Μοναστήρι
Χόποβο
Ανήμερα
των Θεοφανείων, επισκέφτηκε το μοναστήρι -κοντά στην λεωφόρο- ο Επίσκοπος
Κύριλλος. Με κάλεσαν να τον συναντήσω. Την ημέρα αυτή χιόνιζε πολύ, και καθώς
είχα δύο χιλιόμετρα να περπατήσω, παρουσιάστηκα κυριολεκτικά σκεπασμένη από το
χιόνι. Τον ευχαρίστησα για την άδεια της παραμονής μου στο βουνό, και ζήτησα
την ευλογία του για την κουρά μου. Εκείνος απορημένος με ρώτησε πώς είναι
δυνατόν να μένω σ’ αυτό το μέρος, φοβούμενος μάλιστα μήπως με κατασπαράξουν οι λύκοι.
Μου έδωσε, όμως, την ευλογία του να καρώ μοναχή, συμβουλεύοντάς με να πάω σε
ένα ρωσικό μοναστήρι της Σερβίας, κοντά στο Βελιγράδι. Εκεί θα μπορούσαν να
τελέσουν την κουρά μου, εφ’ όσον στο μέρος πού βρισκόμουν δεν υπήρχε κάποιος
πού να μπορεί να το κάνει. Μετά θα μπορούσα να επιστρέφω πίσω στήν σπηλιά μου.
Είπε μάλιστα ότι θα έδινε την ευλογία του να με συντηρήσουν για το διάστημα πού
θα παρέμενα εκεί.
Ζήτησα ευλογία
να απαντήσω την επομένη, και γύρισα πίσω στο βουνό.
Προσευχόμουν
όλη την νύχτα. Γνωρίζοντας ότι υπάρχει ρωσικά μοναστήρι, δεν μπορούσα να μην
σκεφτώ την πιθανότητα να υπάρχει εκεί κάποιος Γέροντας ή Γερόντισσα. Από την
άλλη, δεν ήθελα να φύγω από τον ευλογημένο αυτόν τόπο πού ασκήτευα και πού τόσα
διδάχτηκε η ψυχή μου. Παρακαλούσα τον Κύριο να με φωτίσει. Έτσι, αποφάσισα να
πάω και, αν δεν έβρισκα κάποιον Γέροντα ή Γερόντισσα, να γυρίσω πίσω. Ενημέρωσα
τον Επίσκοπο για την απόφασή μου, και εκείνος μου έδωσε πεντακόσια δηνάρια για
το ταξίδι, λέγοντάς μου να περάσω από την Μητρόπολη στην Τσετίνιε να τον
επισκεφτώ, πριν πάω στο μοναστήρι. Προσευχήθηκα στα λείψανα του αγίου Βασιλείου
και έφυγα, αποχωριζόμενη με λύπη το σπήλαιό μου.
Στον
δρόμο, σε ένα μοναστήρι κοντά στο Ντανίλοφγκραντ, προσκύνησα τα λείψανα τού αγίου Αρσενίου, και στήν Τσετίνιε προσκύνησα τα λείψανα τού αγίου Πέτρου. Στήν
μητρόπολη συνάντησα τον Επίσκοπο, ο οποίος μου χάρισε ένα ευχολόγιο, και μαζί
μου έδωσε ένα γράμμα πού απευθυνόταν στην Σερβική Πατριαρχία, στο Σρέμσκι
Καρλόβτσι. Καθ’ οδό, στο Ντάϊ-Μπάμπι πέρασα από τον αρχιμανδρίτη Συμεών. Ενώ
μιλούσαμε, ανέφερε ότι του πρότειναν να χειροτονηθεί Επίσκοπος και να αναλάβει
την έδρα της Μητροπόλεως, και ρώτησε ποιά είναι η γνώμη μου γι’ αυτό. Μου
φάνηκε πώς η θέση στήν οποία βρισκόταν του ταίριαζε καλύτερα, πράγμα το οποίο
και ανέφερα.
Μόλις
έφτασα στο Σρέμσκι Καρλόβτσι, στήν Σερβική Πατριαρχία,
έδωσα στον Επίσκοπο το γράμμα. Εκείνος με την σειρά του, αφού το διάβασε,
έγραψε στην Ηγουμένη του ρωσικού μοναστηριού Χόποβο. Άν και η απόσταση μέχρι το
μοναστήρι ήταν είκοσι οκτώ χιλιόμετρα, ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω πεζή,
προκειμένου να φτάσω εκεί- αλλά ο Επίσκοπος πρόσταζε να με μεταφέρουν με άλογα.
Όταν έδωσα στην Ηγουμένη το γράμμα, μην γνωρίζοντας το περιεχόμενό του, εκείνη
μου είπε: «Ψυχή μου, δεν χρειαζόμαστε προσευχόμενο άνθρωπο. Έχουμε ανάγκη από
εργατικά χέρια!». Ευθύς της απάντησα πώς έχω μάθει να εργάζομαι.
Το
μοναστήρι στέγαζε πενήντα μοναχές και είχε έναν φημισμένο εφημέριο. Μου έδωσαν
ένα κελί για να μείνω, το όποιο θα μοιραζόμουν με μία ηλικιωμένη μοναχή. Ήταν
πνευματικοπαίδι του Επισκόπου Ιωσήφ. Κάποια στιγμή που μιλούσαμε μου είπε:
«Είναι μεγάλη ευλογία να έχει κανείς κάποιον πού να προσεύχεται για εκείνον.
Νιώθω διαρκώς τις προσευχές του πνευματικού μου πατρός».
Το
λειτουργικά πρόγραμμα της Μονής δεν με ανέπαυε. Ο Όρθρος τελούνταν το βράδυ,
και το πρωί οι αδελφές - μετά την έγερση- πήγαιναν στην τράπεζα, όπου και
έκαναν την ανάγνωση των πρωινών ευχών και του Ακάθιστου Ύμνου. Κατόπιν,
στις επτά ήταν το πρωινό γεύμα, και αμέσως ξεκινούσαν τα διακονήματα. Η Θεία
Λειτουργία τελούνταν τέσσερεις φορές την εβδομάδα, ενώ ο Όρθρος και ο Εσπερινός
καθημερινά. Οι μοναχές, όμως, δεν πήγαιναν στις ακολουθίες, παρά μόνο οι
αναγνώστριες και οι ψάλτριες.
Οι υπόλοιπες αδελφές συμμετείχαν μόνο στις εορτές
και τις Κυριακές. Ζήτησα ευλογία να μπορώ να εκκλησιάζομαι καθημερινά,
πηγαίνοντας σε κάδε ακολουθία, καθώς και στις λειτουργίες, οπότε αυτές
τελούνταν- γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε να δουλεύω επιπλέον, κουβαλώντας νερά
τα βράδια.
Σηκωνόμουν
την νύχτα και πήγαινα στα δάσος να προσευχηθώ, ώστε να μην ακούγονται οι
κραυγές των πονηρών πνευμάτων, μέσα στο μοναστήρι. Επέστρεφα για την Θεία
Λειτουργία, και μόλις τελείωνε έπαιρνα ένα κομμάτι ψωμί από την τράπεζα, και
καταπιανόμουν με την εργασία. Το διακόνημά μου ήταν είτε να βόσκω τούς χοίρους
είτε να σκάβω το περιβόλι ή να περιποιούμαι το αμπέλι. Έπαψα να πηγαίνω στην
τράπεζα και έτρωγα το ψωμί μου την ώρα τού μεσημεριανού, στο μέρος όπου κάδε
φορά είχα το διακόνημά μου. Εκτός από ψωμί και νερά δεν κατανάλωνα τίποτε
άλλο, ενώ στην τράπεζα επιτρεπόταν και η κρεοφαγία. Την ώρα τού διακονήματος
είχα τον νου μου αδιαλείπτως στην ευχή του Ιησού.
Η ζωή στο μοναστήρι με έκανε να νιώθω άνετα, και στερέωνε την ψυχή μου. Οι
ακολουθίες στήν Εκκλησία μου έδιναν μεγάλη παρηγοριά. Κάποτε, την ημέρα της απόδοσης
τού Πάσχα βίωσα ένα αξέχαστο πνευματικά γεγονός. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας
ένιωσα την καρδιά μου να ανοίγει διάπλατα προς τον Κύριο. Αμέσως είδα ξεκάθαρα
με τα μάτια μου ένα εκθαμβωτικό, κάτασπρο -πιο λευκό και από τα χιόνι- σύννεφο
να διασχίζει πλην την Εκκλησία πετώντας- και να καταλήγει στα εικόνισμα του
Σωτήρα πού ήταν στο τέμπλο, και να εισέρχεται στην καρδιά Του. Από τα μάτια μου
άρχισαν να αναβλύζουν ακατάπαυστα δάκρυα, και η αίσθηση της εγγύτητας μου με
τον Κύριο έσταξε γλυκιά χαρμολύπη στην καρδιά μου.
Η προσευχή, πού τόσο ανάγκη είχε η ψυχή μου, απαιτούσε την νυχτερινή φυγή μου από
την Μονή. Έφευγα στο δάσος, και το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό. Ή μοναχή με
την οποία μοιραζόμουν το ίδιο κελί με ακολούθησε κρυφά μία νύχτα. Άκουσε τις λυσσώδεις
κραυγές των δαιμόνων και ανέφερε το περιστατικά στην Ηγουμένη. Σιγά-σιγά
άρχισαν να πληθαίνουν οι συζητήσεις. Όμως, δεν μιλούσα για τον εαυτό μου, εφ’
όσον ο Γέροντας πού θά μπορούσα να ανοίξω την ψυχή μου δεν είχε βράδυ. Ωστόσο,
δεν έπαψα να εκλιπαρώ τον Κύριο να μού στείλει έναν Γέροντα ή μία Γερόντισσα,
επειδή αυτά πού συνέβαινε ήταν ασυνήθιστο, και δίχως καθοδήγηση μού ήταν
αδύνατο να τα βγάλω πέρα μόνη μου.
Η Ηγουμένη και οι λοιπές μοναχές είχαν έρθει στην Σερβία από την Βεσσαραβία, από
την Ρωσική μονή Ζάμπκα, πού είχε κτιστεί στήν όχθη του ποταμού Δνείστερου. Σ’
εκείνο τα μοναστήρι είχαν παραμείνει εκατόν πενήντα μοναχές. "Ύστερα από
τα γεγονός αυτό, η διαβίωσή μου εκεί είχε αρχίσει να γίνεται δυσβάσταχτη, καθώς
παρακολουθούμουν στενά.
Προσευχόμουν στον Χριστό να με φωτίσει και να οδηγήσει
τα βήματά μου. Δεν ήξερα τί να κάνω. Να συνεχίσω να μένω εκεί; Να επιστρέφω στα
Μαυροβούνιο, στα σπήλαιό μου, αφού προηγουμένως καρώ μοναχή; Ή μήπως να ψάξω
περαιτέρω για κάποιον Γέροντα;
Έλπιζα
ότι θα έβρισκα τον Γέροντα πού αναζητούσα στην Βεσσαραβία. Άν δεν τα κατάφερνα,
είχα αποφασίσει να γυρίσω πίσω στην Ρωσία, όπου σίγουρα θα έβρισκα κάποιον.
Προσευχόμουν μετά πολλών δακρύων στην Παναγία και την παρακαλούσα να μου
υποδείξει τί να πράξω. Ο ναός του μοναστηριού είχε μία θαυματουργή εικόνα της
Παναγίας του Λέσνισκ. Έβαλα κάτω απ’ αυτήν τρία γραπτά σημειώματα: «να μείνω»,
«να επιστρέφω στην σπηλιά» ή «να φύγω για την Βεσσαραβία»; Ζήτησα από την
Θεοτόκο να με φωτίσει, βοηθώντας με να τραβήξω τρεις φορές το ίδιο σημείωμα,
και τότε μόνο θα το εκπλήρωνα. Τρεις φορές τράβηξα τον κλήρο, και στις τρεις η
απάντηση ήταν να πάω στην Βεσσαραβία. Έτσι και έπραξα. Πήρα την ευχή της
Ηγουμένης και του ιερέα, αποχαιρέτησα τις αδελφές, και αμέσως μετά την εορτή
της Πεντηκοστής ξεκίνησα το ταξίδι μου.
ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ . ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ.ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΥ ΛΟΒΤΣΑΝΣΚ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΑΡΟΑΝΙΑΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/05/blog-post_99.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου