Με την είσοδο και την εγκατάσταση της αμαρτίας μέσα στον άνθρωπο δημιουργείται, όπως είδαμε, μια υπαρξιακή διπολικότητα σ' αυτόν, που τη συνιστούν η ηδονή και η οδύνη. Στον άξονά τους περιστρέφεται η ύπαρξη. Ηδονή και οδύνη αποτελούν ένα ανθρωπολογικό καθεστώς, ή, όπως τελευταία συνηθίζεται να λέγεται αυτό, "κατεστημένο", που αποτελεί γνώρισμα της μεταπτωτικής ψυχολογίας του ανθρώπου. Είναι γι' αυτό χρήσιμο να αναλυθούν, όπως είπαμε, σε κάποιο βαθμό τα στοιχεία της ηδονής και της οδύνης πιο κάτω, τόσο για να εκτιμηθεί ο σημαντικότατος ρόλος που παίζουν στη ζωή του ανθρώπου, όσο και για να κατανοηθεί η ανάγκη να ξεπερασθούν με επαναφορά του "παρά φύσιν", που ηδονή και οδύνη συνιστούν, στο "κατά φύσιν", με επιστροφή δηλαδή από την ανωμαλία στην ομαλότητα της φύσεώς μας, εφόσον αυτή είναι δυνατή και πώς. Αρχίζουμε πρώτα από την ηδονή.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
προβαίνει στην παρακάτω προσδιοριστική ανάλυση της ηδονής:
α) Η ηδονή είναι είδος και μορφή αισθήσεως που πραγματοποιείται στην ψυχή και ειδικά στην περιοχή της που λέγεται αισθητικό διά μέσου κάποιου πράγματος που υποπίπτει στις αισθήσεις.
β) Η ηδονή είναι τρόπος ενέργειας της αισθήσεως, δηλαδή κάθε αισθήσεως, όλων των επί μέρους αισθήσεων, τον οποίο συνιστά η μη λογική επιθυμία. Όταν δηλαδή προστεθεί στην αίσθηση η επιθυμία, τότε η επιθυμία μεταπίπτει σε ηδονή δίνοντάς της μια συγκεκριμένη μορφή. Όταν η αίσθηση κινηθεί επιθυμητικά, πραγματοποιεί την ηδονή προσλαμβάνοντας έτσι η επιθυμία αισθητή μορφή).
γ) Άλλου πάλι λέει ο άγιος ότι "ηδονή" είναι "επιτυγχάνουσα επιθυμία"
Συνεπώς σύμφωνα με τα πιο πάνω, ηδονή είναι η ενεργοποίηση και αισθητοποίηση της επιθυμίας, που δεν κυριαρχείται από το λογικό. Η σύζευξη επιθυμίας και αισθήσεως κατ' αρχήν και η απουσία του λόγου, της λογικότητος, από αυτήν γεννάει την ηδονή. Ο βαθύς γνώστης του αγίου Μαξίμου και σοφός καθηγητής π. Δημήτριος Στανιλοάε κάνει την επόμενη επεξήγηση του προσδιορισμού του αγίου Πατρός.
Από την αίσθηση στην
καθαρά αντιληπτική διδασκαλία (πιο σωστά ίσως- διαδικασία) ως την ηδονή δεν
υπάρχει παρά ένα βήμα. Γιατί σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό η ηδονή δεν είναι
παρά μια μορφή αίσθησης, στην οποία ένα πράγμα που αισθανθήκαμε δίνει την αντίστοιχη
μορφή. Η ηδονή από το να γεύεται κανείς δεν είναι παρά μια γεύση, στην οποία
ένα πράγμα που γεύεται δίνει κάποια μορφή ή ποιότητα. Ή είναι μια γεύση πού
ρυθμίζεται από το πράγμα.
Ο δεύτερος ορισμός της ηδονής δεν διαφέρει πολύ από τον πρώτο. Σύμφωνα μ' αυτόν, η ηδονή είναι τρόπος αίσθησης, τρόπος σχεδόν ταυτόσημος με τη μορφή αίσθησης. Το νέο στοιχείο που παρεμβάλλεται είναι η όρεξη. Η ηδονή είναι ο τρόπος της αίσθησης (της διαδικασίας των αισθητηρίων οργάνων) προσδιορισμένος από την όρεξη.
Σύμφωνα με τον πρώτο
ορισμό, το συγκεκριμένο πράγμα παράγει με τρόπο άμεσο την ηδονή. Σύμφωνα με τον
δεύτερο, το συγκεκριμένο πράγμα παράγει την ηδονή με την όρεξη. Συνοψίζω- Να,
πώς δημιουργείται η ηδονή: ένα πράγμα που γίνεται αντιληπτό από την αίσθηση
δημιουργεί όρεξη, η όρεξη κινεί την αίσθηση προς το αντίστοιχο πράγμα. Όταν το
αντίστοιχο πράγμα κατακτηθεί, εμφανίζεται η ηδονή".
II. Επιθυμία
και ηδονή
Είναι φανερό ότι η
ηδονή είναι παράγωγο επιθυμίας και πράγματος μέσω της αντιληπτικής δυνατότητος του
άνθρωπου με τη βοήθεια των αισθήσεων ή παράγωγο συνδυασμού επιθυμίας και αισθήσεως
εξαιτίας ενός πράγματος. Καταρχήν βλέπω (ή ακούω ή πιάνω) ένα πράγμα. Έχουμε μια
αισθητηριακή αντίληψη λοιπόν. Το πράγμα αυτό που είδα (άκουσα, έπιασα) το
επιθυμώ. "Όταν αποκτήσω αυτό το πράγμα πού επιθυμώ (εδώ έχουμε τη δεύτερη
ενέργεια), αισθάνομαι ευχαρίστηση, με άλλα λόγια ηδονή.
Πρέπει να παρατηρηθεί προκαταβολικά, αν και θα γίνει ειδικός λόγος γι' αυτό αλλού, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την ηδονή πάντα σε σχέση με την αίσθηση και τα αισθητά, γιατί υπάρχει και ανώτερη μορφή ηδονής, η πνευματική ηδονή, που ανήκει σε άλλα πεδία και δεν έχει σχέση με ότι εδώ ονομάζεται αισθητηριακή ή αισθησιακή ηδονή, ηδονή των αισθήσεων.
Τονίζοντας τη σημασία της επιθυμίας για την πραγματοποίηση της ηδονής ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί τα έξης:
Χωρίς την επιθυμητική
δύναμη, λέει ο άγιος, δεν μπορεί να υπάρξη πάθος. Ή αγάπη για κάποιο πράγμα
αποτελεί ιδιότητα της επιθυμίας. Και χωρίς τη δύναμη του θυμικού
(συναισθήματος) που νευρώνει και δυναμώνει την επιθυμία να ενωθεί με ότι την
ευχαριστεί, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η ειρήνη, αν βέβαια ειρήνη και
κατασίγαση της επιθυμίας είναι η ανενόχλητη και ολοκληρωτική απόκτηση και
κατοχή του επιθυμητού πράγματος.
Σύμφωνα μ' αυτά ο
ερεθισμός της επιθυμίας δημιουργεί μέσα στον άνθρωπο κατάσταση που μπορεί να φτάσει
σε πολύ μεγάλη ένταση και κοχλασμό. Στην περίπτωση αυτή χάνει ο άνθρωπος την ειρήνη
του. Η επιθυμία τον σπρώχνει ακατάπαυστα προς το ποθούμενο, με το οποίο
επιδιώκει, για να γαληνεύσει ο πόθος του, την ένωση. Έχουμε στην περίπτωση αυτή
ένα είδος έρωτος της ψυχής προς το αντικείμενο της επιθυμίας που δεν σβήνει τη
δίψα της, αν δεν "ενωθεί" μ' αυτό, αν δεν το ιδιοποιηθεί με
"άνενόχλητον και παντελή του καταθυμίου κατάσχεσιν". Η πλήρης και
εντελής κατοχή του επιθυμητού δημιουργεί αίσθημα ικανοποιήσεως και εξηρεμήσεως.
Μόλις όμως πραγματοποιηθεί αυτό, αρχίζει πάλι ο ερεθισμός του πάθους για να γίνει
πάλι η ίδια διαδικασία ικανοποιήσεως του.
Και αυτό γίνεται
ασταμάτητα παρ' όλες τις τυχόν υποσχέσεις του υποκειμένου στον εαυτό του ότι
"αυτή θα είναι η τελευταία φορά"!
III. Αρνητικά
χαρακτηριστικά της ηδονής
των αισθήσεων
Παρουσιάζοντας τα
αρνητικά χαρακτηριστικά της ηδονής των αισθήσεων ο όσιος Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος παρατηρεί τα ακόλουθα:
"Η μη νοερά, αλλά της σαρκός ηδονή ημαρτημένως έχοι αν και το λέγεσθαι ηδονήν. Επαγόμενη γαρ επιτελεσθείσα πικρόν μετάμελον προδήλως έψευσται καλείσθαι ηδονή.
Νόθος γαρ και πόρρω
ψυχής λογικής,
άλογος,
αγενής,
νωθρά,
σκοτεινοχαρής,
θορυβώδης,
οχληρά,
πρόσκαιρος,
ευμάραντος.
Και γαρ γεγηρακότος του
σώματος άκουσα και μετ' αισχύνης μεταχωρεί,
ευκατάγνωστος,
αθλιόβιος,
δύσχρηστος,
αιχμάλωτος,
ονείδους μεστή,
βρωμόφρων,
βλακώδης,
απρόσωπος,
απογνωστική,
απερίσκεπτος.
λύπην ημαυρωμένην
μετά το τελεσθήναι τω εαυτής εργάτη και πράκτορι επιφέρουσα".
Και με απλά λόγια:
Η μη νοερή αλλά σαρκική ηδονή κατά λάθος θα μπορούσε να ονομασθή ηδονή. Επειδή, όταν πραγματοποιηθεί, έχει ως επακόλουθό της πικρή μεταμέλεια, είναι καταφάνερο πώς γι' αυτό διαψεύδεται η ονομασία της ως ηδονής. Η ηδονή αυτή είναιπλαστή και άσχετη προς τη λογική ψυχή, αλόγιστη, γι' αυτό
χυδαία,
δυσκίνητη,
φίλη του σκοταδιού,
θορυβώδης,
ενοχλητική,
πρόσκαιρη,
ευκολομάραντη και
φθαρτή,
η ηδονή αυτή και όταν
γεράσει το σώμα αθέλητα και όλη ντροπή μεταπηδάει από τη μια μορφή στην άλλη.
Είναι αξιοκατάκριτη,
πρόξενος ή έκφραση
άθλιας ζωής,
δυσκολομεταχείριστη,
ανελεύθερη,
όλη ντροπή,
με βρώμικο φρόνημα,
ηλίθια,
απρόσωπη,
με κατάληξη την
απόγνωση, απερίσκεπτη και επιπόλαιη,
πρόξενος λύπης
σκοτεινής σε όποιον την πραγματοποιεί, αφού αυτή λάβει χώρα.
Θα εκτεινόμασταν πολύ, αν επιχειρούσαμε λεπτομερή ανάλυση των τόσο ψυχολογημένων αυτών παρατηρήσεων του όσιου Πατριάρχη. Στεκόμαστε γι' αυτό σε τρία βασικά, όπως νομίζουμε, χαρακτηριστικά της αισθησιακής ηδονής, που είναι ίσως και τα πιο αντιπροσωπευτικά της. Και αυτά είναι:
α) Το απρόσωπο. Το
πρώτο αυτό χαρακτηριστικό της αισθησιακής ηδονής έχει σημασία γιατί αναφέρεται
στην εκφυλιστική κατάπτωση της ηδονής που από προσωπική στη σχέση Θεού και ανθρώπου καταντάει απρόσωπη κίνηση τυφλής ορμής. Τα αποτελέσματα της ηδονής
αυτής είναι μοιραία για το πρόσωπο του ανθρώπου, αφού από την εν σχέσει ύπαρξή
του εγκλωβίζεται σε μια ασφυκτική, εγωπαθή και αρρωστημένη κλειστότητα, τη
φιλαυτία, από την οποία ξεκινάει η απρόσωπη ηδονή και στην οποία καταλήγει,
ενισχύοντας την ακόμα πιο πολύ κατά φαυλοκυκλική και εκμαυλιστική φορά.
β) Η αλογία. Η αλογία
της ηδονής δείχνει την εσωτερική ανατροπή που πραγματοποιείται στον άνθρωπο. Η
λογική του δύναμη και λειτουργία δεν ασκεί πια κυριαρχική, εξουσία μέσα του.
Υποτάσσεται η ίδια στις άλογες δυνάμεις, την επιθυμία και τον "θυμόν"
(συναίσθημα) και τελικά στις αισθήσεις- όπου δεν κυριαρχεί το λογικό, συνήθως
επακολουθεί η εξουσία των αισθήσεων.- Έτσι έχουμε (Μάξιμος). Η απώθηση της λογικής δυνάμεως της
ψυχής οδηγεί στη μη λογικότητα της ηδονής, που σαν φίδι σερνόμενο δέχεται η
αίσθηση.
Στα φιλοκαλικά κεφάλαια πού αναφέρονται με το όνομα του Μ. Αντωνίου σημειώνεται σχετικά:
Όσες ψυχές, λέει, δεν
κατευθύνονται και δεν κυβερνούνται από τον νου με τρόπο που να σφίγγει και να πιέζει,
να κατευθύνει και να κυβερνά τα πάθη τους, δηλαδή την οδύνη και την ηδονή,
τελικά αυτές οι ψυχές χάνονται σαν μη λογικά κτήνη, επειδή παρασύρεται το
λογικό τους από τα πάθη, όπως ο αμαξηλάτης και κυβερνήτης του άρματος που τον
νίκησαν τα άλογα.
Η αλογία λοιπόν της
ηδονής σημαίνει κατάπτωση του ανθρώωπου στο επίπεδο του χωρίς λογικό κτήνους
γιατί η ηδονή αχρήστεψε την οδηγητική και κυβερνητική ικανότητα του λόγου του, του
νου του.
γ) Το ευμάραντον. Το ευμάραντον της ηδονής, που σημαίνει την προσωρινότητά της, υπογραμμίζει τη μη ανταπόκρισή της στο αίτημα της ψυχής για μονιμότητα της ηδονής και διάρκεια χωρίς τέλος. Η αισθησιακή ηδονή είναι "παρόν αγαθόν",• όπως τη χαρακτηρίζει ο άγιος Μάξιμος, και δεν έχει μέλλον, αλλά ούτε και παρελθόν. Δεν έχει με άλλα λόγια χρονική έκταση ή μάλλον έχει χρονική έκταση, αλλά τόσο μικρή, ώστε να είναι σαν να μην έχει έκταση σε χρόνο, διάρκεια δηλαδή, και επομένως ώσπου να υπάρξη, εξαφανίζεται, ώσπου να ανθήση, μαραίνεται και πεθαίνει σαν να μην υπήρξε ποτέ. Γι' αυτό και δεν μπορεί να ικανοποιήση την έφεση της ψυχής που διψάει την ατέρμονα αιωνιότητα.
ΒΙΒΛ. ΗΔΟΝΗ ΟΔΥΝΗ.
ΑΡΧΙΜ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ.
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2012/03/blog-post_780.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου