Ὁ ἄνθρωπος «ἀνοίγει
πόρτα» στόν πονηρό ὁπότε ἐνεργεῖται
ὑπ’ αὐτού καί μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι
πάσχει ἀπό ἐπιληψία.
«Ἐσύ ἔχεις μεγάλο
ἐγωισμό μέσα σου, θέλεις νά σ’ ἀγαπούνε
ὅλοι. Καί πολλές φορές, ὅταν δεῖς τούς
γονεῖς σου νά περιποιοῦνται κάποιον
ἀδερφό σου, ἔ! Τό κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις
πῶς γίνεται αὐτό τά πράγμα, καί κάνεις
ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις,
σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί ἀπό κεῖ καί
πέρα τά χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις,
χτυπιέσαι, δαγκάνεις τά χείλη σου, γιά
θυμήσου το, τῆς λέω, ρέ κόρη; Ἔ! αὐτό τό
κάνω, μοῦ λέει. Λέω, πῶς τό κάνεις, γιατί
τό κάνεις; Νά ὅταν μέ στενοχωρήσουν δέν
ἔχω τίποτ’ἄλλο νά κάνω, κάνω αὐτό γιά
νά τό καταλάβουν νά μή μέ στενοχωροῦν,
νά μ’ ἀγαποῦν καί νά μοῦ φέρνουνε
ἐκεῖνο πού θέλω »27.
Ὁ ἄνθρωπος πού
ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά τόν ἀγαποῦν
ὅλοι καί ζηλεύει ὅταν ἀγαποῦν ἄλλους
αὐτοί πού περιμένει νά ἀγαποῦν αὐτόν.
«Ἐσύ ἔχεις μεγάλο
ἐγωισμό μέσα σου, θέλεις νά σ’ ἀγαπούνε
ὅλοι. Καί πολλές φορές, ὅταν δεῖς τούς
γονεῖς σου νά περιποιοῦνται κάποιον
ἀδερφό σου, ἔ! Τό κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις
πῶς γίνεται αὐτό τά πράγμα, καί κάνεις
ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις,
σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί ἀπό κεῖ καί
πέρα τά χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις,
χτυπιέσαι, δαγκάνεις τά χείλη σου, γιά
θυμήσου το, τῆς λέω, ρέ κόρη; Ἔ! αὐτό τό
κάνω, μοῦ λέει. Λέω, πῶς τό κάνεις, γιατί
τό κάνεις; Νά ὅταν μέ στενοχωρήσουν δέν
ἔχω τίποτ’ἄλλο νά κάνω, κάνω αὐτό γιά
νά τό καταλάβουν νά μή μέ στενοχωροῦν,
νά μ’ ἀγαποῦν καί νά μοῦ φέρνουνε
ἐκεῖνο πού θέλω»28.
Ὁ ἄνθρωπος δέν τό
καταλαβαίνει πολλές φορές ὅτι ἐνεργεῖ
μέ πολύ ἐγωισμό διότι καταλαμβάνεται
καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό.
Ἀρχικά ὅμως ἑκούσια ὑποχωρεῖ στόν
πονηρό.
«Τῆς λέω, ἔλα
ἐδῶ κάτσε. Ξεύρεις τί εἶδα ἐγώ ἀπό
μακριά μόλις μοῦ ἔλεγε ὁ ἀδελφός σου
ὅτι πάσχεις ἀπό «ἐπιληψία;» Ἔβλεπα
ὅτι τό κάνεις μόνη σου αὐτό τά πράγμα.
Ὄχι μοῦ λέει, δέν τό κάνω. Δέν τό κάνω,
μοῦ λέει. Τῆς λέω, τό κάνεις μόνη σου.
Ὄχι δέν τό κάνω, μοῦ λέει. Νά σκεφτεῖς,
λέει, ὅτι ὅταν συνέρθω πολλές φορές,
ἔχω δαγκάσει καί τά χείλη μου καί βγάζουν
αἷμα. Μωρέ, τό ξέρω, τῆς λέω. Ἀλλά ἄκουσε
νά σοῦ πῶ, πῶς γίνεται. Τῆς λέω, ἐσύ
ἔχεις μεγάλο ἐγωισμό μέσα σου, θέλεις
νά σ’ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καί πολλές φορές,
ὅταν δεῖς τούς γονεῖς σου νά περιποιοῦνται
κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! τό κάνεις μόνη
σου. Ξεύρεις πῶς γίνεται αὐτό τά πράγμα,
καί κάνεις ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή,
ἀνοίγεις, σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί
ἀπό κεῖ καί πέρα τά χάνεις. Πέφτεις
κάτω, ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις
τά χείλη σου, γιά θυμήσου το, τῆς λέω,
ρέ κόρη; Ἔ! αὐτό τό κάνω, μοῦ λέει. Λέω,
πῶς τό κάνεις, γιατί τό κάνεις; Νά ὅταν
μέ στενοχωρήσουν δέν ἔχω τίποτ’ ἄλλο
νά κάνω, κάνω αὐτό γιά νά τό καταλάβουν
νά μή μέ στενοχωροῦν, νά μ’ ἀγαποῦν
καί νά μοῦ φέρνουνε ἐκεῖνο πού θέλω.
Λέω, καλά τά λές αὐτά, τό καταλαβαίνεις;
Τό καταλαβαίνω. Τό καταλαβαίνεις ὅτι
τό κάνεις μόνη σου; Τώρα, λέει, τό κατάλαβα
ὅτι τό κάνω μόνη μου. Τό προκαλῶ, λέει,
ἀλλά ἔπειτα χάνομαι. Ἀπ’ ἐκεῖ καί
πέρα χάνομαι, μέ πιάνει αὐτό, πάει, δέν
ξεύρω τί κάνω, μοῦ λέει, εἶμαι κατειλημμένη
πιά ἀπό τό κακό»29.
συνεχιζεται...
27
Γέροντος Πορφυρίου
ἱερομονάχου, Συνομιλία
γιά τήν κατάθλιψη, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταφόρφωσις
τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι, ἐμπεριεχόμενο
φυλλάδιο, σελ. 21.
28
Γέροντος Πορφυρίου
ἱερομονάχου, Συνομιλία
γιά τήν κατάθλιψη, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταφόρφωσις
τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι, ἐμπεριεχόμενο
φυλλάδιο, σελ. 21.
29
Γέροντος Πορφυρίου
ἱερομονάχου, Συνομιλία
γιά τήν κατάθλιψη, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταφόρφωσις
τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι, ἐμπεριεχόμενο
φυλλάδιο, σελ. 21-22.
Πηγή: Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταφόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου