Ἀποστολικό
ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Πέμ. ιδ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Γαλ. α΄ 1-3, 20 - β΄ 5).
Γαλ. 1,1 Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι᾿ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν,
Γαλ. 1,1 Εγώ ο Παύλος, Απόστολος, που δεν έλαβα το αποστολικόν αξίωμα από ανθρώπους, ούτε δια της μεσιτείας ανθρώπου, αλλά κατ' ευθείαν δια του Ιησού Χριστού και του Θεού Πατρός, ο οποίος τον ανέστησεν εκ νεκρών
Γαλ. 1,2 καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί, ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας·
Γαλ. 1,2 και όλοι οι αδελφοί, που είναι μαζή μου, απευθύνομεν την επιστολήν αυτήν εις τας Εκκλησίας της Γαλατίας
Γαλ. 1,3 χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Γαλ. 1,3 και ευχόμεθα να είναι πάντοτε μαζή σας η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν και Πατέρα και από τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν,
Γαλ. 1,20 ἃ δὲ γράφω ὑμῖν, ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι.
Γαλ. 1,20 Αυτά δε που σας γράφω είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Ιδού σας διαβεβαιώνω ενώπιον του Θεού, ότι δεν ψεύδομαι. (Σας τα γράφω δε, δια να πεισθήτε απολύτως, ότι τον θησαυρόν του Ευαγγελίου δεν τον παρέλαβα από κανένα άνθρωπον, ούτε από Απόστολον, αλλά κατ' ευθείαν από τον Χριστόν).
Γαλ. 1,21 ἔπειτα ἦλθον εἰς τὰ κλίματα τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας.
Γαλ. 1,21 Επειτα δε από την δεκαπενθήμερον αυτήν παραμονήν μου εις την Ιερουσαλήμ, ήλθα εις τας περιοχάς της Συρίας και της Κιλικίας.
Γαλ. 1,22 ἤμην δὲ ἀγνοούμενος τῷ προσώπῳ ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ·
Γαλ. 1,22 Ημουν δε άγνωστος προσωπικώς εις τας Εκκλησίας της Ιουδαίας, αι οποίαι απετελούντο από Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει στον Χριστόν.
Γαλ. 1,23 μόνον δὲ ἀκούοντες ἦσαν ὅτι ὁ διώκων ἡμᾶς ποτε νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει,
Γαλ. 1,23 Αυτοί δε μόνον εξ ακοής επληροφορούντο, ότι εκείνος ο οποίος άλλοτε μας κατεδίωκε, κηρύττει τώρα το χαρμόσυνον μήνυμα της πίστεώς μας, την οποίαν άλλοτε κατεδίωκε και προσπαθούσε να αφανίση.
Γαλ. 1,24 καὶ ἐδόξαζον ἐν ἐμοὶ τὸ Θεόν.
Γαλ. 1,24 Και εδόξαζαν όλοι τον Θεόν δια το μεγάλο θαύμα, που επραγματοποίησε εις εμέ.
Γαλ. 2,1 Ἔπειτα διὰ δεκατεσσάρων ἐτῶν πάλιν ἀνέβην εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ Βαρνάβα, συμπαραλαβὼν καὶ Τίτον·
Γαλ. 2,1 Επειτα , αφού επέρασαν δεκατέσσαρα όλα έτη από το ταξίδι μου εις την Συρίαν και Κιλικίαν, ανέβηκα πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα με τον Βαρνάβαν, παίρνοντας μαζή μου και τον Τιτον.
Γαλ. 2,2 ἀνέβην δὲ κατὰ ἀποκάλυψιν· καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ᾿ ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον.
Γαλ. 2,2 Ανέβηκα δε σύμφωνα με ειδικήν φανέρωσιν, που μου έκαμεν ο Θεός, και εξέθεσα στους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ το Ευαγγέλιον, το οποίον κηρύττω μεταξύ των εθνικών, ιδιαιτέρως δε και λεπτομερέστερα εξέθεσα τούτο εις εκείνους, οι οποίοι εθεωρούντο και ήσαν οι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων. Εκαμα δε αυτάς τας ανακοινώσεις, δια να ελεγχθή, μήπως τυχόν ματαίως κοπιάζω η εκοπίσα έως τώρα.
Γαλ. 2,3 ἀλλ᾿ οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοί, Ἕλλην ὤν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι,
Γαλ. 2,3 Αι, λοιπόν! Οχι μόνον το Ευαγγέλιόν μου ανεγνωρίσθη από όλους ως γνήσιον, αλλ' ούτε ο Τιτος ο Ελλην και απερίτμητος, ο οποίος ήτο μαζή μου, δεν υπεχρεώθη να περιτμηθή.
Γαλ. 2,4 διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται·
Γαλ. 2,4 Και τούτο, όχι μόνον διότι η περιτομή είναι εντελώς άχρηστος δι' αυτούς, που πιστεύουν στον Χριστόν, αλλά και δια να μη δοθή αφορμή νοθεύσεως της αληθείας εκ μέρους των ψευδαδέλφων, οι οποίοι υπούλως είχαν εισχωρήσει εις την Εκκλησίαν σαν κατάσκοποι, δια να κλονίσουν και καταλύσουν την ελευθερίαν μας, την οποίαν έχομεν εν Χριστώ Ιησού και δια να μας υποδουλώσουν εις την καταθλιπτικήν δουλείαν των εβραϊκών τύπων.
Γαλ. 2,5 οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ, ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς.
Γαλ. 2,5 Εις τους ψευδαδέλφους αυτούς ούτε προς στιγμήν δεν υπεχωρήσαμεν να περιτμηθή ο Τιτος, δια να μείνη έτσι καθαρά και ανόθευτος η αλήθεια του Ευαγγελίου εις σας.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας, Πέμ. ιδ΄ ἑβδ. Ματθ. (Μρ. ε΄ 1-20).
Μαρκ. 5,1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν.
Μαρκ. 5,1 Και ήλθον στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την χώραν των Γεργεσηνών.
Μαρκ. 5,2 καὶ ἐξελθόντας αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ,
Μαρκ. 5,2 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν από το πλοίον, τον απάντησε κάποιος άνθρωπος, που ήρχετο από τα μνημεία, κυριευμένος από πνεύμα ακάθαρτον.
Μαρκ. 5,3 ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι,
Μαρκ. 5,3 Αυτός τόπον κατοικίας και παραμονής είχε τα μνήματα και κανείς δεν ημπορούσε ούτε με σιδερένιες αλυσίδες να τον κρατήση δεμένον.
Μαρκ. 5,4 διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι·
Μαρκ. 5,4 Διότι πολλές φορές τον είχαν δέσει με δεσμά εις τα πόδια και με σιδερένιες αλυσίδες εις τα χέρια και αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα δεσμά και κανείς δεν είχε την δύναμιν να τον δαμάση.
Μαρκ. 5,5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις.
Μαρκ. 5,5 Και συνεχώς νύκτα και ημέραν ήτο εις τα μνήματα και τα όρη, εφώναζε, κατέκοπτε και κατεπλήγωνε τον ευατόν του με λίθους.
Μαρκ. 5,6 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν,
Μαρκ. 5,6 Οταν δε είδε τον Ιησούν από μακρυά, έτρεξε προς αυτόν και τον επροσκύνησε.
Μαρκ. 5,7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς.
Μαρκ. 5,7 Και αφού εκραύγασε με μεγάλην φωνήν είπε· ποία σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ εμού και σου, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού να μη με βασανίσης”.
Μαρκ. 5,8 ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου.
Μαρκ. 5,8 Διότι ο Ιησούς έλεγεν εις αυτό· “το πνεύμα το ακάθαρτον έβγα από τον άνθρωπον αυτόν”.
Μαρκ. 5,9 καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν.
Μαρκ. 5,9 Και ηρώτησεν αυτόν· ποίον είναι το όνομά σου;” Και εκείνο απεκρίθη και είπε· “λεγεών είναι το όνομά μου, διότι είμεθα πολλοί εδώ μέσα”.
Μαρκ. 5,10 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας.
Μαρκ. 5,10 Και παρακαλούσε τον Ιησούν, με πολλάς παρακλήσεις, να μη τους διώξη έξω από την χώραν αυτήν.
Μαρκ. 5,11 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει·
Μαρκ. 5,11 Ευρίσκετο δε εκεί πλησίον στο όρος ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων, που έβοσκε.
Μαρκ. 5,12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν.
Μαρκ. 5,12 Και παρεκάλεσαν αυτόν όλοι οι δαίμονες και είπαν· “στείλε μας να μπούμε εις αυτούς τους χοίρους”.
Μαρκ. 5,13 καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ.
Μαρκ. 5,13 Και τους επέτρεψε αμέσως ο Ιησούς και αφού εξήλθαν τα ακάθαρτα πνεύματα, εμπήκαν στους χοίρους και όλο το κοπάδι ώρμησε ασυγκράτητο επάνω στον κρημνόν και έπεσε εις την θάλασσαν. Ησαν δε περίπου δύο χιλιάδες οι χοίροι και επνίγοντο μέσα εις την θάλασσαν. (Και έτσι ετιμωρήθησαν οι Γεργεσηνοί, οι οποίοι έτρεφαν χοίρους, μολονότι το απηγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος).
Μαρκ. 5,14 καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός.
Μαρκ. 5,14 Και οι χοιροβοσκοί (κυριευμένοι από θαυμασμόν και τρόμον δια τα δύο καταπληκτικά θαύματα, που είδαν) έφυγαν και ανήγγειλαν το γεγονός εις την πόλιν και εις όσους ευρήκαν εις τα χωράφια· και εβγήκαν οι κάτοικοι να ιδούν, τι είναι αυτό που συνέβη.
Μαρκ. 5,15 καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν.
Μαρκ. 5,15 Ερχονται πλησίον του Ιησού και βλέπουν τον δαιμονιζόμενον να κάθεται ντυμένος και με πλήρες το λογικόν του, αυτόν που είχε προηγουμένως τον λεγεώνα των δαιμονίων. Και εφοβήθησαν.
Μαρκ. 5,16 καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων.
Μαρκ. 5,16 Εκείνοι δε που είχαν ίδει τι συνέβη με τον δαιμονιζόμενον και τους χοίρους, τα διηγήθηκαν εις αυτούς.
Μαρκ. 5,17 καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.
Μαρκ. 5,17 Επειδή δε εφοβήθησαν και δια τας άλλας παραβάσστου Μωσαϊκού νόμου, ήρχισαν να παρακαλούν τον Ιησούν να αναχωρήση έξω από τα σύνορά των.
Μαρκ. 5,18 καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ.
Μαρκ. 5,18 Οταν δε ο Ιησούς ανέβαινε στο πλοίον, τον παρακαλούσε ο τέως δαιμονισμένος να του επιτρέψη να τον ακολουθήση και να μένη μαζή του.
Μαρκ. 5,19 καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε.
Μαρκ. 5,19 Ο Ιησούς όμως δεν τον αφήκεν, αλλά του είπε· “πήγαινε στο σπίτι σου προς τους δικού σου και να διηγηθής όσα ο Κυριος σου έκαμε και πόσο σε ηλέησε”.
Μαρκ. 5,20 καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον.
Μαρκ. 5,20 Και πράγματι εκείνος επέστρεψε και ήρχισε να κηρύσση προς τας δέκα ελληνικάς πόλεις, που ευρίσκοντο ανατολικά του Ιορδάνου, όσα ο Ιησούς έκαμεν εις αυτόν· και όλοι εθαύμαζαν.(Ευεργετημένοι πνευματικώς και υλικώς από τον Κυριον έχομεν καθήκον να διηγούμεθα εις όλους τα μεγαλεία του).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου