Μία των μεγαλυτέρων οσιακών μορφών του Ε΄ αιώνος είναι η Οσία Γενεβιέβη. Εγεννήθη περί το 422 εις το χωρίον Νεμετοδούρον, μερικά χιλιόμετρα δυτικώς των Παρισίων, από γονείς πλουσίους καί ευσεβείς, τον Σεβήρον και την Γεροντίαν. Εις τα παιδικά της χρόνια εποίμαινε τα ποίμνια των γονέων της εις τους δασώδεις λόφους παρά τάς όχθας του Σηκουάνα.
Εις ηλικίαν περίπου οκτώ ετών ο Θεός την εκάλεσε να του αφιερωθή κατά τον εξής τρόπον. Μία τοπική Σύνοδος εις Γαλλίαν απεφάσισε να στείλη εις την Βρεττανίαν, κατόπιν ζητήσεως βοηθείας πρός καταπολέμησιν της πελαγιανικής αιρέσεως, τους αγιωτάτους και θαυματουργούς Επισκόπους Γερμανόν και Λούππον.
Οι δύο Επίσκοποι κατά το ταξίδιόν των διήλθον από το Νεμετοδούρον. Ο ευσεβής λαός τους υπεδέχθη με ιερόν ενθουσιασμόν καί τούς παρεκάλεσε να ψάλουν μαζί τον Εσπερινόν.
Ο αγιώτατος Γερμανός, ενώ ευλογούσε τον λαόν, είδε το ευλογημένον κοράσιον και φωτισθείς υπό της θείας χάριτος, προεφήτευσεν εις τους καταπλήκτους γονείς του, ότι θα εγίνετο «μεγάλη ενώπιον τού Κυρίου και πολλοί θα εύρισκον την σωτηρίαν διά μέσου αυτής». Κατόπιν ηρώτησε την Γενεβιέβην: «Κόρη μου, επιθυμείς να αφιερωθής ως νύμφη άμωμος εις τον Χριστόν;» Η Αγία απήντησε: «Αυτή, Δέσποτα, ακριβώς είναι η επιθυμία της καρδίας μου. Είθε ο Θεός νά μού την εκπληρώση».
Ο άγιος Επίσκοπος εκράτησε τήν χείρα του επί της κεφαλής τής Γενεβιέβης κατά την διάρκειαν του Εσπερινού και είπεν εις τούς γονείς της να την φέρουν πολύ ενωρίς εις τον Ναόν την επομένην.
Το πρωΐ την ερώτησεν ο Επίσκοπος: «Γενεβιέβη, κόρη μου, ενθυμείσαι το χθεσινόν σου τάμα;» «Ναί, άγιε Δέσποτα», απήντησε, «υπόσχομαι να αφιερώσω την ψυχήν και το σώμα μου εις τον Θεόν μέχρι τό τέλος της ζωής μου».
Τότε ο ῞Αγιος Γερμανός ευρήκεν εις το έδαφος ένα νόμισμα, τό οποίον έφερεν επάνω του το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και της τό έδωσε να το κρεμάση εις τον λαιμόν της εις ενθύμιον του τάματός της, παραγγείλας εις αυτήν να μή ενδυθή ποτέ πολύτιμα ενδύματα ή κοσμήματα.
Ολίγον αργότερον ήτο μια εορτή και η μητέρα της θα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, είπε δε εις την Γενεβιέβην να παραμείνη εις τήν οικίαν. Η ευσεβής κόρη διεμαρτυρήθη, υπενθυμίζουσα εις αυτήν τήν υπόσχεσίν της. Η μητέρα της τότε την εράπισε καί… αμέσως ετυφλώθη! Αργότερα η Αγία έφερε νερό εις το σπίτι, προσηυχήθη διά τήν θεραπείαν της μητρός της και το εσταύρωσε. Όταν η μητέρα της Γεροντία ένιψε το πρόσωπόν της με το ευλογημένον ύδωρ ανέβλεψε!…
Εις ηλικίαν περίπου 15 ετών, η Γενεβιέβη επήγε μαζί με άλλας δύο παρθένους εις τον Επίσκοπον, διά να λάβουν την Μοναχικήν κουράν. Παρ’ όλον ότι ήτο η μικροτέρα, ο Επίσκοπος θεόθεν παρακινηθείς, την έκειρε πρώτην.
Κατά την εποχήν αυτήν δεν υπήρχον ακόμη [στη Γαλλία] γυναικεία Μοναστήρια και έτσι, όταν μετ’ ολίγον εκοιμήθησαν οι ευσεβείς γονείς της, εγκατεστάθη εις το Παρίσι εις το σπίτι της αναδόχου της, εις τήν κορυφήν του λόφου απέναντι του Σηκουάνα, πού έχει τώρα το όνομά της.
Εκεί εφήρμοσε μίαν σκληροτάτην άσκησιν, εσθίουσα, μόνον κάθε Πέμπτην και Κυριακήν ολίγον κρίθινον άρτον και κουκιά, τα οποία έβραζε κάθε δυό-τρείς εβδομάδας.
Ο Κύριος επέτρεψε να της έλθη μία φοβερά παραλυσία εις όλον τό σώμα, ώστε δεν ημπορούσε να κινήση κανένα μέλος της, επί τρείς δε ημέρας έμεινεν ως νεκρά. Όταν συνήλθεν ολίγον, διηγήθη ότι ένας Άγγελος την παρέλαβε και της έδειξε την κόλασιν και τόν Παράδεισον. Η αγία κόρη επέμεινεν ιδιαιτέρως εις την περιγραφήν τών ανεκφράστων αγαθών πού αναμένουν τους δικαίους.
Η ευλογημένη Γενεβιέβη συντόμως έδρεψε τους ευχύμους καρπούς μιάς τοιαύτης ασκήσεως, απέκτησε πλουσίως τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος: το χάρισμα των δακρύων, το διορατικόν, το προφητικόν, το θαυματουργικόν.
Ως συμβαίνει πάντοτε, βλέπον το πονηρόν πνεύμα, ότι δεν δύναται να νικήση την Αγίαν, εξήγειρεν εναντίον της ανθρώπους διά να την συκοφαντήσουν και κατακρίνουν.
Όταν μάλιστα κατά το 445 ο αγιώτατος Επίσκοπος Γερμανός, πορευόμενος και πάλιν προς την Βρεττανίαν, διήλθε διά των Παρισίων, οι εχθροί της Αγίας την κατέκριναν εις αυτόν. Ο θεοφόρος Ιεράρχης δεν έδωσε σημασίαν εις τάς συκοφαντίας, αλλά προσηυχήθη μαζί της και έδειξεν εις τους Παρισινούς τα δάκρυα, τα οποία αφθόνως είχε χύσει η Οσία, εις ένδειξιν του παρά Κυρίου χαρίσματος.
Έκτοτε οι κάτοικοι της περιοχής ήρχισαν να την σέβωνται και νά εκζητούν τάς φωτισμένας συμβουλάς της και τάς θαυματουργικάς προσευχάς της.
Μία προφητεία της Οσίας, η οποία εξεπληρώθη, συνέβαλε πολύ εις το να εγκαθιδρυθή πλέον εις τάς συνειδήσεις όλων ως όντως Αγία. Όταν ο Αττίλας με τάς βαρβαρικάς ορδάς του επλησίαζε τό Παρίσι, οι κάτοικοι κατελήφθησαν υπό πανικού και ητοιμάσθησαν νά εγκαταλείψουν την πόλιν. Η Αγία τους είπεν, ότι ο Κύριος θα τούς ελύτρωνεν εκ του κινδύνου, να μή ανησυχούν, αλλά να προσευχηθούν και να νηστεύσουν. Οι Παρισινοί δεν εδέχθησαν την συμβουλήν της, εξηγέρθησαν εναντίον της και ήσαν έτοιμοι να την λιθοβολήσουν. Τελικώς ο Κύριος την εφύλαξεν από την μανίαν του όχλου, οι δέ βάρβαροι Ούννοι αιφνιδίως και χωρίς φανερόν λόγον ήλλαξαν κατεύθυνσιν και ολίγον αργότερον ενικήθησαν από τον σχετικώς αδύνατον ρωμαϊκόν στρατόν του στρατηλάτου Αετίου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι, εις τάς Καταλανικάς πεδιάδας (451).
Πλήθος θαυμάτων μάς διηγείται ο ανώνυμος βιογράφος της Αγίας εις τον βίον της, ο οποίος εγράφη μόλις 18 έτη μετά την οσίαν κοίμησίν της: εξεδίωκε δαιμόνια, ανήγειρε παραλυτικούς, έδιδε τό φώς εις τους τυφλούς.
Κάποτε μία περίλυπος μητέρα της έφερε το λείψανον του τετραετούς υιού της. Η Αγία το εκάλυψε με το επανωφόριόν της και προσηυχήθη επί πολλάς ώρας κλαίουσα, έως ότου το παιδίον ανεστήθη.
Κάθε χρόνον, κατά την ανατολικήν ασκητικήν παράδοσιν, έμενεν έγκλειστος από τα Θεοφάνια μέχρι την Μεγάλην Πέμπτην. Μία μοναχή προσεπάθησε να ίδη τί έκαμνεν έγκλειστος εις το κελλίον της, αλλ’ όταν έφθασεν έμπροσθεν της θύρας ετυφλώθη. Μετά την αγίαν Τεσσαρακοστήν, επήγεν η Αγία εις το κελλίον της τυφλωθείσης μοναχής και προσευχηθείσα την εσταύρωσε και της έδωσε πάλιν τό φώς της.
Η Οσία Γενεβιέβη ηυλαβείτο ιδιαιτέρως τον Άγιον Διονύσιον, τόν πρώτον επίσκοπον Παρισίων, ο οποίος είχε μαρτυρήσει μερικά χιλιόμετρα βορείως της πόλεως.
Έπεισε λοιπόν μερικούς ιερείς να κτίσουν μίαν Εκκλησίαν επί τού τάφου του αγίου μάρτυρος. Διαμαρτυρίαι όμως ηγέρθησαν, διότι δέν υπήρχεν άσβεστος διά την οικοδομήν. Η Αγία τους έστειλεν εις τήν γέφυραν της πόλεως. Εκεί συνήντησαν δύο ποιμένας πού συζητούσαν διά το γεγονός, ότι είχεν ευρεθή εις το δάσος μία πηγή ασβέστου!
Συντόμως ο ναός εκτίσθη και η ευλογημένη Γενεβιέβη μετέβαινεν εκεί τακτικώς διά να προσευχηθή, ιδίως τάς Κυριακάς, ότε ηγρύπνει ολονυκτίως.
Ένα Σάββατον βράδυ ανεχώρησε με την συνοδίαν της διά τόν Άγιον Διονύσιον ενώ είχεν εκσπάσει σφοδρά καταιγίς. Αιφνιδίως τό φανάρι των έσβησε από τον δυνατόν αέρα. Αι μοναχαί εκυριεύθησαν από μέγαν φόβον, ευρεθείσαι εγκαταλελειμμέναι εις το σκότος, εις τήν λάσπην, χωρίς προσανατολισμόν. Η Οσία τάς ενεθάρρυνεν, έπειτα προσηυχήθη και εσταύρωσε το φανάρι. Τότε ήναψεν αυτό θαυμαστώς μόνο του και καθοδηγούμεναι υπό του θαυματουργικού φωτός έφθασαν σώαι εις τον Ναόν διά την αγρυπνίαν.
Η Αγία, μαζί με την αδελφότητα πού είχε συγκεντρώσει γύρω της, έκαμνε πολλά προσκυνήματα εις τον τάφον του Αγίου Μαρτίνου τού θαυματουργού εις το Τούρ, περίπου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι, κατά τα οποία ετέλει πολλά θαύματα.
Επίσης άλλην μίαν φοράν η Οσία έσωσε την πόλιν της. Όταν οι Φράγκοι πολιώρκησαν το Παρίσι και οι κάτοικοι εκινδύνευαν από τήν πείνα, η Αγία ωδήγησε μίαν ομάδα πλοίων εις περιοχάς, τάς οποίας δέν είχον καταστρέψει οι Φράγκοι, και τα έφερε πάλιν οπίσω γεμάτα σιτάρι, διά να θρέψουν τους Παρισινούς.
Πρέπει να αναφερθή η λίαν σημαντική μαρτυρία του μεγάλου Αγίου της Αντιοχείας, του ηρωϊκού Οσίου Συμεών του Στυλίτου (†30.4.459), όσον αφορά την παρρησίαν της Οσίας ενώπιον του Κυρίου.
Μερικοί Παρισινοί έμποροι είχον μεταβή εις την Ανατολήν και ελκυσθέντες από την φήμην του θαυμαστού Αγίου Συμεών, ο οποίος ησκήτευεν επί τεσσαράκοντα περίπου έτη επί ενός στύλου εις τήν Αντιόχειαν, τον επεσκέφθησαν διά να λάβουν την ευλογίαν του. Οποίαν όμως έκπληξιν εδοκίμασαν, όταν ο πανθαύμαστος ασκητής τούς είπε να διαβιβάσουν χαιρετισμούς εις την Οσίαν Γενεβιέβην καί εζήτησε με πολλήν ευλάβειαν τάς προσευχάς της!
Η Οσία ήταν επίσης φημισμένη διά την ευσπλαγχνίαν της, ιδίως πρός τους φυλακισμένους, οι οποίοι ήσαν πολλοί κατά την ταραγμένην εκείνην εποχήν.
Πολλάς φοράς εμεσίτευσε με επιτυχίαν προς τον βάρβαρον Φράγκον βασιλέα Χιλδερίκον διά να τους ελευθερώση. Ο βασιλεύς αδυνατούσε να της το αρνηθή, ηττημένος από την θερμήν προσευχήν της.
Μίαν ημέραν ο Χιλδερίκος ήθελε να εκτελέση πολλούς φυλακισμένους, αιχμαλώτους πολέμου. Εξήλθε κρυφίως από την πόλιν καί διέταξεν όπισθεν να κλειδώσουν τάς πύλας. Η Οσία επληροφορήθη τό τεκταινόμενον και έτρεξε προς τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν έφθασε προ των κεκλεισμένων πυλών, έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και αυτομάτως ηνοίχθησαν. Επρόφθασε την εκτέλεσιν καί διά μίαν ακόμη φοράν ο ειδωλολάτρης βασιλεύς, όστις την εκτιμούσε βαθύτατα, της εχάρισε τους φυλακισμένους.
Η θεοφόρος και θαυματουργός Οσία Γενεβιέβη εκοιμήθη εν Κυρίω πλήρης ημερών εις τάς 3 Ιανουαρίου, πιθανόν του έτους 512. Τά χαριτόβρυτα λείψανά της ετοποθετήθησαν αρχικώς εις τον ναόν τού Αγίου Διονυσίου και κατόπιν εις τον ναόν του Αγίου Στεφάνου εις τό Παρίσι, επί του λόφου όπου προσέφερε προς τον Ουράνιον Νυμφίον της Χριστόν ως πολύτιμον προίκαν τους ασκητικούς κόπους και τά δάκρυα της αγάπης της.
Πηγή: Περιοδ. «Άγιος Κυπριανός», αριθ. 216/Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1987, σελ. 127-128 και 217/Μάρτιος-Απρίλιος 1987, σελ. 143-144.
Εις ηλικίαν περίπου οκτώ ετών ο Θεός την εκάλεσε να του αφιερωθή κατά τον εξής τρόπον. Μία τοπική Σύνοδος εις Γαλλίαν απεφάσισε να στείλη εις την Βρεττανίαν, κατόπιν ζητήσεως βοηθείας πρός καταπολέμησιν της πελαγιανικής αιρέσεως, τους αγιωτάτους και θαυματουργούς Επισκόπους Γερμανόν και Λούππον.
Οι δύο Επίσκοποι κατά το ταξίδιόν των διήλθον από το Νεμετοδούρον. Ο ευσεβής λαός τους υπεδέχθη με ιερόν ενθουσιασμόν καί τούς παρεκάλεσε να ψάλουν μαζί τον Εσπερινόν.
Ο αγιώτατος Γερμανός, ενώ ευλογούσε τον λαόν, είδε το ευλογημένον κοράσιον και φωτισθείς υπό της θείας χάριτος, προεφήτευσεν εις τους καταπλήκτους γονείς του, ότι θα εγίνετο «μεγάλη ενώπιον τού Κυρίου και πολλοί θα εύρισκον την σωτηρίαν διά μέσου αυτής». Κατόπιν ηρώτησε την Γενεβιέβην: «Κόρη μου, επιθυμείς να αφιερωθής ως νύμφη άμωμος εις τον Χριστόν;» Η Αγία απήντησε: «Αυτή, Δέσποτα, ακριβώς είναι η επιθυμία της καρδίας μου. Είθε ο Θεός νά μού την εκπληρώση».
Ο άγιος Επίσκοπος εκράτησε τήν χείρα του επί της κεφαλής τής Γενεβιέβης κατά την διάρκειαν του Εσπερινού και είπεν εις τούς γονείς της να την φέρουν πολύ ενωρίς εις τον Ναόν την επομένην.
Το πρωΐ την ερώτησεν ο Επίσκοπος: «Γενεβιέβη, κόρη μου, ενθυμείσαι το χθεσινόν σου τάμα;» «Ναί, άγιε Δέσποτα», απήντησε, «υπόσχομαι να αφιερώσω την ψυχήν και το σώμα μου εις τον Θεόν μέχρι τό τέλος της ζωής μου».
Τότε ο ῞Αγιος Γερμανός ευρήκεν εις το έδαφος ένα νόμισμα, τό οποίον έφερεν επάνω του το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και της τό έδωσε να το κρεμάση εις τον λαιμόν της εις ενθύμιον του τάματός της, παραγγείλας εις αυτήν να μή ενδυθή ποτέ πολύτιμα ενδύματα ή κοσμήματα.
Ολίγον αργότερον ήτο μια εορτή και η μητέρα της θα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, είπε δε εις την Γενεβιέβην να παραμείνη εις τήν οικίαν. Η ευσεβής κόρη διεμαρτυρήθη, υπενθυμίζουσα εις αυτήν τήν υπόσχεσίν της. Η μητέρα της τότε την εράπισε καί… αμέσως ετυφλώθη! Αργότερα η Αγία έφερε νερό εις το σπίτι, προσηυχήθη διά τήν θεραπείαν της μητρός της και το εσταύρωσε. Όταν η μητέρα της Γεροντία ένιψε το πρόσωπόν της με το ευλογημένον ύδωρ ανέβλεψε!…
Εις ηλικίαν περίπου 15 ετών, η Γενεβιέβη επήγε μαζί με άλλας δύο παρθένους εις τον Επίσκοπον, διά να λάβουν την Μοναχικήν κουράν. Παρ’ όλον ότι ήτο η μικροτέρα, ο Επίσκοπος θεόθεν παρακινηθείς, την έκειρε πρώτην.
Κατά την εποχήν αυτήν δεν υπήρχον ακόμη [στη Γαλλία] γυναικεία Μοναστήρια και έτσι, όταν μετ’ ολίγον εκοιμήθησαν οι ευσεβείς γονείς της, εγκατεστάθη εις το Παρίσι εις το σπίτι της αναδόχου της, εις τήν κορυφήν του λόφου απέναντι του Σηκουάνα, πού έχει τώρα το όνομά της.
Εκεί εφήρμοσε μίαν σκληροτάτην άσκησιν, εσθίουσα, μόνον κάθε Πέμπτην και Κυριακήν ολίγον κρίθινον άρτον και κουκιά, τα οποία έβραζε κάθε δυό-τρείς εβδομάδας.
Ο Κύριος επέτρεψε να της έλθη μία φοβερά παραλυσία εις όλον τό σώμα, ώστε δεν ημπορούσε να κινήση κανένα μέλος της, επί τρείς δε ημέρας έμεινεν ως νεκρά. Όταν συνήλθεν ολίγον, διηγήθη ότι ένας Άγγελος την παρέλαβε και της έδειξε την κόλασιν και τόν Παράδεισον. Η αγία κόρη επέμεινεν ιδιαιτέρως εις την περιγραφήν τών ανεκφράστων αγαθών πού αναμένουν τους δικαίους.
Η ευλογημένη Γενεβιέβη συντόμως έδρεψε τους ευχύμους καρπούς μιάς τοιαύτης ασκήσεως, απέκτησε πλουσίως τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος: το χάρισμα των δακρύων, το διορατικόν, το προφητικόν, το θαυματουργικόν.
Ως συμβαίνει πάντοτε, βλέπον το πονηρόν πνεύμα, ότι δεν δύναται να νικήση την Αγίαν, εξήγειρεν εναντίον της ανθρώπους διά να την συκοφαντήσουν και κατακρίνουν.
Όταν μάλιστα κατά το 445 ο αγιώτατος Επίσκοπος Γερμανός, πορευόμενος και πάλιν προς την Βρεττανίαν, διήλθε διά των Παρισίων, οι εχθροί της Αγίας την κατέκριναν εις αυτόν. Ο θεοφόρος Ιεράρχης δεν έδωσε σημασίαν εις τάς συκοφαντίας, αλλά προσηυχήθη μαζί της και έδειξεν εις τους Παρισινούς τα δάκρυα, τα οποία αφθόνως είχε χύσει η Οσία, εις ένδειξιν του παρά Κυρίου χαρίσματος.
Έκτοτε οι κάτοικοι της περιοχής ήρχισαν να την σέβωνται και νά εκζητούν τάς φωτισμένας συμβουλάς της και τάς θαυματουργικάς προσευχάς της.
Μία προφητεία της Οσίας, η οποία εξεπληρώθη, συνέβαλε πολύ εις το να εγκαθιδρυθή πλέον εις τάς συνειδήσεις όλων ως όντως Αγία. Όταν ο Αττίλας με τάς βαρβαρικάς ορδάς του επλησίαζε τό Παρίσι, οι κάτοικοι κατελήφθησαν υπό πανικού και ητοιμάσθησαν νά εγκαταλείψουν την πόλιν. Η Αγία τους είπεν, ότι ο Κύριος θα τούς ελύτρωνεν εκ του κινδύνου, να μή ανησυχούν, αλλά να προσευχηθούν και να νηστεύσουν. Οι Παρισινοί δεν εδέχθησαν την συμβουλήν της, εξηγέρθησαν εναντίον της και ήσαν έτοιμοι να την λιθοβολήσουν. Τελικώς ο Κύριος την εφύλαξεν από την μανίαν του όχλου, οι δέ βάρβαροι Ούννοι αιφνιδίως και χωρίς φανερόν λόγον ήλλαξαν κατεύθυνσιν και ολίγον αργότερον ενικήθησαν από τον σχετικώς αδύνατον ρωμαϊκόν στρατόν του στρατηλάτου Αετίου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι, εις τάς Καταλανικάς πεδιάδας (451).
Πλήθος θαυμάτων μάς διηγείται ο ανώνυμος βιογράφος της Αγίας εις τον βίον της, ο οποίος εγράφη μόλις 18 έτη μετά την οσίαν κοίμησίν της: εξεδίωκε δαιμόνια, ανήγειρε παραλυτικούς, έδιδε τό φώς εις τους τυφλούς.
Κάποτε μία περίλυπος μητέρα της έφερε το λείψανον του τετραετούς υιού της. Η Αγία το εκάλυψε με το επανωφόριόν της και προσηυχήθη επί πολλάς ώρας κλαίουσα, έως ότου το παιδίον ανεστήθη.
Κάθε χρόνον, κατά την ανατολικήν ασκητικήν παράδοσιν, έμενεν έγκλειστος από τα Θεοφάνια μέχρι την Μεγάλην Πέμπτην. Μία μοναχή προσεπάθησε να ίδη τί έκαμνεν έγκλειστος εις το κελλίον της, αλλ’ όταν έφθασεν έμπροσθεν της θύρας ετυφλώθη. Μετά την αγίαν Τεσσαρακοστήν, επήγεν η Αγία εις το κελλίον της τυφλωθείσης μοναχής και προσευχηθείσα την εσταύρωσε και της έδωσε πάλιν τό φώς της.
Η Οσία Γενεβιέβη ηυλαβείτο ιδιαιτέρως τον Άγιον Διονύσιον, τόν πρώτον επίσκοπον Παρισίων, ο οποίος είχε μαρτυρήσει μερικά χιλιόμετρα βορείως της πόλεως.
Έπεισε λοιπόν μερικούς ιερείς να κτίσουν μίαν Εκκλησίαν επί τού τάφου του αγίου μάρτυρος. Διαμαρτυρίαι όμως ηγέρθησαν, διότι δέν υπήρχεν άσβεστος διά την οικοδομήν. Η Αγία τους έστειλεν εις τήν γέφυραν της πόλεως. Εκεί συνήντησαν δύο ποιμένας πού συζητούσαν διά το γεγονός, ότι είχεν ευρεθή εις το δάσος μία πηγή ασβέστου!
Συντόμως ο ναός εκτίσθη και η ευλογημένη Γενεβιέβη μετέβαινεν εκεί τακτικώς διά να προσευχηθή, ιδίως τάς Κυριακάς, ότε ηγρύπνει ολονυκτίως.
Ένα Σάββατον βράδυ ανεχώρησε με την συνοδίαν της διά τόν Άγιον Διονύσιον ενώ είχεν εκσπάσει σφοδρά καταιγίς. Αιφνιδίως τό φανάρι των έσβησε από τον δυνατόν αέρα. Αι μοναχαί εκυριεύθησαν από μέγαν φόβον, ευρεθείσαι εγκαταλελειμμέναι εις το σκότος, εις τήν λάσπην, χωρίς προσανατολισμόν. Η Οσία τάς ενεθάρρυνεν, έπειτα προσηυχήθη και εσταύρωσε το φανάρι. Τότε ήναψεν αυτό θαυμαστώς μόνο του και καθοδηγούμεναι υπό του θαυματουργικού φωτός έφθασαν σώαι εις τον Ναόν διά την αγρυπνίαν.
Η Αγία, μαζί με την αδελφότητα πού είχε συγκεντρώσει γύρω της, έκαμνε πολλά προσκυνήματα εις τον τάφον του Αγίου Μαρτίνου τού θαυματουργού εις το Τούρ, περίπου 200 χιλιόμετρα από το Παρίσι, κατά τα οποία ετέλει πολλά θαύματα.
Επίσης άλλην μίαν φοράν η Οσία έσωσε την πόλιν της. Όταν οι Φράγκοι πολιώρκησαν το Παρίσι και οι κάτοικοι εκινδύνευαν από τήν πείνα, η Αγία ωδήγησε μίαν ομάδα πλοίων εις περιοχάς, τάς οποίας δέν είχον καταστρέψει οι Φράγκοι, και τα έφερε πάλιν οπίσω γεμάτα σιτάρι, διά να θρέψουν τους Παρισινούς.
Πρέπει να αναφερθή η λίαν σημαντική μαρτυρία του μεγάλου Αγίου της Αντιοχείας, του ηρωϊκού Οσίου Συμεών του Στυλίτου (†30.4.459), όσον αφορά την παρρησίαν της Οσίας ενώπιον του Κυρίου.
Μερικοί Παρισινοί έμποροι είχον μεταβή εις την Ανατολήν και ελκυσθέντες από την φήμην του θαυμαστού Αγίου Συμεών, ο οποίος ησκήτευεν επί τεσσαράκοντα περίπου έτη επί ενός στύλου εις τήν Αντιόχειαν, τον επεσκέφθησαν διά να λάβουν την ευλογίαν του. Οποίαν όμως έκπληξιν εδοκίμασαν, όταν ο πανθαύμαστος ασκητής τούς είπε να διαβιβάσουν χαιρετισμούς εις την Οσίαν Γενεβιέβην καί εζήτησε με πολλήν ευλάβειαν τάς προσευχάς της!
Η Οσία ήταν επίσης φημισμένη διά την ευσπλαγχνίαν της, ιδίως πρός τους φυλακισμένους, οι οποίοι ήσαν πολλοί κατά την ταραγμένην εκείνην εποχήν.
Πολλάς φοράς εμεσίτευσε με επιτυχίαν προς τον βάρβαρον Φράγκον βασιλέα Χιλδερίκον διά να τους ελευθερώση. Ο βασιλεύς αδυνατούσε να της το αρνηθή, ηττημένος από την θερμήν προσευχήν της.
Μίαν ημέραν ο Χιλδερίκος ήθελε να εκτελέση πολλούς φυλακισμένους, αιχμαλώτους πολέμου. Εξήλθε κρυφίως από την πόλιν καί διέταξεν όπισθεν να κλειδώσουν τάς πύλας. Η Οσία επληροφορήθη τό τεκταινόμενον και έτρεξε προς τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν έφθασε προ των κεκλεισμένων πυλών, έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και αυτομάτως ηνοίχθησαν. Επρόφθασε την εκτέλεσιν καί διά μίαν ακόμη φοράν ο ειδωλολάτρης βασιλεύς, όστις την εκτιμούσε βαθύτατα, της εχάρισε τους φυλακισμένους.
Η θεοφόρος και θαυματουργός Οσία Γενεβιέβη εκοιμήθη εν Κυρίω πλήρης ημερών εις τάς 3 Ιανουαρίου, πιθανόν του έτους 512. Τά χαριτόβρυτα λείψανά της ετοποθετήθησαν αρχικώς εις τον ναόν τού Αγίου Διονυσίου και κατόπιν εις τον ναόν του Αγίου Στεφάνου εις τό Παρίσι, επί του λόφου όπου προσέφερε προς τον Ουράνιον Νυμφίον της Χριστόν ως πολύτιμον προίκαν τους ασκητικούς κόπους και τά δάκρυα της αγάπης της.
Πηγή: Περιοδ. «Άγιος Κυπριανός», αριθ. 216/Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1987, σελ. 127-128 και 217/Μάρτιος-Απρίλιος 1987, σελ. 143-144.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου