Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Ἡ ὁμοιοπαθητική ἔχει ἐπιστημονικές βάσεις; (Μιχάλης Ράλλης, Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ Τομέα Φαρμακευτικῆς Τεχνολογίας)



και ομάδα φοιτητών του Τμήματος Φαρμακευτικής του ΕΚΠΑ

Τμήμα Φαρμακευτικής, Τομέας Φαρμακευτικής Τεχνολογίας,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών


Α’ Μέρος

Στις ημέρες μας, πλην της ιατρικής επιστήμης, εξασκούνται πολλές παράπλευρες θεραπείες, οι οποίες είναι γνωστές με τον όρο «εναλλακτικές θεραπευτικές μέθοδοι». Η διάδοση αυτών των θεραπειών κατά τα τελευταία χρόνια έχει εντυπωσιακά αυξηθεί. Στατιστικά δεδομένα αναφέρουν ότι περίπου το 30% των ασθενών καταφεύγουν σε αυτές, γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει κοινωνικό προβληματισμό σε Ευρώπη και Αμερική. Τούτο οφείλεται όχι τόσο στην οικονομική διάσταση του θέματος, η οποία είναι σοβαρή, χωρίς αντίστοιχη ουσιαστική προσφορά των υπηρεσιών υγείας, όσο στις τραγικές συνέπειες που μπορεί να έχουν στην πορεία σοβαρών ασθενειών, με τον αποπροσανατολισμό των αρρώστων από τη σωστή διάγνωση και θεραπεία που προσφέρει η επιστήμη της ιατρικής.[1]

Σχετικά πιο γνωστές είναι ο βελονισμός-ηλεκτροβελονισμός, το ρέικι, η ιριδολογία, η χειροπρακτική, η ρεφλεξολογία, η βιοενεργητική, το τάι τσι, η οστεοπαθητική, ο διαλογισμός, οι αναπνοές, οι ραϊχικές τεχνικές (οργονομία), η γιόγκα, η κινησιολογία, η μακροβιοτική, το σιάτσου, το αϊκίντο, η ακουστικο-ψυχο-φωνολογία, η ανθρωποσοφική ιατρική, η άουρα σόμα, η ατμοϋγροποίηση, η αυτοθεραπεία, η βιομαγνητική θεραπεία, η θεραπεία Γκέρσον, η βιοχορευτική. Της φαρμακευτικής άπτονται περισσότερο η ομοιοπαθητική, η αρωματοθεραπεία, η αγιουρβέδα, η γεμμοθεραπεία, η κρυσταλλοθεραπεία, τα ανθοϊάματα Μπαχ, τα άλατα του Schuessler.[2] Απ’ όλες τις ανωτέρω αναφερόμενες μεθόδους, οι πλέον διαδεδομένες, με σημαντική απήχηση στον γενικό πληθυσμό, είναι η ομοιοπαθητική, ο βελονισμός και η χειροπρακτική. Πράγματι, ως προς την ομοιοπαθητική, ο αριθμός των ασθενών και των σχετικών επιστημόνων, ιατρών και φαρμακοποιών, φαίνεται να αυξάνεται σημαντικά. Παραδείγματος χάριν, πριν από 20-30 χρόνια, σε όλη την Αθήνα υπήρχαν ελάχιστα φαρμακεία που διακινούσαν ομοιοπαθητικά φάρμακα.

Σήμερα, ελάχιστα είναι τα φαρμακεία που δεν διακινούν τα ομοιοπαθητικά σκευάσματα. Εκτιμάται ότι στη χώρα μας τα ομοιοπαθητικά φάρμακα αγγίζουν το 1% του συνόλου των διακινούμενων φαρμάκων!

Ο ανωτέρω φαίνονται να είναι εκ των κύριων λόγων για τον οποίον ικανός αριθμός φοιτητών της Φαρμακευτικής δεν αρκούνται στην ενημέρωσή τους από το μάθημα επιλογής του Τμήματος Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Φυτοθεραπεία–Ομοιοπαθητική», αλλά παρακολουθούν και σεμινάρια ομοιοπαθητικής, εκτός του Τμήματος, τα οποία οργανώνουν διάφορες ενώσεις ομοιοπαθητικών, επ’ αμοιβή. Σημειωτέον, για την αποφυγή σύγχυσης, είναι τελείως διαφορετική η «φυτοθεραπεία» της ομοιοπαθητικής, όπου τα φυτά χρησιμοποιούνται στην παρασκευή «φυτικών-γαληνικών φαρμάκων», με επιστημονικά τεκμηριωμένη φαρμακολογική δράση.

Το ενδιαφέρον αυτό των συναδέλφων φαρμακοποιών, αλλά και ευρύτερα των επιστημόνων των ασχολουμένων με την υγεία, όπως των ιατρών και των οδοντιάτρων, είναι καθαρά οικονομικό ή υπάρχουν και επιστημονικοί λόγοι;

Επιστήμονες ιατροί-φαρμακοποιοί, οι οποίοι ασχολούνται με την ομοιοπαθητική, έχοντας μάλιστα ιδρύσει και σχετικές επιστημονικές εταιρείες, όπως την Ελληνική Εταιρεία Ομοιοπαθητικής Ιατρικής και την Ελληνική Εταιρεία Ομοιοπαθητικών Φαρμακοποιών, υποστηρίζουν ότι είναι επιστήμη, διεξάγοντας και σχετικό ανά διετία συνέδριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα δύο τελευταία (14ο και 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ομοιοπαθητικής Ιατρικής) πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου.[3]

Πολλοί επιστήμονες ιατροί, οι της κλασικής (ή αλλοπαθητικής, όπως ονομάζεται από τους ομοιοπαθητικούς συναδέλφους τους) ιατρικής, και πολλοί άλλων συναφών ειδικοτήτων, όπως φαρμακοποιοί, βιολόγοι, βιοχημικοί, υποστηρίζουν ότι η ομοιοπαθητική όχι μόνον δεν είναι επιστήμη, αλλά αντιεπιστήμη σκοταδιστικού χαρακτήρα.[4, 5, 6]

Κανένας επίσημος ιατρικός ευρωπαϊκός ή αμερικανικός σύλλογος δεν την αποδέχεται ούτε ως ιατρική ειδικότητα, αλλά ούτε και ως επιστήμη. Κανένα επίσης καταξιωμένο πανεπιστήμιο ή τμήμα αυτού, εκτός των ιδίων των ομοιοπαθητικών, οι οποίοι έχουν ιδρύσει δικά τους κολλέγια και ακαδημίες, δεν διδάσκει και δίνει πτυχία ομοιοπαθητικής.[7]

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανωτέρω αντιθέσεις, την ευρεία εξάπλωση και απήχηση της ομοιοπαθητικής ιατρικής στον ευρωπαϊκό πληθυσμό, αντίθετα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ουσιαστικά δεν υφίσταται, και το γεγονός ότι η επιστήμη πρέπει να είναι καθαρή, σαφής και όχι θολή, καθώς και ότι δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες, αλλά αυτή είναι μία, και αυτήν οφείλουμε ως επιστήμονες αδιακόπως να ψάχνουμε, κατωτέρω γίνεται προσπάθεια προσέγγισης του κατά πόσον η ομοιοπαθητική στηρίζεται σε αντικειμενικά επιστημονικά δεδομένα και αποτελεί επιστήμη.[8]

Σχετικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, άξιον αναφοράς είναι ότι το 1900 υπήρχαν 15.000 ομοιοπαθητικοί ιατροί, ενώ το 1976 μόνο 224.

Πού οφείλει την ύπαρξή της;

Ιδρυτής της είναι ο γερμανός ιατρός Samuel Hahnemann (1755-1843), ο οποίος το 1810 εξέδωσε την ονομαζόμενη «Βίβλο» της ομοιοπαθητικής, το ΟΡΓΑΝΟΝ της θεραπευτικής τέχνης. [9,10]

Στην Ελλάδα, ιδρυτής της θεωρείται ο μηχανικός Γεώργιος Βυθούλκας, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ομοιοπαθητικής Ιατρικής και πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Κλασικής Ομοιοπαθητικής Ιατρικής. Ρόλο στην ίδρυσή της φαίνεται να έχει και η αείμνηστη ψυχίατρος Ειρήνη Δημητριάδου-Μπαχά. Ο Βυθούλκας αποκαλεί την ομοιοπαθητική «θεία επιστήμη».[11]

Βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής

Α. Νόμος των ομοίων

Similia Similibus Curentur. Τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» είναι η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται και εκ της οποίας έλαβε και το όνομά της η ομοιοπαθητική (όμοιον πάθος).

Ιστορικά, ο ανωτέρω νόμος στηρίχτηκε στην παρατήρηση την οποία έκανε ο Hahnemann στον εαυτό του, ότι η λήψη αφεψήματος του φλοιού της κιγχόνης προκαλούσε πυρετό και, γενικότερα, τα συμπτώματα της ελονοσίας. Η ανωτέρω παρατήρηση χαρακτηρίστηκε από τον καθηγητή πειραματικής φαρμακολογίας Ιωακείμογλου, ως αυταπάτη του Hahnemann, δεδομένου ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν λάβει το ανωτέρω εκχύλισμα, καθώς και το προϊόν αυτού, το κινίνο, χωρίς ούτε διαλείποντα πυρετό να πάθουν ούτε άλλα συμπτώματα ελονοσίας. Αντιθέτως, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του καθηγητού της Φαρμακογνωσίας Φωκά, το ανωτέρω φυτό έχει αντιπυρετικές ιδιότητες. Σύμφωνα με την άποψη σύγχρονων ερευνητών, το σύμπτωμα το οποίο παρατήρησε ο Hahnemann στον εαυτό του, πρέπει να οφειλόταν σε αλλεργική αντίδρασή του σε συστατικό ή συστατικά του εκχυλίσματος της κιγχόνης.[12, 13]

Β. Νόμος της ολότητας

Σύμφωνα με την ομοιοπαθητική και σε αντίθεση, όπως ισχυρίζονται οι της ομοιοπαθητικής, με την κλασική ιατρική, επιδιώκεται η υγεία του «όλου», δηλαδή ολόκληρου του οργανισμού[14]. Βέβαια, κάτι τέτοιο, σε σχέση με την ιατρική επιστήμη, δεν είναι αληθές, δεδομένου ότι η υγεία ορίζεται, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως η πλήρης σωματική, ψυχική, νοητική, ακόμη και κοινωνική υγεία, δηλαδή υγεία όλου του οργανισμού σε όλα τα επίπεδα.[15]

Γ. Νόμος της εξατομικεύσεως

Σύμφωνα με την ομοιοπαθητική και, αντιθέτως απ’ ό,τι ισχυρίζονται για την κλασική ιατρική, η προσέγγιση της ομοιοπαθητικής είναι εξατομικευμένη. Οι ανάγκες της υγείας ενός ανθρώπου μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από άλλον ασθενή με την ίδια κλινικοπαθολογική συνδρομή (καθένας έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία).[14]

Η αλήθεια είναι ότι και η επιστημονική ιατρική δρα και εκείνη εξατομικευμένα, αφού πρωτίστως ασχολείται κατ’ ιδίαν με τον ασθενή και την ευτική του αντιμετώπιση ως ενιαίου ψυχοσωματικού συνόλου, κατά την «ψυχοσωματική ιατρική» του Καρλ Γιουνγκ.[8]

Δ. Νόμος της κατευθύνσεως των συμπτωμάτων ή Νόμος του Hering

Πραγματική βελτίωση των συμπτωμάτων επέρχεται όταν το κέντρο βάρους μιας ασθένειας ή τα συμπτώματα υπό την επήρεια του φαρμάκου, μετακινούται από:

1. ένα εσωτερικό όργανο σε ένα επιφανειακό,

2. ένα σημαντικό σε ένα λιγότερο σημαντικό,

3. τα ανώτερα μέρη στα κατώτερα (από πάνω προς τα κάτω),

4. την πρόσθια επιφάνεια στην οπίσθια,

5. αντίστροφα προς τη φορά που είχε έως τώρα.[14,16]

Ο ανωτέρω νόμος, τουλάχιστον ως προς την επιστημονική ιατρική, φαντάζει τουλάχιστον παράξενος, δεδομένου ότι η προσπάθεια γίνεται για απευθείας θεραπεία των συμπτωμάτων και όχι για μεταφορά αυτών. Παραδείγματος χάριν, το αιτούμενο είναι να θεραπευθεί το έλκος του στομάχου στο συγκεκριμένο όργανο, και όχι αυτά να μετακινηθούν σε άλλο όργανο, όπως στο δέρμα, πράγμα βέβαια που δεν είναι και δυνατόν να γίνει, ούτε και έχει παρατηρηθεί τέτοια μετατόπιση στην κλινική ιατρική πράξη. Φυσικά και είναι γνωστό στην κλασική ιατρική, και το λαμβάνει υπ’ όψιν στη θεραπευτική αγωγή, πως συμπτώματα τα οποία εμφανίζονται σε ένα όργανο περιφερειακό, όπως το δέρμα, είναι δυνατόν να αντανακλούν συσχετίζονται με εσωτερική πάθηση.

Για παράδειγμα, το σάρκωμα Kaposi δεικνύει αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού, δηλαδή ανοσοανεπάρκεια, και είναι δυνατόν να συνδέεται με σοβαρότατες ασθένειες, όπως το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS). Μεταφορά, πάντως, των συμπτωμάτων, κατά την έννοια της ομοιοπαθητικής, δεν παρατηρείται.

Ε. Νόμος της απειροελαχιστότητας - δυναμοποιήσεως

Στην αρχή, ο Hahnemann χορηγούσε τα φάρμακα, σύμφωνα με την αρχή των ομοίων, σε κανονικές δόσεις. Επειδή όμως αυτό προκαλούσε μεγάλη επιδείνωση, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε ήταν προβληματική η επανάληψη της χορήγησης, πραγματοποίησε διαδοχικές αραιώσεις για μεν τις διαλυτές ουσίες με νερό ή οινόπνευμα, για δε τις αδιάλυτες με γαλακτοσάκχαρο, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θεραπευτική επενέργεια της ομοιοπαθητικής αυξάνει με την αραίωση. Έτσι, απειροελάχιστες δόσεις δραστικών ουσιών έχουν ισχυρότερη θεραπευτική δράση από μία πυκνότερη δόση της ίδιας ουσίας. Η ανωτέρω δράση επιτυγχάνεται για μεν τις διαλυτές ουσίες μετά από κραδασμούς για κάθε εκατοστιαία διάλυση, για δε τις αδιάλυτες μετά από λειοτρίβηση στις αρχικές τρεις διαλύσεις και κραδασμούς εν συνεχεία. Η ανωτέρω διαδικασία των διαδοχικών σταδίων αραιώσεως και κρούσεως ονομάστηκε δυναμοποίηση του φαρμάκου.[9, 10, 16, 17, 18]

Οι διαλύσεις αυτές είναι πολύ σημαντικές, και συνήθως ξεπερνούν και τον αριθμό του Avogadro, δηλαδή το 6*1023 μόρια, το οποίο έχει ένα γραμμομόριο, με αποτέλεσμα το πλέον σύνηθες είναι να μην περιέχεται πρακτικά ούτε ένα μόριο της ουσίας στο χορηγούμενο φάρμακο. Τα περισσότερα ομοιοπαθητικά φάρμακα του εμπορίου κυκλοφορούν σε αραιώσεις της τάξεως των 1/106 – 1/1030, ενώ κυκλοφορούν και σκευάσματα με αραιώσεις της τάξεως 1/10030 ή και ανώτερες αυτής. Αναφέρονται ακόμη και αραιώσεις της τάξεως 1/10050.000 ή 1/10200.000. Πρακτικά, λοιπόν, τα φάρμακα δεν περιέχουν τίποτα ή ουσιαστικά τίποτε από την ουσία-φάρμακο η οποία αναφέρεται ότι περιέχεται.[9, 10,17, 18, 19, 20, 21, 22, 23]

Με τη δυναμοποίηση θεωρείται ότι ενεργοποιείται το φάρμακο, και στην ενέργεια αυτή οφείλεται η δράση του.[9, 10, 17, 23]

Όμως πώς είναι δυνατόν κάτι ουσιαστικά ανύπαρκτο να έχει δράση; Ο βασικός νόμος του Αϊνστάιν αναφέρει ότι η ενέργεια είναι ανάλογη της μάζας (Ε= mc2). Όταν λοιπόν η μάζα είναι ουσιαστικά μηδενική, τότε και η ενέργεια θα είναι επίσης μηδενική.[21] Συνεπώς, τουλάχιστον για το ίδιο το φάρμακο, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι είναι «ενεργοποιημένο», ενώ ακόμη και για το έκδοχό του, τη στιγμή που, σύμφωνα με τον Hahnemann, σε σκιερό μέρος αυτό μπορεί για δύο χρόνια να είναι σταθερό, λογικά αυτή η ενέργεια θα έχει «φύγει» προς το περιβάλλον. [9]

Η ασθένεια

Οι αιτίες των ασθενειών, υποστηρίζουν οι ομοιοπαθητικοί, είναι ενεργειακές-δυναμικές, και όχι υλικές. Δεν είναι δηλαδή τα βακτηρίδια, τα μικρόβια ή οι ιοί υπεύθυνα για τις ασθένειες, αλλά αυτό που φέρουν εν δυνάμει, η «ψυχή» τους, η δυναμική τους κατάσταση, η οποία μπορεί να φέρει δυναμικές-ενεργειακές μεταβολές στον οργανισμό του υγιούς που έχει προδιάθεση να προσβληθεί από τους νοσογόνους παράγοντες.[10,17, 24] Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Kent, δεν είναι ο βάκιλλος της φυματιώσεως υπεύθυνος για τη νόσο, διότι αυτός έρχεται σε επαφή με τον οργανισμό μετά την ασθένεια, συμπληρώνοντας ότι οι «αλλοπαθητικοί» λαμβάνουν λανθασμένα το αποτέλεσμα ως αιτία.

Οι χαρακτηριστικές ασθένειες της ανθρωπότητας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνες οι οποίες εμφανίζονται ξαφνικά και έχουν γρήγορη εξέλιξη (οξείες). Οφείλονται σε διατάραξη της ζωτικής δυνάμεως και συνήθως θεραπεύονται, σύμφωνα με την άποψη της ομοιοπαθητικής, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Στη δεύτερη ανήκουν εκείνες οι οποίες αρχικά εμφανίζονται με ασήμαντα εκ πρώτης όψεως συμπτώματα, τα οποία οφείλονται σε διατάραξη της ζωτικής δύναμης η οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί θεραπεύοντας το νόσημα.[17]

Για τα χρόνια νοσήματα υπάρχουν προδιαθέσεις οι οποίες δεν βρίσκονται σε απόλυτη εξάρτηση από τη σωματική υγεία των γονέων, αλλά και από παράγοντες όπως η ψυχική διάθεση των γονέων κατά την ώρα της συλλήψεως, η μικρότερη ή μεγαλύτερη ταλαιπωρία της υγείας τους έως εκείνη την ώρα κ.λπ.[10]. Ο Hahnemann περιέγραψε τρεις βασικές αιτίες στις οποίες οφείλονται τα χρόνια νοσήματα, για τις οποίες χρησιμοποίησε τον όρο «μιάσματα». Τα μιάσματα μπορεί να υπάρχουν από μόνα τους στον ασθενή ή σε συνδυασμό μεταξύ τους. Το πρώτο, παλαιότερο, κυριότερο και καταστρεπτικότερο μίασμα είναι το ψωρικό (η ορολογία προέρχεται από τη γνωστή ψώρα, η οποία είναι κνησμώδες δερματικό εξάνθημα). Σύμφωνα με τον Hahnemann, το ανωτέρω μίασμα ταλαιπωρεί το ανθρώπινο γένος, μιας και κατά τους τελευταίους αιώνες έχει γεννήσει χιλιάδες μη αφροδίσιων ασθενειών, απίστευτα διαφορετικών μεταξύ τους.[10]

Έτσι, συνδέθηκε η ψώρα με σωματικές αρρώστιες, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, του διαβήτη, της αρθρίτιδας και ψυχοδιανοητικών, όπως της επιληψίας, της σχιζοφρένειας, της ηλιθιότητας.[25] Ως δεύτερο μίασμα αναφέρει το συφιλιδικό, το οποίο οι ασθενείς που το φέρουν, είτε το απέκτησαν μετά από προσβολή τους από τη σύφιλη είτε κληρονομικά από κάποιον προσβληθέντα πρόγονο, τα χαρακτηριστικά του οποίου μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.[16] Το τρίτο μίασμα είναι το συκωτικό, το οποίο προήλθε από ένα είδος γονόρροιας, την οποία ομοίως παρουσίασε ο ίδιος ο ασθενής ή κάποιος πρόγονός του[16]. Πάντως, αναφέρει ότι είναι είδος γονόρροιας η οποία δευτερογενώς εμφανίζει κονδυλώματα, ενώ η «άλλη γνωστή γονόρροια δεν διαπερνά τον οργανισμό, ερεθίζοντας απλώς τα ουροποιητικά όργανα».[10]

Τα πράγματα μπλέκονται όταν, σύμφωνα με τους ομοιοπαθητικούς, γεγονός συνηθισμένο, εμπλέκονται περισσότερα του ενός μιάσματα, όπως της σύφιλης αναμεμειγμένης με ψώρα.

Επιπλέον, ο Hahnemann αναφέρει και τις φαρμακευτικές ασθένειες οι οποίες μπορούν να εμφανιστούν μαζί με τα μιάσματα.

Αν στη συμπτωματολογία των τριών μιασμάτων προστεθούν και οι παρενέργειες των φαρμάκων, η θεραπεία γίνεται πάρα πολύ δύσκολη και σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη.[10]

Κάτω λοιπόν από τα πιθανώς αδύναμα, ακόμη και παροδικά ενοχλήματα, υπάρχουν στρώματα προδιάθεσης, τα οποία είναι γνωστά και ως επικαλύμματα. Για να υπάρξει πλήρης θεραπεία, πρέπει να θεραπευτούν ένα ένα τα επικαλύμματα, προδιαθέσεις-μιάσματα. Κάθε επικάλυμμα εμφανίζεται με συγκεκριμένη εικόνα – σύνολο συμπτωμάτων συγκεκριμένης εντάσεως. Για να απομακρυνθεί ένα επικάλυμμα, πρέπει να συνταγογραφηθεί ένα συγκεκριμένο φάρμακο συγκεκριμένης δυναμοποιήσεως, ώστε να συντονίζεται με τη δόνηση η οποία συμβαίνει στο συγκεκριμένο επικάλυμμα. Με τον καιρό θα θεραπευθεί το συγκεκριμένο επικάλυμμα και θα αναφανεί το υποκάτω αυτού με νέα εικόνα συμπτωμάτων, η οποία μπορεί να διαφέρει έστω και ελάχιστα με την προηγούμενη. Τότε δίδεται νέο φάρμακο, και η θεραπεία συνεχίζεται έως την απομάκρυνση όλων των μιασματικών προδιαθέσεων-επικαλυμμάτων, ώστε να φθάσει ο ασθενής στην πλήρη θεραπεία. [17, 25]

Η θεωρία των μιασμάτων δεν έχει κανένα επιστημονικό έρεισμα. Ο Hahnemann δεν απάντησε στο ερώτημα.[10] Ο Κent, εκ των θεμελιωτών της ομοιοπαθητικής, απάντησε στο θέμα με μάλλον μεταφυσικό τρόπο, συνδυάζοντας το ψωρικό μίασμα με την επιθυμία για την τέλεση του κακού. Δήλωσε ότι «ο άνθρωπος με το να σκέπτεται και να επιθυμεί το κακό, προετοιμάζει το σώμα του να δεχθεί την ασθένεια». Ακόμη, ο Hahnemann αναφέρει σποραδικές ασθένειες οι οποίες προσβάλλουν εδώ και εκεί, ταυτόχρονα, μερικούς μόνο ανθρώπους, εξαιτίας μετεωρολογικών και γήινων επιδράσεων και βλαπτικών παραγόντων. Αναφέρεται και στις επιδημικές ασθένειες, οι οποίες είναι συγγενείς των σποραδικών και συχνά οφείλονται στον πόλεμο, σε πλημμύρες και λιμούς.[9]

Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ενεργειακή προέλευση των ασθενειών, σημασία έχει και η συχνότητα συντονισμού, όπου ο οργανισμός κάθε δεδομένη στιγμή είναι ευαίσθητος σε νοσογόνα ερεθίσματα μίας συχνότητας ενός μόνο επιπέδου. Έτσι, ένα άτομο μπορεί να παρουσιάζει «ανοσία» στη γονόρροια για δύο λόγους: ή είναι τόσο άρρωστος ή τόσο υγιής ώστε δεν συντονίζεται με το επίπεδο συχνότητας επενέργειας της γονόρροιας.[11]

Ποιες ασθένειες θεραπεύει;

Όπως προκύπτει από τις θεραπευτικές ενδείξεις των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, αν ίσως εξαιρέσει κανείς τις ασθένειες των οποίων η θεραπεία είναι χειρουργική, όλες οι άλλες σχεδόν, οξείες και χρόνιες, είναι δυνατόν να θεραπευτούν με την ομοιοπαθητική, γεγονός το οποίο υποστηρίζεται από τον μεγαλύτερο μετά τον Hahnemann θεωρητικό της ομοιοπαθητικής, τον Kent.[10, 16, 17, 23] Έτσι, στις λίστες των θεραπευομένων με την ομοιοπαθητική νοσημάτων, μπορεί κανείς να δει τον σακχαρώδη διαβήτη, το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας, μολυσματικά και λοιμώδη νοσήματα, όπως ο άνθραξ, ο τέτανος, η χολέρα, η ελονοσία, η λέπρα, ο τυφοειδής και ο κίτρινος πυρετός, αυτοάνοσα, μορφές καρκίνου όπως η λευχαιμία, ηπατικά, καρδιολογικά, αναπνευστικά, ψυχιατρικά και πολλά άλλα νοσήματα.[10, 16, 24]

Επίσης, σύμφωνα με τον Hahnemann, μόνο σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, όπου ο ομοιοπαθητικός δεν έχει τον αναγκαίο χρόνο να δράσει ομοιοπαθητικά, όπως σε ασφυξία, καταπληξία, πνιγμό κ.λπ., τότε επιτρέπεται η καταφυγή στην «αλλοπαθητική». Αυτό όμως πολύ παροδικά, ώστε να μην εισαχθούν λαθραία τα «αλλοπαθητικά» φάρμακα όπως κάποιοι προσπάθησαν. Η προσπάθεια αυτή ονομάστηκε από τον Hahnemann «αίρεση των μιγάδων».[9]

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου θα γίνει αναφορά στα ομοιοπαθητικά φάρμακα, κατά πόσον θεραπεύει η ομοιοπαθητική, αν είναι επικίνδυνη ή όχι και αν, τελικά, αποτελεί επιστήμη.

Β’ Μέρος

Φάρμακο

Το φάρμακο στην ομοιοπαθητική είναι το κέντρο. Η διάγνωση δεν καταλήγει στην τάδε ή δείνα ασθένεια, αλλά σε ένα και μόνο φάρμακο, το οποίο μπορεί αργότερα, αφού υποτίθεται θεραπεύσει, να αλλάξει, ώστε το επόμενο φάρμακο να θεραπεύσει την υποκείμενη ασθένεια όπως το μίασμα.

Σύμφωνα με τον Hahnemann, η θεραπευτική δύναμη των φαρμάκων στηρίζεται στα συμπτώματά τους, τα οποία ομοιάζουν με την αρρώστια αλλά υπερισχύουν αυτής σε δύναμη. Η διαταραγμένη ζωτική δύναμη από την ασθένεια, με τη χορήγηση ενός «δυναμοποιημένου» φαρμάκου, η εκλογή του οποίου έγινε σύμφωνα με την ομοιότητα των συμπτωμάτων, προσβάλλεται από μία κάπως ισχυρότερη όμοια τεχνητή αρρώστια. Με τον τρόπο αυτό εξαλείφεται το αίσθημα της ασθενέστερης δυναμικής προσβολής της αρρώστιας, η οποία από εδώ και στο εξής δεν υπάρχει για τη ζωτική αρχή του οργανισμού που πλέον απασχολείται με την ισχυρότερη τεχνητή προσβολή της ασθένειας, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με την ομοιοπαθητική, αφήνει τον άρρωστο θεραπευμένο. Η απελευθερωμένη πλέον ζωτική δύναμη μπορεί να συνεχίσει πάλι τη ζωή με υγεία. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον Hahnemann, οι τεχνητές νοσογόνες δυνάμεις, τις οποίες ονομάζει φάρμακα, ερεθίζουν τη ζωτική δύναμη με μία όμοια νοσογόνο αλλά ισχυρότερη δύναμη, με αποτέλεσμα να νικιόνται από τη ζωτική δύναμη πολύ ευκολότερα οι ασθενέστερες φυσικές αρρώστιες.[3]

Το φάρμακο της ομοιοπαθητικής ή, επί το ορθότερον, το «ομοιοπαθητικό παρασκεύασμα», δεν δρα υλικά, αλλά αποκαθιστά τη διαταραγμένη εσωτερική ζωτική δύναμη του οργανισμού, «συνηχώντας» με αυτήν. Στον σκοπό αυτό αναλώνεται όλη η προσπάθεια του ομοιοπαθητικού θεραπευτού, ώστε αφενός να δώσει το ενδεδειγμένο φάρμακο ως προς τη φύση του, αλλά και αυτό να έχει την κατάλληλη «δύναμη-συχνότητα», ώστε να γίνει «συνήχηση» των δύο ζωτικών δυνάμεων, δηλαδή της διαταραγμένης ιδιοσυγκρασίας του οργανισμού με την άλλη του δυναμοποιημένου ομοιοπαθητικού φαρμάκου.[2, 21]

ΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ

Κατά τη συνήχηση των δύο ζωτικών δυνάμεων, μπορεί να εμφανιστεί «έξαρση-ενδυνάμωση» των συμπτωμάτων, η οποία, σύμφωνα με τους ομοιοπαθητικούς, είναι μάλλον θετική κατάσταση, αφού αποτελεί κριτήριο ότι σύντομα θα ακολουθήσει απαλλαγή από την ασθένεια και θα επέλθει η πλήρης και οριστική ίαση. Η εξήγηση είναι ότι η φαρμακευτική ασθένεια είναι ισχυρότερη, γεγονός, σύμφωνα με τον Hahnemann, θετικό για την εξουδετέρωση της ασθενείας. Η ανωτέρω «έξαρση» ονομάζεται επιδείνωση και μπορεί, σύμφωνα με τους ομοιοπαθητικούς, να είναι πολύ έντονη, να προκαλέσει έως και έμφραγμα ή αλλιώς να απειλήσει τη ζωή του ανθρώπου, ακόμη και να αποβεί μοιραία. Ορισμένες φορές, η επιδείνωση παρατηρείται και στο τέλος της θεραπείας της χρόνιας αρρώστιας.[3]

ΔΙΑΛΥΣΗ - ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΔΟΣΗ

Η ελάχιστη δόση των πολύ καλά δυναμοποιημένων φαρμάκων, σύμφωνα με τον ιδρυτή της ομοιοπαθητικής, απελευθερώνει πολύ μεγαλύτερη θεραπευτική δύναμη σε σχέση με το ίδιο φάρμακο σε μεγάλη δόση. Μόνο η ελάχιστη δόση μπορεί να περιέχει την καθαρή, φανερή, πνευματοειδή φαρμακευτική δύναμη. Μια φαρμακευτική πρώτη ύλη είναι τόσο πιο δραστική όσο πιο ελεύθερη και άυλη γίνεται με τη δυναμοποίηση.[3] Οι λανθάνουσες δυνάμεις των ουσιών στη φυσική κατάσταση είναι κοιμώμενες και απελευθερώνονται όταν αραιώνονται πολύ, ενώ γίνονται δραστικότερες με το κατάλληλο τρίψιμο και τους κραδασμούς. Ο Hahnemann, μάλιστα, προτείνει ακόμη και για τις θεωρούμενες ως αδύνατες φαρμακολογικά ουσίες, την 30η δυναμοποίηση αυτής της ουσίας.[3]

Όσο πιο αραιωμένο είναι το φάρμακο τόσο και η πιθανή επιδείνωση μπορεί να είναι μικρότερη.[3]

Πρακτικά, αυτό το οποίο λαμβάνει ο ασθενής, είναι κάτι απειροελάχιστο ή περίπου τίποτα ή, στην κυριολεξία, απολύτως τίποτα. Αυτός είναι, βέβαια, και ο λόγος για τον οποίο η νομοθεσία δεν απαιτεί καμία τοξικολογική δοκιμασία, διότι, με βάση την επιστήμη, τις αρχές της οποίας ακολουθεί και η τοξικολογία, χορηγούνται οι αδρανείς πρώτες ύλες οι οποίες αποτελούν το έκδοχο, όπως γαλακτοσάκχαρο ή άμυλο ή απιονισμένο νερό. Μην ξεχνάμε ότι, κατά τη φαρμακολογία, όλα τα φάρμακα έχουν παρενέργειες, και «φάρμακο χωρίς παρενέργειες δεν είναι φάρμακο», είναι αδρανής ουσία.[7] Τέτοια είναι και τα εικονικά φάρμακα. Δηλαδή, ουσιαστικά τα εικονικά φάρμακα ταυτίζονται με τα ομοιοπαθητικά.

ΕΙΔΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Προέρχονται από φυτικούς, ζωικούς οργανισμούς, καθώς και από ορυκτά. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα ονομαζόμενα ισοθεραπευτικά, όπως το «πύον ή το αίμα ή τα ούρα ή οι ρινικές βλέννες κ.ά.» από τον ίδιο τον ασθενή, ή τα βιοθεραπευτικά, μεταξύ των οποίων αναφέρεται έκκριμα ασθενούς με ιλαρά (Morbillinum), ή ετερο-ισοθεραπευτικά από αλλεργιογόνα, τρίχες, φτερά, γύρη κ.ά. Επίσης, χρησιμοποιούνται ζώα ολόκληρα νωπά, όπως η μέλισσα, ή η κόνις από κανθαρίδες κ.ά.[5, 6 ]

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Γίνεται σε υγιείς ανθρώπους, επιλέγοντας τις ουσίες οι οποίες, αραιωμένες και δυναμοποιημένες, προκαλούν όσο το δυνατόν όμοια συμπτώματα με την ασθένεια.[3]

ΑΣΥΜΒΑΣΙΕΣ

Ο Hahnemann για τις χρόνιες ασθένειες αναφέρει ορισμένα τρόφιμα, φάρμακα ή συνήθειες, ως ασύμβατα στην ομοιοπαθητική θεραπεία. Ορισμένα παραδείγματα είναι: ο καφές, το κινέζικο τσάι, η σοκολάτα, τα μπαχαρικά, τα σκευάσματα για την υγιεινή των δοντιών, η βανίλια, τα ωμά βότανα στις σούπες, οι ρίζες και τα φύτρα των κοτσανιών, τα φύτρα του λυκίσκου, το σέλινο, ο μαϊντανός, τα άγρια ξινά χόρτα, όλοι οι βολβοί, ο υπερβολικός θηλασμός, η νυχτερινή-ηδονική ζωή, το υπερβολικό αλάτι ή η ζάχαρη, ο καθιστικός τρόπος ζωής κ.ά.[3] Αναφέρονται, επίσης, η μέντα, η κάμφορα, ο καπνός του ταμπάκου, η ευγενόλη, το γαριφαλέλαιο, τα μάλλινα εσώρουχα, η υπερβολική καθαριότητα.[5, 8, 9]

Ο Βυθούλκας αναφέρει τον ήλιο, την υψηλή θερμοκρασία και τις έντονα αρωματικές ουσίες, και ιδιαίτερα την κάμφορα, συμπληρώνοντας ότι είναι άγνωστο γιατί αδρανοποιούνται με αυτόν τον τρόπο τα ομοιοπαθητικά φάρμακα.[4]

Επίσης, αναφέρονται για ειδικά φάρμακα ασυμβασίες: το χαμομήλι για τα Causticum -Sulphur, τα οστρακοειδή για το Lycopodium, το κρασί για τα Acidum benzoicum, Zincum κ.ά.[5]

Με τα ανωτέρω αναφερθέντα, οι ακολουθούντες ομοιοπαθητική «θεραπεία» δεν είναι εύκολο να βρουν οδοντόκρεμα, γιατί περιέχουν μέντα, να χρησιμοποιήσουν αφρό ξυρίσματος με άρωμα μέντας ή να βάλουν αλοιφές και κρέμες οι οποίες περιέχουν κάμφορα.

Για τις ανωτέρω ασυμβασίες, αν εξαιρέσει κανείς τα λεγόμενα του Hanhemann, τα οποία λίγο έως πολύ αποτελούν «δόγματα» για την ομοιοπαθητική, δεν μπορεί κανείς, παραδείγματος χάριν, στη μεγαλύτερη βάση επιστημονικών δεδομένων της ιατρικής-φαρμακευτικής-βιολογίας, το Medline, όπου είναι ενταγμένα και πολύ μεγάλο πλήθος ομοιοπαθητικών περιοδικών, όπως αυτά του οίκου Elsevier, να βρει μελέτες που να αποδεικνύονται οι ανωτέρω ασυμβασίες, ακόμα και όσον αφορά τον καφέ...

Προφανώς, θα υπάρχει κάποια αναφορά κάποιου ομοιοπαθητικού, αλλά αυτό είναι αρκετό για την εξαγωγή τεκμηριωμένων συμπερασμάτων; Εδώ πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι πολλές από τις ουσίες, εκχυλίσματα, φυτά, σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες της επιστημονικής ιατρικής, έχουν θεραπευτική για τον οργανισμό σημασία, όπως η σοκολάτα, το κινέζικο τσάι, η βανίλια, το σέλινο, ο καφές σε μικρή δόση. Το τσάι και η μαύρη σοκολάτα έχουν σημαντική προληπτική δράση για τον καρκίνο και τις αγγειοπάθειες.

ΔΥΝΑΜΟΠΟΙΗΣΗ

Η ομοιοπαθητική αναπτύσσει τις εσωτερικές πνευματοειδείς φαρμακευτικές δυνάμεις των πρώτων υλών, με μηχανική επίδραση στα σωματίδιά τους, με τριβή και δόνηση. Έτσι αναπτύσσονται οι κοιμισμένες, κρυμμένες πριν μέσα τους δραστικές δυνάμεις, οι οποίες επηρεάζουν τη ζωτική δύναμη. Η επεξεργασία αυτή ονομάστηκε δυναμοποίηση, δηλαδή αύξηση της δύναμης. Σε συνδυασμό με την αραίωση, λαμβάνεται αληθινή αποκάλυψη των ειδικών φαρμακευτικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, ένας κόκκος αλατιού αραιωμένος σε πολύ νερό, χάνεται. Αυτή η αραίωση φτάνει σε αξιοθαύμαστη δύναμη με τον καλά πραγματοποιούμενο τρόπο δυναμοποιήσεως.[3]

Ο Βυθούλκας αναφέρει ότι δεν υπάρχει όριο στη δυναμοποίηση, ακόμα και όταν ο αριθμός του Avogadro ξεπερνιέται, και κανένα μόριο της αρχικής ουσίας δεν περιέχεται στο διάλυμα.[4]

Η ζωτική αυτή δύναμη, σύμφωνα με τον πολύ γνωστό και θεωρούμενο από ορισμένους ως καθηγητή της ομοιοπαθητικής, Σπύρο Διαμαντίδη, ταυτίζεται με την ενέργεια τσι των Κινέζων ή την οργόνη του Ράιχ. Ο Winer την ταυτίζει με την ινδουιστική «πράνα ή κουνταλίνι», ο Μέσμερ, που θεωρείται ο πατέρας της παραψυχολογίας, με τον «ζωϊκό μαγνητισμό», ο Ιπποκράτης με τη «θεραπευτική δύναμη της φύσης», ο Παράκελσος με τη «magnale», οι καββαλιστές με το «αστρικό φως», ο Fludd με «spiritus», οι μυστικιστές και οι μεταφυσικοί, όπως ο Σουέντεμποργκ, με την «αιθερική ενέργεια ή βιοενέργεια ή απλή ουσία», η βιταλιστική σχολή με τη «ζωτική ενέργεια, ζωτική δύναμη, ζωτικό σώμα», ο Βυθούλκας με τη «συμπαντική ενέργεια», ο Kent με τη «στοιχειώδη ουσία».[10]

Μαγεία και oμοιοπαθητική

Αναφέρεται ότι το φάρμακο εκπνευματίζεται, ότι ενεργοποιείται ο υπερβατικός κόσμος, ότι ο θεραπευτής αποτελεί κανάλι παγκόσμιων ενεργειών (σε ορισμένα μέρη χρησιμοποιούν ραβδία και εκκρεμή), ότι ενεργοποιείται ο ζωικός μαγνητισμός του Μέσμερ, δηλαδή του προδρόμου του πνευματισμού και των αποκρυφιστικών μεθόδων, ενώ αναφέρεται ως μέθοδος θεραπείας και η επίθεση χειρών από ανθρώπους μεγάλης πνευματικότητας.

Ο Ζερβάνος αναφέρει ότι κλάδος της μαγείας είναι η ομοιοπαθητική μαγεία. O Παράκελσος, αλχημιστής και γιατρός της Αναγέννησης, έγραφε για τη ζωτική δύναμη, ότι αυτή ως ενέργεια ακτινοβολείται από τον έναν άνθρωπο στον άλλον και ότι μπορεί να δρα και από απόσταση. Πίστευε ότι μπορεί να καθαρίζει το σώμα και να αποκαθιστά την υγεία, ή να το δηλητηριάζει και να προκαλεί την αρρώστια.[9, 11] Οι πολυνήσιοι γιατροί της Χούνα συμφωνούσαν ότι η ζωτική ενέργεια μπορεί να μεταβιβαστεί από ανθρώπους σε αντικείμενα.[4]

Θεραπεύει η ομοιοπαθητική;

Η ομοιοπαθητική, όντως, ορισμένα νοσήματα φαίνεται να τα θεραπεύει. Ποια όμως νοσήματα; Τα αυτοϊώμενα, των οποίων το ποσοστό είναι γνωστό ότι πλησιάζει το 80% των νοσημάτων. Τέτοια νοσήματα είναι η γρίπη, ένας απλός άνευ ιδιαίτερης αιτίας πονοκέφαλος, μια απλή φλεγμονή, ένα λουμπάγκο κ.ά. Στα νευρωσικά-ψυχοσωματικά νοσήματα, τα συμπτώματα εγκαταλείπουν τον άρρωστο σε υψηλά ποσοστά (75%) με την πάροδο του χρόνου. Σε τέτοια νοσήματα, η ομοιοπαθητική έχει αποτελέσματα διά της αυθυποβολής, λόγω της προσοχής την οποία δείχνει στον ασθενή ο ομοιοπαθητικός θεραπευτής–ιατρός, ακούγοντάς τον, δίνοντάς του χρόνο να μιλήσει και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του, κάτι το οποίο οι της αποκαλούμενης κλασικής ιατρικής κακώς εφαρμόζουν ελάχιστα.

Η συνεργασία του ιατρού και του φαρμακοποιού με τον ασθενή έχει καίριο ρόλο στη θεραπεία, και σήμερα δεν δίνεται η πρέπουσα σημασία. Το εικονικό φάρμακο, γενικά, μπορεί ορισμένες παθολογικές καταστάσεις να τις θεραπεύσει, όπως έχει αποδειχθεί με τεκμηριωμένες επιστημονικές μελέτες, έως και σε ποσοστό 40% των περιπτώσεων. Ενεργεί διά της αυθυποβολής, την οποία η ιατρική θεωρεί και ως υπεύθυνη για τη δράση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων. Ως γνωστόν, το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό στον χώρο της ιατρικής Lancet, τεκμηριωμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ομοιοπαθητικό φάρμακο έχει τη δράση του εικονικού φαρμάκου ή έχει αμφίβολη δράση.[1, 11, 12] Στα ίδια συμπεράσματα περί ελλείψεως αντικειμενικής δράσεως, έχουν καταλήξει και άλλοι ερευνητές.[13] Ο Αμερικανός Winer, εκ των πλέον γνωστών ομοιοπαθητικών, σημειώνει στο βιβλίο του ότι «ο ασθενής μπορεί να ωφεληθεί από την ομοιοπαθητική μέθοδο μέσα από το φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου».[7] Στην αυθυποβολή είναι δυνατόν να προστεθεί και η φροντίδα των ομοιοπαθητικών να πείσουν τους ασθενείς τους ότι θα θεραπευθούν. «Πρέπει κανείς να πιστέψει βαθιά ότι θα θεραπευτεί.[7]

Είναι επικίνδυνη η ομοιοπαθητική;

Είναι πρωτίστως αλήθεια ότι είναι πολύ επικίνδυνο να «θεραπεύεις» με την ομοιοπαθητική αρρώστους οι οποίοι να πάσχουν από θεωρούμενες ως επικίνδυνες για την υγεία ασθένειες, όπως είναι ο καρκίνος, διάφορες σοβαρές λοιμώξεις, πνευμονικά οιδήματα, καρδιολογικά νοσήματα. Είναι πολλοί εκείνοι οι οποίοι απορρίπτουν την ομοιοπαθητική ιδίως για την έλλειψη σε πάρα πολλές περιπτώσεις λογικής σε αυτήν, ενώ ουσιαστικά απορρίπτονται φάρμακα απαραίτητα για τη θεραπεία, όπως τα αντιβιοτικά για τις λοιμώξεις.

Ανατρέπουν πολλές φορές τη λογική αιτίου-αποτελέσματος, όπως δεν φταίει ο βάκιλος της φυματιώσεως ή ο ιός του AIDS για τις αντίστοιχες ασθένειες, αλλά η προδιάθεση του οργανισμού. 7] Με βάση την ομοιοπαθητική, τα φάρμακα της κλασικής ιατρικής είναι νοσογόνοι παράγοντες.[4]

Με τον τρόπο αυτό, συν το γεγονός του «δόγματος» της χορήγησης ενός μόνο φαρμάκου, αναρωτιέται κανείς τι κάνει ο ομοιοπαθητικός ιατρός όταν έχει να αντιμετωπίσει ένα οξύ πνευμονικό οίδημα, όπου χρειάζεται για την αντιμετώπισή του να δοθούν άμεσα τουλάχιστον τρία φάρμακα, ή μία υψηλή αρτηριακή πίεση, ή όταν έχει να αντιμετωπίσει πλήθος διαφορετικών ασθενειών, όπως διαβήτη συνδυασμένον, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, με αγγειολογικά και νευρολογικά προβλήματα;[21]

Για τα εμβόλια, οι ομοιοπαθητικοί είναι αντίθετοι, υποστηρίζοντας ότι παρεμποδίζουν την ανοσοποιητική λειτουργία. Αλλά και ότι χρόνιες παθήσεις οφείλονται σε αυτά, επειδή ο εμβολιασμός αλλάζει τη δονητική συχνότητα του αμυντικού μηχανισμού. [4] Φανταστείτε να τους «ακούσει» η επιστημονική κοινότητα και να σταματήσει τον παιδικό εμβολιασμό, τι κινδύνους θα μπορούσε να σημάνει κάτι τέτοιο.

Η διάγνωσή τους, που ουσιαστικά στρέφεται στη φαρμακευτική ασθένεια και προκύπτει σύμφωνα με τα κριτήρια του Hanhemann, υποβαθμίζει τόσο τη σωματική εξέταση όσο και τις εργαστηριακές εξετάσεις, με αποτέλεσμα, αν ένα σύμπτωμα, όπως μια φαινόμενη ημικρανία, κρύβει έναν εγκεφαλικό όγκο, να μη διαγιγνώσκεται. Κάτι τέτοιο παρουσιάζει υψηλή επικινδυνότητα, δεδομένου ότι μπορεί να χαθεί πολύτιμος χρόνος, δεδομένων και των προτεινομένων εξάρσεων των ασθενειών, οι οποίες πολλές φορές θεωρούνται ως θετικές, προηγούμενες της θεραπείας.[4]

Αναφέρονται όμως και περιπτώσεις διακοπής της ινσουλίνης σε διαβητικό, χημειοθεραπείας σε λευχαιμίες παιδιών ή άλλων θεραπευτικών μεθόδων της επιστημονικής ιατρικής, με αποτέλεσμα τη δυσάρεστη έκβαση.[7]

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), κυρίως από το γεγονός ότι πολλοί ομοιοπαθητικοί προσπαθούν να θεραπεύσουν ασθένειες όπως το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS) ή την παιδική διάρροια, όπου τα παιδάκια εύκολα μπορεί να αφυδατωθούν και να χάσουν τη ζωή τους, εξέδωσε Οδηγία, σύμφωνα με την οποία «δεν συνιστά τη χρήση της ομοιοπαθητικής στις περιπτώσεις του ιού HIV, της ελονοσίας, της φυματιώσεως, της γρίπης, καθώς και της παιδικής διάρροιας».[14]

Ακόμα και η άποψη του Βυθούλκα, ότι η ομοιοπαθητική είναι «θεία επιστήμη» και μπορεί να αποτελέσει ανεκτίμητο όργανο για τη γοργή πνευματική ανέλιξη του ανθρωπίνου γένους[4], μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη.

Είναι επιστήμη η ομοιοπαθητική;

Οι βάσεις, οι κύριοι νόμοι στους οποίους βασίζεται η ομοιοπαθητική, στηρίζονται στο τρίπτυχο στο οποίο έχει βασιστεί η επιστήμη, δηλαδή στο πείραμα, στην παρατήρηση και στο λογικό συμπέρασμα; Υπάρχει επιστημονική γνώση ή είναι αναπόδεικτη και παραμένει θεωρία προς απόδειξη; Ο Βυθούλκας παραδέχεται ότι δεν υπάρχει επιστημονική εξήγηση του φαινομένου της θεραπευτικής μέσω της δυναμοποιήσεως.[4]

Ο Hanhemann δημιούργησε τον νόμο των ομοίων, στηριζόμενος και στην αυταπάτη της κιγχόνης, στις αραιώσεις, στη δυναμοποίηση, στα μιάσματα, στη ζωτική δύναμη και σε άλλα «παράξενα» για την επιστήμη, τα οποία μάλλον είναι μυστηριώδη και παράδοξα. Δεν υπάρχει η γνώση του επιστητού, η σημερινή επιστημονική γνώση δεν χρησιμοποιείται, το δόγμα της φαρμακολογίας «περί δόσεως πολύ χαμηλής μη δραστικής, δόσεως δραστικής, δόσεως τοξικής» καταλύεται, η λογική πολλές φορές δεν χρησιμοποιείται αλλά χρησιμοποιείται η μεταφυσική (ενέργειες, ζωτική δύναμη κ.ά.). Η ροή αυτή της ενέργειας ανάμεσα στο «κοσμικό-συμπαντικό» περιβάλλον και τον άνθρωπο, και όταν αυτή δεν ρέει ομαλά, έχουμε την εμφάνιση της ασθένειας, σίγουρα δεν αποτελεί επιστημονική διαπίστωση, αλλά ανήκει στον χώρο του μεταφυσικού. Και με αυτό το μεταφυσικό «θεραπεύει» ο ομοιοπαθητικός, ο οποίος αποτελεί, σύμφωνα με την ομοιοπαθητική, έναν αγωγό που κινητοποιεί τη «θεραπευτική δύναμη της ζωής».

Είναι, χωρίς αμφιβολία, οι απόψεις της ομοιοπαθητικής αυθαίρετες, χωρίς επιστημονική βάση, παρά τις κατ’ επανάληψη προσπάθειες ορισμένων ερευνητών να βρουν επιστημονικά ερείσματα για να τη στηρίξουν. Καίριος είναι και ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι μελέτες, και το σημαντικό είναι τα μετρήσιμα αδιαμφισβήτητα κριτήρια τα οποία λείπουν από την ομοιοπαθητική. Ουσιαστικά, διπλές τυφλές μελέτες, με αντικειμενικά κριτήρια, δεν πραγματοποιούνται. Απλώς έχουν τα δικά τους περιοδικά και κάνουν τα δικά τους συνέδρια, μην μπορώντας, λόγω κυρίως της σαθρότητας των επιλεγμένων πρωτοκόλλων, να ανακοινώσουν-δημοσιεύσουν σε διεθνή έγκυρα επιστημονικά συνέδρια ή περιοδικά.

Οι απόψεις της ομοιοπαθητικής είναι αυθαίρετες και χωρίς καμία επιστημονική επιβεβαίωση, παρά τις προσπάθειες κάποιων ερευνητών.[1] Σύμφωνα με τον Jonas, η ποιότητα των μελετών επιτρέπει μόνον υποψίες. Οι δοκιμές τείνουν να είναι μικρές και ατελείς. Σε διπλή τυφλή μελέτη, σχετική με καταπολέμηση του πόνου, τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά. Το επιχείρημα των ομοιοπαθητικών ήταν ότι σε συστηματικές μελέτες δεν μπορούν να προσαρμόσουν τη δόση και τον χρόνο θεραπείας ανά περίπτωση. Στο επιχείρημα αυτό, ο Jonas αναφέρει ότι με όλες αυτές τις πιθανές προσεγγίσεις της ομοιοπαθητικής, ένας απεριόριστος αριθμός δοκιμασιών θα ήταν αναγκαίος για να αποδείξει ότι καμία από αυτές δεν είναι αποτελεσματική. [15] O Coldacre αμφιβάλλει για την αξιοπιστία πρωτοκόλλων στα οποία οι ασθενείς είναι δυνατόν να γνωρίζουν αν λαμβάνουν εικονικό φάρμακο ή ομοιοπαθητικό, ή επίσης να είναι δυνατόν να γίνεται επιλογή των ασθενών από τους τελούντες τη μελέτη, οι οποίοι θα λαμβάνουν τα ομοιοπαθητικά φάρμακα και το εικονικό φάρμακο.[6] Ορισμένοι ομοιοπαθητικοί, προς τιμήν τους, αναφέρουν, έστω και εμμέσως, την έλλειψη ικανών και αξιόπιστων κλινικών μελετών, επισημαίνοντας ότι «αρκετοί είναι εκείνοι οι οποίοι ζητούν καλύτερες κλινικές μελέτες για να αποδεχθούν ότι η ομοιοπαθητική όντως λειτουργεί».[8] Στην ποιότητα των μελετών αναφέρεται και ο Linde με την ομάδα του, όπου διαπιστώθηκε ότι όσο καλύτερη ήταν η ποιότητα της ακολουθούμενης μεθοδολογίας των ομοιοπαθητικών μελετών τόσο τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο θετικά.[16]

Κυρίως προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την πλάνη μιας ερευνητικής ομάδας από την Ελβετία, η οποία έφτασε στο λανθασμένο συμπέρασμα, κατόπιν πειραματικής διαδικασίας, ότι το νερό έχει «μνήμη», δηλαδή οι ουσίες αφήνουν κάποιο αποτύπωμα της υπάρξεώς τους στο νερό, ακόμη και αν ευρέθησαν σε πολύ μικρά ποσοστά και δεν υπάρχουν πλέον. Η λανθασμένη αυτή εργασία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μία ομάδα επιστημόνων σταλμένη από το περιοδικό θα πήγαινε για να επιβεβαιώσει τα αποτελέσματα.[17] Πράγματι, πήγε η επιτροπή, τυχαιοποίησε τα δείγματα και απέδειξε το αβάσιμο των αποτελεσμάτων και το απόλυτο ψεύδος των συμπερασμάτων, και με δημοσίευση σε τεύχος του Nature, λίγο μεταγενέστερο, αλλά πολύ κοντά στη λανθασμένη δημοσίευση, διέψευσε την προηγούμενη δημοσιευμένη έρευνα. [18] Αργότερα ευρέθη ότι σχεδόν όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας και ο υπεύθυνος ήταν συνδεδεμένοι με την ομοιοπαθητική.

Αν κανείς «εισέλθει» στον δικτυακό τόπο του κέντρου ομοιοπαθητικής που βρίσκεται στην Αλόννησο, θα διαπιστώσει ότι στη βιβλιογραφία αναφέρει κατά κόρον τα άρθρα της ερευνητικής ομάδας η οποία κατέληξε στο ανωτέρω ψευδές συμπέρασμα. Στον δε δικτυακό τόπο της Ελληνικής Εταιρείας Ομοιοπαθητικής Ιατρικής, σημειώνεται ακόμη το λανθασμένο συμπέρασμα της ανωτέρω ομάδας, αναφέροντας την αρχική παραπομπή του περιοδικού Nature, χωρίς να αναφέρεται η διάψευση των αποτελεσμάτων αυτών.[19] O Sutton σημειώνει στο Lancet ότι ένας διαλύτης, όπως το νερό, με την εδώ και χιλιετίες παρουσία του έχει έλθει σε επαφή με πολλές ουσίες. Για ποιο λόγο να μη φέρει μαζί του τις δικές του μνήμες όταν προστίθεται σε ένα ομοιοπαθητικό σκεύασμα, πώς μπορεί να αναπτύσσει αμνησία και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ομοιοπαθητικά σκευάσματα, και αναρωτιέται, το νερό που πίνουμε τι μνήμες φέρει και τι αποτέλεσμα δημιουργεί σε εμάς;[20]

Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η ομοιοπαθητική συμπλέκεται και με αυθαίρετες εξηγήσεις και με άλλους ασαφείς τομείς. Όπως με τη μεταφυσική, με τις ανατολικές θρησκείες, τον μυστικισμό, με συνδετικό κρίκο την επίκληση κάποιας «συμπαντικής ενέργειας ή ζωτικής δύναμης». Ο David Colquhoun στο περιοδικό Nature αναφέρει ότι η ομοιοπαθητική κατ’ ελάχιστον άλλαξε σε σχέση με την αρχή του 19ου αιώνα, και προσθέτει ότι ομοιάζει πολύ περισσότερο με θρησκεία, παρά με επιστήμη.[21] Ο Giles στο ίδιο περιοδικό αναφέρει ότι η ομοιοπαθητική είναι μεν μεγάλη οικονομική επιχείρηση, αλλά ο βαθμός της επιστημοσύνης της είναι αμφισβητήσιμος. 22]

Ο Ιεραπετράκης, μέλος της επιτροπής του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών για τις εναλλακτικές θεραπείες, αναφέρει ότι «μελλοντολόγοι, αστρολόγοι, χαρτορίχτρες, μέντιουμ, καφετζούδες, χειρομάντες, μάγοι, ιριδολόγοι και άπειροι άλλοι εκμεταλλεύονται αφελή άτομα με πολυποίκιλα προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας, κατεξοχήν ανίατα, επομένως και απογοητευμένα από την ορθόδοξη ιατρική, τα οποία αναζητούν σωτηρία από το άγνωστο και το υπερβατικό».[1]

Συμπέρασμα

Η επιστήμη (ιατρική, φαρμακευτική) είναι μία. Η αλήθεια είναι μία. Τα άτομα τα οποία κινούνται εκτός ορίων αυτών δεν έχουν σχέση πραγματική με την επιστήμη. Δεν μπορεί την ίδια ώρα να κάνουμε επιστήμη και να χορηγούμε φαρμακευτικά σκευάσματα όπου η αποτελεσματικότητά τους είναι συνάρτηση της δόσης, και αμέσως μετά να χορηγούμε το περίπου τίποτα ή το τίποτα για να βοηθήσουμε στη θεραπεία του πάσχοντος. Πρέπει να διαλέξουμε αν θα ακολουθήσουμε την επιστήμη ή θα στραφούμε προς θολά αναπόδεικτα πράγματα. Ή θα ακολουθήσουμε τη φαρμακευτική όπως την πήραμε από τους δασκάλους μας, και αυτή εξελίσσεται, με όλες τις αδυναμίες της, κάτω από το πρίσμα και τα αυστηρά κριτήρια της επιστήμης, ή θα την απορρίψουμε και θα ασχοληθούμε με αντιεπιστημονικές θεωρίες οι οποίες βασίζονται εν πολλοίς στη μεταφυσική. Αυτή η θέση, δηλαδή η επιλογή στην περίπτωση μας, αν θα είμαστε ομοιοπαθητικοί ή επιστήμονες φαρμακοποιοί, είναι τουλάχιστον ξεκάθαρη, παρά αυτό που γίνεται κατά κόρον σήμερα, δηλαδή η ανάμειξη των πάντων για το κακώς νοούμενο συμφέρον, όπου πραγματικά δημιουργείται «αχταρμάς» και σύγχυση και σε εμάς και στους απελπισμένους, πολλές φορές, ασθενείς, τους οποίους μπορεί και να καθοδηγήσουμε σε θολά, αβέβαια και ορισμένες φορές επικίνδυνα νερά.

Για να κατανοήσουμε ακόμα περισσότερο τα ανωτέρω, πώς θα φαινόταν αν καθοδηγούσαμε κάποιον ασθενή στο «νερό του Καματερού» ή χορηγούσαμε το «νερό του Καματερού» από το φαρμακείο;

Επίσης, επειδή μάλλον εσκεμμένα έχει δημιουργηθεί σύγχυση μεταξύ φυτοθεραπείας και ομοιοπαθητικής (το ίδιο και με άλλες εναλλακτικές θεραπείες, όπως είναι η αγιουρβέδα), άλλο φυτοθεραπεία, η οποία αποτελεί βάση της φαρμακευτικής επιστήμης, και άλλο το, τελικά, μάλλον «τίποτα» της ομοιοπαθητικής.

Απαράδεκτη η θεωρία των μιασμάτων. Καταλύουν όχι μόνον την έννοια της επιστήμης, αλλά και της λογικής. «Κρύβεται πίσω το παλιό μίασμα της ψώρας ή της σύφιλης ή της γονόρροιας». Μα είναι δυνατόν! Πού βασίζονται να επικαλούνται οι ομοιοπαθητικοί στην εποχή μας τέτοια πράγματα. Τι στο καλό ασχολούμεθα με το γενετικό υλικό. Ας το υποκαταστήσουμε καλύτερα με το ψωρικό και τα άλλα μιάσματα. Τι μπλεκόμαστε και «σπαταλάμε» δυνάμεις, χρήματα και κοπιάζουμε, αφού για όλα αυτά έχει ορθότερες απαντήσεις η ομοιοπαθητική. Ο Ιεραπετράκης σημειώνει για την ομοιοπαθητική: «Υπάρχει η δυνατότητα να σταματήσει κάποτε αυτή η αλληλοεξάρτηση και υποταγή; Δυστυχώς όχι. Όσο το φαινόμενο της ζωής παραμένει άλυτο μυστήριο και ο θάνατος αντίστοιχη και απροσδιόριστη έννοια του τέλους ή της αρχής, τόσο θα βρίσκονται επίδοξοι διαχειριστές της βούλησης και της πίστης των συνανθρώπων τους, αυτόκλητοι σωτήρες, με μοναδικό προσόν τη χρησιμοποίηση, με πονηρό τρόπο, της δράσεως Placebo[1]».

Ας αλλάξουμε τη φαρμακευτική, ας «χτυπάμε» νερό ή αλεύρι και ας το χορηγούμε. Ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε άλλο. Τι παιδευόμαστε;

Στην επιστήμη χωρούν μαγικές διεργασίες, όπως πνευματιστές-άνθρωποι κανάλια παγκόσμιας θεραπευτικής ενέργειας, δυνάμεις παράξενες, όπως η ζωτική δύναμη, θεραπευτική του τίποτα, αναπόδεικτα ή και τρελά για έλλογο άνθρωπο πράγματα, όπως η ερώτηση από ποια πλευρά κοιμάται ο ασθενής;

Πού ευρέθησαν, ποιες οι φυσιολογικές παγκόσμιες ενέργειες, πού είναι αυτές, πώς πιστοποιείται η διαταραχή τους επιστημονικά, πώς και πού μετρώνται;

Είναι δυνατόν να συνδεθεί η θεραπεία με τον μυστικισμό και να θεωρείται επιστημονική;

Θέλουμε ιατρική, φαρμακολογία, επιστήμη. Αυτό σπουδάσαμε, αλλιώς αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι, ας το απεμπολήσουμε και ας ασχοληθούμε με την υποκειμενική, αλλά όχι αντικειμενική «αλήθεια», δηλαδή την ομοιοπαθητική. Παρατήρηση Υπόθεση – Πείραμα. Αυτό είναι η επιστήμη.

Η φαρμακοβιομηχανία, με όλα τα γνωστά τρωτά της, εν πολλοίς, για να κυκλοφορήσει ένα μόνο φάρμακο, εκτός από τα πειραματόζωα, διεξάγει πολλαπλές κλινικές διπλές τυφλές μελέτες, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα ενασχόλησης με την ομοιοπαθητική αν εξεφράζετο η αλήθεια, δηλαδή ότι δεν αποτελεί επιστημονική μέθοδο αλλά μέθοδο η οποία στηρίζεται σε μεταφυσικές ανατολικού τύπου θρησκείες, όπως ο ταοϊσμός και ο ινδουισμός, και όποιος θέλει ας ακολουθήσει. Γιατί κρύβονται δηλαδή; Αυτή είναι η βάση. Υπάρχει κάτι πιο καλό, τέλειο και ξεκάθαρο από την αλήθεια; Έτσι, ξέρει και ο επιστήμονας με τι πάει να ασχοληθεί και ο λαός πού πάει να βρει θεραπεία. Ας ειπωθεί η αλήθεια. Γιατί δεν λέγεται, τι κρύβεται; Είναι τα οικονομικά συμφέροντα μόνον;

Σεβαστοί συνάδελφοι, δεν μπορούν τα χρήματα, το κέρδος, ή άλλα μη επιστημονικά κίνητρα να καθορίζουν τις πράξεις μας. Έχουμε, πάνω απ’ όλα, ευθύνη. Δεν μπορούμε να δίνουμε επιστημονικά ερείσματα στην ομοιοπαθητική, η οποία αγωνιωδώς αυτό ψάχνει, και να προάγουμε τα προϊόντα της. Στην εποχή του οπορτουνισμού και της θολούρας, ας μην απεμπολήσουμε το επιστημονικό ήθος, αλλά να το βιώσουμε ως χρέος, έχοντας πρωτίστως ήσυχη τη συνείδησή μας, και ως υπεύθυνοι επιστήμονες να δίνουμε τις κατάλληλες απαντήσεις όπου αυτό ζητηθεί.



* Λίγα στοιχεία για τον κ.Ράλλη θα βρείτε εδώ


 Βιβλιογραφία Α’ μέρους.

1. Ιεραπετράκης Γ. Μ., Φαινόμενο placebo, Εκδόσεις Πασχαλίδη, σσ. 62-71, Αθήνα 2001

2. www.medicum.gr

3. Φαρμακευτικά Χρονικά, 28, 64-65 (2009)

4. Colquhoun D., “Science degrees without the science” Nature, Mar. 22, 446 (7134), 373-4 (2007)

5. Γεωργάτσος Ι.Γ., «Πανεπιστήμιο - απαξία και σκοταδισμός», Η Καθημερινή 19/12/2007

6. Goldacre B., “A kind of magic?” Guardian Science, 16/11/2007

7. Εξήντα δύο καθηγητές και ερευνητές, «Μάστερ Ομοιοπαθητικής από... Μηχανικούς», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 25/11/2007

8. Αβραμίδης Α., Η... ομοιοπαθητική υπό το πρίσμα της ιατρικής επιστήμης, Εκδόσεις Υπακοή, σσ. 1-47 (1996)

9. Χάνεμανν Σ., Όργανον θεραπευτικής τέχνης, Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, μετάφραση εκ του πρωτοτύπου, σσ.1-306 (1989)

10. Βυθούλκας Γ., Ομοιοπαθητική, Εκδόσεις Κέντρου Ομοιοπαθητικής Ιατρικής, σσ. 1-143 (1983)

11. Βυθούλκας Γ., Η επιστήμη της ομοιοπαθητικής, Εκδόσεις Κέντρου Ομοιοπαθητικής Ιατρικής, σσ. 1-317 (1990)

12. Φωκάς Γ.Κ., Ειδική Φαρμακογνωσία, Εκδοθέν υπό του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, σσ. 642-653 (1979)

13. U.K. – Skeptics, “Homeopathy”, www.skeptics.org.uk, pp 1-53 (2009)

14. Βαρθολομαίος Τ.Α., Εγχειρίδιο συμπληρωματικής και εναλλακτικής θεραπευτικής, Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, Αθήνα, σσ. 46-83 (2005)

15. Sadana R., “Definition and measurement of reproductive health”, Bull. World Health Org 80 (5), 407-409 (2002)

16. Τζάκου Ο., «Στοιχεία Ομοιοπαθητικής», στο Στοιχεία φυτοθεραπευτικής και ομοιοπαθητικής, εκδοθέν υπό Κουλάδη Μ., Τζάκου Ο., εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σσ. 55-106 (2006)

17. Χαρβάλα Α., Ομοιοπαθητική φυτοθεραπευτική, εκδοθέν υπό Χαρβάλα Α., εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σσ. 1-192 (1992)

18. Netien G., «Εισαγωγή στην ομοιοπαθητική φαρμακευτική», Ομοιοπαθητική Ιατρική, 4(7-8), 201-204 (1979)

19. Barrett S., “Homeopathy: The Ultimate Fake”, in Quackwatch: Your guide to quackery, health fraud and intelligent decisions,

www.quackwatch.com, pp1-10 (2008)

20. Jonas W.B., Kaptchuk T.J., Linde K., “A Critical Overview of Homeopathy” Ann. Intern. Med. 138(5), 393-9 (2003)

21. Αβραμίδης Α.Β., «Η... ομοιοπαθητική τι είναι;», Ιατρικό Βήμα, 53 (Ιούλιος-Αύγουστος), 40-50 (1997)

22. Rang H.P., Dale M.M., Ritter J.M., Moore P.K., Φαρμακολογία, Εκδόσεις Παρισιάνου, 5η έκδοση, «Αρχές εναλλακτικής θεραπείας», σσ. 3-4 (2007)

23. Hayfield R., Ομοιοπαθητική: ο πρακτικός οδηγός για την καθημερινή φροντίδα της υγείας μας, εκδόσεις Ψύχαλου, σσ. 1-148 (1998)

24. Lockie A., The family guide to homeopathy: Symptoms and Natural Solutions, edited by Simon and Schuster, New York, London, pp 1-396 (1993)

25. Κουντουράς Ι., «Κριτική στην Ομοιοπαθητική», www.alopsis.gr pp 1-14 (2009)

 Βιβλιογραφία Β’ μέρους

1. Ιεραπετράκης Γ. Μ., Φαινόμενο placebo, Εκδόσεις Πασχαλίδη, σσ. 62-71, Αθήνα 2001

2. Αβραμίδης Α., Η... ομοιοπαθητική υπό το πρίσμα της ιατρικής επιστήμης, Εκδόσεις Υπακοή, σς. 1-47 (1996)

3. Χάνεμανν Σ., Όργανον θεραπευτικής τέχνης, Εκδόσεις Πύρινος Κόσμος, μετάφραση εκ του πρωτοτύπου , σσ.1-306 (1989)

4. Βυθούλκας Γ., Η επιστήμη της ομοιοπαθητικής, Εκδόσεις Κέντρου Ομοιοπαθητικής Ιατρικής, σσ. 1-317 (1990)

5. Τζάκου Ο., «Στοιχεία Ομοιοπαθητικής», στο Στοιχεία φυτοθεραπευτικής και ομοιοπαθητικής, εκδοθέν υπό Κουλάδη Μ., Τζάκου Ο., εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σσ. 55-106 (2006)

6. Χαρβάλα Α., Ομοιοπαθητική φυτοθεραπευτική, εκδοθέν υπό Χαρβάλα Α., εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σσ. 1-192 (1992)

7. Αβραμίδης Α.Β., «Η... ομοιοπαθητική τι είναι;», Ιατρικό Βήμα, 53 (Ιούλιος-Αύγουστος), 40-50 (1997)

8. Lockie A. The family guide to homeopathy: Symptoms and Natural Solutions, edited by Simon and Schuster, New York, London, pp1-396 (1993)

9. Κύβελλος Σ., www.classical-homeopathy.grΙατρός

10. www.orthodox-world.pblogs.gr

11. Shang A., Huwiler-Muntener K., Nartey L., Juni P., Dorig S., Sterne J.A., Pewsner D., Egger M., Are the clinical effects of homeopathy placebo effects? Comparative study of placebo-controlled trials of homeopathy and allopathy, Lancet, Aug27-Sep2 :366(9487):726-32 (2005)

12. Linde K., Clausius N., Ramirez G., Meichart D., Eitel F., Hedges L.V., Jonas W.B., Are the clinical effects of homeopathy placebo effects? A meta-analysis of placebo-controlled trials, Lancet, Sep 20: 350(9081):834-43 (1997)

13. Hill C., Doyon F., Review of randomized trial of homeopathy, Rev. Epidemiol. Sante Publique, 38(2):139-47(1990)

14. http://globalhealth.change.org

15. Jonas W.B., In Thompson W. G., The placebo effect and health, Prometheus Books, New York, pp153-177 (2005)

16. Linde K., Scholz M., Ramirez G., Clausius N., Melchart D., Jonas W.B., Impact of study quality on outcome in placebo-controlled trials of homeopathy, J. Clin. Epidemiol. 52(7), 631-6 (1999)

17. Davenas E., Beauvais F., Amara J., Oberbaum M., Robinzon B., Miadonnai A., Tedeschi A., Pomeranz B., Fortner P., Belon P., Sainte-Laudy J., Poitevin B., Benveniste J., Human basophil degranulation triggered by very dilute antiserum against IgE, Nature 333, 816-818 (1988)

18. Maddox J., Randi J., Stewart W.W., High dilution experiments a delusion, Nature, 334, 287-290 (1988)

19. www.homeopathy.gr

20. Sutton S.K., Sourdough, homeopathy, and evidence based medicine, The Lancet, 357, 242 (2001)

21. 38. Colquhoun D., Science degrees without the science, Nature, 446, 373-4 (2007)

22. 39. Giles J., Degrees in homeopathy stated as unscientific, Nature, 446, 352-3 (2007)


Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα «Φαρμακευτικά Χρονικά» Διμηνιαίο περιοδικό της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοποιών στα τεύχη 35 (Δεκ. 2010-Ιαν.2011) & 36 (Φεβ.-Μάρ.-Απρ. 2011) Οι επισημάνσεις με σκούρα γραμματοσειρά έγιναν από την ιστοσελίδα egolpion.com.


(Πηγή ηλ. κειμένου: egolpion.com) 
alopsis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible