‘‘Σταματῆστε!’’
π. Ἀρσένιος ο κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''
Ἔπιασαν φοβερές παγωνιές. Οἱ κρατούμενοι, δουλεύοντας ὅλη μέρα μέσα στό φαρμακερό κρύο, ἀποξύλιαζαν.
Πέθαιναν πολλοί!.... Σχεδὸν κάθε βράδυ γύριζαν στὸ θάλαμο λιγότεροι. Σύντομα ὅμως ὁ ἀριθμός τους συμπληρωνόταν μέ ἄλλους.
Ἡ κατάσταση ἦταν δύσκολη γιά τούς πολιτικούς κρατούμενους. Μετά τή
δουλειά, κατάκοποι καὶ ξεπαγιασμένοι καθώς ἦταν, δέν εἶχαν ἄλλη
παρηγοριά, μά οὔτε καί ἄλλην ἐλπίδα γιά νά κρατηθοῦν στή ζωή, ἀπό τό
φτωχικό συσσίτιο.
Μιά φορά, λοιπόν, οἱ ποινικοί κατάδικοι τούς ἅρπαξαν μέ τή βία τό ψωμί.
Ὅταν αὐτό ἔγινε καί τήν ἑπομένη μέρα, ὁ κόμπος ἔφτασε στὸ χτένι.
Μετὰ τὸ φαγητό, ὅταν ὅλοι μαζεύτηκαν στὴν παράγκα καί οἱ πόρτες
κλείστηκαν, ἄναψε καβγάς θανάσιμος ἀνάμεσα στούς πολιτικούς κρατουμένους
καί τούς ἐγκληματίες.
Ἐπικεφαλῆς τῶν πολιτικῶν ἦταν ὁ Ἀφσένκωφ, δυό-τρεῖς πρώην στρατιωτικοί
καί πέντε διανοούμενοι, ἐνῶ τῶν ποινικῶν ὁ Ἰβάν Κάριι, διαβόητος
κακοποιός, ταραχοποιός καί δολοφόνος. Ἀκαταγώνιστος χαρτοπαίκτης, εἶχε
ἕνα μακάβριο χόμπυ:Ἔπαιζε στά χαρτιά ἀνθρώπινες ζωές!
Οἱ πολιτικοί φώναζαν μέ ἀγανάκτηση:
-Φτάνει πιά! Ἀπαιτοῦμε δικαιοσύνη καί τάξη!
Οἱ ποινικοί ἀπαντοῦσαν μέ προκλητικό σαρκασμό:
-Ἁρπάζαμε καί θά ἁρπάζουμε!...
Ἤξεραν, βλέπετε, πώς ἡ διοίκηση τοῦ στρατοπέδου δέν θά ὑπερασπιζόταν ποτέ τούς πολιτικούς κρατουμένους.
Ἄρχισαν νά πέφτουν οἱ πρῶτες γροθιές. Μετὰ ἀπό λίγο χρησιμοποιήθηκαν σάν
ὄπλα τά κούτσουρα. Μερικοί ἐγκληματίες ἔβγαλαν καί μαχαίρια. (Στό
στρατόπδεο ἀπαγορευόταν αὐστηρά ἡ κατοχή μαχαιριῶν. Οἱ ἐπόπτες ἔκαναν
συχνά ἔρευνες, ἀλλά σχεδόν ποτέ δέν τά ἔβρισκαν).
Μαχαίρωσαν ἕναν στρατιωτικό καί ἄνοιξαν τὰ κεφάλια μερικῶν ἄλλων. Οἱ
ποινικοί ἐνεργοῦσαν μεθοδικά καί μέ ἄνεση ἐπαγγελματική. Οἱ περισσότεροι
πολιτικοί, ἀπεναντίας, μόνο πού φώναζαν. Δίσταζαν, ἀπό τό φόβο, νά
βοηθήσουν τούς δικούς τους.
Οἱ ἐγκληματίες χτυποῦσαν ἀλύπητα. Συντριπτική ἦταν ἡ ὑπεροχή τους καί
βέβαιος ὁ θρίαμβος τους. Τό πάτωμα τοῦ θαλάμου εἶχε κοκκινίσει ἀπό τό
αἷμα...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔτρεξε κι ἔπεσε στά πόδια τοῦ Σαζίκωφ.
-Ἰβάν Ἀλεξάντροβιτς! τόν ἱκέτεψε. Βοηθῆστε! Βοηθῆστε! Μαχαιρώνουν τούς
ἀνθρώπους! Δέν βλέπετε; Ποτάμι τό αἷμα! ... Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου σᾶς
παρακαλῶ, σταματῆστε τους! Ἐσᾶς θά σᾶς ἀκούσουν!
Ὁ Σαζίκωφ γέλασε.
-Ἐμένα θ’ ἀκούσουν; Ἐσύ καί ὁ Θεός σου νά βοηθήσετε!..... Ἄ, χά! Γιά
κοίτα! Ὁ Ἰβάν Κάρρι θά σφάξει τώρα τόν δικό σου, τόν Ἀφσένκωφ! Τούς
ἄλλους δυό τούς ξάπλωσε κιόλας.... Πόσο μακριά εἶναι ὁ Θεός σου, παπά!
Αἵματα, κραυγές, βλαστήμιες, βογγητά... Τό αἰώνιο ἀνθρώπινο δράμα... Μέ
τήν ψυχή γεμάτη πόνο, ὁ π. Ἀρσένιος τινάχτηκε ἀστραπιαῖα καταμεσίς τῆς
συμπλοκῆς, Ὑψώνοντας τά χέρια του, φώναξε δυνατά καί καθαρά:
-Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, σᾶς προστάζω: Σταματῆστε!
Ἀφοῦ σχημάτισε στόν ἀέρα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, εἶπε μέ χαμηλωμένη φωνή:
-Φροντίστε τούς τραυματίες.
Πῆγε καί στάθηκε μπροστά στό κρεβάτι του. Ἦταν σάν ἀλλοπαρμένος. Εἶχε
βυθιστεῖ στήν προσευχή. Δέν ἔβλεπε καί δέν ἄκουγε τί γινόταν γύρω του
–πῶς ἡσύχασαν ἀμέσως ὅλοι, πῶς ἔσυραν ὥτς τήν ἔξοδο τούς νεκρούς, πῶς
καταπιάστηκαν μέ τήν περιποίηση τῶν τραυματιῶν.
Σέ λίγο μέσα στό θάλαμο δέν ἀκουγόταν τίποτ’ ἄλλο, πέρ’ ἀπό τό τρίξιμο τῶν κρεβατιῶν καί τά μουγγρητά ἑνός βαριά τραυματισμένου.
-Συγχώρεσέ με, π. Ἀρσένιε...
Ἡ τρεμάμενη φωνή τοῦ Σαζίκωφ ἔκανε τόν μπάτουσκα ν’ ἀνοίξει τά μάτια του καί νά ἐπιστρέψει στήν πραγματικότητα.
-Συγχώρεσέ με... Δέν πίστευα στόν Θεό, μά τώρα ἀρχίζω νά πιστεύω! Τά
’χω χαμένα... Μεγάλη ἡ δύναμη τῆς πίστεως! Συγχώρεσέ με πού σέ
εἰρωνεύτηκα...
Δύο μέρες ἀργότερα ὁ Ἀφσένκωφ, γυρίζοντας ἀπ’ τή δουλειά, πλησίασε κι
αὐτός τόν π. Ἀρσένιο. Στό πρόσωπό του ἦταν ζωγραφισμένη ἡ περίσκεψη μά
καί ἡ εὐγνωμοσύνη
-Σᾶς εὐχαριστῶ! Μέ σώσατε..... Μέ σώσατε... Ἡ πίστη σας στό Θεό εἶναι
ἀπεριόριστη. Νά βλέποντάς σας, ἀρχίζω κι ἐγώ νά καταλαβαίνω πώς Ἐκεῖνος
ὑπάρχει!
Στήν παράγκα κυλοῦσε κανονικά ἡ ζωή -ἤ μᾶλλον τόση ἡ ζωή ὅσο καί ὁ
θάνατος. Κάποιοι κρατούμενοι πέθαιναν καί κάποιοι ἄλλοι τούς
ἀντικαθιστοῦσαν, ὤσπου νά ἔρθει ἡ δική τους σειρά...
Ἡ ἁρπαγή τοῦ ψωμιοῦ σταμάτησε. Μιά-δυό ἀπόπειρες ἔγιναν μόνο ἀπό
κάποιους ἀδιόρθωτους. Αὐτοί ὅμως ἔφαγαν τόσο ξύλο ἀπό τούς ἄλλους
ποινικούς γιά τό τόλμημά τους, ὥστε κανένας δέν ξαναδοκίμασε ν΄ ἁπλώσει
χέρι σέ ξένο μερδικό.
Ὁ π. Ἀρσένιος συνέχιζε τή διακονία του στό θάλαμο, μολονότι κάθε μέρα
ἔνιωθε καί πιό ἐξαντλημένος. Ζώντας ἀνάμεσα στούς πιό διαφορετικούς
ἀνθρώπους –διαφορετικούς στό χρακτήρα, τή μόρφωση, τήν ἀγωγή, τίς
ἐμπειρίες- μέ τήν ἀγάπη του, μέ τήν καλοσύνη του, μέ τόν θερμό καί
τρυφερό του λόγο, ἔγινε ὀ συνδετικός κρίκος ὅλων –πιστῶν, κομμουνιστῶν,
ἐγκληματιῶν. Μεγάλος ψυχογνώστης, καταλάβαινε τί χρειαζόταν ὁ καθένας
καί αὐτό τοῦ ἔδινε. Κέρδιζε τίς καρδιές, μαλάκωνε τόν πόνο, χάριζε
ἐλπίδα ζωῆς, δίδασκε τό καλό.
Ὁ Σαζίκωφ καί ὁ Ἀφσένκωφ, χωρίς νά καταλάβουν καί οἱ ἴδιοι τό πῶς,
ἔγιναν φίλοι. Μά τί κοινό θά μποροῦσε νά ὑπάρχει ἀνάμεσα σ’ ἕναν
ἐγκληματία κι ἔνα πρώην μέλος τοῦ Κόμματος;...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἦταν πού τούς ἕνωνε!
Ἀπό το βιβλίο
π. Ἀρσένιος ο κατάδικος ''ΖΕΚ - 18376''
(σελ.55-59)
Εκδόσεις
Ἱεράς Μονής Παρακλήτου
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια
δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Π.Αρσένιος ο Κατάδικος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου