Και τώρα, η καλλιέργεια. Πώς θα μπορούσαμε να την ορίσουμε; Άκουσα ότι στη Δύση, αλλά και εδώ στη Ρουμανία, πολλοί άνθρωποι που θέλουν να ζουν πνευματικά, να ζουν, ας πούμε, μία χριστιανική ζωή, αντιδρούν ακούγοντας ότι στις μέρες μας, στο όνομα της καλλιέργειας (κουλτούρας), συμπεριλαμβάνεται κάθε πορνεία και ακολασία και κάθε είδος διαστροφής που μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος. Θα έλεγα ότι αυτή η άποψη έχει μια λογική- τελικά καλλιέργεια είναι κάτι που καλλιεργούμε. Όμως, προσοχή, ότι καλλιεργούμε, αυτό και γινόμαστε.
Καλλιέργεια είναι οτιδήποτε καλλιεργούμε. Και το να καλλιεργούμε τη γη είναι καλλιέργεια. Και το να καλλιεργούμε την αμαρτία είναι καλλιέργεια- παράλογη, αλλά καλλιέργεια. Ο Θεός όμως μας καλεί να καλλιεργούμε τα της ζωής.
Ο Θεός που έπλασε τον άνθρωπο, που γνωρίζει την ουσία του ανθρώπου, που είναι ο μόνος πού ξέρει ποια είναι η αληθινή λαχτάρα και ο σκοπός του ανθρώπου- ο Θεός που βλέπει τον άνθρωπο να ψάχνει απελπισμένα τη ζωή, που τον βλέπει να ψάχνει τη ζωή στο παράλογο, σε οτιδήποτε του φαίνεται να είναι ολοκλήρωση ή ηδονή, τον βρίσκει θαμμένο σε κάθε είδους θάνατο -και τελικά στον Θάνατο. Όμως ο Θεός, μυστικά, ξέρει τι λαχταρά η καρδιά του άνθρωπου, και σε αυτή τη λαχτάρα απαντάει μέσα από τον λόγο Του. Και ο Λόγος του Θεού, ο Θεός Λόγος, μάς προσκαλεί να Τον κάνουμε “κουλτούρα” μας.
Αλλά ο Θεός δεν είναι κάποιος που εργάζεται μέσω πληροφοριών. Πολλοί διανοούμενοι, φιλόσοφοι και επιστήμονες ρωτούν τους ανθρώπους της Εκκλησίας: «Γιατί δεν έχετε ένα δόγμα για -ας πω, ως παράδειγμα- τι συμβαίνει με τα παιδιά που πεθαίνουν αβάπτιστα;» ή κάτι άλλο... Η Εκκλησία -και θα έλεγα η κουλτούρα της Εκκλησίας- δεν θέλει να μας δίνει απλώς πληροφορίες για καθετί. Ο Θεός, διά της Εκκλησίας, θέλει να κοινωνεί με τον άνθρωπο, μεταδίδοντάς του κάτι από τη ζωή Του. Αν ο άνθρωπος είναι δεκτικός, μπορεί να πάει πιο πέρα, διότι «άβυσσος άβυσσον επικαλείται», όπως λέει ο ψαλμωδός.
Ο άνθρωπος, κατεβαίνοντας στην άβυσσο και ανακαλύπτοντας τα βάθη των μυστηρίων του Θεού, όλο και ψάχνει, όλο και προχωρεί προχωρεί όχι μελετώντας, αλλά ζώντας έτσι που κάποια μέρα θα γνωρίζει όλα όσα γνωρίζει και ο Θεός.
Πιστεύω ότι όλοι γνωρίζετε ότι η αγία Γραφή αρχίζει αποκαλύπτοντάς μας την απαρχή της πλάσης και ιστορίας του ανθρώπου. Τη διήγηση περί του Αδάμ στον Παράδεισο πολλοί σήμερα τη θεωρούν μύθο. Συγχωρήστε μου μία παρένθεση• όλους όσοι θεωρούν αυτή τη διήγηση μύθο, τους προκαλώ: μελετήστε τους μύθους και μελετήστε και τη διήγηση περί του Αδάμ, και θα δείτε ότι θα βρείτε πολύ ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στους μύθους και στην ιερή ιστορία. Αφήνω όμως σε σας αυτή την πρόκληση. Στη διήγηση αυτή, μεταξύ άλλων, βλέπουμε πραγματικά την ουσία μας. Εκείνος ο Αδάμ είμαι εγώ, εκείνος ο Αδάμ είναι ο οποιοσδήποτε. Βαθαίνοντας το εκκλησιαστικό μας βίωμα, ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας στον Αδάμ, και αυτόν μέσα στον εαυτό μας.
Ο Θεός έπλασε τον Αδάμ, τον έβαλε στον Παράδεισο και του είπε: «Από παντός ξύλου τού εν τώ παραδείσιο βρώσει φαγή, άπό δε τού ξύλου τού γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ’ αυτού- ή δ’ άν ήμέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω άποθανείσθε». Εμείς κατανοούμε αυτό το «ου φάγεσθε» ως εντολή, και δικαίως. Τι όμως ονομάζουμε
Εντολή; Η εντολή πολλές φορές είναι μία απαίτηση ενός ανωτέρου προς έναν κατώτερο του λέει κουνώντας το δάκτυλο: «Μην το κάνεις αυτό!» Με τον Θεό όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, ούτε και ο λόγος Του έχει αυτή την έννοια- διότι ο Θεός στη συνέχεια εξηγεί στον Αδάμ: «ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω άποθανείσθε». Ο Θεός, αρχικά, έκανε γνωστό στον Αδάμ ένα φαινομενικά μικρό πράγμα: «Αν αρχίσεις να βαδίζεις αυτή την οδό, εγώ μπορώ να σε πάω ακόμη πιο πέρα. Αν όχι, υπάρχει κίνδυνος».
Ο Θεός άφησε ελεύθερο τον Αδάμ, ώστε μέσα από τη διαγωγή του να φανεί η ελεύθερη θέλησή του. Ο Αδάμ όμως έχει να αντιμετωπίσει έναν άλλο λόγο που του προτείνεται. Έρχεται το φίδι -το οποίο είναι σύμβολο της σοφίας, διότι λέγεται ότι ήταν το σοφότερο των ζώων- και λέει στον Αδάμ: «Ου θανάτω άποθανείσθε». Και ο Αδάμ, πιστεύοντας όχι τον Θεό, αλλά το φίδι, έκανε αυτό που του φάνηκε καλύτερο. Και ξύπνησε, όπως του το είχε πει το φίδι: «διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί και έσεσθε ως θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν». Πράγματι ανοίχθηκαν τα μάτια του, αλλά τι θεϊκά μυστήρια αποκαλύφθηκαν στον Αδάμ όταν ανοίχθηκαν τα μάτια του με αυτή του την πράξη; Έγινε και αυτός αθάνατος και παντογνώστης όπως ο Θεός;
Ο Αδάμ, όταν του ανοίχθηκαν, δήθεν, τα μάτια -και πράγματι, κατά μία έννοια του ανοίχθηκαν- αυτό που είδε ήταν η ντροπή του, η γύμνια του, είδε ότι είναι γυμνός και ντράπηκε για τη γυμνότητά του. Ο Αδάμ ντράπηκε την Εύα και η Εύα τον Αδάμ και καλύφθηκαν με τη φορεσιά των φύλλων. Και όταν άκουσαν τον ερχομό του Θεού στον Παράδεισο, ντράπηκαν και τον Θεό. Ναι, αλλά η ντροπή είναι ιδιότητα του Θεού; Βλέπετε ότι δέχτηκαν έναν παράλογο λόγο και η ενέργεια αυτού του λόγου έκανε τον άνθρωπο να παραλογιστεί και ο παραλογισμός οδήγησε σε έναν ακόμη χειρότερο παραλογισμό! Απογυμνώθηκε από τη φυσική του κατάσταση, με την οποία ήταν ντυμένος, βρέθηκε γυμνός και ντροπιασμένος -και μπροστά στην Εύα και στον θεο- και ταυτόχρονα απέκτησε την τάση να απομακρύνεται, όλο και περισσότερο, από τον Θεό• γιατί βλέπουμε ότι, όταν ήρθε ο Θεός, ο Αδάμ κρύφτηκε ανάμεσα στα δένδρα του Παραδείσου. Αν όμως ο Αδάμ είχε υπακούσει και εμπιστευθεί τον Θεό περισσότερο απ’ ότι τη φωνή του ξένου...
Γιατί αυτός είναι ο σκοπός του ανθρώπου: υπακοή στη φωνή του Θεού. Ο Κύριος λέει: «Τα πρόβατα τα έμά τής φωνής μου ακούει, κάγώ γινώσκω αυτά, και άκολουθούσί μοι». Του ξένου τη φωνή δεν την ακούνε. Των ξένων τη φωνή τη φοβούνται, επειδή δεν τους γνωρίζουν. «Άλλοτρίω δέ ου μη άκολουθήσωσιν, άλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των άλλοτρίων την φωνήν». Επομένως ως πρόβατα του Χριστού, και στο μέτρο που είμαστε πρόβατα του Χριστού, μαθαίνουμε την εμπιστοσύνη στον Θεό. Μαθαίνουμε να διακρίνουμε τη φωνή του Θεού -μυστική φωνή, όπως ακριβώς και ο λόγος είναι ένα μυστήριο των ενεργειών του Θεού- ενεργώντας και ζώντας στην αρχή ηθικά. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσονται κάποιες αισθήσεις. Ξεκινάμε με τον λεγόμενο εισαγωγικό φόβο -αυτή είναι μία ενέργεια που προφυλάγει. Αυτός ο φόβος, με τη σειρά του, αναπτύσσει μία νέα αίσθηση: τη διάκριση. Όταν ακούσουμε μία ξένη φωνή, αν όντως είναι ξένη, μπορούμε να τη διακρίνουμε από τη φωνή του Πατέρα. Και τη φωνή του Πατέρα φωνή που μας γεννάει στην αιώνια ζωή- μπορούμε να τη διακρίνουμε στα λόγια του Θεού. Όταν ο άνθρωπος έλκεται στη ζωή, οπωσδήποτε διακρίνει τον θάνατο εκεί όπου δεν υπάρχει η φωνή του Θεού.
Ο Κύριος λέει ότι τα πρόβατά του φοβούνται τους ξένους, επειδή δεν γνωρίζουν τη φωνή του ξένου! Δηλαδή δεν αναγνωρίζουν στον ξένο τη φωνή του καλέσματος προς τη ζωή. Αυτή η αίσθηση που υπάρχει στον άνθρωπο κατά φύση -περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με το πνευματικό επίπεδο του καθενός- αναπτύσσεται στον βαθμό που βιώνεται ο θεϊκός λόγος. Αναπτύσσεται- και σε αυτή την ανάπτυξη έγκειται αυτό το κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε καλλιέργεια τον πνεύματος.
Έτσι αρχίζει η πνευματοποίηση των πέντε αισθήσεων, οι οποίες, ήδη εξαγνισμένες από εκείνη την αρχική βίωση του θεϊκού λόγου στο ηθικό επίπεδο που προείπαμε, βαθμιαία μας οδηγούν σε μία πιο αληθινή γνώση των θείων πραγμάτων μέχρι και την οικείωση του Θεού. Οι μέχρι τώρα άμοιρες πνεύματος Θεού αισθήσεις πνευματοποιούνται με την καλλιέργεια, με το να καλλιεργούμε τον λόγο του Θεού.
Έρχεται στον νου μου ένα άλλο κάλεσμα της φωνής του Θεού, το «Ακούε, Ισραήλ!» -Ισραήλ σημαίνει λαός του Κυρίου. Ακοή για την Εκκλησία είναι αυτό που λέμε υπακοή. Υπακοή είναι κατ’ αρχήν η ακοή του λόγου, κάτι στο οποίο υπακούμε. Εμείς συνήθως ερμηνεύουμε την υπακοή ως πειθαρχία: να υπακούσουμε σε κάποιον. Ισχύει βέβαια και αυτό, όμως δεν είναι αυτή η ουσία της υπακοής. Η εντύπωση ότι η υπακοή είναι πειθαρχία δημιουργείται από το “υπακοή” -ότι βρισκόμαστε από κάποιον. Αυτό όμως είναι, και πάλι, κάτι δευτερεύον. Θα σας πω περί αυτού κάτι που επιβεβαιώνεται από επιστημονικά στόματα- πρόκειται για το έμβρυο, όταν αυτό ακόμη κυοφορείται στην κοιλιά της μητέρας του. Λέγεται ότι, από τις πέντε αισθήσεις του, η πρώτη που αναπτύσσεται είναι η ακοή. Και μάλιστα ότι το μωρό μπορεί να ακούει τη φωνή του πατέρα του μέσα από τους ιστούς της κοιλιάς της μητέρας που το κυοφορεί. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην πνευματική μας ζωή.
Διά μέσου των ιστών του κόσμου τούτου, αυτής της ύλης, μαθαίνουμε εν Πνεύματι να ακούμε και να διακρίνουμε τη φωνή του Πατέρα. Επομένως, η υπακοή, πριν και πέρα από το να είναι πειθαρχία, είναι ακοή και διάκριση. Διακρίνουμε, όπως είπαμε, τη γνώριμη φωνή του καλού Ποιμένα από τη φωνή του ξένου, τον οποίο και αντιλαμβανόμαστε ως ξένο.
Φυσικά η υπακοή, η ακοή, αν θέλετε, οδηγεί στο να εφαρμόσουμε, στο να πράξουμε- ακούμε κάτι και κατόπιν το εκτελούμε. Αυτή την υπακοή λέω καλλιέργεια. Ο άνθρωπος λοιπόν που πορεύεται σύμφωνα με τις νουθεσίες που ακούει, καλλιεργεί μέσα του το βίωμα αυτών των διδασκαλιών. Όπως ο Αδάμ, υπακούοντας στη συμβουλή του φιδιού και όχι στην εντολή του Θεού, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, καλλιέργησε τον θάνατο -και έπεσε μέσα σε αυτόν.
Με τον ίδιο τρόπο, καλλιεργώντας τον λόγο του Θεού καλλιεργούμε μέσα μας τον σπόρο της ζωής και, ας το πούμε έτσι, “πέφτουμε” στη ζωή (στην πραγματικότητα δεν πέφτουμε, γιατί δεν πρόκειται για πτώση, αλλά για ανόρθωση). Καλλιεργώντας τον σπόρο της ζωής, ο σπόρος θα φυτρώσει, ο σπόρος θα καρποφορήσει, και αυτό είναι πραγματικά μία ολόκληρη καλλιέργεια! Όπως σας προείπα, το να καλλιεργούμε τη γη είναι μία καλλιέργεια. Όμως και αυτό που λέμε τώρα είναι μία καλλιέργεια της “γης”- της γης που είμαι εγώ.
Στη αρχή σας είπα πως ότι καλλιεργεί ο άνθρωπος είναι καλλιέργεια. Παράλογη ή λογική, όμως είναι καλλιέργεια. Είπα, ακόμη, ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του την ανάγκη να αναζητά, και ονόμασα την αναζήτηση αυτή αναζήτηση της ζωής. Όμως ο Θεός που έπλασε τον άνθρωπο, που γνωρίζει την ουσία του ανθρώπου, από τι και γιατί είναι πλασμένος, που γνωρίζει τις δυνατότητες αλλά και τις αδυναμίες του ανθρώπου, επειδή είναι Αυτός που μας γνωρίζει, είναι και ο μόνος που μπορεί να ικανοποιήσει την αναζήτησή μας αυτή.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω, με δικά μου λόγια, έναν λόγο του αββά Δωροθέου: «Αυτός που ζει στην υπακοή, που κόβει το θέλημά του για να κάνει υπακοή, καταλαβαίνει ότι τελικά κάνει αυτό που πάντα ήθελε να κάνει». Ήδη από την αρχή της μοναχικής μου ζωής, αλλά αρκετά αμυδρά, κατάλαβα ότι όντως κάπως έτσι συμβαίνει. Και θα ήθελα να σας το εξηγήσω, με τη σκέψη ότι και άλλοι μπορεί να μπερδεύονται στο θέμα αυτό. Καταλάβαινα ότι, αν κόψεις το θέλημά σου κάνοντας με χαρά αυτό που σου λέει ο άλλος, γίνεται το θέλημά σου, και έτσι, κάνοντας το θέλημα του άλλου, αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά κάνεις πάντα το θέλημά σου. Υπάρχει και εδώ ένα ψήγμα αλήθειας, όμως το νόημα είναι πολύ πιο βαθύ, πιο μυστικό και πολύ πιο γλυκό.
Η αλήθεια είναι ότι ο Θεός γνωρίζει τι θέλω καλύτερα από εμένα. Εγώ αναζητώ τη ζωή, αλλά μπορεί να την αναζητώ λανθασμένα. Κάνοντας συνειδητά υπακοή, ξαφνικά ξυπνάω: «Θεέ μου, αυτό ήθελα! Τελικά αυτό ποθούσα». Παράδοξο! Αναγνωρίζω αυτό που δεν γνώριζα καθόλου. Όταν
η χάρη του Θεού, ζώντας και μένοντας μέσα μας ο λόγος του Θεού, τελικά φυτρώνει και αρχίζει να παίρνει ζωή. Και αυτή είναι η μαρτυρία όλων των αγίων, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα, ότι αυτή ακριβώς η χάρη που έρχεται να κατοικήσει μέσα μας είναι αυτό που ολοκληρώνει, τελειοποιεί και θεώνει τον άνθρωπο. Και ασφαλώς αυτό είναι! Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς! Είναι δυνατόν ο Θεός να γνωρίζει λιγότερο από εμένα το πλάσμα Του τι θέλω και τι ψάχνω; Ο άνθρωπος μπορεί να αναζητά παράλογα, επειδή τελικά η αμαρτία είναι ένα ψέμα, ένας παραλογισμός, μία παρεκτροπή από το κατά φύση -μία παρά φύση κατάσταση, όπως λέει η έκφραση «βγήκε εκτός εαυτού».
Και όπως ξαναείπα, να μην αφήνουμε τον εαυτό μας να πλανάται από τις πολλές φιλοσοφίες και ιδέες, που ιδιαίτερα στις μέρες μας έχουν λόγο για όλα και ζαλίζουν τον άνθρωπο.
Η φύση του ανθρώπου είναι αυτή που ο Θεός μάς έχει αποκαλύψει. Μας έχει αποκαλύψει το είναι της φύσης μας. Πράγμα που ακόμη δεν το καταλαβαίνουμε, επειδή τα γήινα, ότι έχει να κάνει με την ύλη, τα αντιλαμβανόμαστε σαν να είναι η πρωτόγονη ζωή μας, θα έλεγα η ζωώδης ζωή μας, χωρίς να εννοώ τις λέξεις “πρωτόγονη” και “ζωώδης” κατά κυριολεξία, μόνο που είναι ανεπαρκείς για να χαρακτηρίσουν τον άνθρωπο. Καλώς ή κακώς, όμως, η υλική μας φύση μας είναι πιο χειροπιαστή: αν πεινάσεις και υπάρχει κάτι φαγώσιμο, οποτεδήποτε θελήσεις, μπορείς να το πάρεις και να το φας. Όμως για τον λόγο του Κυρίου ισχύει: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, άλλ’ έπί παντί ρήματι έκπορευομένω διά στόματος Θεού». Πού λοιπόν μπορούμε να βρούμε τον λόγο αυτό;
Στα βιβλία, βεβαίως, λόγια βρίσκουμε, αυτόν όμως τον λόγο τον καταλαβαίνουμε, ώστε να φυτρώσει και να νιώθουμε μέσα μας τη ζωή του; Βρίσκουμε την ενέργεια αυτού του λόγου όταν, για παράδειγμα, έχουμε λαιμαργία; Βρίσκουμε γλυκύτητα στον λόγο του Θεού ώστε να πούμε: «Να, αυτό ποθούσε, όχι το στομάχι μου, αλλά κάτι άλλο μέσα μου!» Γιατί όταν η κοιλιά γεμίσει και δεν χρειάζεται άλλο φαγητό και συνεχίζεις να τρως, τότε έχεις λαιμαργία. Έχω φουσκώσει, αλλά η βουλιμία που έχω με κάνει να επιθυμώ ακόμη περισσότερο φαγητό. Δυσανασχετώ βλέποντας ότι το φαγητό δεν μου κάνει καλό, αλλά εξακολουθώ να τρώω μέχρι σκασμού. Επειδή καθετί που είναι υλικό είναι φθαρτό, έχει ένα τέλος, αλλά βλέπετε, η όρεξη του ανθρώπου δεν έχει τέλος. Γιατί; Επειδή ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ζώο. Όταν ο άνθρωπος επιθυμεί, την αιωνιότητα επιθυμεί, το άπειρο. Κάτι στον άνθρωπο δεν ικανοποιείται, δεν αναπαύεται πουθενά, παρά μόνο στην απεραντοσύνη του Θεού.
Αν μέσα μου μπορέσει να βλαστήσει αυτός ο λόγος, και τον βρίσκω να είναι εκείνο προς το οποίο τείνει ή επιθυμία μου, τότε δεν είναι μία επιθυμία εμπαθής, αλλά από λαίμαργος φανερώνομαι ενάρετος, όπως θα λέγαμε με ηθική έννοια. Δεν πρόκειται όμως για αρετή, έτσι όπως το καταλαβαίνουμε στην ηθική, αλλά για ζωή, διότι ο Θεός στη ζωή δέχεται τον άνθρωπο. Και σε αυτό έγκειται το γεγονός ότι οι Άγιοι έζησαν τον λόγο του Θεού με χαρά, ασκήτεψαν με χαρά, γλυκάθηκαν στις νηστείες και στις σκληραγωγίες. Όμως δεν τους γλύκαινε η σκληραγωγία, αλλά η δύναμη της χάριτος.
Αυτό δεν είναι ένα διανοητικό γεγονός, είναι ένα βίωμα που δίνει δύναμη. Τι σημαίνει μάρτυρας; Η λέξη μάρτυρας, άγιος που βασανίζεται μέχρι θανάτου, είναι η Ίδια με το μάρτυρα, αυτός που δίνει μαρτυρία για κάτι. Ο ιδιος μάρτυρας είναι μάρτυρας ότι η ζωή -εν Χριστώ- που έχει μέσα του είναι πιο δυνατή από τη ζωή που έχουμε στα γήινα και φθαρτά μέλη μας. Είναι ζωή δυναμικότερης ενέργειας, που από τη γλυκύτητα που του προκαλεί η αγάπη τού Θεού ούτε καν αισθάνεται τα βασανιστήρια, αλλά προτιμά να πεθάνει μέσα σε οδυνηρά βασανιστήρια έχοντας τον Θεό, αντί να γλυκαίνεται με φθαρτές, εφήμερες γλύκες και να χωριστεί από τον Θεό. Αλλά φθαρτό και εφήμερο δεν είναι μόνο ότι σήμερα ζω και αύριο πεθαίνω- φθαρτό και εφήμερο είναι ιδιότητες της ηδονής.
Λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη. Τότε ο άνθρωπος τι είναι, αφού είναι κατ’ εικόνα Θεού; Και ο άνθρωπος είναι αγάπη. Βλέπουμε ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες αμαρτίες έχουν να κάνουν με την αγάπη. Δηλαδή ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού, αναζητά την ταυτότητά του.
Ο Θεός γνωρίζει καλύτερα από μένα πού βρίσκεται η ταυτότητά μου. Και όταν ο άνθρωπος καλλιεργεί τον λόγο του Θεού, αντιλαμβάνεται ότι αυτό ήταν αυτό που ήθελε. Και το ζητάει τόσο πεισματικά, τόσο φλογερά, ώστε είναι έτοιμος και να πεθάνει, μόνο να μείνει με την αγάπη, η φύση του να είναι η αγάπη, παρά να αποκοπεί από την αγάπη, να πέσει στη διαστροφή της αγάπης, την οποία τώρα αισθάνεται ως διαστροφή.
Έτσι ο λόγος του Θεού είναι η καλλιέργεια του Πνεύματος. Θυμάμαι όταν, μετά από πολλά χρόνια, επέστρεψα στη Ρουμανία, κάποιος μου μίλησε για τον π. Παΐσιο Ολάρου και μου είπε ότι του ζήτησε, πριν τον θάνατό του, να πει έναν λόγο για τη νεολαία της Ρουμανίας.
Όπως το διατηρώ στη μνήμη μου, τα λόγια του ήταν περίπου αυτά: «Να τηρούν τον λόγο του Θεού». Είχα ξανακούσει δυο τρεις ωραίες φράσεις του π. Παϊσίου, αλλά όταν άκουσα αυτά τα λόγια, δεν ξέρω γιατί, τα αγάπησα πάρα πολύ με όλη μου την καρδιά. Και νιώθω ότι ο λόγος αυτός έχει βαθύτερο νόημα από όσο μπορούμε να καταλάβουμε. «Να τηρούν τον λόγο του Θεού»- αρχίζουμε τηρώντας τον λόγο του Θεού, καλλιεργώντας τον στο επίπεδο στο οποίο βρισκόμαστε. Ηθικά τον καταλαβαίνουμε;
Ηθικά και να τον τηρούμε. Όμως θα ήθελα να τονίσω: να μη μένει μόνο εκεί το μυαλό μας, να μη γυρίζει μόνο εκεί- να μη μένουμε σε καλούπια, αλλά να αναζητούμε τη ζωή.
Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει μία πνευματική διερεύνηση μία ερώτηση πρέπει να κάνει ο άνθρωπος στον εαυτό του, ένα “γιατί”. Πρέπει να καταλάβουμε την έννοια και την ουσία των πραγμάτων. Δεν είναι μόνο το να τηρείς: «Κάνε το τάδε• μη σκέφτεσαι το γιατί, μόνο κάνε το, διότι έτσι είναι σωστό!» Ο Θεός δεν είπε στον Αδάμ: «Δεν θα φάτε από αυτό το δέντρο, επειδή αυτό είναι κακό!» Εξήγησε στον Αδάμ: «Δεν θα φάτε από αυτό το δέντρο, επειδή, τη μέρα που θα φάτε, θα πεθάνετε». Και βλέπουμε ότι ο Αδάμ όντως πέθανε ένα είδος θανάτου, αν και σωματικά έζησε ακόμη ένα διάστημα μέχρι τον βιολογικό του θάνατο. Πνευματικά όμως πέθανε, χωρίστηκε, αποκόπηκε από τον Θεό. Αντί να χαρεί από τον ερχομό του Θεού, φοβήθηκε, ντράπηκε και κρύφτηκε. Οι έννοιες αυτές του φόβου, της ντροπής και της απόκρυψης είναι πολύ βαθιές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΡΑΦΑΗΛ ΝΟΙΚΑ.
http://apantaortodoxias.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου