Λόγοι Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μέρος τέταρτο. Κεφάλαιο 1ο
Πνευματική ζωή
«Ἄν κανεὶς ἀγαπήση τὸν Θεό, ἄν ἀναγνωρίση τὴν μεγάλη Του θυσία καὶ τὶς εὐεργεσίες Του καὶ στριμώξη τὸν ἑαυτό του μὲ διάκριση στὴν μίμηση τῶν Ἁγίων, γρήγορα ἁγίαζει· φθάνει νὰ ταπεινώνεται, νὰ συναισθάνεται τὴν ἀθλιότητά του καὶ τὴν μεγάλη του ἀχαριστία πρὸς τὸν Θεό».
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὴν οἰκογένεια
Ὅσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει
Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ γκρίνια καὶ πῶς μπορεῖς νὰ τὴν ἀποφύγης;
-Στὴν κακομοιριὰ ὀφείλεται καὶ μὲ τὴν δοξολογία τὴν κάνει κανείς πέρα.
Ἡ γκρίνια γεννᾶ γκρίνια καὶ ἡ δοξολογία γεννᾶ δοξολογία. Ὅταν δὲν γκρινιάζη κανεὶς γιὰ μιὰ δυσκολία ποὺ τὸν βρίσκει, ἀλλὰ δοξάζη τὸν Θεὸ, τὸτε σκάζει ὁ διάβολος καὶ πάει σὲ ἄλλον ποὺ γκρινιάζει, γιὰ νὰ τοῦ τὰ φέρη ὅλα πιὸ ἀνάποδα. Γιατὶ, ὅσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει.
Μερικὲς φορὲς μᾶς κλέβει τὸ ταγκαλάκι καὶ μᾶς κάνει νὰ μὴ μᾶς εὐχαριστῆ τίποτε, ἐνῶ μπορεῖ κανεὶς ὅλα νὰ τὰ γλεντάη πνευματικὰ μὲ δοξολογία καὶ νὰ ἔχη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Νά, ξέρω κάποιον ἐκεὶ στὸ Ὄρος πού, ἄν βρέξη καὶ τοῦ πῆς «πάλι βρέχει», ἀρχίζει: «Ναί, ὅλο βρέχει, θά σαπίσουμε ἀπὸ τὴν πολλὴ ὑγρασία».
Ἄν μετὰ ἀπὸ λίγο σταματήση ἡ βροχὴ καὶ τοῦ πῆς «ἔ, δὲν ἔβρεξε καὶ πολὺ», λέει: «Ναί, βροχὴ ἦταν αὐτή; θὰ ξεραθῆ ὁ τόπος...». Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι καλὰ στὸ μυαλό, ἀλλὰ συνήθισε νὰ γκρινιάζη. Νὰ εἶναι λογικὸς καὶ νὰ σκέφτεται παράλογα!
Ἡ γκρίνια ἔχει κατάρα. Εἶναι σὰν νὰ καταριέται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ὁπότε μετὰ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Στὴν Ἤπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ὁ ἕνας ἦταν οἰκογενειάρχης καὶ εἶχε ἕνα-δύο χωραφάκια καὶ ἐμπιστευόταν τὰ πάντα στὸν Θεό. Ἐργαζόταν, ὅσο μποροῦσε, χωρὶς ἄγχος. «Θὰ κάνω ὅ,τι προλάβω», ἔλεγε. Μερικὲς φορὲς ἄλλα δεμάτια σάπιζαν ἀπὸ τὴν βροχή, γιατὶ δὲν προλάβαινε νὰ τὰ μαζέψη, ἄλλα τοῦ τὰ σκόρπιζε ὁ ἀέρας, καὶ ὅμως γιὰ ὅλα ἔλεγε «δόξα Σοι ὁ Θεός» καὶ ὅλα τοῦ πήγαιναν καλά. Ὁ ἄλλος εἶχε πολλὰ κτήματα, ἀγελάδες κ.λ.π., δὲν εἶχε καὶ παιδιά. Ἄν τὸν ρωτοῦσες «πῶς τὰ πᾶς;», «ἄσ’τα, μὴν τὰ ρωτᾶς», ἀπαντοῦσε· ποτὲ δὲν ἔλεγε «δόξα Σοι ὁ Θεός», ὅλο γκρίνια ἦταν. Καὶ νὰ δῆτε, ἄλλοτε τοῦ ψοφοῦσε ἡ ἀγελάδα, ἄλλοτε τοῦ συνέβαινε τὸ ἕνα, ἄλλοτε τὸ ἄλλο. Ὅλα τὰ εἶχε, ἀλλὰ προκοπῆ δὲν ἔκανε.
Γι’ αὐτὸ λέω, ἡ δοξολογία εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἄν γευθοῦμε ἤ ὄχι τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Πῶς ὅμως νὰ τὶς γευθοῦμε, ἀφοῦ ὁ Θεὸ μᾶς δίνει λ.χ. μπανάνα καὶ ἐμεῖς σκεφτόμαστε τί καλύτερο τρώει ὁ τάδε ἐφοπολιστής;
Πόσοι ἄνθρωποι τρῶτε μόνον ξερὸ παξιμάδι, ἀλλὰ μέρα-νύχτα δοξολογοῦν τόν Θεὸ καὶ τρέφονται μὲ οὐρανία γλυκύτητα! Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦν μιὰ πνευματικὴ εὐαισθησία καὶ γνωρίζουν τὰ χάδια τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δὲν τὰ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ καρδιά μας ἔχει πιάσει γλίτσα καὶ δὲν ἱκανοποιούμαστε μέ τίποτε. Δὲν καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εὐτυχία εἶναι στὴν αἰωνιότητα καὶ ὄχι στὴ ματαιότητα.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 147-148 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου