Λίγο προτού αφήσω το Ιρκούτσκ επήγα να
ιδώ τον πνευματικό μου πατέρα, με τον οποίο πολλάκις είχα συζητήσει,
για να του πω αυτή τη φορά:
Χάρις εις την καλή καρδιά του παππού μου, πολλοί ταξειδιώται τον προτιμούσαν κ' εσταματούσαν εκεί. Ο αδελφός μου, που ήταν πολύ παλιόπαιδο, επερνούσε τον περισσότερον καιρό γυρίζοντας εδώ και εκεί στο χωριό, αλλά εμένα μου άρεσε καλύτερα να μένω κοντά στον παππού μου. Τις Κυριακές και τις γιορτές επηγαίναμε μαζί εις την εκκλησία. Εις το σπίτι ο παππούς συνήθιζε να διαβάζη την Αγία Γραφή, αυτή την ίδια που έχω εγώ τώρα.
Όταν ο αδελφός μου εμεγάλωσε, άρχισε να πίνη. Μιά φορά όταν ήμουν επτά χρόνων και είμαστε οι δυό ξαπλωμένοι κοντά στη θερμάστρα, μ' έσπρωξε τόσο πολύ, ώστε κατρακύλισα και πέφτοντας εκτύπησα το αριστερό μου μπράτσο στις σκάλες, τόσον, ώστε πια δεν κατέστη δυνατόν να το χρησιμοποιήσω, επειδή από τότε εις την πραγματικότητα το χέρι μου παρέλυσε. Ο παππούς μου βλέποντας ότι ύστερα από αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να εργασθώ εις την γη, με έμαθε να διαβάζω. Μη έχοντας άλλο βιβλίο για αναγνωστικό εχρησιμοποιούσε την Αγία Γραφή.
Με εδίδαξε το αλφάβητο, με έμαθε να φτιάχνω λέξεις και να διακρίνω τα διάφορα γράμματα, όταν τα έβλεπα. Χωρίς να καταλάβω επαναλαμβάνοντας συνεχώς ό,τι εδιάβαζε αυτός, έμαθα σιγά - σιγά και ύστερα από κάμποσο χρονικό διάστημα, μπορούσα να διαβάζω ελεύθερα. Αργότερα, όταν το φως του παππού μου άρχισε να ελαττώνεται, με έβαζε συχνά να του διαβάζω δυνατά από την Αγία Γραφή και με διώρθωνε όταν έκανα λάθη. Την εποχή αυτή, συνήθιζε και ένας κύριος γραμματισμένος, να έρχεται συχνά εις το πανδοχείο μας.
Έγραφε πολύ ωραία γράμματα και μου άρεσε να τον βλέπω όταν καλλιγραφούσε. Αντέγραφα το γράψιμό του και αυτός άρχισε να με διδάσκη. Μου έδωσε χαρτί και μελάνη, μου έφτιαξε πέννες από φτερά κ' έτσι έμαθα να γράφω πολύ καλά. Ο παππούς μου ήταν πολύ ευχαριστημένος και μιά μέρα μου είπε τα εξής: «Ο Θεος σου έδωσε το χάρισμα της μαθήσεως που θα σε κάνη άνθρωπο. Να δοξάζης, λοιπόν, το όνομά Του και να προσεύχεσαι συχνά». Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σ' όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας, συχνά δε εκάναμε προσευχές και εις το σπίτι.
Εμένα μούπεφτε πάντοτε στη σειρά μου να διαβάζω τον πεντηκοστό ψαλμό, την ώρα που ο παππούς μου και η γιαγιά μου έκαναν μετάνοιες και γονάτιζαν. Όταν ήμουν δέκα επτέ ετών η γιαγιά μου πέθανε. Ο παππούς έπειτα από αυτό, μου είπε: "Το σπίτι μας δεν έχει πια οικοδέσποινα και αυτό είναι άσχημο πράγμα. Ο αδελφός σου είναι ελεεινός. Φροντίζω, λοιπόν, να σου βρω μια γυναίκα να παντρευτείς". Εγώ ήμουν αντίθετος εις την σκέψι του αυτή, λέγοντάς του ότι ήμουν ένας ανάπηρος, αλλά ο παππούς μου δεν υποχωρούσε. Ευρήκε μιά καλή κοπέλλα είκοσι χρόνων, κ' επαντρευτήκαμε. Έπειτα από ένα χρόνο ο παππούς μου αρρώστησε βαρειά.
Γνωρίζοντας ότι ο θάνατός του ήταν κοντά, με εκάλεσε και με απεχαιρέτησε, λέγοντας: "Σου αφήνω το σπίτι μου με όλα όσα έχει. Να είσαι τίμιος, ευσυνείδητος, να μην απατήσης ποτέ άνθρωπο και πάνω απ΄ όλα να προσεύχεσαι τακτικά, για το κάθε τι, για όλα που ο Θεός μάς δίνει. Μόνον σ' αυτόν να εμπιστεύεσαι τα πάντα συ και η γυναίκα σου· να πηγαίνετε τακτικά εις την εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή και να θυμάστε την γιαγιά σας κ' εμένα εις τις προσευχές σας. Να και τα χρήματα μου. Είναι χίλια ρούβλια χρυσά και σου τα χαρίζω. Φρόντισε να μην ξοδέψης άσκοπα ούτε ένα από αυτά, φρόντισε να μη σου κυριεύσουν την ψυχή και δώσε μερικά εις τους φτωχούς και εις την Εκκλησία». Μετά λίγες ημέρες απέθανε και τον εκηδεύσαμε σεμνά.
Συνεχίζεται...
http://paterikakeimena.blogspot.com/2012/01/5_22.html
«Πηγαίνω εις την Ιερουσαλήμ, και ήλθα να σε ευχαριστήσω για την χριστιανική σου αγάπη προς εμένα, ένα φτωχό προσκυνητή».
«Ο
Θεός να ευλογήση το ταξείδι σου», απήντησε. «Πώς, όμως, συνέβη, ώστε
ποτέ να μη μου πης τίποτε για τον εαυτό σου, ποιος είσαι και από πού
έρχεσαι; Έχω ακούσει ένα σωρό για τα ταξείδια σου, αλλά θάθελα να
γνωρίζω κάτι και για το μέρος που γεννήθηκες καθώς και για την ζωή σου
προτού γίνης προσκυνητής».
«Γιατί
όχι; Με μεγάλην ευχαρίστησι», απήντησα, «θα σου πω το κάθε τι, άλλως τε
δεν είναι ζήτημα που θα μας απασχολήση πολλήν ώρα. Εγεννήθηκα σ' ενα
χωριό της περιοχής της διοικήσεως του Ορέλ. Μετά τον θάνατο των γονέων
μας εμείναμε μόνοι εγώ και ο αδελφός μου, αυτός δέκα χρόνων κ' εγώ δύο.
Μας ανέθρεψεν ο παππούς μας, που ήταν ένας καλός και πλούσιος γέρος,
ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου εις τα μισά ενός δρόμου.Χάρις εις την καλή καρδιά του παππού μου, πολλοί ταξειδιώται τον προτιμούσαν κ' εσταματούσαν εκεί. Ο αδελφός μου, που ήταν πολύ παλιόπαιδο, επερνούσε τον περισσότερον καιρό γυρίζοντας εδώ και εκεί στο χωριό, αλλά εμένα μου άρεσε καλύτερα να μένω κοντά στον παππού μου. Τις Κυριακές και τις γιορτές επηγαίναμε μαζί εις την εκκλησία. Εις το σπίτι ο παππούς συνήθιζε να διαβάζη την Αγία Γραφή, αυτή την ίδια που έχω εγώ τώρα.
Όταν ο αδελφός μου εμεγάλωσε, άρχισε να πίνη. Μιά φορά όταν ήμουν επτά χρόνων και είμαστε οι δυό ξαπλωμένοι κοντά στη θερμάστρα, μ' έσπρωξε τόσο πολύ, ώστε κατρακύλισα και πέφτοντας εκτύπησα το αριστερό μου μπράτσο στις σκάλες, τόσον, ώστε πια δεν κατέστη δυνατόν να το χρησιμοποιήσω, επειδή από τότε εις την πραγματικότητα το χέρι μου παρέλυσε. Ο παππούς μου βλέποντας ότι ύστερα από αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να εργασθώ εις την γη, με έμαθε να διαβάζω. Μη έχοντας άλλο βιβλίο για αναγνωστικό εχρησιμοποιούσε την Αγία Γραφή.
Με εδίδαξε το αλφάβητο, με έμαθε να φτιάχνω λέξεις και να διακρίνω τα διάφορα γράμματα, όταν τα έβλεπα. Χωρίς να καταλάβω επαναλαμβάνοντας συνεχώς ό,τι εδιάβαζε αυτός, έμαθα σιγά - σιγά και ύστερα από κάμποσο χρονικό διάστημα, μπορούσα να διαβάζω ελεύθερα. Αργότερα, όταν το φως του παππού μου άρχισε να ελαττώνεται, με έβαζε συχνά να του διαβάζω δυνατά από την Αγία Γραφή και με διώρθωνε όταν έκανα λάθη. Την εποχή αυτή, συνήθιζε και ένας κύριος γραμματισμένος, να έρχεται συχνά εις το πανδοχείο μας.
Έγραφε πολύ ωραία γράμματα και μου άρεσε να τον βλέπω όταν καλλιγραφούσε. Αντέγραφα το γράψιμό του και αυτός άρχισε να με διδάσκη. Μου έδωσε χαρτί και μελάνη, μου έφτιαξε πέννες από φτερά κ' έτσι έμαθα να γράφω πολύ καλά. Ο παππούς μου ήταν πολύ ευχαριστημένος και μιά μέρα μου είπε τα εξής: «Ο Θεος σου έδωσε το χάρισμα της μαθήσεως που θα σε κάνη άνθρωπο. Να δοξάζης, λοιπόν, το όνομά Του και να προσεύχεσαι συχνά». Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σ' όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας, συχνά δε εκάναμε προσευχές και εις το σπίτι.
Εμένα μούπεφτε πάντοτε στη σειρά μου να διαβάζω τον πεντηκοστό ψαλμό, την ώρα που ο παππούς μου και η γιαγιά μου έκαναν μετάνοιες και γονάτιζαν. Όταν ήμουν δέκα επτέ ετών η γιαγιά μου πέθανε. Ο παππούς έπειτα από αυτό, μου είπε: "Το σπίτι μας δεν έχει πια οικοδέσποινα και αυτό είναι άσχημο πράγμα. Ο αδελφός σου είναι ελεεινός. Φροντίζω, λοιπόν, να σου βρω μια γυναίκα να παντρευτείς". Εγώ ήμουν αντίθετος εις την σκέψι του αυτή, λέγοντάς του ότι ήμουν ένας ανάπηρος, αλλά ο παππούς μου δεν υποχωρούσε. Ευρήκε μιά καλή κοπέλλα είκοσι χρόνων, κ' επαντρευτήκαμε. Έπειτα από ένα χρόνο ο παππούς μου αρρώστησε βαρειά.
Γνωρίζοντας ότι ο θάνατός του ήταν κοντά, με εκάλεσε και με απεχαιρέτησε, λέγοντας: "Σου αφήνω το σπίτι μου με όλα όσα έχει. Να είσαι τίμιος, ευσυνείδητος, να μην απατήσης ποτέ άνθρωπο και πάνω απ΄ όλα να προσεύχεσαι τακτικά, για το κάθε τι, για όλα που ο Θεός μάς δίνει. Μόνον σ' αυτόν να εμπιστεύεσαι τα πάντα συ και η γυναίκα σου· να πηγαίνετε τακτικά εις την εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή και να θυμάστε την γιαγιά σας κ' εμένα εις τις προσευχές σας. Να και τα χρήματα μου. Είναι χίλια ρούβλια χρυσά και σου τα χαρίζω. Φρόντισε να μην ξοδέψης άσκοπα ούτε ένα από αυτά, φρόντισε να μη σου κυριεύσουν την ψυχή και δώσε μερικά εις τους φτωχούς και εις την Εκκλησία». Μετά λίγες ημέρες απέθανε και τον εκηδεύσαμε σεμνά.
Συνεχίζεται...
http://paterikakeimena.blogspot.com/2012/01/5_22.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου