Ἕνας ἀδελφός πειραζόταν ἀπό σαρκική ἐπιθυμία. Πολλά χρόνια κοπίαζε μόνος του, ἀλλά δέν ἔβλεπε ὠφέλεια στόν ἑαυτό του. Γιά νά νικήση τέλος τό πάθος του, στάθηκε μιά Κυριακή στή μέση τῆς ἐκκλησίας, ὕστερα ἀπό τή Λειτουργία, καί εἶπε δυνατά, γιά ν᾿ ἀκουστῆ ἀπό ὅλους τούς μοναχούς: -- Προσευχηθῆτε γιά μένα, ἀδελφοί, νά μ᾿ ἐλεήση ὁ Θεός, γιατί δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια ἔχω πόλεμο στή σάρκα.
Λέγοντας αὐτά, αἰσθάνθηκε ἀμέσως νά ἐλευθερώνεται ἀπό τό πάθος. Ὅ,τι δέν ἔκανε χρόνων κόπος καί ἄσκησις, τό κατώρθωσε σέ μιά στιγμή ἡ ἐξομολόγησις. 3. Ὅταν ἤμουν νέος, διηγεῖτο μιά μέρα στούς μαθητάς του ἕνας ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς ἐρήμου, πολεμήθηκα ἀπό κάποιο πάθος ψυχικό. Ἄκουγα συχνά τούς ἀδελφούς νά λένε, πώς ὁ Ἀββᾶς Ζήνων ἦταν καλός Πνευματικός καί ὠφελοῦσε πολύ μέ τίς συμβουλές του ὅσους ἐξωμολογοῦντο σ᾿ αὐτόν. Σκέφτηκα πολλές φορές νά πάω κι᾿ ἐγώ νά ἐξομολογηθῶ τό πάθος μου, ἀλλά μέ ἐμπόδιζε ἡ ντροπή. -- Ξέρεις τί πρέπει νά κάνης, μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός μου. Γιατί λοιπόν νά φανερώνης καί σέ ἄλλους τά κρυφά σου;
Ἄλλοτε πάλι, πού ξεκινοῦσα μέ τήν ἀπόφασι νά ἐξομολογηθῶ, ἔνιωθα ἀνακούφισι ἀπό τόν πόλεμο, - τέχνασμα κι᾿ αὐτό τοῦ διαβόλου γιά νά μ᾿ ἐμποδίση ἀπό τή μοναδική γιατρειά. Εἶχα πάει πολλές φορές ὥς τό κελλί τοῦ Γέροντα, μά πάντα γύριζα πίσω ἄπρακτος. Ἐκεῖνος μέ καταλάβαινε, ἀλλά περίμενε νά ταπεινωθῶ καί νά ὁμολογήσω μόνος τό πάθος μου. Ἴσως νά μοῦ ἔκανε καί πολλή προσευχή, γιατί μιά μέρα πού πολεμήθηκα πολύ, εἶπα στόν ἑαυτό μου: -- Ἔχεις, ταλαίπωρε, κοντά σου τό γιατρό καί μένεις ἀκόμη ἀγιάτρευτος, ἐνῶ τόσοι καί τόσοι ἔρχονται ἀπό μακριά καί ὠφελοῦνται.Ἔτσι λύγισε ἡ καρδιά μου καί ξεκίνησα μέ τήν ἀπόφασι νά ἐξομολογηθῶ χωρίς ἀναβολή. Ἀπό τό δρόμο ὅμως ἄρχισαν πάλι οἱ δισταγμοί. -- Ἄν βρῶ μόνο του τόν Γέροντα, θά εἰπῶ πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ἐξομολογηθῶ καί θά τά φανερώσω ὅλα. Ἄν ὅμως ἔχη ἐπισκέπτας, θά γυρίσω πίσω καί δέ θά ἐξομολογηθῶ ποτέ. Βρῆκα μόνο του τόν Γέροντα. Μέ ὑποδέχτηκε ὅπως πάντα μέ μεγάλη καλωσύνη. Μ᾿ ἔβαλε νά καθίσω κοντά του καί μοῦ ἔδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ἐγώ στό μεταξύ κυριεύτηκα πάλι ἀπό τήν καταραμένη ντροπή. Ἔκλεισα τό στόμα μου καί δέν ἔβγαζα λέξι. Ὅταν ἔπαψε κι᾿ ἐκεῖνος νά μιλᾶ, σηκώθηκα νά φύγω. Σηκώθηκε κι᾿ ἐκεῖνος νά μέ συνοδέψη ὥς τήν πόρτα καί πήγαινε μπροστά. Τόν ἀκολουθοῦσα μέ ἀργό βῆμα, ἤμουν ἀξιοθρήνητος ἀπό τήν πάλη πού γινόταν μέσα μου. Γύρισε μιά στιγμή τό κεφάλι του ὁ Γέροντας καί, βλέποντάς με νά βασανίζωμε ἔτσι, μ᾿ ἐλυπήθηκε. Ἦρθε κοντά μου κι᾿ ἀκουμπῶντας τό εὐλογημένο χέρι του στό στῆθος μου, μοῦ εἶπε μέ συμπάθεια:
-- Τί ἔχεις, παιδί μου, καί βασανίζεσαι; Φανέρωσε τόν πόνο σου. Ἄνθρωπος ὁμοιοπαθής εἶμαι κι᾿ ἐγώ.
Νόμιζα τή στιγμή ἐκείνη πώς χώρισε στά δύο ἡ καρδιά μου. Ἔπεσα στά πόδια του καί τά ἔβρεξα μέ τά δάκρυά μου.
-- Ἐλέησέ με, Ἀββᾶ, τοῦ ἔλεγα ἀνάμεσα στά ἀναφιλητά μου.
-- Πές μου, τί ἔχεις;
-- Δέν καταλαβαίνεις τάχα, Ἀββᾶ, γιατί βασανίζομαι;
-- Ἐσύ ὁ ἴδιος πρέπει νά τό φανερώσης, γιά νά βρῆς ἀνακούφισι.
Μέ πολλή συστολή ἐξωμολογήθηκα τό πάθος μου.
-- Γιατί τόσο καιρό δέ μοῦ τό φανέρωσες; μοῦ εἶπε μέ συμπόνια. Δέν εἶναι τρία τώρα χρόνια πού ἔρχεσαι δῶ μ᾿ αὐτούς τούς λογισμούς καί διστάζεις νά τούς ἐξομολογηθῆς;
-- Ναί, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπα. Ἀλλά βοήθησέ με, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου.
Μέ σήκωσε ἐπάνω μέ καλωσύνη.
-- Δέν εἶναι τίποτε, μοῦ εἶπε, θά περάση. Μή παραμελῆς τήν προσευχή σου καί μήν ἀφήσης τό λογισμό σου νά κατακρίνη ἄλλον ἄνθρωπο.
Γύρισα στό κελλί μου μ᾿ ἐλαφρωμένη καρδιά. Εἶχα ἀπαλλαχθῆ ἀπό τό πάθος. 4. Σέ πρόσωπο πού ἡ συνείδησί σου δέν σέ πληροφορεῖ, συμβουλεύει ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, μήν ἐμπιστεύεσαι τήν ἐξομολόγησί σου.
Ἀπό τό: "ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ"
Θεοδώρας Χαμπάκη Ἡγουμ. Ι.Μ. Ὁσίου Θεοδοσίου
Ἐκδόσεις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ «ΛΥΔΙΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου