Γύρω
στο έτος 1750, ο Οικονόμος της Ιεράς Μονής του Τιμίου Σταυρού Ομόδους,
κατέβηκε κάποια μέρα στην Πόλη της Λεμεσού για επείγουσες ανάγκες της
Μονής.
Εκεί σε κάποιο παζάρι συνάντησε Τούρκους δουλέμπορους οι οποίοι πουλούσαν δούλους, μεταξύ των οποίων υπήρχε και ένα μαυράκι. Ο οικονόμος λυπήθηκε το μαυράκι και το αγόρασε και αφού το πήρε στη Μονή, το βάπτισε Σταυριανό.
Από τότε ο Σταυριανός υπηρετούσε στις ανάγκες της Μονής και βοηθούσε τους Πατέρες. Με τον καιρό, έμαθε και την Ελληνική γλώσσα και έτσι υπηρέτησε την Μονή μέχρι τα γεράματα του.
Όταν έγινε 80 χρονών, γύρω στο 1830, προγνώρισε τον θάνατο του και ετοιμάσθηκε για το μεγάλο ταξίδι. Επειδή ήταν απλός, ταπεινός, και αγνός, αλλά και επειδή αγαπούσε και τους συνανθρώπους του, όλοι τον αγαπούσαν στο χωριό- και Μοναχοί και λαϊκοί.
Κάποια νύκτα, Σάββατο βράδυ προς ξημερώματα της Κυριακής, είχε δει στον ύπνο του τον Χριστό που κρατούσε τον Τίμιο Σταυρό και να τον καλεί κοντά του. Όταν ξύπνησε ο γέρο-Σταυριανός (γιατί δεν ξέρουμε αν έγινε μοναχός) ετοιμάσθηκε και κατέβηκε στην εκκλησία. Παρακολούθησε με πλήρη κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής που ήταν και η τελευταία του Λειτουργία. Όταν τελείωσε η Λειτουργία πήρε την χοντρή του μαγκούρα και γύρισε όλο το χωριό και αφού ζήτησε και έδωσε συγχώρεση στους κατοίκους, και αφού τους είπε ότι ο Τίμιος Σταυρός τον καλεί κοντά του, επέστρεψε το απόγευμα στη Μονή. Αφού πήρε και από τους Πατέρες συγχώρεση, μετά το δείπνο αποσύρθηκε στο δωμάτιο του. Γονάτισε, έκανε την προσευχή του, και κοιμήθηκε χωρίς να ξανασηκωθεί.
Εκεί σε κάποιο παζάρι συνάντησε Τούρκους δουλέμπορους οι οποίοι πουλούσαν δούλους, μεταξύ των οποίων υπήρχε και ένα μαυράκι. Ο οικονόμος λυπήθηκε το μαυράκι και το αγόρασε και αφού το πήρε στη Μονή, το βάπτισε Σταυριανό.
Από τότε ο Σταυριανός υπηρετούσε στις ανάγκες της Μονής και βοηθούσε τους Πατέρες. Με τον καιρό, έμαθε και την Ελληνική γλώσσα και έτσι υπηρέτησε την Μονή μέχρι τα γεράματα του.
Όταν έγινε 80 χρονών, γύρω στο 1830, προγνώρισε τον θάνατο του και ετοιμάσθηκε για το μεγάλο ταξίδι. Επειδή ήταν απλός, ταπεινός, και αγνός, αλλά και επειδή αγαπούσε και τους συνανθρώπους του, όλοι τον αγαπούσαν στο χωριό- και Μοναχοί και λαϊκοί.
Κάποια νύκτα, Σάββατο βράδυ προς ξημερώματα της Κυριακής, είχε δει στον ύπνο του τον Χριστό που κρατούσε τον Τίμιο Σταυρό και να τον καλεί κοντά του. Όταν ξύπνησε ο γέρο-Σταυριανός (γιατί δεν ξέρουμε αν έγινε μοναχός) ετοιμάσθηκε και κατέβηκε στην εκκλησία. Παρακολούθησε με πλήρη κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία της Κυριακής που ήταν και η τελευταία του Λειτουργία. Όταν τελείωσε η Λειτουργία πήρε την χοντρή του μαγκούρα και γύρισε όλο το χωριό και αφού ζήτησε και έδωσε συγχώρεση στους κατοίκους, και αφού τους είπε ότι ο Τίμιος Σταυρός τον καλεί κοντά του, επέστρεψε το απόγευμα στη Μονή. Αφού πήρε και από τους Πατέρες συγχώρεση, μετά το δείπνο αποσύρθηκε στο δωμάτιο του. Γονάτισε, έκανε την προσευχή του, και κοιμήθηκε χωρίς να ξανασηκωθεί.
noctoc
http://proskynitis.blogspot.gr/2014/07/blog-post_7695.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου