Μέρος δεύτερο: υπομνηματισμός των χωρίων Α΄ Κορ. 13,1-4 [Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, α΄]
Και πρόσεξε από πού αρχίζει· πρώτα από αυτό που θεωρούνταν από αυτούς θαυμαστό και μέγα, το χάρισμα των γλωσσών. Και αφού παρουσίασε το χάρισμα, δε δείχνει τόσο όσο είχαν αυτοί, αλλά πολύ περισσότερο. Διότι δεν είπε, «εάν ομιλώ γλώσσα», αλλά « Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ (:εάν υποτεθεί ότι έχω τέτοια ικανότητα, ώστε να εννοώ και να ομιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων)»[Α΄Κορ.13,1]. Τι σημαίνει «των ανθρώπων»; Όλων των εθνών της οικουμένης. Και ούτε σε αυτήν την υπερβολή αρκέστηκε, αλλά θέτει και άλλη πολύ μεγαλύτερη, καθώς συνεχίζει και λέγει «καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον(:και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει χαλκός που ηχολογάει ή κύμβαλο που αλαλάζει χωρίς να αναδίδει κανένα μουσικό φθόγγο)». Είδες πού ανύψωσε το χάρισμα και πού το γκρέμισε και το καταβίβασε; Διότι δεν είπε απλώς, ότι δεν είμαι τίποτε, αλλά ότι «έγινα χαλκός που ηχεί», κάτι αναίσθητο και άψυχο.
Πώς εννοεί δε το «χαλκὸς ἠχῶν »; Εννοεί χαλκό ο οποίος φωνάζει μεν, αλλά άσκοπα και μάταια και χωρίς να χρησιμεύει σε τίποτε. Διότι θα φανώ ότι σπεύδω για το τίποτε, αλλά και ενοχλώ και γίνομαι φορτικός και βαρετός στους πολλούς. Βλέπεις πως αυτός που δεν έχει αγάπη μοιάζει με άψυχο και αναίσθητο πράγμα; «Γλῶσσα ἀγγέλων» επίσης εδώ λέγει, όχι διότι θεωρεί ότι οι άγγελοι έχουν σώμα, αλλά αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Και αν ομιλώ έτσι, όπως επικρατεί νόμος να ομιλούν μεταξύ τους οι άγγελοι, χωρίς την αγάπη δεν είμαι τίποτε, αλλά επιπλέον είμαι και φορτικός και βαρετός».
Έτσι χρησιμοποιεί λοιπόν και αλλού τις λέξεις, όπως όταν λέγει ότι «ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων(:Και υπερύψωσε και ως άνθρωπο τον Ιησού ο Θεός Πατήρ για να καμφθεί στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατο με ευλάβεια και σεβασμό και να προσκυνήσουν τον Ιησού οι επουράνιοι άγγελοι και αυτά ακόμη τα πονηρά πνεύματα, που είναι στα καταχθόνια, να υποταχθούν με φόβο και τρόμο ενώπιον της θείας Του δυνάμεως και δόξης)»[Φιλιπ.2,10],όχι διότι αποδίδει γόνατα και οστά στους αγγέλους, μη γένοιτο, αλλά με την ανθρώπινη αυτήν εικόνα θέλει να δείξει και να τονίσει την προσκύνηση. Έτσι και εδώ είπε «γλῶσσα», όχι για να δηλώσει το σαρκικό όργανο της γλώσσας, αλλά διότι θέλει να δείξει με τον γνωστό σε εμάς τρόπο την μεταξύ των αγγέλων συνομιλία.
Ακολούθως για να γίνει ο λόγος ευχαρίστως δεκτός, δε σταματά στο χάρισμα των γλωσσών, αλλά προχωρεί και στα υπόλοιπα χαρίσματα, και κρίνοντας αυτά ως στερημένα κάθε αξίας χωρίς αυτήν, τότε παρουσιάζει την εικόνα της. Και επειδή θέλησε να αυξήσει προοδευτικά τον λόγο, αφού αρχίζει από τα κατώτερα ανεβαίνει προς τα ανώτερα. Αυτό δηλαδή το οποίο έθεσε τελευταίο, όταν παρουσίασε την τάξη των χαρισμάτων, δηλαδή το χάρισμα των γλωσσών, αυτό τώρα αριθμεί πρώτο, καθότι όπως είπα ανεβαίνει λίγο-λίγο. Διότι, αφού είπε για το χάρισμα των γλωσσών, αμέσως μεταβαίνει στο χάρισμα της προφητείας και λέγει: «καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν(:και εάν έχω το χάρισμα προφητείας)»· και αυτό πάλι με υπερβολή. Όπως ακριβώς δηλαδή προηγουμένως δεν είπε απλώς γλώσσες, αλλά τις γλώσσες όλων των ανθρώπων, και καθώς προχωρούσε, τις γλώσσες των αγγέλων, και τότε έδειξε ότι το χάρισμα δεν είναι τίποτε χωρίς την αγάπη, έτσι και εδώ δεν λέγει μόνο για την προφητεία, αλλά για την προφητεία στον μέγιστο βαθμό. Διότι αφού είπε «καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν(:εάν έχω το χάρισμα προφητείας)», πρόσθεσε: «καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν(: και γνωρίζω όλα τα άγνωστα και απόκρυφα μυστήρια και όλη τη γνώση που μπορεί να χωρέσει ποτέ ανθρώπινη διάνοια)»[Α΄Κορ.13,2], αφού παρουσίασε με έμφαση και αυτό το χάρισμα.
Στη συνέχεια προχωρεί και στα άλλα χαρίσματα. Και για να μη φανεί ότι ενοχλεί με το να λέγει πάλι το καθένα από αυτά, παρουσιάζει τη μητέρα και πηγή των χαρισμάτων, και αυτήν πάλι με υπερβολή και λέγει: «καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν(: και εάν έχω την πίστη σε όλη της την πληρότητα)»· και δεν αρκέστηκε ούτε σε αυτό, αλλά πρόσθεσε και αυτό που είπε ο Χριστός ως μέγιστο πράγμα: «ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,οὐδέν εἰμι(: ώστε με τη δύναμή της να μετακινώ βουνά, δεν έχω όμως αγάπη, δεν είμαι τίποτε)»[πρβ :Ματθ.17,20: «ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν(: Σας διαβεβαιώνω εάν έχετε πίστη σαν τον μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πείτε στο βουνό τούτο:’’πήγαινε από εδώ εκεί’’ και θα πάει και τίποτε δε θα είναι για σας αδύνατο)»]. Και κοίταξε πώς πάλι και από εδώ μειώνει την αξία που απέδιδαν στο χάρισμα των γλωσσών· διότι στο μεν χάρισμα της προφητείας δείχνει ότι είναι πολύ το κέρδος από αυτήν, το να γνωρίζει όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και στην πίστη δείχνει την δύναμή της, το να μεταθέτει όρη· ενώ στο χάρισμα των γλωσσών αφού μόνο ανέφερε αυτό, το προσπέρασε.
Εσύ όμως πρόσεχε και εκείνο, πώς σε σύντομο λόγο συμπεριέλαβε όλα τα χαρίσματα με το να πει το χάρισμα της προφητείας και της πίστεως. Διότι ή στους λόγους ή στα έργα βρίσκονται τα θαύματα. Και πώς ο Χριστός λέγει ότι το μικρότερο δείγμα της δύναμης της πίστεως είναι το να μπορεί να μεταθέσει ένα όρος; Διότι όπως το ελάχιστο της πίστεως έδειξε αυτό όταν είπε: «εάν έχετε πίστη ωσάν τον κόκκο σινάπεως, θα πείτε στο όρος τούτο ‘’Μετατοπίσου’’ και θα μετατοπιστεί»· ενώ ο Παύλος λέγει ότι όλη η πίστη αυτή είναι; Τι λοιπόν θέλει να πει; Επειδή αυτό ήταν μέγα κατόρθωμα, το να μετατοπίσει κανείς όρος, γι’ αυτό και μνημόνευσε αυτό, όχι διότι όλη η πίστη μπορεί μόνον, αυτό, αλλά επειδή στους πλέον σαρκικούς αυτό φαινόταν ότι είναι μέγα, εξαιτίας του μεγέθους του πράγματος και από αυτό τονίζει το θέμα αυτό. Αυτό που εννοεί είναι το εξής· εάν έχω όλη την πίστη, και εάν μπορώ να μετατοπίζω και όρη, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε.
«καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι(:και εάν διαθέσω όλα μου τα υπάρχοντα, για να αγοράσω ψωμιά και θρέψω με τα ίδια μου τα χέρια αυτούς που πεινούν, και εάν παραδώσω το σώμα μου να καεί στη φωτιά, αλλά δεν έχω αγάπη, τίποτε δεν ωφελούμαι)»[Α΄Κορ.13.3]. Πω πω, τι υπερβολή! Διότι και αυτά προσθέτει επιπλέον στα άλλα. Διότι δεν είπε, «εάν δώσω στους πτωχούς την μισή μερίδα της περιουσίας ή τις δύο ή τις τρεις μερίδες», αλλά «εάν όλη μου την περιουσία δώσω». Και δεν είπε, «εάν δώσω», αλλά «εάν θρέψω», για να προστίθεται στη δαπάνη και η υπηρεσία με κάθε φροντίδα σε αυτούς που έχουν ανάγκη. «Και εάν παραδώσω το σώμα μου για να καεί»· δεν είπε «εάν πεθάνω», αλλά και αυτό με υπερβολή. Διότι αφού έλαβε τον χειρότερο από όλους θάνατο ως παράδειγμα, το να καεί ζωντανός, και αυτός ο θάνατος είπε ότι χωρίς αγάπη δεν είναι τίποτε. Πρόσθεσε λοιπόν «οὐδὲν ὠφελοῦμαι(:καμία ωφέλεια δεν έχω)».
Αλλά ακόμη δεν έδειξα όλη την υπερβολή, αφού δεν παρουσίασα τις μαρτυρίες του ίδιου του Χριστού για την ελεημοσύνη και τον θάνατο. Ποιες λοιπόν είναι οι μαρτυρίες; Στον πλούσιο λέγει: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι(:Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς, και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό και έλα ακολούθησέ με)»[Ματθ.19,21]· και για την αγάπη για τον πλησίον όταν ομιλεί, λέγει: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ(:Δεν έχει κανείς μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν, από το να θυσιάσει τη ζωή του για τους φίλους του)»[Ιω.15,13]· από το οποίο είναι φανερό ότι και για τον Θεό αυτό είναι το μέγιστο όλων. «Αλλά εγώ λέγω», λέγει ο Παύλος, «ότι και αν ακόμη για τον Θεό θυσιάσουμε τη ζωή μας, και όχι απλώς τη θυσιάσουμε, αλλά και καούμε- διότι αυτό σημαίνει το «εάν παραδώσω το σώμα μου για να καεί»- δεν έχουμε μέγα κέρδος από αυτό εάν δεν αγαπούμε τον πλησίον».
Το να λέμε λοιπόν για τα χαρίσματα ότι δεν ωφελούν καθόλου όταν λείπει η αγάπη, δεν υπάρχει τίποτε αξιοθαύμαστο σε αυτό· διότι και από τη ζωή έρχονται δεύτερα τα χαρίσματα. Πολλοί βεβαίως οι οποίοι παρουσίασαν χαρίσματα, επειδή έγιναν κακοί, κολάστηκαν, όπως εκείνοι οι οποίοι στο όνομα του Χριστού προφήτευαν και εξέβαλαν πολλά δαιμόνια και έκαναν πολλά θαύματα, όπως ο Ιούδας ο προδότης· ενώ άλλοι πιστοί οι οποίοι έζησαν καθαρό βίο, δεν χρειάστηκαν τίποτε άλλο για να σωθούν. Το ότι μεν λοιπόν τα χαρίσματα έχουν ανάγκη της αγάπης, δεν είναι καθόλου άξιο απορίας· αλλά το ότι και η άμεμπτη και τέλεια ζωή καθόλου δεν ωφελεί χωρίς την αγάπη, αυτό είναι που δείχνει την υπερβολή και προκαλεί πολλή απορία, και μάλιστα όταν ο Χριστός και τα δύο αυτά δείχνει ότι τα εκτιμά ως μεγάλα, δηλαδή την ακτημοσύνη και τους πόνους του μαρτυρίου. Διότι και στον πλούσιο λέγει, όπως ήδη ανέφερα « Εάν θέλεις αν είσαι τέλειος, πήγαινε και πώλησε όσα έχεις και μοίρασέ τα στους φτωχούς και έλα ακολούθησέ με»· και στους μαθητές Του όταν μιλούσε για το μαρτύριο, έλεγε, «ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν(:εκείνος που θα θυσιάσει τη ζωή του εξαιτίας της πίστης του σε Εμένα, αυτός θα κληρονομήσει τη μακάρια και ατελεύτητη ζωή)»[Ματθ.16,25]· και «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς(:Καθένας λοιπόν που με πίστη και θάρρος και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου ως δικό μου)»[Ματθ.10,32]. Διότι είναι πολύς ο κόπος αυτού του κατορθώματος και υπερβαίνει σχεδόν και αυτήν τη φύση· και το γνωρίζουν αυτό καλώς όσοι αξιώθηκαν αυτών των στεφάνων, και κανείς λόγος δε θα μπορέσει να το περιγράφει αυτό. Τόσο γενναίας ψυχής έργο είναι και υπερβολικά θαυμαστό.
«Αλλά αυτό, που είναι άξιο θαυμασμού, δεν ωφελεί πολύ», είπε ο Παύλος, «χωρίς την αγάπη, ακόμη και αν έχει συνενωμένη την ακτημοσύνη». Γιατί λοιπόν ομίλησε έτσι; Αυτό τώρα θα επιχειρήσω να δείξω, αφού προηγουμένως εξετάσω με ποιο τρόπο εκείνος που δίνει όλα του τα υπάρχοντα για να θρέψει πτωχούς, μπορεί να μην έχει αγάπη. Διότι αυτός μεν που είναι έτοιμος να καεί και έχει τα χαρίσματα, είναι δυνατόν ίσως και να μην έχει αγάπη, ενώ αυτός που όχι μόνον δίνει τα υπάρχοντά του, αλλά και τρέφει με αυτά, πώς δεν αγαπά; Τι πρέπει λοιπόν να πούμε; Ή ότι έκανε μία υπόθεση και εξέλαβε αυτό που δεν μπορεί να γίνει, σαν να γίνεται, πράγμα που αγαπά να κάνει πάντοτε ο απόστολος Παύλος, όταν θέλει να παραστήσει κάτι με κάποια υπερβολή, όπως όταν γράφει στους Γαλάτες και λέγει : «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω (:Αλλά και αν εμείς οι ίδιοι ή κάποιος άγγελος από τον ουρανό σάς κηρύξει διαφορετικό ευαγγέλιο από εκείνο που σας κηρύξαμε εμείς, αυτός ας είναι ανάθεμα)»[Γαλ.1,8]. Αν και ούτε αυτός, ούτε κανείς άγγελος επρόκειτο να το κάνει αυτό· αλλά για να δείξει την υπερβολική σημασία του πράγματος, είπε και αυτό που καθόλου δεν επρόκειτο να γίνει.
Και πάλι όταν γράφει στους Ρωμαίους λέγει: «πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα,οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν(: Διότι έχω απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα, ότι ούτε ο θάνατος,με τον οποίο μάς απειλούν, ούτε οι τέρψεις και οι απολαύσεις της ζωής, τις οποίες μάς υπόσχονται, ούτε οι υπερκόσμιες δυνάμεις, τα επουράνια τάγματα των αγγέλων και των αρχών και των δυνάμεων, ούτε οι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος ούτε τα μελλοντικά γεγονότα, ούτε ύψος, ούτε βάθος ταπεινώσεως και περιφρονήσεως, ούτε καμία άλλη κτίση διαφορετική από αυτήν που βλέπουμε, θα μπορέσει ποτέ να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού,όπως μας τη φανέρωσε ο Ίδιος διαμέσου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»[Ρωμ.8,38-39]. Ούτε αυτό βεβαίως επρόκειτο να κάνουν οι άγγελοι, αλλά και εδώ υποθέτει το αδύνατο, όπως και το επόμενο όταν αναφέρει· «ούτε κανένα άλλο δημιούργημα». Αν και δεν υπάρχει άλλο δημιούργημα, διότι όλη τη δημιουργία συμπεριέλαβε, αφού είπε όλα και όσα είναι στα ύψη και όσα είναι στα βάθη, αλλά και εδώ υποθέτει το αδύνατον να γίνει, για να δείξει τον υπερβολικό του πόθο για τον Θεό. Αυτό λοιπόν κάνει και εδώ όταν λέγει ότι και αν κανείς δώσει τα πάντα, αλλά δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται καθόλου. Ή αυτό λοιπόν είναι πιθανό ότι εννοεί ή ότι θέλει αυτούς που δίνουν, να συνδέονται επιπλέον με αυτούς που λαμβάνουν, και όχι απλώς να δίνουν χωρίς να συμπάσχουν, αλλά όταν ελεούν και να θλίβονται και να συντρίβονται και να συμπονούν με αυτούς που έχουν ανάγκη.
Για τον λόγο λοιπόν αυτό ετέθη και η ελεημοσύνη ως νόμος από τον Θεό. Διότι μπορούσε ο Θεός να τρέφει τους πτωχούς και χωρίς αυτό, αλλά για να μας συνδέσει στην αγάπη και για να έχουμε πολύ θερμή διάθεση μεταξύ μας, νομοθέτησε από εμάς να τρέφονται αυτοί. Γι' αυτό λέγει και αλλού· «οὐχὶ καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος; οὕτως κρείσσων λόγος ἢ δόσις(: Ο δροσερός άνεμος δεν είναι εκείνος, ο οποίος μειώνει και καταπαύει τον καύσωνα; Έτσι και ένας καλός λόγος είναι ανώτερος από μια υλική βοήθεια)»[Σοφ. Σειράχ, 18,16]· και «οὐκ ἰδοὺ λόγος ὑπὲρ δόμα ἀγαθόν;(: Δεν είναι πράγματι ο καλός λόγος ανώτερος και από την πλουσιότερη δωρεά;)»[ Σοφ. Σειράχ, 18,17]. Και ο ίδιος ο Χριστός λέγει «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν(: ευσπλαχνία θέλω και όχι τυπική θυσία)»[ Ματθ.9,13]. Διότι επειδή συνήθως και αυτούς που ευεργετούνται αγαπούν και αυτοί που ευεργετούνται διάκεινται φιλικώς προς τους ευεργέτες τους νομοθέτησε αυτό για να δημιουργήσει σύνδεσμο φιλίας.
Αλλά αυτό το οποίο ζητούμε είναι πώς αφού ο Χριστός είπε ότι και τα δύο αυτά είναι γνωρίσματα τελειότητας, ο Παύλος λέγει ότι αυτά χωρίς αγάπη είναι γνώρισμα ατέλειας. Όχι βέβαια διότι αντιλέγει στο Χριστό, μη γένοιτο, αλλά και απολύτως συμφωνεί. Διότι στον πλούσιο και ο Χριστός δεν είπε απλώς «πώλησε όσα έχεις και μοίρασέ τα στους πτωχούς» αλλά πρόσθεσε «και έλα ακολούθησέ με». Στο να ακολουθούμε ωστόσο τον Χριστό, τίποτε δε μας αποδεικνύει τόσο μαθητές του Χριστού, όσο το να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Διότι λέγει :«ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις (:από αυτό θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας)»[Ιω.13,35].
Και όταν λέγει δε «Εκείνος που θα χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου αυτός θα τη βρει» και «όποιος με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον Πατέρα μου τον ουράνιο», δεν εννοεί ότι δεν πρέπει να αγαπούμε, αλλά φανερώνει τον μισθό που αναμένει αυτούς τους κόπους. Διότι το ότι ζητεί και την αγάπη μαζί με το μαρτύριο, σε άλλο σημείο υπαινίχτηκε σαφώς, όταν είπε τα εξής: «τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε(:Το μεν ποτήριο που θα πω εγώ, θα το πιείτε και εσείς, κατά το βάπτισμα που πρόκειται να βαπτιστώ μέσα στα παθήματά μου, θα το βαπτιστείτε)»· δηλαδή θα μαρτυρήσετε, εξαιτίας της πίστης σας προς Εμένα· «τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου(:Το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου)»- όχι επειδή θα κάθονταν κάποιοι στα αριστερά και στα δεξιά, αλλά έτσι λέγει την ουράνια πρωτοκαθεδρία και την ύψιστη τιμή-«(δεν ανήκει σε εμένα να το δώσω, αλλά θα δοθεί σε εκείνους για τους οποίους έχει ετοιμαστεί από τον Πατέρα μου)»[ Ματθ.20,23].
Στη συνέχεια για να δείξει για ποιους έχει ετοιμαστεί αφού τους κάλεσε είπε: «οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται πάντων διάκονος(:Τέτοιο πράγμα όμως μεταξύ σας δεν πρέπει να συμβαίνει. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχτεί μέγας μεταξύ σας, ας είναι υπηρέτης όλων.»[Ματθ. 20,26] και φανερώνει την ταπεινοφροσύνη και την αγάπη. Απαιτεί επίσης αγάπη δυνατή. Για τούτο βεβαίως ούτε μέχρις εδώ στάθηκε αλλά και πρόσθεσε: «ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν(:Όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να υπηρετήσει και να δώσει τη ζωή Του λίτρο για να εξαγοράσει και να ελευθερώσει από τον αιώνιο θάνατο πολλούς, οι οποίοι θα πιστέψουν σε Αυτόν)»[Ματθ. 20,28]· και δείχνει ότι τόσο πρέπει να αγαπούμε, ώστε και να σφαγιαζόμαστε για αυτούς που αγαπούμε· διότι αυτό κυρίως είναι το να αγαπούμε τον Θεό. Γι' αυτό και στον Πέτρο λέγει: «Εάν με αγαπάς, ποίμανε τα λογικά πρόβατά μου»[Ιω.21,16].
Και για να γνωρίσετε πόσο μέγα είναι το κατόρθωμα, ας την παραστήσουμε με τον λόγο, διότι στην πραγματικότητα δεν τη βλέπουμε να φαίνεται πουθενά και ας σκεφτούμε, εάν υπήρχε αυτή παντού πλούσια, πόσα αγαθά θα συνέβαιναν. Διότι ούτε νόμοι, ούτε δικαστήρια θα χρειάζονταν, ούτε τιμωρίες και κολασμοί, ούτε τίποτε άλλο από αυτά. Διότι εάν όλοι αγαπούσαν και τους αγαπούσαν, κανείς δε θα αδικούσε σε τίποτε, αλλά και φόνοι και μάχες και πόλεμοι και επαναστάσεις κα κλοπές και πλεονεξίες και όλα τα κακά θα εξαφανίζονταν και μέχρι και το όνομα της κακίας θα ξεχνιόταν και θα γινόταν άγνωστο. Τα χαρίσματα όμως δεν επιτυγχάνουν αυτά, αλλά επιπλέον και οδηγούν σε κενοδοξία και ανοησία αυτούς που δεν προσέχουν.
Και το πολύ αξιοθαύμαστο στην αγάπη είναι ότι τα μεν άλλα αγαθά είναι συνδεδεμένα με αντίστοιχα κακά· όπως δηλαδή, ο ακτήμονας πολλές φορές πέφτει σε υπερηφάνεια γι' αυτό, αυτός που λέγει ότι έχει γνώση πάσχει από δοξομανία, ο ταπεινόφρονας πολλές φορές επαίρεται μέσα του για την ταπεινοφροσύνη του· ενώ η αγάπη είναι απαλλαγμένη από όλη αυτήν την ακαθαρσία· διότι δεν μπορεί κανείς να υπερηφανευτεί ποτέ σε βάρος εκείνου τον οποίο αγαπά. Και μη μου παρουσιάσεις ένα που να αγαπά αλλά όλους και τότε θα δεις την αρετή της αγάπης· μάλλον δε εάν θέλεις πρώτα πάρε ως παράδειγμα έναν που να αγαπά και έναν που να αγαπιέται, αλλά που να αγαπά όπως πρέπει να αγαπά. Αυτός λοιπόν θα κατοικήσει τη γη σαν σε ουρανό, αφού παντού θα απολαμβάνει γαλήνης και θα πλέκει για τον εαυτό του αναρίθμητους στεφάνους. Διότι αυτός θα κρατήσει την ψυχή του καθαρή και από φθόνο και οργή και συκοφαντία και ανοησία και πονηρή επιθυμία και από κάθε άτοπο έρωτα. Διότι όπως στον εαυτό του δε θα έκανε τίποτε κακό, έτσι ούτε αυτός στον πλησίον του. Επειδή δε θα είναι τέτοιος, θα στέκει στο ύψος του Γαβριήλ ενώ θα βαδίζει επάνω στη γη.
Και αυτός μεν που έχει αγάπη, είναι τέτοιος· αυτός όμως που κάνει θαύματα και έχει τέλεια γνώση, χωρίς την αγάπη, ακόμη και αν αναστήσει χιλιάδες νεκρούς, δε θα ωφεληθεί πολύ, καθώς θα είναι αποκομμένος από όλους και δε θα ανέχεται κοινωνία με τους συνδούλους του. Γι' αυτό βεβαίως και ο Χριστός είπε ότι σημείο της τέλειας αγάπης είναι το να αγαπά κανείς τον πλησίον. Διότι « εάν με αγαπάς, Πέτρε, περισσότερο από αυτούς, ποίμαινε τα λογικά πρόβατά μου». Είδες πως και εδώ πάλι υπαινίχτηκε ότι αυτό είναι ανώτερο από το μαρτύριο; Διότι εάν κάποιος είχε ένα τέκνο αγαπητό, για το οποίο θα έδινε και τη ζωή του και ύστερα τον μεν πατέρα αγαπούσε, ενώ για το τέκνο έδειχνε αδιαφορία, θα εξόργιζε πολύ τον πατέρα του και δε θα αισθανόταν την αγάπη του εξαιτίας του ότι παραβλέπει το τέκνο του. Εάν δε συμβαίνει αυτό στην περίπτωση πατρός και παιδιού, πολύ περισσότερο στον Θεό και τους ανθρώπους. Διότι ο Θεός είναι περισσότερο φιλόστοργος από κάθε πατέρα. Γι’ αυτό βεβαίως όταν είπε « ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.(:να αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλο τον νου σου· Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή)», συνέχισε «δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ(:δεύτερη δε εντολή όμοια με αυτήν)» και δε σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν(: είναι να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου)»[Ματθ.22,38].
Και πρόσεχε πως απαιτεί να τηρείται και αυτή με την ίδια σχεδόν υπερβολική φροντίδα. Διότι για τον Θεό μεν λέγει «με όλη την καρδιά σου», για τον πλησίον όμως «όπως τον εαυτό σου», πράγμα που είναι ίσο με το «με όλη την καρδιά σου». Διότι εάν τηρείτο αυτό τελείως ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος θα υπήρχε, ούτε άρχοντας, ούτε αρχόμενος, ούτε πλούσιος, ούτε πτωχός, ούτε μικρός, ούτε μεγάλος, ούτε ο διάβολος θα ήταν ποτέ γνωστός· δε λέγω μόνο για αυτόν, αλλά εάν υπήρχε και άλλος τέτοιος, μάλλον δε εάν υπήρχαν και εκατό και χιλιάδες τέτοιοι, τίποτε δε θα μπορούσαν να κάνουν εάν υπήρχε η αγάπη. Διότι περισσότερο θα μπορούσε να βαστάξει το ξερό χόρτο την εφόρμηση της φωτιάς, παρά ο διάβολος τη φλόγα της αγάπης. Η αγάπη είναι ισχυρότερη από το τείχος και στερεότερη από τον αδάμαντα· και εάν πεις κάτι άλλο στερεότερο από τον αδάμαντα, όλα τα υπερβαίνει η στερεότητα της αγάπης. Αυτήν ούτε ο πλούτος, ούτε η φτώχια τη νικά· μάλλον δε ούτε θα υπήρχε φτώχεια, ούτε πλούτος πέραν του μέτρου, εάν υπήρχε αγάπη, αλλά μόνο τα αγαθά και από τα δύο. Διότι θα ωφελούμαστε και την αφθονία του πλούτου και την αμεριμνησία της αγάπης· και ούτε τις φροντίδες του πλούτου, ούτε τη στέρηση της φτώχειας θα υποφέραμε.
Και τι λέγω τα κέρδη από αυτήν; Διότι αυτό καθεαυτό το να αγαπάς σκέψου πόσο μεγάλο είναι, πόση ευφροσύνη φέρει, πόση χάρη δίνει στην ψυχή, πράγμα που είναι εξαιρετικό και μοναδικό γνώρισμα της αγάπης. Διότι οι μεν άλλες αρετές έχουν συνδεδεμένο τον κόπο, όπως η νηστεία, η καθαρότητα από σαρκικές αμαρτίες, η αγρυπνία, τον φθόνο, την επιθυμία, την υπερηφάνεια· ενώ η αγάπη μαζί με το κέρδος έχει πολλή και την ηδονή και κανένα κόπο· και σαν καλή μέλισσα, αφού συγκεντρώνει από παντού τα αγαθά, τα αποταμιεύει στην ψυχή εκείνου που αγαπά. Και εάν κανείς είναι δούλος, δείχνει τη δουλεία γλυκύτερη από την ελευθερία. Διότι αυτός που αγαπά δεν χαίρεται τόσο όταν διατάζει, όσο όταν διατάσσεται. Αν και βεβαίως το να διατάσσει κανείς είναι ευχάριστο· αλλά η αγάπη μεταθέτει τη φύση των πραγμάτων, και έρχεται έχοντας στα χέρια όλα τα αγαθά, ημερότερα από κάθε μητέρα, πλουσιότερα από κάθε βασίλισσα και κάνει τα κοπιαστικά ελαφρά και ευκολότατα και δείχνει σε εμάς την μεν αρετή εύκολη, τη δε κακία πικρότατη.
Πρόσεξε δε· το να ξοδεύει κανείς για άλλους φαίνεται λυπηρό, και η αγάπη το κάνει ευχάριστο· το να παίρνει κανείς τα των άλλων φαίνεται ευχάριστο, και δεν αφήνει αυτό να φαίνεται γλυκύ, αλλά κάνει αυτόν που αγαπά να το αποφεύγει ως κακό. Πάλι το να κακολογεί κανείς, φαίνεται γλυκύ σε όλους· η αγάπη δείχνει ότι αυτό μεν είναι πικρό, το να λέγει δε κανείς καλούς λόγους γλυκύ. Πάλι ο θυμός έχει κάποια ηδονή, εδώ όμως καθόλου, αλλά όλα του τα νεύρα έχουν εκριζωθεί· και αν αυτός που αγαπάται λυπήσει εκείνον που αγαπά, πουθενά δεν εμφανίζεται σε αυτόν θυμός, αλλά δάκρυα και παρακλήσεις και ικεσίες· τόσο απέχει το του να οργιστεί. Και εάν δει κάποιον να αμαρτάνει, πενθεί και πονά· αλλά και ο πόνος αυτός φέρει ηδονή. Διότι της αγάπης και τα δάκρυα και η λύπη είναι γλυκύτερα από κάθε γέλωτα κι χαρά. Δεν ευχαριστούνται λοιπόν τόσο αυτοί που γελούν, όσο αυτοί που κλαίνε για τους φίλους τους· και αν δεν πιστεύεις, σταμάτησε τα δάκρυά τους και θα τους δεις να στενοχωρούνται σαν να έπαθαν κάτι ανεπανόρθωτο.
Αλλά το να αγαπάς θα πει κάποιος, περιέχει άτοπο ηδονή. Φύγε και σιώπα, άνθρωπε. Καθόσον τίποτε δεν καθαρίζει από τέτοια ηδονή, όσο η γνήσια αγάπη. Διότι μη μου πεις για αυτήν την κοινή και κοσμική, και που μάλλον νόσος είναι παρά αγάπη, αλλά αυτήν που επιζητεί ο Παύλος, η οποία αποσκοπεί στο συμφέρον αυτών που αγαπώνται και θα δεις ότι αυτοί που αγαπούν, είναι περισσότερο αφιλόστοργοι από τους πατέρες. Και όπως αυτοί που αγαπούν τα χρήματα δε θα ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα, αλλά θα προτιμούσαν να στερηθούν, παρά να δουν εκείνα να ελαττώνονται, έτσι και αυτός που αγαπά κάποιον, θα προτιμούσε να πάθει ο ίδιος άπειρα κακά, παρά να δει αυτόν που αγαπά να βλάπτεται. Πώς λοιπόν, θα έλεγε κάποιος, η Αιγύπτια αφού αγαπούσε τον Ιωσήφ, θέλησε να τον βλάψει; Διότι αγαπούσε με τη διαβολική αγάπη. Ο Ιωσήφ όμως ήθελε όχι αυτήν, αλλά εκείνην που λέγει ο Παύλος. Σκέψου λοιπόν πόσης αγάπης ήσαν οι λόγοι και τα έργα του.Εκείνη έλεγε, «ατίμασέ με και κάνε με μοιχαλίδα και βλάψε τον άντρα μου και κατάστρεψε την οικία μου και τον εαυτό σου απομάκρυνέ τον από του να έχει θάρρος έναντι του Θεού για την τήρηση του θελήματός Του», πράγματα που ήσαν δείγμα ότι όχι μόνον εκείνον, αλλά ούτε τον εαυτό της αγαπούσε, ενώ αυτός, επειδή αγαπούσε με γνήσιο τρόπο, απομακρύνθηκε από όλα αυτά.
Και για να γνωρίσεις ότι γι’ αυτήν φρόντιζε, μάθε αυτό από την παραίνεσή του. Διότι όχι μόνο την απομάκρυνε, αλλά και την παρότρυνε με τρόπο που ήταν ικανός να σβήσει κάθε πυρά του πάθους. Διότι «αφού ο κύριός μου», λέγει, «έχει σε εμένα τόση εμπιστοσύνη, ώστε δε γνωρίζει τίποτε στην οικία του και όλα όσα έχει τα παρέδωσε στη διαχείρισή μου»[Γεν.39,8]. Αμέσως της θύμισε τον άντρα της για να την κάνει να ντραπεί. Και δεν είπε «ο άντρας σου» αλλά «ο κύριός μου», πράγμα που ήταν περισσότερο ικανό να τη συγκρατήσει και να την πείσει νε εννοήσει ποια είναι και ποιον αγαπά, ότι ενώ είναι κυρία, αγαπά δούλο. Διότι, αφού εκείνος είναι κύριος και εσύ είσαι κυρία, νιώσε ντροπή λοιπόν για την ένωση με τον δούλο και σκέψου τίνος γυναίκα είσαι και ποιον θέλεις να εναγκαλιστείς και σε ποιον θέλεις να γίνεις αγνώμονας και αχάριστη και ότι εγώ αγαπώ περισσότερο εκείνον και δεν τον προδίδω εξαιτίας σου.
Και πρόσεξε πώς εξυψώνει τις ευεργεσίες του κυρίου του. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσε να εννοήσει τίποτε από τα υψηλά εκείνη η βάρβαρη και ακόλαστη, προσπαθεί να την κάνει να ντραπεί από τα ανθρώπινα με τα λόγια· «δε γνωρίζει τίποτε στην οικία του και όλα τα παρέδωσε σε μένα να τα διαχειρίζομαι»· δηλαδή, έχω ευεργετηθεί πολύ και δεν μπορώ να χτυπήσω με αυτό το καίριο πλήγμα τον προστάτη μου. Με κατέστησε δεύτερο οικοδεσπότη και «τίποτε δε βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας μου εκτός από εσένα». Εδώ ανορθώνει το φρόνημά της, ώστε τουλάχιστον έτσι να την κάνει να ντραπεί και να δείξει ότι η τιμή είναι μεγάλη. Και ούτε μέχρι εδώ σταμάτησε, αλλά και πρόσθεσε όνομα που ήταν ικανό να τη συγκρατήσει, καθώς λέγει «διότι είσαι γυναίκα του, πώς θα κάνω το κακό αυτό πράγμα;». Αλλά τι λέγεις, Ιωσήφ; Επειδή δεν είναι εκεί ο άντρας της, ούτε γνωρίζει ούτε βλάπτεται, γι’ αυτό αρνείσαι; Αλλά θα δει ο Θεός από επάνω. Δε θα κέρδιζε όμως τίποτε από αυτήν τη συμβουλή εκείνη, αλλά τον τράβηξε πλησίον της. Διότι έκανε αυτά, όχι διότι αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλά για να ικανοποιήσει τον μανιώδη πόθο της· και είναι φανερό από όσα έκανε μετά από αυτά. Διότι και δικαστήριο συγκροτεί και τον κατηγορεί και τον καταδικάζει με ψευδή μαρτυρία και παραδίδει σε θηρίο αυτόν που δεν έπραξε κανένα κακό και τον ρίπτει σε φυλακή· μάλλον δε, όσον της ήταν δυνατόν, και τον κατέστρεψε· έτσι όπλισε εναντίον τον δικαστή με την κατηγορία.
Τι λοιπόν; Άραγε τέτοιος ήταν ο Ιωσήφ; Το εντελώς αντίθετο βέβαια· καθόσον ούτε έφερε καμία αντίρρηση σε αυτά, ούτε κατηγόρησε τη γυναίκα. «Αλλά δε θα γινόταν πιστευτός», θα μπορούσε να πει κάποιος. Και βέβαια τον αγαπούσε πολύ το αφεντικό του, και είναι φανερό όχι μόνο από την αρχή, αλλά και από το τέλος. Διότι εάν εκείνος ο απαίδευτος δεν τον αγαπούσε πολύ, θα τον σκότωνε όταν το να έβλεπε να σιωπά και να μην έχει τίποτε να φέρει ως αντίρρηση σε όσα τον κατηγορούσαν. Καθόσον και Αιγύπτιος ήταν και άρχοντας και προσβεβλημένος ως προς τη γυναίκα του, όπως νόμιζε, και μάλιστα από δούλο, και δούλο που είχε ευεργετήσει τόσο πολύ. Όλα αυτά όμως τα νίκησε η αγάπη και η χάρη την οποία έδιδε ο Θεός στον Ιωσήφ. Αλά μαζί με αυτήν την χάρη και την αγάπη είχε και αποδείξεις όχι μικρές, εάν ήθελε να δικαιολογηθεί, αυτά τα ίδια τα ενδύματά του. Διότι εάν αυτή είχε βιασθεί, θα έπρεπε τα δικά της ενδύματα να είχαν σχιστεί και το πρόσωπο το δικό της να είχε κατασπαραχθεί, όχι να κρατεί τα δικά του ενδύματα. «Αλλά άκουσε», λέγει, «ότι ύψωσα τη φωνή μου και έφυγε, αφού άφησε τα ιμάτιά του»[Γεν. 39.15]. Γιατί λοιπόν τον ξέντυσες; Διότι αυτή που θα υφίστατο βιασμό θα επιθυμούσε να απαλλασσόταν από αυτόν που την ενοχλούσε.
Εγώ όμως όχι μόνο από αυτό, αλλά και από όσα έγιναν μετά θα μπορέσω να αποδείξω την εύνοια και την αγάπη του Ιωσήφ. Διότι και όταν βρέθηκε στην ανάγκη να πει την αιτία της φυλακίσεώς του και του ότι βρισκόταν εκεί, ούτε τότε φανέρωσε αυτό που έγινε, αλλά τι λέγει; «Διότι με έκλεψαν κάποιοι άνθρωποι από τη χώρα των Εβραίων, και χωρίς να κάνω κακό με φυλάκισαν άδικα»[Γεν.40,15]· και πουθενά δεν αναφέρει τη μοιχαλίδα, ούτε καυχιέται για το γεγονός, πράγμα που ο καθένας θα πάθαινε, και αν όχι εξαιτίας της φιλοδοξίας, οπωσδήποτε όμως για να μη φανεί ότι η αιτία για να φυλακιστεί ήταν κάποιο κακούργημα. Αλλά εάν και άνθρωποι που αμαρτάνουν δεν αποφεύγουν τόσο πολύ να διαλαλήσουν αυτά, αν και το πράγμα ντροπή φέρει, πώς δεν αξίζει να θαυμάσουμε εκείνον, διότι, παρά το ό,τι ήταν καθαρός, δεν αποκάλυψε τον έρωτα της γυναίκας, ούτε δημοσίευσε την αμαρτία προς καταισχύνη, ούτε όταν ανήλθε στον θρόνο και έγινε βασιλιάς όλης της Αιγύπτου κράτησε κακία στη γυναίκα, ούτε την τιμώρησε.
Είδες πως αυτός φρόντιζε γι’ αυτήν ενώ εκείνη δεν αγαπούσε, αλλά κατεχόταν από μανία; Διότι δεν αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλά ήθελε να ικανοποιήσει το ακόλαστο πάθος. Και αυτοί οι λόγοι της ακόμη, εάν εξετάσει κανείς λεπτομερώς είναι γεμάτοι από θυμό και κακουργία. Τι λέγει δηλαδή; «Έφερες μέσα στην οικία Εβραίο δούλο για να μας εξευτελίσει»[Γεν.39,17] κατηγορώντας την ευεργεσία στον άντρα της· και επιδείκνυε τα ιμάτια, ενώ είχε γίνει αγριότερη από κάθε θηρίο. Εκείνος όμως δεν φέρθηκε έτσι. Και τι λέγω για την αγάπη προς αυτήν, αφού και προς τους αδελφούς του που τον κατέστρεψαν τέτοιος ήταν και ούτε για εκείνους είπε τίποτε κακό ποτέ, ούτε μέσα του, ούτε σε κανέναν άλλο; Γι’ αυτό ο Παύλος λέγει ότι η αγάπη είναι η μητέρα όλων των αγαθών και θέτει πρώτη αυτήν από τα θαύματα και τα άλλα χαρίσματα. Διότι, όπως ακριβώς όταν υπάρχουν μεν χρυσά ιμάτια και υποδήματα, έχουμε ανάγκη και κάποιας άλλης αποδείξεως για να γνωρίσουμε τον βασιλέα, εάν όμως δούμε την πορφύρα και το στέμμα, δε ζητούμε κανένα άλλο σημείο της βασιλείας, έτσι λοιπόν και εδώ· όταν υπάρχει στο κεφάλι το στέμμα της αγάπης, αρκεί για να δείξει σε εμάς τον τέλειο μαθητή του Χριστού, όχι μόνο σε εμάς, αλλά και στους απίστους. Διότι από αυτό θα γνωρίζουν όλοι, λέγει, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις(:με αυτό θα μάθουν και θα πειστούν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν δηλαδή έχετε αγάπη μεταξύ σας)»[Ιω.13,35].
Ώστε αυτό είναι μεγαλύτερο από όλα τα σημεία, αφού βεβαίως από αυτό αναγνωρίζεται ο μαθητής. Και αν ακόμη δηλαδή μερικοί κάνουν αναρίθμητα θαύματα, αλλά πολεμούν μεταξύ τους, θα γίνουν καταγέλαστοι στους απίστους· όπως και αν δεν κάνουν κανένα θαύμα, αλλά έχουν τέλεια αγάπη μεταξύ τους, θα είναι πάντοτε σεβαστοί και απείρακτοι. Διότι και τον Παύλο γι' αυτό τον θαυμάζουμε, όχι για τους νεκρούς που ανέστησε, ούτε για τους λεπρούς που θεράπευσε αλλά επειδή έλεγε: «τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;(:Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ και δε συμπάσχω μαζί του; Ποιος σκοντάφτει και πέφτει και δεν καίομαι και εγώ μέσα σε αυτήν τη θλίψη;)»[Β΄Κορ.11,29]. Διότι και αν προσθέσεις σε αυτά αναρίθμητα θαύματα, δε θα πεις τίποτε ίσο με την αγάπη. Καθόσον και ο ίδιος είπε ότι τον αναμένει μισθός, όχι επειδή έκανε θαύματα, αλλά επειδή με τους ασθενείς έγινε ως ασθενής. Διότι «τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός;(:Ποιος θα είναι ο μισθός μου και η καύχησή μου στην περίσταση αυτή;)», λέγει, «ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ(:Είναι αυτός· να κηρύττω το Ευαγγέλιο του Χριστού και ως ανεκτίμητη αξία να το προσφέρω στους ακροατές μου, χωρίς να τους επιβαρύνω με δαπάνες για την συντήρησή μου· και έτσι να μη κάνω καμία απολύτως χρήση του δικαιώματος, που μου δίδει αυτό τούτο το Ευαγγέλιο)»[Α΄Κορ.9,18].
Και όταν θέτει τον εαυτό του πρώτο από τους αποστόλους δε λέγει, περισσότερα θαύματα έκανα από αυτούς, αλλά «Περισσότερο από όλους κοπίασα»[Α΄Κορ.15,10]. Και γι' αυτό δεν προτιμούσε να αποθάνει από την πείνα για τη σωτηρία των μαθητών. Διότι «Μου είναι προτιμότερο», λέγει, «να πεθάνω, παρά να ματαιώσει κανείς το καύχημά μου»[Α΄Κορ.9,15]· όχι γιατί ήθελε να καυχηθεί, αλλά για να μη φανεί ότι τους κατηγορεί. Διότι πουθενά δεν καυχάται ποτέ για τα κατορθώματά του, όταν δεν είναι απαραίτητο· αλλά και αν ακόμη αναγκαστεί και το κάνει, ονομάζει τότε ανόητο τον εαυτό του. Εάν δε και καυχάται κάποτε, καυχάται για τις ασθένειες, τις ύβρεις, για το ότι συμπάσχει και πονά πάρα πολύ με αυτούς που υποφέρουν· όπως ακριβώς και εδώ λοιπόν λέγει «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ;». Αυτοί οι λόγοι έχουν περισσότερη αξία και από κινδύνους και πόνους· γι' αυτό και θέτει αυτά μετά, όταν εντείνει τον λόγο.
Σε τι λοιπόν θα είμαστε άξιοι εμείς συγκρινόμενοι με εκείνον, οι οποίοι ούτε χρήματα περιφρονούμε για τον εαυτό μας, ούτε αυτά που περισσεύουν από τα υπάρχοντά μας δίνουμε; Εκείνος όμως δεν ήταν έτσι, αλλά και την ψυχή και το σώμα του έδιδε, για να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που τον λιθοβόλησαν και τον χτύπησαν. «Διότι έτσι με δίδαξε», λέγει, «να αγαπώ ο Χριστός, που άφησε την νέα εντολή για την αγάπη, και την οποία ο ίδιος πραγματοποίησε με τα έργα». Διότι ενώ ήταν βασιλεύς των πάντων και της μακαρίας θείας φύσεως, ανθρώπους τους οποίους δημιούργησε από το μηδέν και τους οποίους απείρως ευεργέτησε, αυτούς ακόμη και όταν Τον ύβριζαν και όταν Τον έφτυναν δεν τους εγκατέλειψε, αλλά και άνθρωπος έγινε γι’ αυτούς και συναναστράφηκε με πόρνες και τελώνες και τους νεκρούς τους ανέστησε και τους δαιμονιζόμενους θεράπευσε και τον ουρανό υποσχέθηκε.
Και μετά από όλα αυτά αφού Τον συνέλαβαν Τον κτύπησαν, Τον έδεσαν, Τον μαστίγωσαν, Τον περιγέλασαν και τέλος Τον σταύρωσαν. Και ούτε έτσι τους εγκατέλειπε, αλλά και ενώ ήταν επάνω στον σταυρό, λέγει: «πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι(:Πατέρα, συγχώρησέ τους, διότι δε γνωρίζουν τι κάνουν)»[Λουκά 23,34]. Τον δε ληστή που πριν από αυτό Τον κατηγορούσε τον έβαλε και στον Παράδεισο και τον Παύλο που ήταν διώκτης Του τον έκανε απόστολο και τους δικούς Του και αφοσιωμένους σε Αυτόν μαθητές παρέδιδε σε θάνατο για τη σωτηρία των Ιουδαίων που Τον σταύρωσαν.
Αυτά λοιπόν όλα συλλέγοντας για τον εαυτό μας, δηλαδή τα έργα της αγάπης του Θεού και των ανθρώπων, ας δείξουμε ζήλο, ας μιμηθούμε αυτά τα κατορθώματα και ας αποκτήσουμε την ανώτερη από όλα τα χαρίσματα, αγάπη, για να επιτύχουμε και τα παρόντα και τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία είθε να επιτύχουμε όλοι, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και στο άγιο και αγαθό Πνεύμα ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα εις την Α΄προς Κορινθίους επιστολήν, ομιλία ΛΒ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1980, τόμος 18Α, σελίδες 346-375.
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
πηγή:ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου