(Ἐκ
τῶν «Λόγων ΚΘ΄»)
(Μνήμη:
3 Ἰουλίου)
«Ὁ
αὐτὸς (Ἡσαΐας ὁ
Θηβαῖος) εἶπεν, ὅτι καθεζομένου μου
ἐν τῇ ἐσωτέρᾳ ἐρήμῳ
πρὸ
ἐτῶν κγ’, ἦλθεν ἀδελφός τις πρός με
καὶ νίψας αὐτοῦ τοὺς πόδας, ἤρξατο
ὁμιλεῖν
μοι καὶ λέγειν· θέλω Ἀββᾶ κἀγὼ οἰκῆσαι
τὴν ἔρημον ταύτην· καὶ λέγω αὐτῷ,
ἐὰν
δύνῃ ὑπομεῖναι ἔχεις προκόψαι. Καὶ
ταῦτα μὲν τῇ γλώσσῃ ἔλεγον,
τῇ
δὲ καρδίᾳ κατέκρινα αὐτόν.
«Ὁ
Ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ Θηβαῖος διηγήθηκε τὰ
ἑξῆς: Ἐνῶ ἡσύχαζα στὴν ἐσωτέρα ἔρημο,
πρὶν
23 χρόνια, ἦλθε σ’ ἐμένα κάποιος Ἀδελφός.
Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔπλυνα τὰ πόδια,
ἄρχισε
νὰ μοῦ μιλᾶ καὶ μοῦ λέει: Θέλω καὶ
ἐγὼ Ἀββᾶ νὰ κατοικήσω στὴν ἔρημο
αὐτήν.
Καὶ
αὐτὰ μὲν τὰ ἔλεγα μὲ τὴν γλώσσα μου,
μέσα
στὴν καρδιά μου ὅμως τὸν κατέκρινα.
Μετὰ
δὲ τὸ ἀναχωρῆσαι αὐτὸν ἀνέστην τοῦ
εὔξασθαι, καὶ γίνομαι ὡς ἐν ἐκστάσει,
καὶ
θεωρῶ ἄνδρα φοβερὸν τῷ εἴδει, ἔκλαμπρον
τῇ ὄψει,
κατέχοντα
ρομφαίαν πύρινον καὶ λέγοντα πρός με:
Ἀφοῦ
ἀνεχώρησε σηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ καὶ
περιῆλθα σὰν σὲ ἔκστασι,
καὶ
βλέπω ἕναν ἄνδρα φοβερὸ στὴν μορφή
καὶ ὁλόλαμπρο στὸ πρόσωπο,
νὰ
κρατῆ πύρινη ρομφαία καὶ νὰ μοῦ λέγη:
Εἰπὲ
γέρων, τὶς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν ἐστερέωσε; καὶ λέγω αὐτῷ, ὁ
Θεός·
καὶ
πάλιν λέγει, τὶς ἐμέτρησε τον οὐρανὸν
σπιθαμῇ καὶ τὴν γῆν δρακί; (Ἡσαΐας μ’
12),
τὶς
ἔστησε τὰ ὄρη σταθμῷ καὶ τὰς νάπας
ζυγῷ; Τὶς ἐκρέμασε τὸ στερέωμα καὶ
ἐπέσφιγξεν
αὐτὸ ἀδέσμως; Τὶς ἐσφράγισε τὴν
θάλασσαν καὶ τὴν ἄβυσσον ἐχαλίνωσε;
Τὶς
ἐκρέμασε νεφέλας καὶ τὰ ὕδατα βαστάζειν
ἐκέλευσε; Τὶς ἐποίησεν ἥλιον καὶ
ἤδρασε σελήνην καὶ ἠγλάϊσεν ἀστέρας;
Τὶς ἐλεύκανε χιόνα καὶ κρύσταλλον;
Τὶς δὲ ἐξαντλεῖ
τὸν
βυθὸν νεφέλαις καὶ τὰ ὕδατα βαστάζειν,
καὶ τοὺς ὄμβρους ρογεύειν ἐπὶ προσώπου
πάσης
τῆς γῆς; τὶς ἐθησαύρισεν ἀνέμους καὶ
σταθμῷ ἀκραδάντῳ ἀπέκλεισε;
Τὶς
ὁ τὰς καρδίας ἐτάζων καὶ νεφροὺς
ἐρευνῶν; (ψαλμ. ζ’ 10), καὶ ἐννοίας
ἐμβατεύων,
καὶ
γογγυσμοὺς διακρίνων, βλέπων ἀβύσσους,
θεωρῶν τὰ ἐν τῷ σκότει;
«Πές
μου, Γέροντα, ποιὸς δημιούργησε τὸν
οὐρανὸ καὶ στερέωσε τὴν γῆ;
Καὶ
λέω πρὸς αὐτόν: ὁ Θεός. Καὶ πάλι λέει:
Ποιὸς μέτρησε μὲ τὴν σπιθαμή του
τὸν
οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ μὲ τὴν παλάμη του;
Ποιὸς ἔστησε σταθμισμένα τὰ βουνὰ
καὶ
ζυγισμένα τὰ δασωμένα φαράγγια; Ποιὸς
συνέθεσε τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ
καὶ
τὸ περιέβαλε μὲ τέτοιους νόμους, ὥστε
νὰ μένη ἀσάλευτο;
Ποιὸς
περιώρισε τὴν θάλασσα καὶ χαλιναγώγησε
τὴν ἄβυσσο;
Ποιὸς
κρέμασε στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα καὶ
τὰ διέταξε νὰ βαστάζουν
τὰ
νερά τῶν βροχῶν; Ποιὸς δημιούργησε
τὸν Ἥλιο, ἐδραίωσε τὴν Σελήνη
καὶ
κατελάμπρυνε τὰ ἀστέρια; Ποιός λεύκανε
τὸ χιόνι καὶ τοὺς πάγους;
Ποιὸς
ἐπίσης μετατρέπει ὁλόκληρη τὴν θάλασσα
σὲ σύννεφα καὶ τὰ ρυθμίζει,
ὥστε
νὰ δίνουν εἰρηνικὲς βροχὲς σὲ ὅλη
τὴν Οἰκουμένη;
Ποιὸς
μπορεῖ νὰ χειρίζεται τὸν θησαυρὸ τῆς
δυνάμεως τῶν ἀνέμων καὶ τὸ κάνει
μὲ
τόσο ἐκπληκτικὴ ἀκρίβεια; Ποιὸς εἶναι
αὐτὸς ποὺ δοκιμάζει τὶς προαιρέσεις
τῶν
καρδιῶν καὶ ἐρευνᾶ τὶς ἐπιθυμίες
τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσέρχεται ἀκόμη
καὶ
στοὺς λογισμοὺς καὶ διακρίνει τοὺς
γογγυσμούς, βλέποντας τὶς ἀβύσσους
τῶν
ψυχῶν καὶ γνωρίζοντας σαφῶς ὅσα εἶναι
γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ
σκοτεινὰ
καὶ δυσνόητα;
Καὶ
λέγω αὐτῷ, μόνος ὁ Θεός. Καὶ λέγει μοι,
οἶδας ὅτι ἐστὶν ὁ Θεὸς δικαιοκρίτης
ἀποδιδοὺς
ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ; (Ρωμ. δ΄
7) καὶ λέγω αὐτῷ, ναὶ ὄντως οἶδα
καὶ
λέγει μοι, εἰ οὖν ταῦτα οἶδας πῶς
κατέκρινας τὸν ἀδελφὸν τὸν προσελθόντα,
ἐν
τῇ καρδίᾳ σου; καὶ λέγω, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ,
καὶ
ἐνώπιόν σου καὶ ἰδοὺ δίδωμί σοι
ἐγγυητὴν τὴν ἁγίαν καὶ πανύμνητον
Θεοτόκον,
τοῦ
μηκέτι ὀλισθῆσαι τοιούτῳ πτώματι. Καὶ
λέγει μοι, πικρίαν ἐν τῇ καρδίᾳ σου
ἔσπειρας,
δρέπου τὸ δρᾶγμα ἔτη τρία· καὶ εἶδον
αὐτὸν ἀπελθόντα εἰς τὴν πηγήν,
ἐν
ᾗ ἔπινον ἐξ αὐτῆς καὶ ἔκρουσε τῇ
πυρίνῃ ρομφαίᾳ τὸ ὕδωρ.
Καὶ
τοῦ ἀπαντῶ: Ὁ Θεὸς βεβαίως μόνον. Καὶ
μοῦ ξαναλέει: Γνωρίζεις ὅτι ὑπάρχει
Θεὸς δικαιοκρίτης,
ὁ
Ὁποῖος ἀνταποδίδει στὸν καθένα κατὰ
τὰ ἔργα του; Καὶ τοῦ λέγω:
Ναί,
ἀσφαλῶς τὸ γνωρίζω. Καὶ μοῦ λέει: Ἂν
λοιπὸν γνωρίζης ὅλα αὐτὰ πῶς κατέκρινες
μέσα
στὴν καρδιά σου τὸν Ἀδελφό σου, ὁ
ὁποῖος προσῆλθε σὲ σένα; Καὶ τοῦ λέω:
Ἥμαρτον
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
καὶ ἐνώπιόν σου.
Ἀλλὰ
νά, βάζω ὡς ἐγγυήτρια τὴν Ἁγία καὶ
Πανύμνητο Θεοτόκο, ὅτι ποτὲ πιὰ
δὲν
θὰ «γλυστρίσω» σὲ τέτοιο παράπτωμα.
Καὶ μοῦ λέει:
Πίκρα
ἔσπειρες στὴν καρδιά σου, θέρισε τὸν
καρπό της γιὰ τρία χρόνια.
Καὶ
τὸν εἶδα νὰ πηγαίνη στὴν πηγή, ἀπὸ
τὴν ὁποία ἔπινα
καὶ
κτύπησε τὸ νερὸ μὲ τὴν πύρινη ρομφαία.
Καὶ
ἦλθον εἰς ἐμαυτὸν καὶ κλαύσας πικρῶς
ἐπῆλθον εἰς τὴν πηγὴν καὶ γευσάμενος
εὗρον
τὸ ὕδωρ πικρόν. Ὁσάκις δὲ ἔπινον ἐξ
αὐτοῦ, ἐνεθυμούμην τὸν λόγον τοῦ
ἀγγέλου
καὶ
ἔλεγον ἐμαυτῷ: «Ἡσαΐα, πικρίαν ἔσπειρας,
δρέπου τὸ δρᾶγμα». Καὶ ἐποίησα
τὰ
τρία ἔτη πενθῶν καὶ ὀδυρόμενος· καὶ
μετὰ τὸ τέλος τῶν τριῶν ἐτῶν ἐγλυκάνθη
τὸ
ὕδωρ, καὶ ἔγνων ὅτι ἐποίησε μετ᾿ ἐμοῦ
Κύριος τὸ ἴδιον ἔλεος. Καὶ διὰ τοῦτο
λέγω ὑμῖν,
ὅτι
οὐκ ἔστι χεῖρον τοῦ καταλαλῆσαι καὶ
κρῖναι τὸν πλησίον· οἱ γὰρ πορνεύοντες
καὶ
μοιχεύοντες, οἱ βλέποντες, οἴδασιν ὅτι
ἁμαρτάνουσι καὶ πολλάκις ἔρχονται
εἰς
μετάνοιαν, οἱ δὲ κατακρίνοντες δυσκόλως
ἔρχονται εἰς τὸ γνῶναι αὐτούς».
Καὶ
ἦλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ ἀφοῦ ἔκλαψα
πικρὰ πῆγα στὴν πηγή
καὶ
δοκίμασα τὸ νερὸ καὶ τὸ βρῆκα πικρό.
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἔπινα ἀπ’ αὐτό,
θυμόμουν
τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου καὶ ἔλεγα στὸν
ἑαυτό μου:
«Ἡσαΐα,
πίκρα ἔσπειρες, θέρισε τώρα τὸν καρπό».
Καὶ
ἔκανα τρία χρόνια πενθὼν καὶ ὀδυρόμενος
καὶ μετὰ τὰ τρία χρόνια
ἔγινε
γλυκὸ τὸ νερὸ καὶ κατάλαβα ὅτι ἔδειξε
σὲ ἐμένα ὁ Κύριος τὸ ἔλεός Σου.
Γι’
αὐτὸ σᾶς λέω, ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο
πρᾶγμα ἀπ’ τὸ νὰ καταλαλήσης
ἢ
νὰ κρίνης τὸν πλησίον.
Διότι
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι «ὑποπίπτουν στὸ
ἁμάρτημα τῆς πορνείας ἢ τῆς μοιχείας
καὶ
ἔχουν ἐπίγνωσι τοῦ τί κάνουν, γνωρίζουν
ὅτι ἁμαρτάνουν
καὶ
πολλὲς φορὲς ἔρχονται σὲ μετάνοια.
Αὐτοὶ
ὅμως ποὺ κατακρίνουν δύσκολα ἔρχονται
σὲ αὐτογνωσία»...
(Ἐπιμέλεια
«ΑΓΙΜΑΚ», Ἰούλιος 2010)
http://agiografikesmeletes. blogspot.gr/2010/08/1.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου