Μια μέρα τη συνάντησε στη φυλακή ο Διοκλητιανός.Όταν την είδε να είναι κοντά στο Γεώργιο και να μιλά μαζί του, την ρώτησε: «Ποια είσαι συ που μιλάς με το στρατιώτη;»
Η μητέρα του μάρτυρα με θάρρος του απαντά: «Με λένε Πολυχρόνια και είμαι χριστιανή, όπως κι ο γιος μου, που τόσες μέρες τώρα τον βασανίζεις. Να ξέρεις βασιλιά ότι με όσα υποφέρει του ετοιμάζεις στεφάνι αμάραντο στον ουρανό και μια θέση αξιοζήλευτη κοντά στο θρόνο του Θεού».
Όταν άκουσε τα παραπάνω ο Διοκλητιανός, της λέγει: « Εσύ τον δίδαξες να μη σέβεται τους αθάνατους και δοξασμένους Θεούς μας; Εσύ τον συμβουλεύεις να μην θυσιάζει σ' αυτούς;» Η του Χριστού αθλήτρια του απαντά άφοβα: «Μάθε, βασιλιά, ότι εμείς γεννηθήκαμε χριστιανοί. Την πίστη στο Χριστό μας την δίδαξαν οι γονείς μας. Ο Θεός μας που είναι και ο μόνος αληθινός και παντοδύναμος ποτέ δεν μας αρνήθηκε ό,τι κι αν του ζητήσαμε, γι' αυτό κι εμείς δεν θα τον αρνηθούμε ποτέ. Μύρια βασανιστήρια κι αν υποφέρουμε θα τα υπομείνουμε με καρτερία για χάρη Του».
Ο Διοκλητιανός, όταν άκουσε τα θαρραλέα λόγια της Πολυχρονίας, οργίστηκε και προστάζει να την κτυπήσουν και στη συνέχεια να την κατακάψουν με αναμμένες λαμπάδες. Μεγάλος ο πόνος μα η πίστη και η γλυκιά προσμονή του παραδείσου τον εξαφάνιζαν. Κάποια στιγμή η μάρτυς αναφωνεί: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου το πνεύμα της δούλης Σου».
"Έτσι η πιστή και ταπεινή δούλη του Κυρίου παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια φωτεινών αγγέλων οι οποίοι την έφεραν χαρούμενοι μπροστά στο θρόνο του Κυρίου από τον οποίο έλαβε τον στέφανο της αιωνίου δόξης.
Το βράδυ οι χριστιανοί παρέλαβαν κρυφά το τίμιο λείψανό της και το ενταφίασαν δοξάζοντας και αινούντες τον Θεόν.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ- Στα χρόνια αυτά αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός, φοβερός πολέμιος του Χριστιανισμού. Ο Διοκλητιανός, βλέποντας πόσο γρήγορα διαδιδόταν η θρησκεία του Ναζωραίου, αποφάσισε να κηρύξει για μια ακόμα φορά διωγμό εναντίον των χριστιανών.
Απεσταλμένοι του μετέφεραν σε όλη την αχανή αυτοκρατορία την επείγουσα διαταγή. Ολοι οι διοικητές, μόλις την έλαβαν, προσπάθησαν με περισσό ζήλο να την εφαρμόσουν.
Το ίδιο έγινε και στην επαρχία της Καππαδοκίας. Από τους πρώτους χριστιανούς που συνελήφθησαν ήταν και ο πατέρας του Γεωργίου. Ο δεκάχρονος Γεώργιος μαζί με τη μητέρα του παρακολούθησε την δίκη και την ομολογία του πατέρα του ότι είναι χριστιανός και ότι την πίστη του δεν την αλλάζει με τίποτε. Άκουσε δε τον πατέρα του να απαντά στον έπαρχο:
«Προτιμώ να πεθάνω για την πίστη του Χριστού παρά να τον αρνηθώ, έστω κι αν μου προσφέρεις, όλα όσα μου έταξες». "Ακουσε ακόμα από το στόμα του επάρχου την απόφαση ότι καταδικάζεται σε θάνατο, διότι περιφρόνησε τους Θεούς της Ρώμης.Στη συνέχεια είδε βάρβαρους στρατιώτες να τον σέρνουν στον τόπο όπου εκτελούνταν οι θανατικές καταδίκες. Εκεί μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ειδωλολατρών που φώναζαν, είδε τον πατέρα του να παραδίδει την αγία του ψυχή στα χέρια φωτεινών αγγέλων, οί όποιοι την μετέφεραν στο θρόνο του Θεού.
«Ο πατέρας σου, παιδάκι μου, του είπε η αγία του μητέρα, πήγε κοντά στο θρόνο του Θεού, εκεί που τόσο πολύ ποθούσε να ζήσει. Εμείς μπορεί να μην τον βλέπουμε, αλλά αυτός όμως είναι κοντά μας και μας φυλάγει από κάθε κακό. Το σπίτι μας απέκτησε έναν μεγάλο και ισχυρό προστάτη. Μακάρι να μας αξιώσει ο Θεός να ομολογήσουμε την πίστη μας και να προσφέρουμε τη ζωή μας θυσία σ' Αυτόν. Δεν πρέπει, παιδί μου, να λυπάσαι, γιατί έχασες τον πατέρα σου, μια μέρα και πάλι θα συναντηθούμε. Εμείς οι χριστιανοί πιστεύουμε, όπως γνωρίζεις, ότι έχουμε ψυχή αθάνατη και ότι κάποια μέρα θα αναστηθούμε καί θα ζούμε ατελεύτητα κοντά στο θρόνο του Θεού».
http://proskynitis.blogspot.com/2012/04/blog-post_24.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου