ΟΜΙΛΙΑ
ΓΙΑ
ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Γέροντος
Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ὁ
Θεός μέ τό στόμα τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα
μᾶς παραγγέλει λέγων:
«Λούσασθε
καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας
ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν
ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν
ὑμῶν. Μάθετε καλόν ποιεῖν»2.
Ἡ
μετάνοια προϋποθέτει ἁμαρτία. Ὅποιος
δέν ἔχει ἁμαρτία, αὐτός δέν ἔχει ἀνάγκη
μετανοίας. Ὅλοι, καί πρῶτος ἐγώ,
αἰσθανόμεθα ἁμαρτωλοί. Ἡ ἁμαρτία
εἶναι τραῦμα, πληγή. Τραῦμα στή ψυχή,
πληγή στή συνείδησι πού μᾶς πονάει.
Τραῦμα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν
Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας εἴμεθα μέλη.
Κάρφωμα στό Χριστό καί ξανασταύρωμα
στό Χριστό εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Ποιός
δέν ἔχει τραυματισθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία;
Ποιός
δέν ἔχει ἁμαρτήσει μέ τά λόγια, μέ τίς
πράξεις του, μέ τούς λογισμούς;
Ποιός
δέν χτυπήθηκε κατάστηθα ἀπό τίς τύψεις
τῆς συνειδήσεως;
Ὅποιος
θά πῆ πώς δέν ἔχει ἁμαρτήσει, αὐτός
θά ἔχει πεῖ τό μεγαλύτερο ψέμμα. Καί
ὅσοι πάσχουν ἀπό ἀγνωσία τοῦ ἑαυτοῦ
των, λένε ψέμματα, πώς δέν ἔχουν ἁμαρτίες.
Ἡ
μεγάλη καί ἀναντίρρητος ἀλήθεια εἶναι,
ὅτι ἀνεξαιρέτως ὅλοι εἴμεθα
τραυματισμένοι ἀπό τό βέλος τῆς
ἁμαρτίας. Ἀλλ᾿ ἄν ἡ ἁμαρτία εἶναι
τό τραῦμα, ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακο.
Ὦ μετάνοια! Τί μεγάλο, τί εὐλογημένο
δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο! Ξέρεις τί
εἶναι, ὁποιαδήποτε ὥρα καί στιγμή
θελήσεις, νά ὑποχρεώνης τόν Θεό νά σοῦ
λευκάνη τό ποινικό σου μητρῶο; Φαντασθῆτε
κάποιον ἐγκληματία μέ βεβαρημένο τό
ποινικό του, νά ἔχη διαπράξη ἕνα σωρό
ἐγκλήματα. Καί σέ κάποια στιγμή κάνει
μιά κίνησι καί ὑποχρεώνει τόν δικαστή
νά τοῦ δώση χάρι καί νά τοῦ λευκάνη τό
ποινικό μητρῶο. Αὐτή, λοιπόν, ἡ κίνησις
εἶναι ἡ μετάνοια. Τό λέγει μέ τό στόμα
τοῦ προφήτου Ἡσαΐου ὁ Θεός.
«Δεῦτε
καί διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἄν
ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν,
ὡς χιόνα λευκανῶ»3.
Πολλοί
Χριστιανοί, μέ εὐλαβή πόθο, ἐπιζητοῦν
νά πᾶνε στόν Ἰορδάνη ποταμό νά βαπτισθοῦν.
Ἀλλ᾿ ὅσες φορές καί ἄν μποῦμε στόν
Ἰορδάνη ποταμό καί ὅσα μπουκαλάκια
ἁγιασμοῦ καί ἄν πιοῦμε, ἄν δέν
μετανοήσουμε δέν σωζόμεθα. Κοντά μας,
δίπλα μας, εἶναι ὁ Ἰορδάνης ποταμός.
Κυλάει μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ
γλυκειά μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγησις.
Ἄν λουσθοῦμε μέσα στή μετάνοια, σβήνουν
ὅλα τά ἁμαρτήματα. Καί τό λουτρό τῆς
μετανοίας εἶναι τό δεύτερο Βάπτισμα.
Αὐτό δέ τό λουτρό τοῦ θεϊκοῦ Βαπτίσματος,
πού λέγεται μετάνοια, δέν γίνεται
ἀσυνείδητα, ὅπως ὁ νηπιοβαπτισμός στά
μικρά βρέφη, ἀλλά γίνεται συνειδητά
καί ἀποφασιστικά. Πλένομαι, γιά νά μή
ξαναλερωθῶ, ἀσχέτως ἄν δέν τά καταφέρω.
Πλήν, πλένομαι μέ τήν ἀπόφασι νά μή
ξαναλερώσω τόν χιτώνα τῆς ψυχῆς μου.
Ἡ
μετάνοια πλέον εἶναι ἀνταπόκρισις στό
ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἤ μᾶλλον τό ἔλεος τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἀνταπόκρισι στή μετάνοια
τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν ἔλευσι, μέ τόν
ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἡ μετάνοια δέν
εἶναι ἁπλῶς μεταμέλεια καί ἐξομολόγησις
ἁμαρτιῶν, ἀλλ᾿ εἶναι ἄφεσις, συγχώρησις,
ἐξάλειψις, ἀπάλειψις τελεία τῶν
ἁμαρτιῶν.
Ἡ
μετάνοια, εἶναι ἕνας θρῆνος, πού ὁδηγεῖ
στή χαρά. Εἶναι τό χαροποιό πένθος.
Ἡ
μετάνοια εἶναι ἡ σπορά τῶν δακρύων,
πού φέρνει τό θερισμό τῆς λυτρώσεως.
Κλαῖμε γιά πολλά πράγματα στόν κόσμο,
ἀλλά τά κλάματά μας δέν μποροῦν νά
φέρνουν πίσω αὐτά πού χάσαμε.
Χάσαμε
πολύτιμα πράγματα. Ὅσον κι ἄν κλάψουμε,
δέν τά βρίσκουμε.
Χάνουμε
δικούς μας ἀνθρώπους πού πεθαίνουν.
Ὅσο κι ἄν κλάψουμε, δέν γυρίζουν πίσω.
Χάνουμε
μέ τήν ἁμαρτία τήν ἠρεμία τῆς συνειδήσεως.
Μετανοοῦμε καί κλαῖμε.
Εἶναι
τό μόνο κλᾶμα, πού μᾶς δίνει πίσω αὐτό
πού χάσαμε.
Μέ
τήν ἁμαρτία χάνουμε τό πολυτιμώτερο
ἀγαθό· τήν ψυχή μας. Πεθαίνει ἡ ψυχή
μέ τήν ἁμαρτία.
Καί
ἄν μία φορά κλαῖμε γιατί πεθαίνει τό
σῶμα ἑνός φίλου, ἑνός προσφιλοῦς μας
προσώπου, μύριες φορές πρέπει νά κλαῖμε
γιατί πεθαίνει ἡ ψυχή μας, ἤ ἡ ψυχή τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων.
Καί
ἄν κλάψουμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, θ᾿
ἀναστηθῆ ἡ ψυχή, ἐνῶ, ὅσον κι ἄν
κλάψουμε γύρω ἀπό τό φέρετρο συγγενικοῦ
προσώπου, τό σῶμα δέν ἀνασταίνεται.
Νά
κλάψουμε γιά τ᾿ ἁμαρτήματά μας, ὅπως
ἔκλαψε ὁ Δαβίδ, πού ἔβρεχε τό προσκέφαλό
του μέ τά δάκρυά του.
Νά
κλάψουμε ὅπως ἡ πόρνη, πού τά δάκρυά
της μοσχοβόλησαν περισσότερο ἀπό τά
μύρα της πού ἔβρεξε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ.
Νά
κλάψουμε ὅπως ἔκλαψε ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος μετά τήν ἄρνησι τοῦ Διδασκάλου.
Νά
κλάψουμε ὅπως ἔκλαιγε ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος ὅταν θυμόταν ὅτι διώξε τήν
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Νά
κλάψουμε ὅπως ἔκλαψαν οἱ μεγάλοι
ἁμαρτωλοί πού ἔγιναν ἅγιοι.
Νά
κλάψουμε καί γιά τά ἁμαρτήματα τῶν
ἄλλων.
Ἁμαρτήσε
ὁ ἄλλος; μή τόν κρίνεις, μᾶλλον μή τόν
κατακρίνεις. Κλᾶψε γιά τήν πτῶσι του,
δές την σάν δική σου πτῶσι. Εἴμεθα
«ἀλλήλων μέλη». Ὁ ἄλλος εἶναι μέλος
τοῦ ἰδίου μέ σένα σώματος· μέλος τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κλᾶψε ἐσύ γιά
τόν ἄλλον, ὅπως ἔκλαιγε ὁ Παῦλος καί ἔλεγε:
«Οὐκ
ἐπαυσάμην μετά δακρύων νουθετῶν ἕνα
ἕκαστον». Κλάψε ἐσύ γιά τό παιδί σου
πού παρανόμησε, γιά τό Χριστιανό πού
γλύστρησε καί ἔπεσε.
Ἡ
ἁμαρτία εἶναι φωτιά. Καί οἱ κρουνοί
πού σβύνουν αὐτή τή φωτιά, εἶναι τά
δάκρυα τῆς μετανοίας. Ἄν πιάση φωτιά
τό διπλανό σπίτι, δέν θά τρέξης καί ἐσύ
γιά νά σβήσῃ ἡ φωτιά; Ἄν ἀδιαφορήσης,
ἡ φωτιά θά ἐπεκταθῆ καί στό δικό σου
σπίτι. Ἔτσι δέν μπορεῖς ν᾿ ἀδιαφορήσης
ὅταν ὁ ἄλλος καίγεται ἀπό τή φωτιά
τῆς ἁμαρτίας. Ρίξε τά δάκρυά σου γιά
νά σβεσθῆ ἡ φωτιά. Ἄν ἀδιαφορήσης,
θἄχης καί σύ κρῖμα, ἁμαρτία. Κι ἄν ὄχι
μόνο ἀδιαφορήσης ἀλλά γελᾶς κι᾿ ὅλας
καί σχολιάζης τήν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου
καί τήν διαπομπεύης, τότε πιά θά ἐπιτρέψη
ὁ Θεός νά πέσης καί ἐσύ, καί ἡ φωτιά
τῆς δικῆς σου ἁμαρτίας, μπορεῖ νά
εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς κολάσεως, κατά
τόν ἱερό Χρυσόστομο.
Ἐπιμένει
ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι πρέπει νά
θρηνοῦμε γιά τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων,
ἄν ἀληθινά τούς ἀγαπᾶμε. Ἄν ὁ ἄλλος
βρίσκεται στό στόμα τοῦ λύκου, θά τόν
ἀφήσουμε νά κατασπαραχθῆ; Ἄν ὁ ἄλλος
κινδυνεύη νά πνιγῆ, θά τόν ἀφήσουμε νά
καταποντισθῆ;
Ἡ
μετάνοια, ἐξαλείφει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
Ἔχουμε δύο πραγματικότητες: ἡ μία εἶναι
ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄλλη εἶναι
ἡ ἁμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου. Σᾶς
ἐρωτῶ: Ποιά ἀπό τίς δύο εἶναι μεγαλύτερη;
Τά ἁμαρτήματά μας, ὅσα κι ἄν εἶναι,
εἶναι ὡρισμένα καί συγκεκριμένα. Ἡ
Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη,
ἀμέτρητη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά νά
παρηγορήση τούς ἁμαρτωλούς, παρουσιάζει
τό παράδειγμα μέ τό κάρβουνο. Ἔχεις ἕνα
ἀναμμένο κάρβουνο. Σέ καίει. Ἄν ὅμως
ρίξης τό κάρβουνο αὐτό μέσα στό πέλαγος,
ποιός θά νικήση: τό πέλαγος ἤ τό κάρβουνο;
Ἀσφαλῶς τό πέλαγος. Ἕνα τσάφ θ᾿ ἀκουσθῆ
καί θά ἐξαφανισθῆ τό ἀναμμένο κάρβουνο.
Κάρβουνο,
πού κατακαίει τά σωθικά μας, εἶναι ἡ
ἁμαρτία. Τί πόνος! Μήν τό ἀφήνεις. Πάρτο
τήν ὥρα τῆς σωστικῆς ἐξομολογήσεως
καί ρίξετο στό πέλαγος τῆς Φιλανθρωπίας
τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως τό κάρβουνο τῆς
ἁμαρτίας σου θά σβήση καί θά ἐξαφανισθῆ.
Κι ἄν μοῦ πῆς πώς δέν ἔχεις ἕνα
κάρβουνο, ἀλλ᾿ ἔχεις πολλά ἁμαρτήματα
πού σέ καῖνε, θά σοῦ πῶ κι ἐγώ, ὅτι τό
ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς
πέλαγος· εἶναι Ὠκεανός· εἶναι κάτι
ἀπείρως μεγαλύτερο. Τό πέλαγος καί ὁ
Ὠκεανός ἔχουν κάποιο μέτρο, κάποια
ὅρια, κάποιο τέλος. Ἡ Φιλανθρωπία
ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσμέτρητη,
ἀπεριόριστη, ἀτέλειωτη.
Συνεχίζει
ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὅταν μέ δάκρυα
μετανοοῦμε, νά εἶσθε βέβαιοι ὅτι τό
σφουγγάρι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σβήνει
ὅλα τά ἁμαρτήματα.
Καί
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σβήνει ὅλα τά
ἁμαρτήματα, ὥστε οὔτε ἴχνος δέν ἀφήνει.
Ἄν
ἔχης ἕνα τραῦμα, γιατρεύεται, ἀλλά
παραμένει τό σημάδι, ἡ οὐλή. Ἄν ἔχης
μία ἁμαρτία, μέ τήν μετάνοια συγχωρεῖται
καί ἐξαφανίζεται καί οὔτε οὐλή μένει.
Ἡ
μετάνοια ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα καταπληκτικό
θαῦμα· στή λήθη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός,
καρδιογνώστης καί παντογνώστης, πού
μέσα στή μνήμη Του εἴμεθα ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι, καί εἶναι ὅλες οἱ πράξεις
μας, αὐτός ὁ Θεός φθάνει στήν ἀμνησία!
Λησμονεῖ τά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων
πού εἰλικρινά μετανοοῦν.
Ὦ!
πόσο θάρρος καί παρηγοριά μᾶς δίνει ὁ
ἱερός Χρυσόστομος! Ὁ χρυσός τῇ γλῶττᾳ
καί τῇ καρδίᾳ, ἀκολουθῶντας τό
παράδειγμα τοῦ Κυρίου, μισεῖ τήν
ἁμαρτία, ἀγαπᾶ τόν ἁμαρτωλό· καυτηριάζει
τά ἁμαρτωλά πάθη, ἀγκαλιάζει τούς
ἁμαρτωλούς. Ὁ Χρυσόστομος φοβᾶται νά
μή πέση ὁ ἁμαρτωλός σ᾿ ἕνα ἀπό τά δύο
ἄκρα. Τό ἔνα ἄκρο εἶναι ἡ ἀπόγνωσις
καί ἡ ἀπελπισία. Τό ἄλλο εἶναι ἡ
ραθυμία καί ἡ ἐπανάπαυσις. Ὁ διάβολος
ἔχει δύο ὅπλα, μέ τά ὁποῖα δίνει τή
χαριστική βολή στόν ἁμαρτωλό. Τό ἕνα
ὅπλο εἶναι γιά τούς εὐαίσθητους, τό
ἄλλο γιά τούς ἀναίσθητους.
Γιά
τούς εὐαίσθητους διαθέτει τό ὅπλο
τῆς ἀπογνώσεως, τῆς ἀπελπισίας.
Προσπαθεῖ ν᾿ ἀπελπίση τόν ἁμαρτωλό:
Πώ
πώ! τί εἶναι αὐτό πού ἔκανες; τώρα γιά
σένα δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ποιός θά σέ
σώση; – Ὄχι ἀπαντᾶ ὁ Χριστιανός. Ὕπαγε
ὀπίσω μου, Σατανά τῆς ἀπογνώσεως. Φύγε,
ἀλιτήριε, γιατί μέ τή σκιά σου κρύβεις
τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τή μεγάλη μου
ἐλπίδα. Ἁμαρτάνω, ναί, τό ξέρω, ἀλλά
πιστεύω στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Γιά
τούς ἀναίσθητους ἔχει τό ὅπλο τῆς
ραθυμίας καί ἐπαναπαύσεως.
Ἔλα,
καϋμένε, καλός εἶσαι. Καί τί ἔκανες στό
κάτω – κάτω γιά νά μετανοήσης; Ἐγκληματίας
εἶσαι; δέν σκότωσες καί κανένα; Μακάρι
νἆσαν ὅλοι σάν καί σένα.
Ὄχι
ἀπαντᾶ ὁ Χριστιανός.
Ὕπαγε
πίσω μου Σατανά τῆς ραθυμίας καί τῆς
ψευδαισθήσεως. Φύγε, γιατί ἡ μορφή σου
μοῦ κρύβει τόν πνευματικό καθρέπτη,
γιά νά καθρεπτιστῶ καί νά ἰδῶ, μέ
συναίσθησι ὅτι εἶμαι γεμάτος πληγές
καί ἔχω ἀνάγκη θεραπείας.
Ἡ
μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμι.
Παίρνει
τό κάρβουνο καί τό κάνει διαμάντι.
Παίρνει
τό λύκο καί τόν κάνει ἀρνί.
Παίρνει
τόν ἄγριο καί τόν κάνει ἅγιο.
Παίρνει
τόν αἱματοβαμμένο ληστή καί τόν κάνει
πρῶτο κάτοικο τοῦ Παραδείσου.
Ἀκριβῶς,
ἐπειδή ἔχει τέτοια δύναμι ἡ μετάνοια,
γι᾿ αὐτό ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται ν᾿
ἀποτρέψη τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν μετάνοια.
Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιρρήσεις πολλῶν
ἀνθρώπων ὡς πρός τήν μετάνοια καί τήν
ἐξομολόγησι.
Λέει
κάποιος «Ἀφοῦ θά ξαναπέσω, γιατί νά
πάω νά ἐξομολογηθῶ; Ξέρω ὅτι θά ξανακάνω
τά ἴδια...». Δέν ἀρρωσταίνεις μιά
φορά. Πολλές φορές ἀρρωσταίνεις ἀπό
τήν ἴδια ἀρρώστια, καί κάθε φορά πού
ἀρρωσταίνεις πηγαίνεις στό γιατρό καί
παίρνεις φάρμακα πού σοῦ δίνει. Τό ἴδιο
κάνε καί γιά τήν ψυχή σου. Κάθε φορά πού
πληγώνεσαι, ἔστω κι ἄν πληγώνεσαι στό
ἴδιο μέρος, μετανόησε καί ἐξομολογήσου.
Κάποτε τό φάρμακο τῆς χάριτος θά
γιατρέψη ὁλότελα τήν συγκεκριμένη
πληγή.
Τό
ἁμαρτωλό πάθος μοιάζει πολλές φορές
μέ δένδρο, πού ρίζωσε βαθειά καί φαίνεται
δύσκολο νά ξερριζωθῆ. Εἶδες τί ἔκαναν
οἱ ὑλοτόμοι στήν παλαιά ἐποχή; Μέ
τσεκούρι ἔκοβαν τό δένδρο. Φαντάσου
δένδρο ριζωμένο, μέ μεγάλο κορμό. Ὁ
ὑλοτόμος τό κτυπᾶ μέ μιά τσεκουριά.
Δέν πέφτει ἀσφαλῶς μέ τήν πρώτη
τσεκουριά. Τό κτυπᾶ μέ δεύτερη, μέ τρίτη,
μέ δέκα... Κάποτε τό δένδρο λυγίζει καί
πέφτει. Ἔτσι εἶναι καί τό ἁμαρτωλό
πάθος. Μπορεῖ μέ τήν πρώτη τσεκουριά
νά μήν πέση. Συνέχισε μέ τή διαρκῆ
μετάνοια νά κτυπᾶς τό πάθος. Νά εἶσαι
σίγουρος, πώς κάποια μέρα, θά πέση τό
πάθος, θ᾿ ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἀμαρτία
πού χρόνια σέ βασάνιζε. Ἔτσι λέει ὁ
ἱερός Χρυσόστομος.
«Μετανοῶ,
ἀλλά ντρέπομαι νά ὁμολογήσω τ᾿
ἁμαρτήματά μου. Εἶναι τόσα πολλά, ὥστε
ντρέπομαι νά τά παρουσιάσω στόν ἐξομολόγο
κληρικό». Ἡ ντροπή πρέπει νά ὑπάρχη,
ἀλλά πρό, ὄχι μετά τήν ἁμαρτία. Νά
ντρεπώμεθα νά διαπράξωμε τό κακό, νά
μήν ντρεπώμεθα νά ὁμολογήσουμε τό κακό.
Ἡ
μετάνοια ἐκφράζεται σάν ὁμολογία τῶν
ἁμαρτημάτων, σάν ἐξαγόρευσις. Μήν
ντρέπεσαι νά πῆς τίς ἁμαρτίες σου.
Κάποτε θά γίνη ἡ ἀποκάλυψις τῶν
ἁμαρτημάτων μας. Ἤ θά τίς ἀποκαλύψουμε
ἐμεῖς, μόνοι μας, μπροστά σ᾿ ἕνα
πρόσωπο, στόν πνευματικό, ἤ θά τίς
ἀποκαλύψη ὁ Θεός τήν ἡμέρα ἐκείνη
μπροστά σ᾿ ὅλους τούς ἀγγέλους καί
τούς ἀνθρώπους. Ἄν προλάβουμε πρῶτοι
νά κατηγορήσουμε τόν ἑαυτόν μας μέ τή
μετάνοια, ἐξαλείφονται ὅλες οἱ ἁμαρτίες
μας καί ἀθωωνόμαστε. «Εἶμαι τόσο πολύ
ἁμαρτωλός, πού ἀμφιβάλλω γιά τή σωτηρία
μου...». Ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ! Ὁ
Παράδεισος δέν εἶναι γιά τούς ἁμαρτωλούς.
Ὁ Παράδεισος εἶναι γεμάτος ἀπό
ἁμαρτωλούς πού μετανόησαν. Εἶναι καί
γιά μᾶς ἀνοικτός ὁ Παράδεισος, ἀρκεῖ
νά κάνουμε τό πρῶτο βῆμα ἐμεῖς· τό
βῆμα τῆς μετανοίας. Τότε σπεύδει ὁ
Θεάνθρωπος Κύριος νά κάνη δέκα βήματα
γιά νά μᾶς ἀγκαλιάση· εἶναι τά βήματα
τοῦ ἐλέους καί τῆς συγγνώμης.
Μέ
πόνο θερμῆς προσευχῆς ἄς ποῦμε:
Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, δώρησέ μας ἀληθινή,
δακρύβρεκτη μετάνοια.
Ἐσύ
μᾶς ἔμεινες μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας.
Εἶσαι
ἡ ἀλήθεια μέσα σέ τόσα ψέματα.
Εἶσαι
ἡ χαρά μας μέσα σέ τόσες θλίψεις.
Εἶσαι
ἡ λύτρωσίς μας μέσα σέ τόση ἁμαρτία.
Εἶσαι
ἡ εἰρήνη μέσα σ᾿ ἕνα κόσμο τόσο
ταραγμένο.
Δόξα
τῇ μακροθυμίᾳ καί τῇ ἀνοχῇ σου Κύριε.
Ἀμήν.
Τέλος
καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος,
αἶνος καί δόξα εἰς τούς
αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ὁ
Χριστός εἶναι ἡ παρηγορία μας
καί
ἡ λύτρωσή μας.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
1Ἡ
ὁμιλία αὐτή τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ ἔγινε
στήν πόλη Σάν Χοζέ τῆς Καλιφόρνιας πρίν
περίπου 30 χρόνια, καί δημοσιεύεται τό
2014 στήν Θεσσαλονίκη.
2Κεφ.
Α΄, 16.
3Ἡσ.
Α΄, 18.
4Α΄
Ἰωάν. Α΄: 7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου