Αλλ' ο αδελφός μου, με εφθόνησε φοβερά επειδή όλη η περιουσία έγινε δική μου. Ο θυμός του εναντίον μου εμεγάλωνε συνεχώς και ο Σατανάς τον παρώτρυνε τόσο εις το μίσος του εναντίον μου, ώστε εσχεδίαζε να με σκοτώση. Τελικά δεν μ' εσκότωσε αλλά έκανε το εξής: Μιά νύχτα ενώ κοιμώμαστε, μη έχοντας πελάτες εις το πανδοχείο, διέρρηξε το δωμάτιο μεσ' στο οποίο είχαμε τα λεπτά, τα επήρε από το μπαούλο κ' έπειτα έβαλε φωτιά. Η φωτιά ξαπλώθηκε σ' όλο το σπίτι χωρίς να το καταλάβουμε, μόλις δε κατωρθώσαμε εγώ κ' η γυναίκα μου να γλυτώσουμε, πηδώντας μεσ' στις φλόγες από ένα παράθυρο, φορώντας μόνο τα ρούχα του ύπνου. Η Αγία Γραφή ήταν κάτω από το μαξιλάρι μας, μα με όλη την παραζάλη κατώρθωσα να την πάρω μαζί μου. Καθώς εβλέπαμε το σπίτι μας να καίγεται, είπαμε ο ένας εις τον άλλο. «Δόξα τω Θεώ που εσώσαμε τη ζωή μας και την Αγία Γραφή, για να την έχουμε παρηγοριά, εις τις συμφορές που μας ευρήκαν». Έτσι ό,τι είχαμε και δεν είχαμε το χάσαμε και ο αδελφός μου εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήση κανένα ίχνος. Αργότερα εμάθαμε ότι μεθυσμένος κάποτε εκόμπαζε, λέγοντας με τι τρόπο πήρε τα χρήματα και έκαψε το σπίτι.
Εμείναμε γυμνοί και κατεστραμμένοι, σχεδόν ζητιάνοι. Εδανειστήκαμε μερικά χρήματα, εφτιάξαμε μια μικρή καλύβα και αρχίσαμε να ζούμε όπως οι ακτήμονες χωρικοί. Η γυναίκα μου ήταν προκομμένη κι άρχισε να πλέκη, να υφαίνη και να ράβη. Είχε πολλή δουλειά κ' έτσι συντηρούσε υποφερτά τον εαυτό της κ εμένα. Εγώ με την πάθησι του χεριού μου δεν ημπορούσα ούτε σκέτα ξυλοπάπουτσα να φτιάχνω.
Έτσι εκαθόμουνα δίπλα της όταν εδούλευε και της εδιάβαζα κομμάτια από την Αγία Γραφή. Άκουγε πάντα με προσοχή και ευλάβεια και μερικές φορές έκλαιγε. Όταν ερωτούσα γιατί έκλεγε, λέγοντάς της, ότι ο Θεός μάς εχάρισε το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή, αυτή μου απαντούσε: «Συγκινούμαι τόσο πολ.ύ από την ανάγνωσι της Αγ. Γραφής»!
Εκτελούσαμε όσα ο παππούς μας, μας είχε παραγγείλει, ενηστεύαμε συχνά, κάθε πρωί ελέγαμε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και την νύκτα εκάναμε εκατό μετάνοιες ο καθένας, για να αποφύγουμε το πέσιμό μας σε πειρασμό. Έτσι εζήσαμε ήρεμα δυο ολόκληρα χρόνια. Αλλά αυτό που είναι εκπληκτικό, είναι το γεγονός, ότι αν και δεν καταλαβαίναμε, επειδή δεν είχαμε ακούσει τίποτε για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, παρά προσευχόμεθα με το στόμα μόνον και με τις μετάνοιες χωρίς βαθύτερη σκέψι, σαν κούκλες που κάνουν παιγνίδια, παρ' όλα αυτά, η επιθυμία για γνήσια προσευχή υπήρχε μέσα μας και οι μακρές προσευχές που τις ελέγαμε χωρίς να τις καταλαβαίνουμε, δεν μας εκούραζαν, αλλά πραγματικά μας άρεσαν.
Η καθαρή αλήθεια είναι, όπως ένας διδάσκαλος μού είπε κάποτε, ότι η μυστική Προσευχή πάντοτε κρύβεται μέσα εις την ανθρώπινη καρδιά. Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζει αυτό, αλλ' αυτή εργάζεται κατά τρόπο μυστηριώδη μέσα εις την ψυχή και προτρέπει σε εκδήλωσι, ανάλογα με του κάθε ανθρώπου την γνώσι και την δύναμι.
Ύστερα από δυο χρόνια που εζήσαμε έτσι, η σύζυγός μου αρρώστησε με υψηλό πυρετό. Την εκοινωνήσαμε και την ενάτην ημέρα της αρρώστιας απέθανε. Τώρα ήμουν ολομόναχος εις τον κόσμον. Δεν ημπορούσα να κάμω καμμιά εργασία κ' έπρεπε συγχρόνως να ζήσω· μά και η ζητιανιά μού φαινόταν ασυνείδητο πράγμα. Εκτός αυτού είχα τόση λύπη για το θάνατο της γυναίκας μου, ώστε δεν ήξευρα τί να κάμω. Όταν επήγαινα μέσα στην καλύβα κ' έβλεπα τα ρούχα της, επνιγόμουν εις τα δάκρυα τόσο, που δυό - τρείς φορές, έπεσα κάτω αναίσθητος. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι δεν ημπορούσα πιά να ζήσω εις το μέρος αυτό. Επούλησα την καλύβα μου για είκοσι ρούβλια και έδωσα τα λίγα ρούχα της γυναίκας μου εις τους φτωχούς. Επειδή ήμουν ανάπηρος, οι αρχές του τόπου μου δώσανε ένα διαβατήριο, το οποίον με ελευθέρωνε από κάθε δημόσια υποχρέωσι και έτσι παίρνοντας μαζί μου την Αγία Γραφή άρχισα τα ταξείδια χωρίς να ενδιαφέρωμαι πού πηγαίνω.
Έπειτα από λίγο καιρό άρχισα να σκέπτωμαι πού θα ημπορούσα να πάγω και είπα με τον εαυτόν μου: Πρώτα απ΄ όλα θα πάγω εις το Κίεβο. Θα προσκυνήσω εκεί τα μέρη αυτών που ευαρεστήσανε το Θεό και θα τους παρακαλέσω να με βοηθήσουν στα βάσανά μου.
Κάνοντας τις σκέψεις αυτές, άρχισα να αισθάνωμαι καλύτερα κ' εγέμισε η ψυχή μου από ανακούφισι, αρχίζοντας το ταξείδι μου για το Κίεβο. Από τότε, δέκα τρία ολόκληρα χρόνια έχω περάσει ταξειδεύοντας από τόπο σε τόπο, κ' έχω προσκυνήσει σε πάμπολλες εκκλησίες και σε μοναστήρια, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω περπατήσει περισσότερο μέσα σε λειβάδια και στέππες. Δεν ηξεύρω αν ο Θεός θα ευδοκήση να πάω εις την Ιερουσαλήμ. Εάν αυτό είναι η θέλησί Του, τα αμαρτωλά μου κόκκαλα θα αναπαυθούν εκεί.
«Και πόσων χρόνων είσαι τώρα»;
«Τριάντα τριών».
«Ώστε, αγαπητέ μου αδελφέ, έχεις φθάσει την ηλικία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»!
http://paterikakeimena.blogspot.com/2012/01/5_22.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου