Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Τά νεανικά μου χρόνια. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος.

Τά νεανικά μου χρόνια
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα.
                               
Τά χρόνια τῆς νιότης ζωντανεύουν τώρα στή μνήμη μου. Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας τάξεις τοῦ γυμνασίου ξεχώριζα σάν ἕνας μαθητής πιστός στό Θεό.
Ὁ πατέρας ἔπαιρνε συχνά ἀφορμή ἀπό μερικές εὐλαβικές συνήθειές μου γιά νά μέ μαλώνει.
Ὅταν καθόμουν, λ.χ. νά μελετήσω τά μαθήματά μου, ἔβαζα ἀνάμεσα στίς σελίδες τοῦ βιβλίου ἤ τοῦ τετραδίου μιά μικρή χάρτινη εἰκόνα μέ τή μορφή τοῦ ἁγίου πού γιόρταζε τήν ἑπόμενη μέρα. Στό πίσω μέρος τῆς εἰκόνας ἦταν πάντα τυπωμένη μιά σύντομη βιογραφία τοῦ ἁγίου. Τό ἔνιωθα σάν καθῆκον, ἀλλά καί σάν μιά βαθειά ἐσωτερική ἀνάγκη, νά διαβάζω μέ προσοχή καί νά κρατήσω στή μνήμη μου τά σημαντικότερα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου.

 Κατόπιν ἔβαζα τήν εἰκόνα στό εἰκονοστάσι, ὅπου ἔκαιγε πάντοτε ἁκοίμητη κανδήλα. Συνέβαινε λοιπόν συχνά νά μπαίνει ὁ πατέρας στό δωμάτιο, ὅπου ὁ Ἱλαρίων κι ἐγώ μελετούσαμε. Γνωρίζοντας τή συνήθειά μου, ἔπαιρνε ἀπό τά χέρια μου τό βιβλίο ἤ τό τετράδιο, εὕρισκε τήν κρυμμένη εἰκόνα, τήν ἔπαιρνε καί μέ μάλωνε αὐστηρά:


-Κόλια, πάλι μέ τούς ἁγίους ἀσχολεῖσαι; Γιά διάβαζε τά μαθήματά σου!
Ὡστόσο, μόλις τελείωνα τή μελέτη, ὁ πατέρας μοῦ ἐπέστρεφε πάντοτε τήν εἰκόνα.
Τά πιό ἀγαπημένα μου μαθήματα ἦταν τά θρησκευτικά, ἡ φυσική καί ἡ γεωγραφία. Δέν ἀγαποῦσα καθόλου τά μαθηματικά.
Θυμᾶμαι πού ὁ θεολόγος μας, ὁ σεβάσμιος πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Βαρούσκιν, μόλις ἔμπαινε στὴν τάξη ἔλεγε:
-Ποιός ἔχει σειρά νὰ πεῖ τήν προσευχή;
Συνήθως τότε πεταγόμουν ἐγώ, κι ἔτσι γλύτωνα ἄλλους συμμαθητές μου, πού δέν εἶχαν μάθει τίς προσευχές. Ὕστερα ἀπό τόν ἔλεγχο τῶν ἀπόντων ὁ π. Νικόλαος ρωτοῦσε:
-Ποιοί ἅγιοι γιορτάζουν σήμερα;
Ἔριχνε μέ σημασία τό βλέμμα του πάνω μου, κι ἐγώ σηκωνόμουν καί διηγόμουν μέ συντομία τό συναξάρι τῆς ἡμέρας.
Μερικές φορές, ὅταν κάποιοι ἀδιάβαστοι συμμαθητές μου ὑποπτεύονταν πώς θά τούς ἐξετάσει, μ’ ἔβαζαν νά κάνω μιά ἔξυπνη θεολογική ἐρώτηση. Ἱκανοποιημένος τότε γιά τό ἐνδιαφέρον ὁ π. Νικόλαος ἐγκατέλειπε τό μισητό κατάλογο καί δήλωνε:
-Σήμερα δέν θά ἐξετάσω. Θ’ ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἐρώτημα πού ἔθεσε ὁ Ἀνίσιμωφ.  Παρακαλῶ μόνο νά μήν ἐνοχλήσει κανείς. Ὅποιος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό θέμα μπορεῖ νά φύγει ἀπό τήν τάξη.
Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τό ἕνα τρίτο τῶν μαθητῶν ἔφευγαν σάν κύριοι. Ἔμεναν μόνο ὅσοι εἶχαν πραγματικό ἐνδιαφέρον γιά τή διδασκαλία. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς ἦταν πάντως καί καραΐμοι1 καί ἑβραῖοι μαθητές.
Στά παιδικά καί νεανικά μου χρόνια δέν δημιούργησα βαθειά φιλία μέ συμμαθητές ἤ μικρούς συγγενείς μου. Μοῦ ἄρεσαν, βέβαια, τά παιχνίδια, τά ἀστεῖα, οἱ χοροῖ, ἡ μουσική καί τά τραγούδια. Δέν ἀγαποῦσα ὅμως ν’ ἀνεβαίνω στά δέντρα καί τίς στέγες καί νά σκοτώνω τ’ ἀνυπεράσπιστα πουλάκια, ὅπως ἔκαναν πολλοί σκληρόκαρδοι συμμαθητές μου. Οὔτε νά παλεύω καί νά τσακώνομαι μέ τούς ἄλλους μοῦ ἄρεσε.
Στίς τελευταῖες τάξεις τοῦ λυκείου τράβηξαν τήν προσοχή μου τά ἔργα τῶν μεγάλων ρώσων κλασικῶν. Μέ ἐνθουσίασε ἡ τέχνη τοῦ ὑμνητῆ τῆς ρωσικῆς φύσεως Τουρκένιεφ. Ξεχνιόμουν διαβάζοντας τίς συναρπαστικές σελίδες τοῦ Γκόγκολ. Μέ ἔτερπαν τά ἔξοχα ποιητικά δημιουργήματα τοῦ Ποῦσκιν, τοῦ Λέρμοντωφ, τοῦ Ντερζάβιν, τοῦ Ἀποῦχτιν.
 Ἀλλά τό μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον, τή βαθύστερη συγκίνηση, μοῦ προξενοῦσαν τά ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ. Οἱ ἤρωες τῶν ἀθανάτων δημιουργημάτων του ἔγιναν γιά τή νεανική μου καρδιά τά ὑποδείγματα τῆς πίστεως στό Θεό, τῆς ἀγάπης στούς ἀνθρώπους, τῆς φιλοπατρίας.
Σ’ αὐτά τά ἰδανικά ἀναπαυόταν ἡ ψυχή μου, καί λησμονουσα τίς πρῶτες δυσκολίες τῆς ζωῆς.
Δέν θέλησα ποτέ νά προσεγγίσω τά συνταρακτικά ἐρωτήματα γύρω ἀπό τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἀκολουθώντας τό δρόμο τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ.
Ἡ φιλοσοφία, στερημένη ἀπό τά ὑπέρλογα κριτήρια τῆς καρδιᾶς καί ἐγκλωβισμένη σ’ ἕνα στεῖρο σκεπτικισμό, ὁδηγεῖ συχνά σέ λάθη καί ἀδιέξοδα. Νά γιατί ποτέ δέν συμφώνησα μέ τή φιλοσοφική δημιουργία τοῦ μεγάλου μέν συγγραφέα ἀλλ’ ἀνώφελου σκεπτικιστῆ Λέοντος Τολστόϊ. Ἦταν δημιουργός μεγαλοφηής, ἀλλά μέ μία ἔντονη ἐσωτερική κοσμοθεωριακή σύγχυση, μέ ἰδιόρρυθμη προσωπική θρησκευτική τοποθέτηση, πού τόν ὁδήγησε σέ παράτολμους ἑρμηνευτικούς ἀκροβατισμούς γύρω ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία.
        Ἀνεξίτηλη θά μείνει στή μνήμη μου ἡ συνάντηση , στά χρόνια ἐκεῖνα, μέ τόν πρωθιερέα π. Ἰωάννη Σέργιεφ, τόν πασίγνωστο π. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης2. Νά πῶς ἔγινε:
Τά καλοκαίρια, στίς διακοπές τῶν σπουδῶν μου, πήγαινα πάντα στό πατρικό μου σπίτι, στή Βιάτκα. Ἕνα τέτοιο καλοκαίρι ἦταν θλιβερά χρωματισμένο ἀπό τή σοβαρή ἀσθένεια τῆς μητέρας μου. Σύμφωνα μέ τή γνωμάτευση τῶν γιατρῶν, ὁ θάνατος ἦταν ἀναπόφευκτος.
-Ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε.  Τώρα τήν ἀφήνουμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ..., εἶπε συγκινημένος ὁ γιατρός, καθώς μᾶς εἶδε νά θρηνοῦμε.
Ἡ ἀγαπημένη μας μητέρα ἔλιωνε μπροστά στά μάτια μας. Ἡ βαρειά νεφροπάθειά της τήν ὁδήγησε σέ κατάσταση κώματος. Δέν μποροῦσε πιά οὔτε νά κινηθεῖ οὔτε νά μιλήσει. Ὅλοι περιμέναμε τό μοιραῖο...
Κι ἐγώ.... ὤ, πόσο ὑπέφερα!: Δέν μποροῦσα νά πιστέψω ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά στερηθῶ τή λατρευτή μου μητέρα.
Ἀκριβῶς ἐκεῖνες τίς ἠμέρες κυκλοφόρησε στή Βιάτκα ἡ εἴδηση ὅτι ἔρχεται ὁ π. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης. Εἶχα ἀκούσει τόσα πολλά γι’ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο, μέ τό θαυμαστό ποιμαντικό ἔργο καί τή θαυματουργική δύναμη τῆς προσευχῆς.
Σφηνώθηκε στό μυαλό μου ἡ σκέψη νά τόν συναντήσω, νά τόν παρακαλέσω νά προσευχηθεῖ γιά τή σωτηρία τῆς μητέρας μου.
Ὁλόκληρη ἡ Βιάτκα ἦταν ἀναστατωμένη περιμένοντας τόν π. Ἰωάννη. Ἀλλά καί ἀπό τά περίχωρα, τίς κοντινές κωμοπόλεις καί τά χωριά, κατέφθαναν συνεχῶς πλήθη ἀνθρώπων, γιά ν’ ἀντικρύσουν τήν ἁγία μορφή του. Ὅσο ἔβλεπα τήν κοσμοσυρροή, τόσο ἀπογοητευόμουν, γιατί δέν θά εἶχα τή δυνατότητα νά τόν πλησιάσω. Ἔπρεπε ὅμως νά βρῶ μιά λύση. Τί νά ἔκανα;.....
Ἔτρεξα στόν ἐπίσκοπο τῆς Βιάτκα Φιλάρετο καί ζήτησα τή βοήθειά του. Ἐκεῖνος συναισθάνθηκε τόν πόνο μου καί μοῦ πρότεινε νά μεταφέρω τή μητέρα μου στό ναό τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου θά πήγαινε κάποια στιγμή ὁ π. Ἰωάννης. Ὡστόσο ἐκείνη ἦταν τόσο ἀδύναμη, πού δέν μποροῦσε νά μετακινηθεῖ ἀπό τό κρεβάτι της. Καί τούτη ἡ προσπάθειά μου δέν ἀπέφερε καρπούς.
Μέ μαῦρες σκέψεις καί βαρειά καριδιά ἐπέστρεφα στό σπίτι, ὅταν μιά ἄλλη ξαφνική ἴδέα μέ γέμισε ἐλπίδες. Δέν ἦταν πολύς καιρός πού εἶχε ἔρθει στή πόλη μας ἔνας νέος ἀστυνομικός διιοκητής, ὁ Κ. Κορομπίτσιν, μέ φήμη καλοκάγαθου καί πιστοῦ ἀνθρώπου.
«Δέν ἀπευθύνομαι καί σ’ αὐτόν;» σκέφθηκα. «Στό κάτω-κάτω, τί ἔχω νά χάσω;» Καί κατευθύνθηκα μέ γρήγορα βήματα στό διοικητήριο τῆς ἀστυνομίας.
Ὁ Κορομπίτσιν μέ δέχθηκε μέ πολλή καλωσύνη. Ἄκουσε τό πρόβλημά μου μέ συμπάθεια καί προθυμοποιήθηκε νά μέ βοηθήσει. Ὁ π. Ἰωάννης μάλιστα, ὅπως μοῦ εἶπε, ἦταν συγχωριανός του, ἀπό τό Ἀργάγγελσκ.  Μοῦ ἔδωσε μιά προσωπική κάρτα του...   Πάνω στή κάρτα ἔγραψε μέ τό χέρι ἕνα σημείωμα γιά τούς ἀστυνομικούς, ὥστε νά μοῦ ἐπιτρέψουν τήν εἴσοδο ὁπουδήποτε θά πήγαινε ὁ π. Ἰωάννης. Τί εὐλογία Θεέ μου!

Τή μέρα πού ἔφθασε στή Βιάτκα ὁ π. Ἰωάννης, ἀμέτρητα πλήθη πιστῶν κατέκλυσαν τούς δρόμους καί σταμάτησαν κάθε κυκλοφορία στή πόλη. Πῆγε κατευθείαν στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Ποσκρεμπίσεφ.  Μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα νά πλησιάσω μέχρις ἐκεῖ.
Ἔδειξα τήν κάρτα τοῦ Κορομπίτσιν καί μοῦ ἄνοιξαν τήν αὐλόπορτα. Χώθηκα μέσα καί ἀνέβηκα, ὅπως μοῦ ἔδειξαν, στό δεύτερο ὄροφο. Ἐκεῖ, σέ μιά μικρή αἴθουσα, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στεκόταν ὁ π. Ἰωάννης καί ἔψελνε τήν παράκληση.
Συγκλονίστηκα ἀπό τό θέαμα: Ἡ μορφή του οὐράνια. Τό βλέμμα του καθαρό καί ἀστραφτερό. Τό ὕφος μεγαλοπρεπές καί ταπεινό συνάμα. Ἡ φωνή σταθερή καί ὑποβλητική. Ἡ προφορά ἐξαίσια. Σέ καθήλωνε ἡ ἀπερίγραπτη πνευματική δύναμη, μέ τήν ὁποία ἔλεγε τίς εὐχές.
 Ἀκουγόταν σά νά συνομιλοῦσε ἀπευθείας μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο.
Ὅταν τελείωσε τήν παράκληση, οἱ παρευρισκόμενοι πλησίασαν νά ἀσπαστοῦν τόν τίμιο Σταυρό. Ἔμεινα τελευταῖος. Πλησίασα, ἀσπάστηκα τό Σταυρό καί κοντοστάθηκα. Μέ σπασμένη φωνή καί δάκρυα πού δύσκολα συγκρατοῦσα, μίλησα βιαστικά-βιαστικά στόν π. Ἰωάννη γιά τήν ἀσθένεια τῆς μητέρας μου. Ἐκεῖνος μέ ρώτησε τ’ ὄνομά της, σταυροκοπήθηκε καί εἶπε σιγανά καί σταθερά:
-Ὁ Θεός θά τῆς χαρίσει τήν ὑγεία!
Μέ πῆρε λίγο παράμερα καί μοῦ ἔδωσε ἕνα μπουκαλάκι μέ ἁγιασμό γιά τήν ἄρρωστη μητέρα μου. Πρίν φύγω, ἔγραψα βιαστικά ἕνα σημείωμα μέ τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς μου καί τό ἔβλα στό χέρι τῆς γερόντισσας Ματρώνας Μεντβέντεβας.
-Δῶσε το, σέ παρακαλῶ, στόν π. Ἰωάννη, γιά νά μᾶς μνημονεύσει, τῆς εἶπα κι ἔφυγα.
Ἡ μητέρα ὅμως δέν συνῆλθε. Ἡ νύκτα ἐκείνη μοῦ φάνηκε πιό μαύρη ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες.  Περίμενα πῶς καί πῶς νά ξημερώσει γιά νά τρέξω νά συναντήσω πάλι τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο εἶχα κρεμάσει ὅλες μου τίς ἐλπιδες.
Τό ἄλλο πρωί πῆρα τό δρόμο γιά τόν Οἷκο Φιλανθρωπίας τῆς Βιάτκα. Στό παρεκκλήσι του θά λειτουργοῦσε, κάθώς εἶχα πληροφορηθεῖ, ὁ π. Ἰωάννης.
Πάλι οἱ χῶροι γύρω ἀπό τόν Οἷκο ἦταν κατάμεστοι ἀπό ἀνθρώπους πού τόν περίμεναν. Πέρασα πολύ δύσκολα τήν αὐλή κι ἔφτασα στό ναό. Ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Χώθηκα μέσα μέ χίλια ζόρια, ἀδιαφορώντας γιά τίς διαμαρτυρίες, καί στάθηκα σ’ ἕνα κεντρικό σημεῖο. Ἀπό κεῖ κάπου θά περνοῦσε ὁ παππούλης.
Σέ λίγο οἱ κωδωνοκρουσίες κι ἕνα μακρόσυρτο βουητό ἀνήγγειλαν τόν ἐρχομό του. Ἦταν ἀδύνατον ὅμως νά περάσει καί νά φτάσει ὥς τήν ἐκκλησία. Τό πλῆθος ἔπεφτε πάνω του σχεδον ὑστερικά. Μερικοί χεροδύναμοι ἄντρες τόν σήκωναν τότε στά χέρια καί παραμερίζοντας τό πλῆθος, διέσχισαν τήν αὐλή κι ἔφτασαν ὥς ἐμᾶς. Τόν ἄφησαν ἀκριβῶς μπροστά μου!
Τό βλέμμα του μέ συνέλαβε. Μέ ἀναγνώρσιε ἀμέσως. Ἔριξε πάνω μιά πρόσχαρη ματιά καί εἶπε:
-Ἐδῶ κι ἐσύ; Πῶς εἶναι ἡ μητέρα σου;
Τά μάτια μου βούρκωσαν.
-Στήν ἴδια κατάσταση.......χωρίς ἐλπίδες......., ἀποκρίθηκα μέ λυγμούς.
Τ’ ἀστραφτερά του μάτια καρφώθηκαν στά δικά μου. Ἡ φωνή του ἦταν δυνατή καί σταθερή, ὅταν εἶπε:
-Θά παρακαλέσουμε θερμά τό Θεό νά τῆς χαρίσει τήν ὑγεια. Καί Ἐκεῖνος θά εἰσακούσει τίς προσευχές μας καί θά τή σώσει!....
Τίς τελευταῖες λέξεις μόλις πού τίς ἄκουσα, γιατί τό πλῆθος εἶχε ἤδη ὠθήσει τόν π. Ἰωάννη μπροστά, πρός τό ἱερό βῆμα.
Σέ λίγο ἄρχισε ἡ θεία Λειτουργία.
 Μέσα στό ἱερό ἔφταναν ἀδιάκοπα σημειώματα, ἐπιστολές καί τηλεγραφήματα. Περιεῖχαν ὀνόματα, γιά νά τά μνημονεύσει ὁ π. Ἰωάννης στήν ἁγία πρόθεση.
Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψει κανείς μιά Λειτουργία τοῦ π. Ἰωάννου· τή μεταρσιωτική της δύναμη, τήν κατανυκτική της ἀτμόσφαιρα...
Μέσα σέ τόση λαοθάλασσα, ἡ τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας ἀπό τά χέρια τοῦ π. Ἰωάννου κατέβαζε τόν οὐρανό στή γῆ. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος μιά δυνατή φλόγα προσευχῆς, πού κατάκαιγε τίς καρδιές ὅλων τῶν πιστῶν.
Ἔφυγα συγκλονισμένος γιά τό σπίτι μου.
Τήν ἑπόμενη μέρα ὁ π. Ἰωάννης λειτούργησε στό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Περιττό νά πῶ, πώς ἔτρεξα ἀπό τούς πρώτους ἐκεῖ. Εἶχαν φέρει πολλούς ἀρρώστους καί δαιμονισμένους. Κάτω ἀπό τούς θόλους τοῦ ναοῦ ἀκούγονταν σπαρακτικοί στεναγμοί, ἀνατριχιαστικές κραυγές, ἀλλά καί συγκινητικές ἱκεσίες τῶν ἀσθενῶν, πού προσδοκοῦσαν τή θεραπεία τους ἀπό τόν «μπάτσουσκα»(παππούλη).
Κι ἀνάμεσα σ’ ὅλες αὐτές τίς φωνές, ξεχώριζε δυνατή, σταθερή, κρυστάλλινη ἡ φωνή τοῦ λειτουργοῦ  π. Ἰωάννου. Ἔλεγε τίς εὐχές καί τίς ἐκφωνήσεις σά νά ἦταν «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», ἀπερίσπαστος ἀπό τίς κραυγές τοῦ πλήθους. Ἀπευθυνόταν στόν Κύριο μέ μιάν ἀμεσότητα καί μιά παρρησία, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων», πού σέ καθήλωναν. Θύμιζε προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μιλοῦσε ἀπεύθείας στό φοβερό Θεό.
Πρίν τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ἔφυγα γιά τό σπίτι. Μ’ ἔτρωγε ἡ ἀγωνία, πώς ἡ μητέρα μου μποροῦσε νά εἶχε ἤδη πεθάνει. Τή βρῆκα ὅμως στήν ἴδια κατάσταση... Τί νά ἔκανα; Καθόμουν σ’ ἀναμμένα κάρβουνα.  Στό τέλος δέν ἄντεξα. Πῆρα μιάν ἅμαξα μέ γρήγορα ἄλογα, καί ξεκίνησα γιά τό σπίτι πού ἔμενε ὁ π. Ἰωάννης.
Δέν εἶχα προλάβει νά στρίψω στή γωνία τοῦ δρόμου μας, καί τί νά δῶ!  Μιά ἀτέλειωτη σειρά ἀπό ἅμαξες κατευθυνόταν πρός τό μέρος μου. Στήν πρώτη ἅμαξα καθόταν ἡ γρια-Ματρώνα Μεντβέντεβα μέ μερικούς ἱερεῖς.  Μέ εἶδε, κούνησε πέρα-δῶθε καί τά δύο της χέρια καί φώναξε:
-Ἀπό ποῦ θά πᾶμε στό σπίτι σου; Σέ σᾶς ἔρχεται ὁ π. Ἰωάννης!
Κέρωσα... Ὁ π. Ἰωάννης στό σπίτι μου!  Ἀπίστευτο!..... Δόξα Σοι, Κύριε!
Ξετρελαμένος, γύρισα σάν ἀστραπή στό σπίτι καί εἰδοποίησα τόν πατέρα καί τή γιαγιά μου γιά τή σπουδαία ἐπίσκεψη. Τούς εἶπα νά ὑποδεχθοῦν ὅπως ἔπρεπε τόν παππούλη, κι ἐγώ ἑτοίμασα γρήγορα στό σαλόνι ὅ,τι χρειαζόταν γιά νά τελεστεῖ ἁγιασμός: ἕνα τραπεζάκι μέ καθαρό κάλλυμμα, μιά ἀσημένια λεκάνη μέ νερό, δυό κεριά, ἕνα σταυρό κι ἕνα μικρό Εὐαγγέλιο.
Μεταφέραμε τή μητέρα μέ τό κρεβάτι μέσα στήν εὐρύχωρη σάλα. Στό μεταξύ πλήθη πιστῶν εἶχαν κατακλύσει ὄχι μόνο τό σπίτι καί τήν αὐλή, μά καί τούς γύρω δρόμους.
-Ποῦ εἶναι ἡ ἄρρωστή σας; ἀκούστηκε ξαφνικά ἡ φωνή του π. Ἰωάννου, καθώς ἔμπαινε μέσα.
-Νά, βλέπεις; Ἦρθα στή μητέρα σου. Θά προσευχηθοῦμε, καί ὁ Κύριος θά τή γιατρέψει.
Μ’ αὐτά τά λόγια πλησίασε στό κρεβάτι μέ τήν ἄρρωστη, πού δέν ἐποικοινωνοῦσε πιά, τή χάϊδεψε ἁπαλά στό μέτωπο καί ψιθύρισε:
-Καημένη μου, ἄρρωστη Ἀντωνίνα...
Ἔπειτα τή σταύρωσε στό κεφάλι μέ τό σταυρό πού εἶχε μαζί του, τῆς διάβασε μιά εὐχή καί ζήτησε ἀπ’ ὅλους μας νά προσευχηθοῦμε γιά τή θεραπεία της. Στάθηκε ὕστερα μπροστά στό τραπεζάκι, πού εἶχα ἑτοιμάσει, κι ἔκανε ἁγιασμό καί παράκληση.  Στό τέλος τῆς παρακλήσεως γονάτισε καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ μεγαλόφωνα τό Θεό γιά τή θεραπεία τῆς μητέρας μου.
-Γιά χάρη τῶν παιδιῶν της, Κύριε, δεῖξε τό μέγα Σου ἔλεος. Λυπήσου τή δούλη σου Ἀντωνίνα. Δῶσε της ζωή καί δύναμη. Συγχώρησε ὅλα της τά ἁμαρτήματα, ὅλα της τά πταίσματα, ἑκούσια καί ἀκούσια. Ἐσύ, Κύριε, εἶπες «αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσετε». Εἰσάκουσε λοιπόν κι ἐμᾶς, πού καταφεύγουμε στήν εὐσπλαχνία Σου, καί χάρισε τήν ὑγεία στήν ἄρρωστη Ἀντωνίνα Σου!
Σηκώθηκε, πλησίασε τή μητέρα, τήν εὐλόγησε καί εἶπε μέ προστακτική φωνή:
-Νά φωνάξετε ἀμέσως ἕναν ἱερέα, γιά νά ἐξομολογήσει καί νά κοινωνήσει τήν ἄρρωστη!  Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά γίνει καλά!
Καθώς μᾶς ἀποχαιρετοῦσε, ἔκανε στόν πατέρα δυό-τρεῖς ἐρωτήσεις γύρω ἀπό τήν οἰκογένειά μας καί τή ζωή μας, μᾶς ἔδωσε τήν εὐχή του καί βγῆκε ἔξω. Διέσχισε μέ κόπο τήν κατάμεστη ἀπό κόσμο αὐλή καί ἀνέβηκε μέ δυσκολία στήν ἅμαξα, πού τόν περίμενε στήν αὐλόπορτα. Οἱ πιστοί τήν περικύκλωσαν καί τήν ἐμπόδισαν νά προχωρήσει. Μερικοί ἀγωνίζονταν ν’ ἀγγίξουν ἔστω καί μιάν ἀκρούλα τοῦ ράσου τοῦ χαρισματικοῦ παππούλη. Ἄλλοι πάλι ἔριχναν μέσα στήν ἅμαξα γράμματα, χρήματα, χαρτιά μέ ὀνόματα γιά μνημόνευση.
Ἐμεῖς ὅμως δέν εἴχαμε τήν ὑπομονή νά δοῦμε τί θ’ ἀπογίνει. Μόλις ξεπροβαδίσαμε τόν π. Ἰωάννη, ἐπιστρέψαμε μέσα γιά νά δοῦμε τήν κατάσταση τῆς μητέρας΄
Οἱ καρδιές ὅλων μας σπαράρησαν καί κραυγές χαρᾶς βρῆκαν ἀπ’ τά χείλη μας, καθώς τήν εἴδαμε νά ἔχει συνέλθει καί νά κάθεται στό κρεβάτι. Τό θαῦμα εἶχε γίνει!  Στό χλωμό καί σκελετωμένο πρόσωπό της εἶχε λάμψει μιά ἀκτίνα ζωῆς.
Ἔριξε πάνω μας ἕνα κουρασμένο βλέμμα, καί μέ φωνή πού μόλις ἀκουγόταν ψέλλισε παρακλητικά:
-Ἀφῆστε με μόνη....
Σεβαστήκαμε τήν ἐπιθυμία της καί βγήκαμε ἔξω. Καλέσαμε τόν ἐφημέριο τῆς ἐνορίας, ὅπως μᾶς εἶχε πεῖ ὁ π. Ἰωάννης. Δέν ἄργησε νά ἔρθει. Τήν ἐξομολόγησε καί τήν κοινώνησε. Ὅταν ἐπιστρέψαμε στό δωμάτιο, ἦταν καθισμένη στό κρεβάτι, ἀλλ’ ἀμέσως σηκώθηκε ἀργά-ἀργά καί στάθηκε στά πόδια της. Ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς δοκιμασίας της. Ἀπό τήν ἄλλη μέρα ἄρχισε νά συνέρχεται μέ γοργό ρυθμό. Σύντομα ἔγινε τελείως καλά. Καί ὁ Θεός εὐδόκησε νά ζήσει τριαντατέσσερα χρόνια ἀκόμα!
Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς πίστεως καί τῆς προσευχῆς στή θεραπεία τῆς μητέρας  μου σημάδεψε ἀνεξίτηλα τήν ἐφηβική μου ψυχή. Ἐνίσχυσε τόν πόθο ν’ ἀφιερώσω τή ζωή μου στό Θεό καί στή διακονία τῶν συνανθρώπων μου, καί σταθεροποίησε τήν πορεία μου πρός τήν ἀπόκτηση τῆς μεγάλης ἱερατικῆς χάριτος.
Στήν περίπτωση τῆς μητέρας μου ἀποκαλύφθηκαν ὁλοφάνερα, γι’ ἄλλη μιά φορά, ἡ παντοδυναμία τοῦ Κυρίου, πού ἐπιμελεῖ πάντοτε πλῆθος θαυμάτων διαμέσου τῶν ὀργάνων Του, τῶν ἱερέων. Ἀποκαλύφθηκε ἀκόμα ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς, πού κεντρίζει τήν εὐσπλαχνία τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καί προκαλεῖ τήν ἐπέμβασή Του στίς δύσκολίες μας.
Ποιός ἄπιστος καί μέ ποιά ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα θά μποροῦσε ποτέ νά κλονίσει τήν πίστη μου, τήν στιγμή πού ἔζησα ἕνα τέτοιο ζωντανό θαῦμα;

           
 ________________________________________________________________________

 1.Καραΐμοι: Ὀλιγομελής ἑβραϊκή αἵρεση, πού ἀπορρίπτει τό Ταλμούδ καί τή ραββινική παράδοση, καί δέχεται μόνο τή Βίβλο. Οἱ καραΐμοι ζοῦσαν στή Ν. καί ΝΔ. Ρωσία.

2. Πρόκειται γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης (ὁ Ἰβάν Ἴλιτς Σέργιεφ), γεννήθηκε στίς 19 Ὀκτωβρίου 1829 στό χωριό Σούρα τοῦ νομοῦ Ἀρχάγγελσκ τῆς βόρειας Ρωσίας, ἀπό γονεῖς φτωχούς καί ὀλιγράμματους, τόν Ἠλλια Μιχαήλοβιτς καί τή Θεόδώρα Βασίλιεβνα. Καί οἱ δύο ἦταν εὐσεβέστατοι, ὁ πατέρας μάλιστα ψάλτης τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ.
Τά παιδικά χρόνια τοῦ μικροῦ Ἰβάν κύλησαν μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἀπόλαυση τῆς φύσεως. Τά χρόνια αὐτά ὅμως ἀντιμετώπισε ἕνα σοβαρό πρόβλημα. Δέν ἔπαιρνε εὔκολα τά γράμματα καί συναντοῦσε στό σχολειο ἀνυπέρβλητες δυσκολίες. Ἀδιάκοπα καί μέ καυτά δάκρυα προσευχόταν στόν Κύριο νά τόν λυπηθεῖ καί νά τοῦ φωτίσει τό νοῦ.  Καί κάποιο βράδυ ἔγινε τό ἀπίστευτο θαῦμα:
Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἔπεσε ἀπό τά μάτια του κάτι σάν παραπέτασμα. Ξεθόλωσε ὁ νοῦς του καί ἄρχισε νά κατανοεῖ ὅλα τά μαθήματα. Τή χρονιά ἐκείνη προβιβάστηκε μεταξύ τῶν πρώτων μαθητῶν. Τελείωσε ἀριστοῦχος τό Σεμινάριο καί κατόπιν φοίτησε στή Θεολογική Ἀκαδημία Πετρουπόλεως μέ κρατική ὑποτροφία.
Τελείωσε τίς θεολογικές σπουδές του τό 1855. Ὁ Θεός, μέ ἀποκαλυπτικό ὄνειρο, ὁδηγεῖ τά βήματά του στήν πόλη τῆς Κρονστάνδης, στό νησί Κότλινε τοῦ Φιννικοῦ κόλπου. Ἐκεῖ ἦταν ὁ ναύσταθμος τοῦ ρωσικοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ ἀλλά καί, τό πιό ἀξιοσημείωτο, τόπος ἐξορίας κακοποιῶν στοιχείων καί κάθε κατηγορίας παραστρατημένων μικροαστῶν, πού ζοῦσαν κάτω ἀπό ἄθλιες ὑλικές καί πνευματικές συνθῆκες. Σ’ αὐτό τό χῶρο κάλεσε ὁ Θεός τόν ἅγιο Ἰωάννη νά ἐργαστεῖ ὡς ἐφημέριος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Πρίν χειροτονηθεῖ, νυμφεύθηκε τήν Ἐλισάβετ Κωνσταντίνοβα, κόρη τοῦ ἐφημερίου τοῦ ναοῦ Κωνσταντίνου Νεσβίτσκυ. Οἱ δύο σύζυγοι συμφώνησαν νά ἀκολουθήσουν τόν παρθενικό βίο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους.
Στίς 11 Νοεμβρίου τοῦ 1855 ἔγινε ἡ χειροτονία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου σέ διάκονο καί τήν ἑπομένη σέ πρεσβύτερο, στό ναό τῶν ἁγίων Πέτρου καί Παύλου τῆς Πετρουπόλεως. Κατόπιν τοποθετήθηκε ἐπίσημα ὡς ἐφημέριος στόν ἅγιο Ἀνδρέα τῆς Κρονστάνδης. Ἀπό τότε καί μέχρι τό θάνατό του ἀφιερώθηκε «ψυχῇ καί σώματι» στήν ὑπηρεσία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πραγματοποιώντας ἕνα τεράστιο ἔργο –λατρευτικό, ποιμαντικό, κοινωνικό- ἐμπνευσμένο ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα καί στεφανωμένο μέ πλῆθος θαυμάτων.
Σάν ἐξομολόγος ἦταν ἀνεπανάληπτος. Τό 1890 τοῦ ζητοῦσαν ἐξολογόσηση 150 ὡς 300 ἄτομα τήν ἡμέρα, ἀριθμός πού ἔφτανε τίς 6.000 τή μεγάλη Σαρακοστή!  Τελικά οἱ ἐκκλησιαστικές ἀρχές τοῦ ἐπέτρεψαν, σάν μιά ἐξαιρετική περίπτωση, τήν κοινή, μαζική ἐξομολόγηση.
Μερικές φορές ἦταν ἀρκετό ἕνα του βλέμμα ἤ μιά του λέξη γιά νά μεταβάλει καί νά θεραπεύσει κάποια ταραγμένη ψυχή.
Ἀπ’ ὅλη τή Ρωσία καί τό ἐξωτερικό κατέφθαναν καθημερινά ἑκατοντάδες ἐπιστολῶν μέ γραπτή τήν ἐξομολογήση τῶν χριστιανῶν καί μέ ποικίλα αἰτήματα γιά συμβουλές, τήν προσευχή ἤ τή θεραπευτική ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Σέ πολλές ἀπ’ αὐτές τίς ἐπιστολές ἀπαντοῦσε χωρίς κἄν νά τίς ἀνοίξει!  Συγχρόνως ἔφταναν ἀπό παντοῦ ἄφθονα χρήματα, τά ὁποῖα ὅμως δέν ἔμεναν καθόλου στά χέρια του. Τά μοίραζε ἀμέσως στούς ἀγαπημένους του φτωχούς ἤ τά χρησιμποιοῦσε γιά ἕνα συστηματικό κοινωνικό ἔργο, πού ὁραμτίστηκε καί πραγματοποίησε.
Τό φαινόμενο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου εἶναι μοναδικό στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τῶν τελευταίων αἰώνων. Ἡ ἀσύλληπτη σέ ἔκταση καί κόπο πρακτική του δραστηριότητα δέν τόν ἐμπόδιζε νά διατηρεῖ τή βαθειά καί ἀδιάλειπτη κατάσταση τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευματικῆς θεωρίας.
Στίς 20 Δεκεμβρίου τοῦ 1908, μετά ἀπό μισόν αἰώνα ἐκπληκτικῆς σέ ἔκταση καί καρποφορία ἀποστολικῆς ἐργασίας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ἀφοῦ ὑπέμεινε καρτερικά γιά τρία χρόνια ὀδυνηρή ἀσθένεια.
Ἡ ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του ἔγινε στίς 8 Ἰουνίου 1990.



Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.27-37

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible