Όταν
γύρισε στό κελλί του –βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, στήν περιοχή τῶν μεγάρων τῆς Ὑπατίας,
ὅπου ἀργότερα ἔγινε κοινόβιο -ἦταν δακρυσμένος κι ἀναστέναζε μέ θλίψη.
-Τί συμβαίνει, πάτερ;
Τί ἔχεις; Τόν ρώτησα λιγάκι ἀνήσυχος.
-Ἄχ, παιδί μου! ...
Φεύγοντας ἀπό τήν ἐκκλησία, εἶδα ἕναν ἄνθρωπο νά χτυπάχει ἄσπλαχνα τό ζῶο του.
Τόσο ἄγρια τό χτύπησε, πού βόγγηξε, τό δύστυχο, παραπονεμένα, βαρυγγωμώντας ἐνάντια
στόν ἀνελέητο κύριό του. Καί θρήνησα... Γιατί ἄν μᾶς καταδικάζουν τώρα ἀκόμα
καί τ’ ἄλογα ζῶα, τί θά κάνουμε, οἱ ταλαίπωροι, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, πού θά
δώσουμε λόγο γιά κάθε πράξη μας; Θ’ ἀκούσουμε τότε: ‟Δέν ἔδειξες ἔλεος, καί δέν θά ἐλεηθεῖς!’’.... Ἄχ!....
Ἀποσύρθηκε κατόπιν στό
βάθος τοῦ κελλιοῦ του, στράφηκε στ’ ἀνατολικά κι ἔκανε μιά θερμή ἱκεσία στό
Θεό, μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό:
-Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεός μου,
πού μέ ζωογόνο ἀέρα τόν αἰθέρα γέμισες
καί μέ τίς ἡλιαχτίδες τόν λάμπρύνεις,
ὁ Θεός ὁ μεγάλος καί καρδιογνώστης,
συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μου
μέ τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων Σου,
καί τήν καρδιά μου Ἐσύ πλημμύρισε
μέ τήν ἀθάνατή Σου τή γλυκύτητα
καί μέ τῆς δόξας Σου τό φῶς.
Ἄς μ’ ἀξιώσει ἡ φιλαναθρωπία Σου
νά φυλαχτῶ καθαρός ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς μου
«ἀπό παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος»130.
«Δίκασον, Κύριε, τούς ἀδικοῦντάς με,
πολέμησον τούς πολεμοῦντάς με·
ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ θυρεοῦ
καὶ ἀνάστηθι εἰς τὴν βοήθειά μου·
ἔκχεον ῥομφαίαν’
καὶ σύγκλεισον ἐξεναντίας τῶν καταδιωκόντων με»,
λέγοντας πάντα στήν ψυχή μου: ‟Μή φοβᾶσαι,
«σωτηρία σού εἰμι ἐγώ»131,
ὁ Πλάστης καί Δημιουργός σου.
Ταπεινωθεῖτε λοιπόν καί ντροπιαστεῖτε
ὅσοι ζητᾶτε
τό πλάσμα μου νά καταπιεῖτε!.
Ναί, Κύριέ μου Ἰησοῦ Χριστέ,
Πές τά λόγια αὐτά στό δοῦλο Σου
γιά νά τοῦ εὐφράνεις τήν ψυχή.
Καί, καθώς τότε, πού ὁ πιστός Σου δοῦλος Μωυσῆς
Σέ παρακάλεσε, σταμάτησες τή δίκαιη ἀπειλή Σου
ἐνάντια στό λαό τοῦ Ἰσραήλ,
ἔτσι καί τώρα, πού Σέ ἱκετεύω ὁ ἁμαρτωλός ἐγώ,
ἄσπιλο φύλαξέ με, Θεέ μου, ἀμόλυντο, ἁγνό,
καί κράτησέ με σέ ἐγρήγορση πενυματική.
Ἡ χάρη Σου, φιλάνθρωπε, ἄς μείνει πάντα μέσα μου·
ἡ χάρη Σου, εὔσπλαχνε, ἄς μέ καταφωτίσει·
ἡ χάρη Σου, ὑπερένδοξε, ἄς μέ σώσει δωρεάν.
Ἡ εἰρήνη Σου, ἅγιε, ἄς βασιλεύσει στήν καρδιά μου·
ἡ εἰρήνη Σου, μακρόθυμε, φαιδρά ἄς μέ ἁγιάσει·
ἡ εἰρήνη Σου, πολυέλεε, φιλάνθρωπα ἄς μέ υἱοθετήσει.
Ἡ σοφία Σου, τρισάγιε, ἄς ἀναβλυζει ἀπό τά χείλη μου·
ἡ σοφία Σου, ἀθάνατε, ἄς πλημμυρίσει ὅσους τή διψοῦν·
ἡ σοφία Σου, ἀναμάρτητε,
τούς πονηρούς μου ἄς συντρίψει λογισμούς.
«Τό Πνεῦμα σου τό ἀγαθὸν
ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ»132·
τὸ Πνεῦμα Σου τό ἅγιο
ἄς μοῦ χαρίσει τὴν αἰώνια ζωή·
τό Πνεῦμα Σου τό γλυκύ, τό Παράκλητο,
ἄς μείνει μέσα σ’ ἐμένα,
πού σ’ Ἐσένα πιστεύω, ὑπερουράνιε.
Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ Πατέρα
καί ἡ σοφία τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ χάρη
μέσα μου ἄς κατασκηνώσουν,
ψυχή, σῶμα, καρδιά καί νοῦ ἄς μοῦ φωτίσουν,
τά αἰσθητήριά μου ὅλα
μέ φῶς οὐράνιο ἄς πλημμυρίσουν
καί καθαρό δοχεῖο ἄς μέ ἀναδείξουν,
ὅπουΑὐτός θά κατοικήσει, ὁ τρισυπόστατος Θεός.
Κύριε, χάρισέ μου τήν καθαρότητά Σου,
τήν πραότητά καί τή μακροθυμία Σου,
τήν εἰρήνη, τή σύνεση καί τή σοφία Σου,
τόν ἁγιασμό καί τή γαλήνη Σου,
τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθό,
πού, σάν ἀληθινός Θεός, θά μέ φωτίσει
καί θά μέ κάνει τέκνο τοῦ φωτός.
Κύριε ὁ Θεός μου, παρακαλῶ ἀκόμα
τά σπλάχνα Σου τά πατρικά καί δοξασμένα,
συγχώρεσέ με, πού ἔλιωσα ἀπό τήν ἁμαρτία
καί παροργίζω συνεχῶς, φιλάνθρωπε,
τό μέγα πέλαγος, καί τ’ ἄφατο τῶν οἰκτιρμῶν Σου.
Ἡ δυσωδία εἶμ’ ἐγώ τῆς ἁμαρτίας,
τό βδέλυγμα εἶμαι τῆς πλάνης,
τό καταγώγιο εἶμαι τῶν παθῶν,
καί μ’ ὅλ’ αὐτά ντροπιάζω τό γένος τῶν ἀνθρώπων.
Εὔσπλαχνε, λυτρωσέ με ἀπό τή γέεννα,
σῶσε με ἀπ’τῶν ὀδόντων τόν τριγμό,
ἀπάλλαξέ με ἀπ’ τόν πικρό τόν τάρταρο,
γιατί Ἐσύ μονάχα ἔχεις, ἅγιε, μιά τέτοια δύναμη.
Καί τοῦτο δέν θά τ’ ἀξιωθῶ ἀπ’ τούς ἀγῶνες μου,
μά δωρεάν, ἀπ’ τ’ ἄφατό Σου ἔλεος.
Ναί, Θεέ μου, μεγάλε καί καρδιογνώστη,
φωστήρα τῶν οὐράνιων ταγμάτων ἄσβηστε,
τῶν Χερουβείμ καί Σεραφείμ,
Θρόνων, Ἐξουσιῶν, Κυριοτήτων,
Δυνάμεων, Ἀγγέλων, Ἀρχαγέλλων καί Ἀρχῶν,
ὅλων τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων,
πού Ἐσύ ἐξουσιάζεις.....
Τή στιγμή ἐκείνη μιά κραυγή,
ἀπειλητική κι ἀνατριχιαστική, ἀκούστηκε πίσω ἀπό τόν ὅσιο, πού προσευχόταν μέ
δάκρυα, καί τόν ἔκανε νά διακόψει τήν ἱκεσία του. Ἦταν ὁ διάβολος! Ἐξαγριωμένος ἀπό τά λόγια τῆς προσευχῆς, ὅρμησε
μέ μανία καταπάνω του γιά νά τόν χτυπήσει, νά τοῦ κλείσει τό στόμα. Μά δέν
κατάφερε νά τοῦ κάνει τίποτα, γιατί ἡ φοβερή δύναμη τοῦ Θεοῦ τόν περιτείχιζε
καί τόν προστάτευε ἀόρατα.
Φρένιασε τότε ὁ σατανάς
καί φώναξε μέ λύσσα:
-Ἄχ! Σληροτράχηλε, πού μέ τίς μαγγανεῖες τῆς
διακρίσεως, καταξεφτιλίζεις κι ἐμένα κάι τά τεχνάσματά μου!... Τί νά σοῦ κάνω,
πού μέ τό πές-πές ὅλη τήν ὥρα γιά τίς οὐράνιες δυνάμεις....., μοῦ ἀχρήστεψες ὅλες
τίς δικές μου δυνάμεις!.... Ἄχ! Ἄχ!... Σκλάβος μου ἤσουνα! Καί τώρα ὁ Ναζωραῖος
σέ κάθισε στό σβέρκο μου!...
Αὐτά εἶπε κι ἔγινε ἄφαντος
ὁ πονηρός. Ὁ Νήφων τότε συνέχισε καί τέλειωσε μέ λυγμούς τή προσευχή του:
-........κοίταξέ με, τόν φτωχό,
Πατέρα ἅγιε, τρισάγιε καί πολυδοξασμένε,
καί ἄκουσε με, τόν ἁμαρτωλό καί ταπεινό.
Ὅπως τοῦ Ἄβελ δέχτηκες τά δῶρα
καί τή θυσία τοῦ Ἀβραάμ,
δέξου καί τή δική μου δέηση τήν ὥρα τούτη,
πού Σοῦ κράζω μέ φωνή δοξαστική,
καί βοήθα με, τόν ἐξαχρειωμένο
ἀπό τή φαύλη μου ζωή.
Δέξου τήν ἱκεσία μου αὐτή
στό νοερό Σου ὑπερουράνιο θυσιαστήριο,
στήν πρωτεύουσα τῶν οὐρανῶν, τήν Ἱερουσαλήμ.
Παντοτινά νά μέ θυμᾶσαι
μαζί μέ τίς ἅγιες καί ἐπουράνιες δυνάμεις Σου,
τίς ὡραιόταες καί τίς γλυκύτατες,
πού τόσο τίς ποθεῖ ἡ ψυχή μου....
Στά λόγια αὐτά τῆς
προσευχῆς του, ἕνα οὐράνιο φῶς ἄστραψε γύρω του καί μιά ἄρρητη εὐωδία
πλημμύρισε τό κελλί του. Καί νά!
Φανερώνεται μπροστά του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί τοῦ λέει μέ ἱλαρότητα:
-Εὐλογημένος νά εἶσαι,
Νήφων! Τό πνεῦμα σου ν’ ἀγάλλεται! Ἡ καρδιά σου νά σκιρτάει! Τά αἰσθητήρια σου
νά εὐφραίνονται! Γιατί ἐγώ θά σέ σώσω!.... Μακάριος νά εἶσαι! Γιατί πρόσταξα
στούς ἁγίους ἀγγέλους τ’ οὐρανοῦ νά σέ μνημονεύουν σέ ὅλες τίς θυσίες, πού
προσφέρουν ἀδιάλειπτα στόν Πατέρα μου. Καθώς ἐσύ στίς προσευχές σου μνημονεύεις
τά ἐπουράνια τάγματα, ἕνα-ἕνα μέ τ’ ὄνομά τους, ἔτσι καί καθένα ἀπ’ αὐτά
μνημονεύει το δικό σου ὄνομα καί ἱκετεύει τόν Πατέρα μου νά σέ λυτρώσει ἀπό τά
τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Μοῦ χρωστᾶς λοιπόν εὐγνωμοσύνη καί γιά τούτη τήν εὐεργεσία.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.201-206)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
http://makkavaios.blogspot.gr/2015/04/blog-post_97.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου