Ζώντας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστό μας ἀλλά καί μεταξύ μας. Μετέχουμε στή Θεία Χάρη καί στά χαρίσματα ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου.
Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦν τά μέλη μέ τήν Κεφαλή. Ὁ Θεός ἀκούει τά αἰτήματα τῶν μελῶν τοῦ σώματός Του καί ὅταν κρίνει ὅτι εἶναι γιά τό καλό τους τά ἐκπληρώνει.
Δίδασκε- σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει κάτι, πού ἐπίμονα τοῦ ζητοῦμε, τότε δύο πράγματα μποροῦν νά συμβαίνουν: Ἤ δέν μᾶς τό δίνει γιά τό καλό μας, ἤ ἐμεῖς δέν ξέρουμε πῶς καί πότε νά τοῦ τό ζητήσουμε, χωρίς νά ἀποκλείεται νά συμβαίνουν καί τά δύο μαζί. Ὅσον ἀφορᾶ τήν πρώτη περίπτωση, κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τό γιατί. Καί τοῦτο, διότι εἶναι ἀνεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Κυρίου! Γι’ αὐτό σιωπῶ. Γιά τήν δεύτερη, ὅμως, περίπτωση, θά μποροῦσα νά σοῦ πῶ πάρα πολλά. Πρῶτα-πρῶτα, ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό, δέν πρέπει νά στυλώνουμε τά πόδια μας καί νά τοῦ λέμε: Τώρα θέλω αὐτό. Διότι, κάτι τέτοιο, δέν εἶναι μόνον ἀπαράδεκτον, ἀλλά ἀποτελεῖ καί μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Δημιουργό μας. Ποιός εἶσαι ἐσύ, ἤ ἄν θέλεις, ποιός εἶμαι ἐγώ, πού μπορῶ νά ζητήσω ἀπαιτητικά κάτι ἀπό τόν Θεό μας καί μάλιστα νά τοῦ προσδιορίσω καί τόν χρόνο χορηγήσεώς του;»[1].
Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας μέ τρόπο μυστικό. Τό ἴδιο θά συμβαίνει καί στή μέλλουσα ζωή. Περιγράφει πνευματικό του παιδί, τήν ἐπικοινωνία πού εἶχαν μεταξύ τους χωρίς τηλέφωνο: «Κάθε φορά πού ἤθελε νά τοῦ κάνω ἐξετάσεις αἰσθανόμουν, ὅτι μέ ἤθελε. Ἔπαιρνα τά φιαλίδια καί πήγαινα. «Ἦρθες; Μοῦ ἔλεγε, ἐγώ σέ καλοῦσα». Κάποτε, παρ’ ὅτι εἶχα ἀνησυχία, καί αἰσθανόμουν τήν κλήση του, καθυστέρησα νά πάω, γιατί ἤμουν μπλεγμένος. Ὅταν ἔφθασα, μοῦ εἶπε «Ποῦ ἤσουν; Ἐγώ σέ φώναζα, σέ φώναζα κι ἐσύ δέν ἐρχόσουν»»[2]. Μέ τρόπο μυστικό, θά ἐπικοινωνοῦμε καί στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Γέροντας[3].
Στήν Ἐκκλησία μποροῦμε νά παρακολουθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί αἰσθανόμαστε τήν ὑπαρξιακή κατάστασή του διά τῆς προσευχῆς. Ὁ Γέροντας παρακολουθοῡσε μέ τήν προσευχή τά πνευματικά του παιδιά[4]. Τά παρακολουθοῦσε ἀπό μακρυά. Διηγεῖται ἕνα ἀπό αὐτά: «Ἕνα πρωῒ στό γραφεῖο μου διάβαζα ἀπό τή φιλοκαλία τόν Ἀββᾶ Κασσιανό. Μοῦ τηλεφώνησε ὁ Παππούλης καί μοῦ εἶπε: «Τί λέει ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός ἐκεῖ πού διαβάζεις»; Καί μοῦ ἐπανέλαβε σέ μετάφραση αὐτό, πού μόλις εἶχα διαβάσει»[5].
Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνα μέ ὅλους, αἰσθανόμενος τίς προσευχές καί τίς ταλαιπωρίες τους[6].
Ἡ Θεία Χάρη ἀκτινοβολεῖται. Μέσα στό ἑνιαῖο καί ἑνοποιό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεία ἐνέργεια περνάει ἀπό τό ἕνα μέλος στό ἄλλο. Ἄν ὑπάρχει δεκτικότητα, δηλαδή ἀγάπη γιά τόν Κύριο καί τόν συνάνθρωπο, τότε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μεταγγίζουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἄκτιστη ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός καί τά Θεῖα Του χαρίσματα. Ὅπως τά κύτταρα τοῦ σώματος ἐπηρρεάζουν τό ἕνα τό ἄλλο, κατ' ἀναλογίαν καί τά ζωντανά ἔμψυχα κύτταρα τοῦ Θεανδρικοῦ σώματος ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἀλληλοχαριτώνονται καί ἀλληλοαγιάζονται. «Τό ἐκχείλισμα καί τό περίσσευμα τῆς Χάριτος», διηγεῖται ὁ Γεροντας, ἀναφερόμενος στό περιστατικό τῆς συνάντησης του μέ τόν ἁγιασμένο Ρῶσο Γέροντα Δημᾶ[7], «ἦλθε σ' ἐμένανε τόν ταπεινό, ὅταν εἶδα αὐτόν, τόν Γερο-Δημᾶ, στό Κυριακό νά κάνει τίς μετάνοιές του καί ν' ἀναλύεται σέ λυγμούς στήν προσευχή του»[8]. Ὁ Γερο- Δημᾶς, ἀφανής ἅγιος τῶν Καυσοκαλυβίων, κάνοντας μετάνοιες καί νοερά προσευχή ἔπεσε σέ ἔκσταση μεταδίδοντας ταυτόχρονα τή Θεία Χάρη καί στόν νεαρό τότε, Γέροντα Πορφύριο. «Μέ τίς μετάνοιες αὐτουνοῦ», διηγεῖται ὁ Γέροντας, «τόσο πολύ τόν ἐπεσκίασε ἡ Χάρη, ὥστε ἀκτινοβόλησε καί σ' ἐμένα. Τότε ξέσπασε καί σ' ἐμένα ὁ πλοῦτος τῆς Χάριτος»[9]. Ὁ νεαρός τότε π. Πορφύριος εἶχε δεκτικότητα καί γι’ αὐτό δέχτηκε αὐτήν τήν Θεία ἀκτινοβολία. Τό κλειδί εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ καθένας μας δέχεται τήν Θεία Χάρη, στό μέτρο πού ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι μέσα, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλληλοεπηρρεαζόμαστε. Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε μυστικά καί νά βοηθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἐπιδροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τά καλά μας αἰσθήματα ἀσκοῦν καλή ἐπιρροή στούς ἄλλους[10] καί ἀντιστρόφως. Ἔλεγε κάποτε ὁ Γέροντας σέ πνευματικό του παιδί: « Ὅταν κάποιος ἐχθρός σου σέ βρίζει, σέ βλαστημάει, ἐσύ νά βλέπεις τήν ψυχούλα του καί νά τή χαϊδεύεις μέ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη. Ὅταν ἡ κόρη σου κάνει ἀταξίες μήν τήν κοιτάζεις, κάνε πώς δέν δίνεις προσοχή καί χάϊδεψε τήν ψυχούλα της μέ ἀγάπη καί προσευχή καί νά δεῖς πῶς θά ἡσυχάσει. Τά καλά σου αἰσθήματα ἐπιδροῦν στούς ἄλλους καλά καί τά κακά σου κακά». «Τό ξέρω» ἀπάντησε τό πνευματικό του παιδί καί συνέχισε:
«Βλέπω πώς ὅταν δέν αἰσθάνομαι καλά γιά κάποιον εἶναι καί αὐτός κακός μαζί μου κι’ ὅταν αἰσθάνομαι ὄμορφα εἶναι μαζί μου καλός κι’ αὐτός»[11].
Ἡ ἀγωνία, ἡ ἀνυπονομησία, οἱ ἀρνητικές μας σκέψεις γιά τόν συνάνθρωπο, ὅπως καί οἱ θετικές τόν ἐπηρρεάζουν.Ὑπάρχει ἡ μή λεκτική ἐπικοινωνία, διά τῆς σκέψεως. Ὁ Γέροντας- σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- στό παρακάτω περιστατικό κάνει παρατήρηση στό συγκεκριμένο πρόσωπο, πού καταγράφει τό περιστατικό, διότι εἶχε ἀρνητικές σκέψεις γιά τόν Γέροντα: «Ἐσύ κάθεσαι τόσες ὧρες κλεισμένος μέσα στό αὐτοκίνητο καί κλαῖς τήν… μοίρα σου καί μέ ἐνοχλεῖς συνέχεια καί δέν μέ ἀφήνεις νά κοιμηθῶ. - Πότε σᾶς ἐνόχλησα ἐγώ Παππούλη; Ἐγώ τόσες ὧρες δέν ἄνοιξα τό στόμα μου! Οὔτε βγῆκα ἀπό τό αὐτοκίνητο. Τί εἶναι ὅλα αὐτά πού μοῦ λέτε σήμερα καί μέ στενοχωρεῖτε; Δέν μοῦ φθάνουν οἱ τόσες ἄλλες στενοχώριες; -Δέν ξέρω τί λές ἐσύ. Ἐγώ ξέρω, ὅτι τόσες ὧρες μέ ἐνοχλοῦσες. Συνέχεια ἔλεγες: Πότε θά ξυπνήσει; Ἀκόμη θά κοιμηθεῖ; Γιά ποιόν ὕπνο μιλᾶς; Μέ ἄφησες ἐσύ νά κοιμηθῶ, ἔστω καί ἕνα λεπτό; Μέ ταλαιπώρησες, εὐλογημένε, πολύ!»[12].
Μέσα στήν Ἐκκλησία, διά τῆς κοινῆς, συγχρονισμένης προσευχῆς[13] ὑπάρχει ἀλληλοεπικοινωνία μεταξύ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος καί μετάδοση τῆς Θείας Χάρης. Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας. Σκοπός αὐτῆς τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, εἶναι νά ἀποκτήσουμε πνευματικά αἰσθητήρια ὄργανα, ζώντας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὑπάρχει ἐπικοινωνία τῶν μελῶν τῆς ἐπίγειας-στρατευομένης καί τῆς οὐράνιας- θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νά ἔχουμε ἐπικοινωνία μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας. Ὁ Γέροντας ἀξιώθηκε νά δεῖ σωματικά τόν ἅγιο Γεράσιμο καί νά συνομιλήσουν[14]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε νοερῶς μέ τούς ἁγίους μας καί αὐτοί ἀμέσως μᾶς ἀκοῦνε καί μᾶς βοηθοῦν. Κάποτε ὁ Γέροντας εἶπε σέ πνευματικά του παιδιά: «Ὅταν μέ θέλετε καί δέν μπορεῖτε νά μέ βρῆτε, φωνάξτε με, πέστε μου τί θέλετε κι’ ἐγώ θά τό ἀκούσω»[15]. Ἄλλη φορά εἶπε: «Ὅταν φύγω ἀπό αὐτή τή ζωή καί μέ χρειάζεστε, φωνάξτε με καί ‘γώ θά εἶμαι δίπλα σας, νά! ἐπαδά (κι’ἔδειξε μέ τό χέρι τή διπλανή θέση μας)»[16]. Μάλιστα ὅταν ὁ ἄνθρωπος χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, τότε βιώνει πιό ἔντονα τήν ἑνότητα μέ τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Ὅταν φύγω ἀπ’ τή ζωή αὐτή, θά ‘ναι πιό καλά. Θά εἶμαι πιό κοντά σας»[17].
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐπικοινωνία καί μέ τούς κεκοιμημένους. Σύμφωνα μέ περιστατικό, πού διηγεῖται πνευματικό του παιδί, ἐπιβεβαιώνεται τό γεγονός τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ζώντων μέ τούς κεκοιμημένους, ἐάν τό θέλει βέβαια καί ὁ Θεός[18]. Ὁ π. Πορφύριος εἶχε καί τό Χάρισμα τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνίας μέ τά μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας[19].
Ὅποιος ζεῖ ὀργανικά ἐνταγμένος, μέσα στήν Ἐκκλησία, κοινωνεῖ μέ ὅλα τά μέλη Της, ὅπου καί ἄν βρίσκονται αὐτά, διότι βιώνει τήν κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Χριστό. «Γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», δίδασκε ὁ Γέροντας, «δέν ὑπάρχει ἀπόσταση ἔστω κι΄ ἄν εἶναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ὅπου κι’ ἄν βρισκόμαστε, εἴμαστε ὅλοι μαζί»[20]. Ὅταν κάποτε, ὁ π. Πορφύριος εἶχε ἀρρωστήσει βαριά, οἱ γιατροί προβληματιζόντουσαν, ἄν ἔπρεπε νά τόν κατεβάσουν στήν Ἀθήνα ἤ ὄχι. Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε, καί ὅπως διηγεῖται πνευματικό του παιδί ἔλεγε, ὅτι « θά πεθάνει ἀπ’τό καυσαέριο κι ἀπ’τήν ταλαιπωρία, τήν ψυχική μέσα στό νοσοκομεῖο». Οἱ γιατροί προβληματίζονταν. Τότε τηλεφώνησε ἐκ μέρους τοῦ πατρός Σωφρονίου (τοῦ Ἔσσεξ) ἕνας μοναχός καί εἶπε ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος λέει: «ἐπ’ οὐδενί νά κάνετε κάτι, τό ὁποῖο δέν θέλει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶναι –εἶπε ἐπί λέξει- «ἕνα ἀσκί γεμάτο ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅ,τι σᾶς λέει αὐτό πρέπει νά κάνετε»…Ἔτσι ὁ Γέροντας δέν κατέβηκε καί σιγά-σιγά μέ τίς ὁδηγίες, πού ὁ ἴδιος μᾶς ἔδινε γιά τήν θεραπεία του, ἔγινε καλά»[21]. Ὁ π. Σωφρόνιος ἐπικοινωνοῦσε πνευματικά μέ τόν π. Πορφύριο, ἄν καί βρίσκονταν χιλιόμετρα μακρυά.
«Εἴμαστε» ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας. «Βλέπουμε» ὁ ἕνας τόν ἄλλο ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα πού ἔχουμε. Αὐτά ἐπιβεβαιώνονται ἀπό πολλά περιστατικά πού σχετίζονται μέ τόν Γέροντα. Δέν εἴμαστε ἐκεῖ πού εἶναι τό σῶμα μας, ἀλλά ἐκεῖ πού εἶναι ὁ νοῦς μας[22]. Ἑπομένως: Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὄχι μόνον κοινωνία μεταξύ τῶν μελῶν, ἀλλά καί μετάβαση-μετακίνηση ἀπό τά ἕνα σημεῖο στό ἄλλο[23]. Ἡ συμπροσευχή μπορεῖ νά γίνεται, ἐνῶ τά σώματα βρίσκονται σέ ἀπόσταση[24]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό φαινόμενο - γεγονός τῆς ἁρπαγῆς. «Ὁ Γέροντας», διηγεῖται πνευματικό του παιδί, «ἀγαποῦσε πολύ τό μοναστήρι τοῦ Essex (στήν Ἀγγλία). Πολλές φορές «πήγαινε» ἐκεῖ ἐν πνεύματι, ἐνῶ σωματικά ποτέ δέν εἶχε πάει στήν Ἀγγλία, καί συμπροσηύχετο. Κάποτε ἔλεγε σέ πνευματικό του παιδί γι’ αὐτό τό ἐκκλησάκι, στό παλιό κτίριο τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Essex: «Εἶναι σκοτεινό, ἔτσι, κατανυκτικό. Μοῦ ἀρέσει πολύ, νά πηγαίνω, ἐγώ ἐκεῖ τήν ὥρα πού κάνουνε ἀκολουθία τό πρωί, τό βράδυ, καί νά προσεύχομαι μαζί τους»[25].
Στήν Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε καί αἴσθηση σωματικῆς παρουσίας τοῦ ἄλλου, πού βρίσκεται μακρυά μας[26]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα καί ὁ καθένας μας κύτταρο του. Ὅπως ὑπάρχει ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν κυττάρων πού συναπαρτίζουν τό ἴδιο σῶμα, ἔτσι ὑπάρχουν διάφορες μορφές ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν μελῶν, μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χαρισματικός τρόπος ἐπικοινωνίας αὐτῶν εἶναι ἡ μετάβαση καί ἡ ἁρπαγή.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἰδιαίτερα πάρει τήν δυνατότητα-Χάρισμα ἀπό τόν Θεό τῆς μετάβασης καί τῆς ἁρπαγῆς[27]. Σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- ἱερομονάχου πού ζοῦσε στήν Ἀμερική- ὁ π. Πορφύριος τόν ἐπισκεπτόταν συχνά ἐν Πνεύματι, ἐκεῖ πού ἔμενε[28](δηλαδή στό σπίτι του στήν Ἀμερική). Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά ἀνάλογα περιστατικά μεταβάσεως-ἁρπαγῆς[29].
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Γέροντα Πορφύριο» (Σάββα Ἱερομονάχου).
[1] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 165-168.
[2] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 52.
[3] Ὅ.π. σελ. 116.
[4] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 29-30.
[5] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 52.
[6] Ὅ.π. σελ. 149.
[7] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 79.
[8] Ὅ.π. σελ. 79-80.
[9] Ὅ.π. σελ. 79-80.
[10] Ὅ.π. σελ. 279.
[11] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 103.
[12] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 145.
[13] Ὅ.π. σελ. 40-41.
[14] Ὅ.π. σελ. 181-182.
[15] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 107.
[16] Ὅ.π.
[17] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198.
[18] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 18-20.
[19] Ὅ.π. σελ. 73-74.
[20] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198.
[21] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 50.
[22] Ὅ.π. σελ. 131.
[23] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 186-187.
[24] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 198.
[25] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 49.
[26] Ὁ πατήρ Πορφύριος, σελ. 152-153.
[27] Ὅ.π. σελ. 24-25.
[28] Ὅ.π. σελ. 25-26.
[29] Ὅ.π. σελ. 26-27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου