά από κάθε είδους μισοφαγωμένα κόκκαλα ζώων, πουλιών, και άλλα. Τα έπλυνε, τα κομμάτιασε με μια πέτρα και τα έβαλε σ' ένα πήλινο δοχείο. Τα εσκέπασε μ' ένα σκέπασμα που είχε μιά τρυπούλα εις το επάνω μέρος, αναποδογύρισε το δοχείο και το έβαλε σ' ένα άλλο δοχείο θαμμένο εις το έδαφος. Εσκέπασε με λάσπη το επάνω μέρος του δοχείου, που ήταν βυθισμένο μεσ' στη γη και βάζοντας ένα σωρό ξύλα από πάνω, έβαλε φωτιά και την εκράτησε αναμμένη επί εικοσιτέσσερεις ώρες, λέγοντας: «Θα πάρουμε μερικά υπολείμματα σαν απόσταγμα από τα κόκκαλα». Την άλλην ημέρα όταν έβγαλε από το χώμα το ένα δοχείο, μέσα του είχε κατασταλάξει, εκατό δράμια περίπου, πυκνόρευστο υγρό που είχε μείνει από όσον είχεν εξατμισθή σιγά-σιγά από την τρύπα του σκεπάσματος του άλλου δοχείου.
Το υγρό αυτό ήταν σαν κόκκινο λάδι και μύριζε δυνατά σαν ωμό κρέας. Ως προς τα κόκκαλα μέσα εις το δοχείο, είχαν γίνει κάτασπρα, καθαρά και διαφανή σαν σεντέφι.
Άλειφα με αυτή την ύλη τα πόδια μου και τα έδενα, πέντε φορές την ημέρα.
Και ω του θαύματος! Ύστερα από 24 ώρες μπορούσα να κουνώ τα δάχτυλα, μετά δε από μιά μέρα ακόμη, μπορούσα και τα πόδια μου να μετακινώ. Την πέμπτην ημέρα εστάθηκα ορθός και με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού περπάτησα ένα μέτρο. Με δυό λόγια σε διάστημα μιας εβδομάδος τα πόδια μου έγιναν γερά όπως πρώτα. Ευχαρίστησα τον Θεό, και εσκέφθηκα πολύ για την μυστηριώδη δύναμι που δίνει πολλές φορές σε παραπεταμένα πράγματα. Ξερά και μισοφαγωμένα κόκκαλα, λίγο πριν γίνουν στάχτη, είχαν τόση ζωτική δύναμι, χρώμα, μυρουδιά και ευεργετική ενέργεια σε ανθρώπινο σώμα, ώστε έδωσαν και εις το δικό μου σώμα ζωή, που ήταν μισοπεθαμένο.
Αυτό μοιάζει σαν μιά υποθήκη της μελλοντικής αναστάσεως των σωμάτων. Πόσο θα ήθελα να πω, αυτό που έπαθα και είδα, σ' αυτόν τον δασοφύλακα που συνήντησα άλλοτε και που είχε αμφιβολίες για την ανάστασι όλων των νεκρών.
Συνεχίζεται...
http://paterikakeimena.blogspot.com/2012/01/4.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου