Ο ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΤΑΣ,
Ο ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ (1941-4/1/2000).
Ἐπετειακό ἀφιέρωμα μέ τήν συμπλήρωση 12 ἐτῶν
ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ π. Νικολάου,
τοῦ Χαράλαμπου Λ. Κοντοχρήστου
τ. Διευθυντῆ τοῦ 2ου Ἱ.Ἐ.Κ. Πατρῶν.
Ἡ ἀρχαιοελληνική φράση «ἐξ ὄνυχος τόν λέοντα»,
πού σημαίνει ἀπό τό νύχι καταλαβαίνει κάποιος τό λιοντάρι, ταιριάζει
ἀπόλυτα στόν Σημειοφόρο π. Νικόλαο, διότι ἦταν πραγματικά ἕνα μεγαλόψυχο
λιοντάρι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Γενικότερα, ἡ παραπάνω φράση
χρησιμοποιεῖται, γιά τή διάγνωση τοῦ συνόλου ἀπό μία χαρακτηριστική
λεπτομέρεια. Αὐτό θά προσπαθήσω νά κάνω, θά καταθέσω μερικές ἄγνωστες
λεπτομέρειες, ἀφιερωμένες στήν ἐπετειακή συμπλήρωση ἀπό τά δώδεκα ἔτη
τῆς σεπτῆς κοιμήσεως τοῦ ὁσιωθέντος συνάδελφού μας, καθηγητῆ - λευίτου
π. Νικολάου Ἀ. Πέττα ἐκ Πατρῶν. Τό ἀφιέρωμα πού ἐπιμελήθηκα ἔχει στήν
ἀρχή τόν τίτλο «Ο ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ π. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΤΑΣ», ἀκολουθώντας
τό χαρακτηρισμό πού τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ, τοῦ Σημειοφόρου δηλαδή, ὅπως τόν
ἔλεγαν ἀκόμα ἐν ζωῇ οἱ χριστιανικοί κύκλοι, ἀλλά καί ὅπως ἔχει
ἀναφερθεῖ ἀπό ἄλλους προηγούμενους συγγραφεῖς καί εἰδικούς.
Δέν θά
ἀναφερθῶ στά βιογραφικά τοῦ π. Νικολάου, γιατί τά ἀνέπτυξε ὁ παλιός
μαθητής του καί τελευταῖα δικός μου σπουδαστής στό Τμῆμα τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς καί Πολιτιστικῆς Κατάρτισης Πατρῶν»,
ὁ πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. Ἰωακείμ Σωτηρόπουλος ἐκ Πατρῶν καταγόμενος
καί τώρα κληρικός τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Φωκίδας, στά συναρπαστικά καί
ἀποκαλυπτικά ἀφιερώματα στήν «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» τῆς Μονῆς Ἁγίων Σεραφείμ καί Αὐγουστίνου Τρικόρφου, τεῦχος 156, Ἰαν.-Μάρτ. τοῦ 2012 καί στήν «Μοναστική Ἔκφραση»
τῆς Μονῆς Ἁγίου Νεκταρίου Τρικόρφου, τεῦχος 48, Μάρτ.-Μάϊος. Ὅταν
διάβασα τό ἀφιέρωμα πού ἐπιμελήθηκε ὁ ἀρχιμ. Ἰωακείμ, εἶπα ὅτι εἶναι
πολύ σημαντικό, ἀλλά ὅσα καί νά γραφοῦν εἶναι λίγα μπροστά σέ αὐτά πού
ζήσαμε, καί αὐτό τό λέμε ὅλοι ἐμεῖς πού ἤμασταν κοντά σ’ αὐτόν τόν
ἀληθινό ἱερέα.
Ὁ π.
Νικόλαος, γιά ἐμᾶς τούς καθηγητές ἦταν ἕνας ἰδιαίτερος καί σπάνιος
ἄνθρωπος. Ἦταν ὑπόδειγμα κληρικοῦ – καθηγητοῦ, μέ τή συνέπειά του καί
τήν πνευματικότητά του, ἀλλά ἔχοντας ἕνα δικό του τρόπο, γιά νά γίνεται
προσιτός καί ἀγαπητός ἀπό ὅλους, ὅπως στούς συναδέλφους, στό προσωπικό
καί στούς σπουδαστές τῶν Σχολῶν. Ἦταν γιά ὅλους ἐμᾶς ἕνα ὑγιές καί
σπάνιο παράδειγμα, ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος. Ἦταν πολύ ἰδιαίτερη
φυσιογνωμία, πού προκαλεῖ πολλά συναισθήματα. Συνδύαζε τήν εὐγενῆ
ἁπλότητα καί τό σιωπηλό μεγαλεῖο. Αὐτό πού νιώθω σίγουρα εἶναι ὅτι
βρισκόταν στό σημεῖο πού τόν ἀντιπροσώπευε πραγματικά. Ἦταν μία
φυσιογνωμία πού δέν μπορεῖς νά τή φανταστεῖς πουθενά ἀλλοῦ παρά ἐκεῖ πού
ἦταν. Συγκλονιστική πρωσοπικότητα!
Κοντά του
ἔζησα πολλά θαυμαστά γεγονότα, καί καταθέτω ὁρισμένα ἀπό αὐτά, γιά νά
διασωθοῦν, γιατί πολλοί ἄνθρωποι πού γνώριζαν πολλά γιά τόν σπάνιο αὐτό
ἱερέα, ὅσο περνοῦν τά χρόνια φεύγουν, καί μαζί τους χάνονται μοναδικές
ἱστορίες πού βίωσαν κοντά του. Θά ἤθελα νά πῶ ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ζούσαμε
κοντά στό π. Νικόλαο, καί ἀκοῦμε ἀκόμα περισσότερα, πού πληροφορούμαστε
μετά τήν κοίμησή του, πού εἶναι ἐπί τό πλεῖστον κατορθώματα φοβερά,
πρωτοφανῆ, σχεδόν ἀπίστευτα. Ἀπεναντίας, γιά τόν ἴδιο τόν Γέροντα, πού
ζοῦσε τόσο φυσικά μέσα στό χῶρο τῆς παντοδύναμης θείας χάριτος, ἦταν
γεγονότα ἁπλά, συνηθισμένα, χωρίς ἰδιαίτερη σημασία.
Γνωριστήκαμε
ὡς λαϊκοί μετά ἀπό τό 1978 καί ἐκεῖνος δίδασκε ὅλα τά μαθήματα πού
ἀφοροῦσαν τήν μηχανολογία. Καί οἱ δυό ὑπήρξαμε συνάδελφοι στίς Τεχνικές
σχολές στήν Πλατεία Γλαράκι καί στίς Σχολές στό Κουκούλι Πατρών, πού
ἀργότερα ἔγιναν ΣΕΚ, ὅπου στεγάζονταν τά ἐργαστήρια. Οἱ Σχολές πού
ὑπηρετήσαμε ὅλα αὐτά τά χρόνια ἦταν κυρίως τό 1ο ΤΕΕ, 2ο ΤΕΕ, τό Νέου
Τύπου, τό Λύκειο, τό Τεχνικό Λύκειο, Κατωτέρα Σχολή, ὅπως λεγόταν
παλαιότερα.
Ἦταν ἀπό
τότε ἕνας σεμνός καί μειλίχιος καθηγητής. Πρωτοδιορίστηκε στίς Τεχνικές
Σχολές τῆς Ναυπάκτου καί μετά ἀπό τήν μετάθεσή του στήν Πάτρα. Ἦταν γιά
ἐμᾶς εὐτυχές γεγονός, γιατί ἔτσι τόν γνωρίσαμε. Ἡ παρουσία του ἦταν
μετρημένη μέ ἱεροπρέπεια καί ἐάν τοῦ ἔβαζες ἕνα ράσο ἐνέπνεε, θά ἦταν
ἕνα κανονικός ἱερέας πού σου ἔμπνεε σεβασμό. Τοῦ ἄρεσε τό δίκαιο καί τό
σωστό. Στά παιδιά φερόταν μέ ἀγάπη καί ἐπιείκεια.
Στήν ἀρχή
δέν τό καταλάβαιναν καί τούς ἔκανε ἐντύπωση, ὅταν ἀργότερα
χειροτονήθηκε, τό πῶς ἕνας ρασοφόρος εἶναι παράλληλα καί καθηγητής τους
στή μηχανολογία καί ἔμπαινε μέ τά ράσα μέσα στό ἐργαστήριο νά τούς
διδάξει στήν πράξη. Ὅλη αὐτή ἡ σκέψη τούς ἔκανε στήν ἀρχή νά τόν
χλευάζουν, ἐνῶ ἐκεῖνος ἔκανε ὅτι δέν καταλάβαινε... Ὅσο κυλοῦσαν οἱ
πρῶτες μέρες, ἕνα παράξενο πνευματικό δέσιμο γινόταν μαζί του, ἐνῶ γιά
τούς σπουδαστές ἀμέσως μετά γινόταν ὁ πατέρας τους, ὁ διδάσκαλός τους, ἡ
παρηγοριά, ἡ ἀγαλλίαση, ὁ εὐσκιόφυλλος γεροπλάτανος πού θά ἔβρισκαν
ἀπάγκιο.
Τόν
ἐνδιέφερε νά πάρουν οἱ σπουδαστές γνώσεις ἐπιστημονικές ἀλλά καί
πνευματικές, ἔτσι ὥστε νά εἶναι χρήσιμοι στήν κοινωνία καί νά κάνουν
σωστές οἰκογένειες. Αὐτό τό κατόρθωνε μέ μοναδικές παιδαγωγικές
μεθόδους. Ὁρισμένοι συνάδελφοι ταλαιπωροῦσαν τά παιδιά γιά διαφόρους
λόγους, ὅπως μέ τήν αὐστηρότητα, καί τότε ὁ π. Νικόλαος μεσολαβοῦσε καί
τά βοηθοῦσε νά πάρουν τό πτυχίο τους. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν οἱ ἄλλοι
καθηγητές γιατί τό κάνει αὐτό, ἀπαντοῦσε: «Εἶναι παιδιά πονεμένα,
τραυματισμένα ἀπό οἰκογενειακά προβλήματα. Τά ρωτήσατε ποτέ τί ἀγωνίες
καί τί στενοχώριες περνᾶ κάθε ἕνα ἀπό αὐτά; Ἄλλο εἶναι ὀρφανό, ἄλλο ἔχει
τήν μητέρα τοῦ ἀνάπηρη, ἄλλο δέν ἔχει πού νά μείνει, γιατί οἱ γονεῖς
χώρισαν, ἄλλο εἶναι εὐαίσθητο, ἄλλο εἶναι ἀδικημένο! Πρέπει νά τά
βοηθήσουμε νά πάρουν τά ὄπλα τούς (πτυχίο δηλαδή) καί νά ἀνοίξουν τά
φτερά τους καί νά κάνουν οἰκογένειες!». Ἀκόμα τούς ἔλεγε: «Ἐμεῖς δέν ἔχουμε παιδιά, δέν εἶναι ζωηρά, δέν κάνουν τόν κύκλο τῆς ἐφηβείας;». Αὐτό μαρτυροῦσε ὅτι ἦταν λεπτός ἄνθρωπος καί γνώριζε καλά τά παιδαγωγικά καί τήν ψυχολογία τῶν παιδιῶν.
Μᾶς
μιλοῦσε γιά τήν πίστη καί τά ἰδανικά μας καί τήν αἴγλη τοῦ φυλῆς μας πού
ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί μεγαλούργησε ἀπό τόν συγκερασμό αὐτοῦ
τοῦ πνεύματος μέ τήν χριστιανική πίστη στήν Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Μᾶς
ἔλεγε ἀκόμα ὅτι «Ἡ πρωτεύουσα τοῦ γένους μας, ἄς εἶναι στά χαρτιά
καί στούς χάρτες ἡ ὄμορφη Ἀθήνα μας, ὅμως ἡ ἰδεατή καί μακρόχρονη
πρωτεύουσα τῆς φυλῆς μας εἶναι ἡ Πόλη τῶν πόλεων, ἡ Κωνσταντινούπολη!»
Ὅμως αὐτά, γιά ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τοῦ
ὀρθολογιστικοῦ πνεύματος, πού ἐπικρατεῖ στήν ταλαίπωρη παιδίά μας, μᾶς
ἔκαναν ἐντύπωση, ὅμως τά ἔκφραζε μέσα ἀπό τήν καρδιά του καί μέ μεγάλη
πίστη. Ὡστόσο, μέ τόν καιρό τόν κατανοούσαμε καθώς ἑρμηνευόντουσαν
σταδιακά καί θαυμάζαμε τό μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Κατόπιν
θείας ἐντολῆς καί προσταγῆς πού κράτησε ἐπί τρία χρόνια, τό 1983
χειροτονεῖται διάκονος καί κατόπιν πρεσβύτερος, ὅμως αὐτό δέν μᾶς ἔκανε
ἐντύπωση, γιατί καί ἀπό πρίν μέ τήν εὐσέβεια καί πνευματικότητα πού
εἶχε, ὅταν τόν ἀντικρίζαμε, τόν φανταζόμασταν μέ ράσο καί ἄς ἦταν ἀκόμα
λαϊκός. Μέ τό πού τό φόρεσε, συμπληρώθηκε αὐτό πού τοῦ ἔλειπε, δέν μᾶς
ἔκανε ἐντύπωση οὔτε ἐμᾶς τούς καθηγητές, ἀλλά οὔτε καί στούς σπουδαστές
μας.
Ὁ τότε
Μητροπολίτης Νικόδημος πού τόν χειροτόνησε, στόν λόγο του πῆρε προσωπική
θέση καί ἐπαίνεσε τό συνάδελφό μας, καί ἀπό ὅσο γνωρίζω, ὁ
συγκεκριμένος ἱεράρχης σπανιότατα ἔκφραζε δημόσια ἀπόψεις γιά κάποιον
ἄνθρωπο. Τόνισε μεταξύ τῶν ἄλλων στό οὐράνιο κάλεσμα τοῦ οἰκογενειάρχη
καθηγητοῦ Νικολάου Πέττα, ὥστε νά χειροτονηθεῖ κατόπιν οὐράνιου
καλέσματος, πού τόν πρόσταζε αὐστηρά ἐπί τρία χρόνια νά γίνει λειτουργός
καί διαχειριστής τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα εἶχε πεῖ ὅτι: «Πολλές χειροτονίες μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά τελέσω, ἀλλά αὐτό πού ἔνιωσα στήν χειροτονία αὐτή εἶναι κάτι τό μοναδικό». Ἀνάφερε ὅτι: «Καί
στούς δυό βαθμούς ἱερωσύνης πού ἔδωσα στόν π. Νικόλαο, ἔνιωσα νά ζῶ μία
μοναδική καί ἀνεπανάληπτη Πεντηκοστή, πού κατῆλθε μέσα ἀπό τήν δεξιά
μου καί στούς δυό βαθμούς τῆς χειροτονίας του μέ πύρινες γλῶσσες στήν
κεφαλή τοῦ νεοχειροτονούμενου. Δόξα τό ὄνομα τοῦ ζῶντα Θεοῦ». Στό τέλος δόξαζε τόν Τριαδικό Θεό καί εἶπε: «Πατέρα
Νικόλαε, νιώθω ὅτι ἐλεήθηκα ἀπό τήν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀφότου
ἔβαλα τάς χεῖρας μου στήν κεφαλή σου, γιά νά σοῦ μεταδώσω τό ἀξίωμα τῆς
ἱερωσύνης. Πιστεύω ὅτι μέ κάτι τέτοιες μοναδικές καί ἰδιαίτερα
πνευματοφόρες χειροτονίες θά βρῶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Νά μέ ἐνθυμᾶσαι καί
νά μέ μνημονεύεις σέ παρακαλῶ καί σέ αὐτή τήν ζωή καί στήν ἄλλη ὅταν σέ
καλέσει ὁ Κύριος». Ὁ π. Νικόλαος ἦταν σέ ἄλλο κόσμο μετά τίς
χειροτονίες∙ λές καί ἦταν ὑπνωτισμένος καί ὅταν συνειδητοποίησε τί
συνέβη, ἄρχισε νά τρέχουν δάκρυα ἀπό τά μάτια του, δάκρυα χαρμολύπης.
Χαρᾶς γιατί τόν ἀξίωσε ὁ Θεός νά λάβει τήν ἱερωσύνη, ἄν καί ἀνάξιος καί
ἀδύναμος, ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του, γιά ἕνα τόσο
μεγάλο διακόνημα καί λύπης, μήπως δέν φανεῖ ἀντάξιος ὡς διαχειριστής τῆς
Θείας Χάριτος καί τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Στίς
Ἐπαγγελματικές Σχολές, ὅπου διδάσκαμε ὅταν ἦρθε, μᾶς φάνηκε παράξενο,
ἀλλά σύντομα τό συνηθίσαμε καί ἐκεῖνος συνέχισε μέ πολύ εὐσυνειδησία τά
καθήκοντά του ὡς ἐκπαιδευτικός.
Ὡς
κληρικός, ὡς φαμελιάρης (δηλ. πατέρας πολυμελούς οἰκογένειας), ὡς
καθηγητής καί ὡς ἕνα δραστήριο μέλος τῆς κοινωνίας περνοῦσε πολλές
στενοχώριες καί εἶχε πολλά βάρη. Οἱ ὑποχρεώσεις καί τά καθήκοντά του,
ὅπως καί γιά μᾶς πού ἔχουμε οἰκογένειες, εἶναι δύσκολες καί πολύπλοκες.
Μερικές φορές, ἄν καί δέν τό ἔδειχνε, καταλάβαινα ὅτι ἦταν σωματικά
ἐξαντλημένος. Τότε μοναδικό του στήριγμα ἦταν ἡ προσευχή, ἡ ἐπικοινωνία
μέ τόν οὐράνιο Πατέρα, ὅπως ἔλεγε. Ὅσοι εἴχαμε πιό στενές σχέσεις μαζί
του, τόν βλέπαμε μερικές φορές μεταρσιωμένο, νά εἶναι κάπου ἀλλοῦ.
Θαρρεῖς καί δέν βρισκότανε στή γῆ, ἀλλά κάπου μακριά, πολύ μακριά, σ’
ἕνα κόσμο φωτεινό καί πανευφρόσυνο, πού μονάχα ὁ ἴδιος γνώριζε. Καθώς
ἐργαζόταν, τά χείλη του δέν ἔπαυαν οὔτε στιγμή νά κινοῦνται ἀθόρυβα σέ
ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό. Καί ξαφνικά βλέπαμε τό ἤρεμο καί καθαρό
πρόσωπό του νά λάμπει καί νά στολίζεται μ’ ἕνα οὐράνιο χαμόγελο
πνευματικῆς εὐδαιμονίας. Ὅσοι εἴχαμε τήν τύχη νά εἴμαστε δίπλα του
ἐκεῖνες τίς στιγμές, ξεχνούσαμε τά προβλήματα καί τά πολλά βάρη, νιώθαμε
ἀπερίγραπτη χαρά καί εὐφορία, παίρναμε κουράγιο καί δύναμη … Αὐτή ἡ
ἐσωτερική κατάσταση ὅμως δέν ἐμπόδιζε τόν π. Νικόλαο νά εἶναι κοντά
στούς πολλούς σπουδαστές του καί σέ ἐμᾶς, νά γλυκαίνει τούς ἀνήσυχους
καί ἀπογοητευμένους νέους καί νέες μέ τήν ἀπέραντη ἀγάπη του, νά κάνει
πάντα τό καλό. Ἡ προσευχή καί ἡ φιλανθρωπία ἦταν τά δυό φτερά τῆς ψυχῆς
του.
Βοηθοῦσε
ὅλους τούς σπουδαστές χωρίς διάκριση – ἐπειδή τούς ἀγαποῦσε ὅλους χωρίς
διάκριση. Δέν ἐξέταζε ποτέ τό ἦθος, τό φύλο, τήν καταγωγή, τό χαρακτήρα,
τίς ἐφηβικές ἀντιδράσεις καί τό παρελθόν τῶν σπουδαστῶν πού εἶχαν
ἀνάγκη ἀπό στήριξη ἤ συμπαράσταση. Τοῦ ἔφτανε καί μόνο ὅτι ἦταν ἄνθρωπος
– «εἰκόνα Θεοῦ». Καί ἔδινε χρόνο, ἀπό τόν λίγο πού τοῦ ἔμενε, καί θυσιαζόταν γι’ αὐτόν.
Στήν
ἀρχή, οἱ σπουδαστές νόμιζαν ὅτι τό ἔκανε αὐτό, γιά νά τούς ἔχει κοντά
του ὡς ἀντάλλαγμα, γιά νά τούς διδάσκει τά πνευματικά ἤ ἔστω γιά νά
κερδίσει τό θαυμασμό καί τήν εὐγνωμοσύνη τους. Σύντομα ὅμως κατάλαβαν
ὅτι δέν εἶχε τέτοια κίνητρα, ἀλλά ὁ ἄδολος χαρακτήρας, πού εἶχε ἀπό πρίν
ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς λαϊκός-καθηγητής, ἦταν ὁ ἴδιος καί τώρα ὡς
κληρικός-καθηγητής.
Οἱ
καλλιεργημένοι πνευματικά συνάδελφοί μας ἔβλεπαν στό πρόσωπο τοῦ ἱερέα
αὐτοῦ τόν ἐπιστήμονα πού συνταιρίαζε τήν πίστη μέ τή γνώση. Ἀκόμα καί οἱ
ὀρθολογιστές καί οἱ ἀντιδραστικοί στό Χριστό, μέ τόν χρόνο, καί μέ τό
καλό του παράδειγμα, σταμάτησαν νά ὑποπτεύονται μήπως εἶναι «σκοταδιστής»
καί ἄρχισαν μέ τό χρόνο νά ἀναθεωροῦν τίς ἀπόψεις τους γιά τήν
Ὀρθοδοξία. Ἀκόμα καί ἄνθρωποι πού τοῦ δήλωναν ὅτι δέν τόν συμπαθοῦσαν,
γιατί φοροῦσε τό ράσο, συχνά τόν πλησίαζαν καί ζητοῦσαν τή συμβουλή του
γιά διάφορα θέματά τους, γιατί ὁ π. Νικόλαος δέν τούς περιφρονοῦσε καί
δέν τούς ἀπέφευγε, τούς τραβοῦσε κοντά του, γιατί δέν φοβόταν. Μέ τή
σεμνότητά του, πού συνδυαζόταν μέ τή γενναιότητα, κέρδιζε τήν ἐκτίμηση
καί τό θαυμασμό ἀνθρώπων πού δέν περίμενες νά σεβαστοῦν ποτέ ἕνα
ρασοφόρο. Ὅταν χρειαζόταν νά ὑποστηρίξει κάποιον ἀδικημένο καί
βασανισμένο, ἔδειχνε καί τό θάρρος καί τήν ἀνδρεία του σέ ὅσους τόν
ταλαιπωροῦσαν. Καί ἐνῶ ὡς τότε γνωρίζαμε τήν καλωσύνη καί τήν εὐσπλαχνία
του, ἐκεῖνες τίς στιγμές βλέπαμε τήν τόλμη του καί τήν παλικαριά του.
Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα τῆς δυναμικῆς προσωπικότητάς του μᾶς σαγήνευαν. Στή
μορφή του ἔβλεπες ἕναν ἄνθρωπο ἀσυνήθιστο, ἕναν ἄνθρωπο πραγματικά
μεγάλο ἄρχοντα.
Ἐμεῖς
πολλές φορές κάναμε κάποια πράγματα, διοικητικά ἤ προσωπικά, κρυφά ἀπό
ἐκεῖνον, γιατί δέν χρειαζόταν ἄλλωστε νά τά ξέρει ὅλα. Ὅμως ὅλα
γινόντουσαν ἀντιληπτά ἀπό τόν π. Νικόλαο μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο, πιό βαθύ,
πιό οὐσιαστικό. Μέσα στήν ἀπέραντη ἠρεμία πού τόν χαρακτήριζε,
ἀντιλαμβανόταν κάθε κίνηση, καί, μέ μίαν ἐξαιρετική θεόσδοτη χάρη,
καταλάβαινε ὄχι μόνο ὅσα δέν τοῦ λέγαμε, μά καί ὅσα σκεφτόμαστε. Καμιά
φορά ἔλεγε μέ χιοῦμορ: «Στήν χούφτα μου σᾶς ἔχω, δέν μπορεῖτε νά κρυφτεῖτε!», καί ἔδειχνε τήν δεξιά του παλάμη σέ σχῆμα χούφτας.
Ἄλλες
φορές, σέ ὧρες ἐλεύθερες, ἐρχόταν στό γραφεῖο μου καί συζητούσαμε τά
πνευματικά. Σ’ ὅλη τή διάρκεια αὐτή νιώθαμε σάν νά εἴμαστε μόνοι μας,
καί ἄς ἦταν ἡ πόρτα ὀρθάνοικτη. Ἦταν σάν νά εἴμαστε οἱ δυό μας
βυθισμένοι στήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στήν ἡσυχία τῆς
ἐσωτερικῆς μονώσεως. Ὅ,τι καί ἄν μέ βασάνιζε ἐκεῖνες τίς στιγμές, ὅ,τι
μέ κρατοῦσε δεμένο στή γῆ, χανόταν. Ὑπῆρχε μόνο ὁ Χριστός. Ὅταν εἶχα
διστακτικότητα καί σύγχυση στά πνευματικά, ἀλλά κυρίως ἀπελπισία, τό
διέγνωσε κάθε φορά αὐτό καί μέ στήριζε στό κάθε ἐρωτηματικό του νοῦ μου.
Σέ κάθε τέτοια στιγμή ἀποσβολωνόμουν, γιατί γνώριζε τήν κατάστασή μου.
Ἐγώ κάθε φορά ἔτρεχα περισσότερο κοντά του καί μέ στήριζε καί μέ ἐνίσχυε
πολύ. Χάρη στόν π. Νικόλαο βρῆκα τήν πίστη καί τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.
Εἶχα, βέβαια, πολλές μεταπτώσεις. Συχνά μέ ταλαιπωροῦσε ἡ ὀλιγοπιστία.
Συχνά μέ ἔπνιγαν οἱ ἀμφιβολίες καί ἡ ἀβεβαιότητα. Συχνά μέ νικοῦσε ὁ
ἐγωισμός, ἡ ἀμφισβήτηση καί ὁ ὀρθολογισμός. Ὁ π. Νικόλαος ἔλεγε: «Στή
σημερινή ἐποχή, μέ τήν ἔλλειψη πνευματικότητας, μέ τήν ψυχική
ἀλλοτρίωση καί τήν ἀμφισβήτηση τῆς πίστης, οἱ ἀμφιβολίες καί οἱ
μεταπτώσεις εἶναι ἑπόμενες καί ἀναπόφευκτες. Ἐσύ ὅμως, μέσα ἀπό τήν
προσωπική σου πάλη καί τόν ἀγώνα σου καί τή δίψα γιά τά πνευματικά,
μπορεῖς πιά νά ψηλαφίσεις τόν Κύριο. Καί γνωρίζεις τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ
σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι ὁ βιωματικός δρόμος τῆς ἐμπειρίας, τῆς μελέτης καί τῶν
δακρύων. Ἀκολούθησέ τον καί τά βάρη τῆς παλιᾶς ζωῆς θά ἀντικατασταθοῦν
σύντομα μέ τό ἐλαφρύ φορτίο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἶναι μέθη καί ἀληθινό
γλέντι ὁ Χριστός».
Τό
διορατικό χάρισμα τοῦ π. Νικολάου προκαλοῦσε τήν ἔκπληξη, τό θαυμασμό
ἀλλά καί τό φόβο σ’ ἐκείνους πού τό διαπίστωναν. Ὁ ἴδιος ὅμως, ἀπό τήν
ὑπερβολική του ταπείνωση, καί λέγοντας ὅτι εἶναι ὁ ἁμαρτωλότερος πάντων,
δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτό τοῦ χαρισματοῦχο, γιατί, μέ μιάν ἀπέραντη
παιδική ἁπλότητα, πού γινόταν σέ ὁρισμένους παρεξηγήσιμη, ἄν δέν
καταλάβαινες τί ἤθελε ἀκριβῶς νά ἐκφράσει μέσα ἀπό αὐτή, πίστευε πώς ἡ
γνώση τοῦ περιεχομένου τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς εἶναι κάτι τό ἐντελῶς
φυσικό γιά ἕναν ποιμένα λογικῶν προβάτων. Ὅσο ζοῦσε ἐρχόντουσαν κληρικοί
καί λαϊκοί γιά νά τόν συναντήσουν καί τόν συμβουλευτοῦν. Ἀνάμεσα σέ
αὐτούς ἦταν πατέρες ἀπό τήν Πελοπόννησο καί ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδας, ἀκόμα
καί ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἐπίσης ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ἀπό τήν Ἁγία Γῆ ἔβλεπα
κάθε χρόνο νά ἔρχεται ὁ ἀρχιμ. Ἰγνάτιος Κ. Καζάκος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς
τῶν Ποιμένων καί γιά ὧρες συζητοῦσαν γιά τά ἐκεῖ πράγματα καί ὁ π.
Νικόλαος τόν ἔδινε συμβουλές καί ἀπαντήσεις σάν νά γνώριζε τά πρόσωπα
καί τίς καταστάσεις μέ κάθε λεπτομέρεια. Ἔλεγε στόν π. Ἰγνάτιο ὅτι «Οἱ
Ἁγιοταφίτες Πατέρες φυλᾶτε μέρη Ἅγια καί Θεοβάδιστα καί αὐτό εἶναι πολύ
σημαντικό γεγονός, νά εἶστε Ἄξιοι καί νά ἀγωνίζεστε γι’ αὐτό πού
ταχθήκατε καί θά λάβετε μεγάλο μισθό ἀπό τόν Θεό!». Παρόμοια λόγια
ἔλεγε καί στόν γνωστό Ἁγιοταφίτη μοναχό Παντελεήμονα, ὅταν τόν
συναντοῦσε στή Μονή τοῦ ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου.
Μοναδική
ἦταν ἀκόμα ἡ χαρισματική δύναμη τῆς ἐπιβολῆς του σέ ἐμᾶς του,
συνανθρώπους του. Ὁρισμένοι τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σέβονταν, μερικοί ὅμως
τόν πολεμοῦσαν μέ μένος, κυρίως ἀπό τόν χῶρο τοῦ ράσου. Ἐκεῖνος ὑπέμενε
τόν αἰσχρό πόλεμο πού τοῦ ἔκαναν μέ ταπεινοφροσύνη, μεγαλοψυχία καί
σιωπή. Σε μιά ἀπό τίς σπάνιες φορές πού μᾶς ἐμπιστεύτηκε σέ λίγους τόν
πόνο του σάν ἄτομα τῆς ἐμπιστοσύνης του, καί ὅταν παίρναμε θάρρος καί
τόν ρωτούσαμε γιατί τοῦ ἔκαναν τόσο πόλεμο, ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Ἀφοῦ τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός κάτι θά θέλει νά ὠφεληθῶ καί ἐργάζεται τήν σωτηρία, νά εἶναι εὐλογημένο. Ἄς γίνει τό θέλημά Του!».
Ἄλλες φορές συζητάγαμε γιά τούς βίους ἁγίων, ὅπως τοῦ Παπουλάκου, τοῦ
Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, καί τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος, τοῦ
ἀειμνήστου π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, τόν ὁποῖο εἶχε πνευματικό ὁ π.
Νικόλαος, γιά τήν ἔντονη πολεμική πού πέρασαν ὅλοι αὐτοί οἱ Γέροντες,
πόλεμος πού πήγαζε ἀπό πολλά κέντρα καί πολλούς ἀνθρώπους ἀπό διάφορες
θέσεις καί ἀξιώματα. Τόν ρωτούσαμε πολύ ἐμπιστευτικά γιατί γίνεται αὐτό,
γιατί τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός; Δηλαδή, ἐννοοῦμε ὅτι ἄλλοι νά σέβονται καί
νά πιστεύουν αὐτές τίς ἱερές μορφές καί ἄλλοι νά τούς πολεμοῦν μέ μίσος
καί μένος! Ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε ὡς ἑξῆς: «Ἄν θέλεις νά δεῖς ὅτι
βαδίζεις σωστά, ὅπως θέλει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, μία μερίδα ἀνθρώπων θά σέ
χαίρονται καί θά σέ ἐκτιμοῦν, καί ἡ ἄλλη ὁμάδα ἀνθρώπων θά σέ μισοῦν καί
θά σέ διαβάλλουν. Δηλαδή, αὐτοί πού θά χαίρονται θά εἶναι καί αὐτοί
ἀγωνιστές καί ἄνθρωποι τοῦ φωτός, ἐνῶ ἐκεῖνοι πού θά σέ πολεμοῦν, θά
εἶναι ἄνθρωποι συνδεμένοι μέ τά γήινα καί θά ἐλέγχονται ἀπό τόν ἀγώνα
τόν καλό καί ἡ ὕπαρξή τους εἶναι μέσα στό σκότος. Τούς τελευταίους θά
τούς συγχωρᾶμε καί θά προσευχόμαστε γιά τήν σωτηρία τους. Αὐτός εἶναι ὁ
χρυσός κανόνας τοῦ ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου». Γενικότερα, ὁ Πατραϊκός
λαός ἤξερε πώς εἶχαν κοντά τους ἕνα ἱερέα-καθηγητή, πού βάδιζε στό
δρόμο τῆς πνευματικῆς τελειότητας καί θέωση.
Θά
ἀναφέρω ἕνα προσωπικό γεγονός μέ τήν ὑγεία μου. Τό 1996 εἶχα ἀσθενήσει
ἀπό σοβαρότατη ἀσθένεια. Ἔκανα ἕνα κύκλο θεραπείας ἐδῶ καί ἔπρεπε νά
ταξιδέψω στό Λονδίνο, γιά νά κάνω σέ εἰδικό νοσοκομεῖο λεπτότατη
ἐγχείρηση, γιά νά μήν ἐπιδεινωθεῖ ἡ κατάσταση. Πρίν ταξιδεύσω μέ κάλεσε
στό «Ἀσκητήριό του», ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι του στό τέρμα τῆς
ὁδοῦ Ν.Τ. Ζαφειράκη στήν Ἄνθεια. Ἐκεῖ τέλεσε μέ κατάνυξη τό μυστήριό του
Ἁγίου Εὐχελαίου καί μοῦ εἶπε νά ἐπαλειφθῶ παντοῦ μέ τό ἅγιο ἔλαιο, πρίν
τήν ἐγχείρηση. Καί πράγματι, μέ τίς συμβουλές πού μοῦ ἔδωσε καί μέ τήν
προσευχή του, θεραπεύτηκα πλήρως καί μέχρι σήμερα εἶμαι ὑγιέστατος.
Θά
καταγράψω καί ἕνα ἄλλο γεγονός ἀπό τόν οἰκογενειακό μου κύκλο, γιά νά
γίνουν περισσότερο κατανοητά τά χαρίσματα αὐτοῦ τοῦ ἱερέα. Κάποια μέρα,
τό θέρος τοῦ 1997, μοῦ τηλεφώνησε τρεῖς φορές συνεχόμενες, νωρίς τό πρωί
καί μοῦ εἶπε μέ εὐγένεια καί σιγουριά: «Χαράλαμπε ἐντός τριῶν ἡμερῶν ἡ
ἀδελφή σου Βασιλική θά φύγει γιά τούς Οὐρανούς, πρέπει νά πᾶμε τώρα νά
ἐξομολογηθεῖ καί νά τήν μεταλάβουμε». Τοῦ ἀπάντησα «Πατέρα Νικόλαε τί μοῦ λές πρωί-πρωί; Οἱ γιατροί εἶπαν ὅτι μετά ἀπό τόν κύκλο τῶν χημειοθεραπειῶν θά ζήσει ἕνα μήνα ἀκόμα».
Στήν ἀρχή δέν τοῦ ἔδωσα σημασία καί τοῦ ἔκλεισα καί τίς τρεῖς φορές τό
τηλέφωνο ἔντονα ἐκνευρισμένος. Ὅμως τό ξανασκέφτηκα καί εἶπα ἄν θά βγεῖ
καί αὐτό τί θά κάνω; Τοῦ τηλεφώνησα λοιπόν καί τοῦ εἶπα «Πατέρα Νικόλαε ἑτοιμάσου νά πᾶμε!». Καί ὁ δίκαιος πατήρ μοῦ ἀπαντᾶ μέ λίγα λόγια: «Ἐντάξει ἔλα γρήγορα νά πᾶμε τώρα».
Ἐγώ, λόγω
τοῦ ὅτι εἶχα καί ἄλλα προσωπικά βιώματα διότι μοῦ εἴχε πάρα πολύ
ἐμπιστοσύνη, ἀλλά εἶχα ἀκούσει ἐπίσης ἀπό τούς συναδέλφους καί τούς
σπουδαστές μας ὅτι ὁ π. Νικόλαος μέ τήν προσευχή τοῦ ἀποκάλυπτε καί
πρόλεγε, τελικά ὑπάκουσα καί ξεκίνησα νά πᾶμε στήν ἀδελφή μου. Ὅταν
φτάσαμε, εὐλόγησε τήν ἀδελφή μου καί τῆς λέει γλυκά: «Βασιλική ὁ Χριστός ἦρθε, ἡ Παναγία ἦρθε;». «Ναί!», ἀπαντᾶ ἐκείνη». Τήν ρωτάει στή συνέχεια: «Ὁ ἅγιος Γεώργιος ἦρθε;».
Σημειώνουμε ὅτι ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος εἶναι προστάτης τοῦ χωριοῦ
μας, ἀφοῦ στό ὄνομά του εἶναι ἀφιερωμένος ὁ κεντρικός Ναός. Τοῦ ἀπαντᾶ
ἐκείνη ἀρνητικά. Τότε τήν ρωτᾶ τελευταῖα «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἦρθε;».
Σημειώνουμε ἀκόμα ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος εἶναι ὁ προστάτης ἅγιος τοῦ
κοιμητηρίου τῆς γενέτειράς μας. Ἐκείνη ἀπαντᾶ θετικά. Τότε μοῦ λέει μέ
πόνο καί βεβαιότητα: «Χαράλαμπε πράγματι θά φύγει ἡ ἀδελφή σου,
γιατί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος εἶναι ὁ προστάτης τοῦ κοιμητηρίου τοῦ χωριοῦ
σου, ἔτσι δέν εἶναι;». Καί γεμάτος ἔκπληξη καί συγκίνηση τοῦ κούνησα τά κεφάλι μου καταφατικά.
Καί
ὄντως, τήν τρίτη ἡμέρα ἡ ἀγαπημένη μου Βασιλική ἀναπαύτηκε. Ἐγώ ἀπό τήν
πρώτη στιγμή πού ἔζησα τέτοια μεγάλη ἀποκάλυψη, τόν ρωτοῦσα τόν π.
Νικόλαο: «Ποῦ τά ξέρεις αὐτά; κ.τ.λ.» Ἐκεῖνος γιά ἀρκετό καιρό
ξέφευγε νά ἀπαντήσει ἀλλάζοντας συζήτηση, δέν ἤθελε νά φανερώσει τήν
χάρη πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός καί ὅταν ἐπέμενα, τό ἔριχνε στό
καλαμπούρι γιά νά ξεγλιστρήσει. Συχνά οἱ δυό μας, ἀλλά καί μέ ἄλλους
συναδέλφους, ἀνηφορίζαμε γιά προσκύνημα στήν γυναικεία Μονή Ἐλεοῦσας
Πιτίτσας Πατρῶν. Ἐκεῖ μέ τίς ἀδελφές, ἀλλά καί μέ τήν νῦν προηγουμένη
Γερόντισσα Μακρίνα, συζητούσαμε πνευματικά πράγματα, καί στό τέλος
κάναμε καί ἀκολουθίες στό Καθολικό. Αὐτό μᾶς ἄρεσε στούς συναδέλφους
καθηγητές καί διδαχτήκαμε πολλά γιά τήν πίστη μας σέ αὐτές τίς
εὐλογημένες καί ἀνεπανάληπτες ἐμπειρίες. Ἀξίζει νά ἀναφέρω καί τό ἑξῆς.
Πολλές φορές, ὅταν συζητούσαμε πράγματα πού ἀπαιτοῦσαν μεγάλη πνευματική
ὡριμότητα γιά νά τά κατανοήσουμε ἐμεῖς οἱ λαϊκοί, ὁ π. Νικόλαος καί ἡ
Γερόντισσά μας τά ἐξηγοῦσαν ἀναλυτικά. Ἐμεῖς δείχναμε ἀπό ντροπή ὅτι στό
τέλος τά καταλάβαμε, ὅμως ὁ π. Νικόλαος διέγνωνε κάθε φορά ποιά σημεῖα
ἤθελαν ἐπιπλέον ἀνάπτυξη καί ἐνῶ ἐμεῖς δῆθεν λέγαμε ὅτι τό κατανοήσαμε,
ἐκεῖνος ἔλεγε στή Γερόντισσα: «Σᾶς παρακαλῶ νά τό ξαναπεῖτε αὐτό ἤ νά ἀναπτύξετε αὐτό ἐπιπλέον γιατί δέν τό κατανόησαν!».
Ἄς
ἔρθουμε στήν ὑπόθεση μέ τήν ἀδελφή μου. Θυμᾶμαι κάποια μέρα πού ἤμασταν
οἱ δυό μας, φεύγοντας ἀπό τήν Μονή Πιτίτσας, σταματήσαμε σέ μία πηγή νά
πιοῦμε νερό πού εἶναι πλησίον της. Ὅπως εἴμασταν τόν ρωτῶ μέ ἔνταση καί
νεῦρα: «Ποῦ τά ξέρεις αὐτά, πατέρα Νικόλαε;» Γιατί γιά ἀρκετό
καιρό ἀπόφευγε νά ἀπαντήσει. Καί ὅσο δέν μιλοῦσε, θύμωνα, περισσότερο μέ
ἀποτέλεσμα νά βγῶ ἐκτός ἑαυτοῦ καί ξεστόμισα καί ἄλλα λόγια πάνω στήν
ὀργή μου πού δέν γράφονται. Αὐτός συνέχεια μειδιοῦσε σάν ἀθῶο παιδάκι.
Αὐτή ὅλη ἡ συμπεριφορά του τόσο μέ ἐκνεύρισε ἐπιπλέον ὥστε τόν ἔπιασα
ἀπό τό λαιμό καί τόν ἔριξα κάτω πατώντας τόν στό λαρύγγι καί συνέχισα νά
τόν ρωτῶ μέ φωνές: «Ποῦ τά γνώριζες;». Πραγματικά εἶχα βγεῖ
ἐκτός ἑαυτοῦ καί τώρα πού τό θυμᾶμαι συγκινοῦμαι καί καταλαβαίνω
περισσότερα. Ὁ ταπεινός λευίτης συνέχισε νά σιωπᾶ καί καθώς τόν πατοῦσα
σάν πτηνό πού ἦταν πρός σφαγή, ἐκεῖνος μέ τά γαλάζια του ἤρεμα γελαστά
του μάτια ἀτένιζε πρός τόν οὐρανό χωρίς νά μιλᾶ. Αὐτή ἡ εἰκόνα ἔρχεται
πολλές φορές στόν νοῦ μου καί τήν ἀναζητῶ. Νιώθω ὅτι δέν ἔφυγε, ἀλλά μας
παρακολουθεῖ καί μᾶς στηρίζει. Ἔτσι δέν πῆρα ποτέ ἀπάντηση!
Στήν
καθημερινή του ζωή δεχόταν πολλές σημειοφόρες ἀποκαλύψεις ἀπό τόν Θεό
πού δέν τίς ἄντεχαν οἱ σωματικές του δυνάμεις, γιατί ὅπως μας ἔλεγε «Τό σῶμα εἶναι ἀδύναμο μπροστά στήν πνευματική δύναμη».
Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ π. Νικόλαος δέν ἄντεχε αὐτά πού τοῦ ἀποκαλύπτονταν
καί συχνά ἀπευθυνόμενος πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα ἔλεγε μέ πόνο ψυχῆς «Θεέ μου, ἤ πάρε με (δηλαδή νά πεθάνω) ἤ πάρτο! (αὐτά πού τό ἄπειρο ἔλεός του Θεοῦ τοῦ ἀποκάλυπτε)».
Εἶχα
ἀκούσει ὑποψήφιους σπουδαστές πού τούς προλέγει τή σχολή καί σέ ποιά
πόλη θά σπουδάσουν μετά ἀπό τίς ἐξετάσεις. Σέ μία κοπέλα γνωστή μου,
ὀνόματι Ζωή, πού τόν ρώτησε: «Ποῦ θά πετύχω πάτερ;», τῆς εἶπε: «Στήν Νοσηλευτική γιατί εἶναι μία ὑπηρεσία πρός τόν πάσχοντα συνάνθρωπο». Καί στήν ἐρώτησή της: «Σέ ποιά πόλη;», ἐκεῖνος ἄρχισε νά ψέλνει τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου: «Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος..» Καί ὄντως ἔτσι ἔγινε, εἰσήχθη στή νοσηλευτική Πατρῶν.
Πολλές
φορές, ταλαιπωρημένοι ἄνθρωποι πού τόν ρωτοῦσαν κάτι, ἤ ὅταν μόνος του
ἔβλεπε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς κάποιο πρόβλημα πού τούς βασάνιζε, τούς
ἔδινε πολλές φορές ἔνδακρυς τήν λύση μέ κάποιο ἁγιογραφικό κείμενο ἤ
ὕμνο, ἀκόμα καί μέ κάποιο σεμνό στίχο παραδοσιακοῦ τραγουδιοῦ.
Θυμᾶμαι
ἀκόμα ὅτι εἶχε μεγάλη τιμή καί εὐλάβεια στούς Ὁσίους ἀπό τά δυό νησιά
τῆς Ἑπτανήσου, ἀπό ἐκεῖ πού κατάγονταν οἱ γονεῖς του. Ἐννοῶ τόν ἅγιο
Διονύσιο πού ἀναπαύεται στή Ζάκυνθο, ἀφοῦ ἀπό ἐκεῖ ἦταν ὁ σαπωνοποιός
πατέρας του Ἀνδρέας Ν. Πέττας καί τόν ὅσιο Γεράσιμο στήν Κεφαλληνιά, πού
ἀναπαύεται στήν Μονή του, ἡ ὁποία βρίσκεται πλησίον τοῦ χωριοῦ
Φραγκάτα, ἀπό ὅπου καταγόταν ἡ μητέρα του Σοφία Π. Τζάκη.
Ἐπίσης
μία ἀπό τίς ἐπισκέψεις του στήν Κεφαλονιά γιά νά προσκυνήσει τόν Ἅγιο
Γεράσιμο, πῆγε μετά καί τέλεσε τρισάγιο στους προπάτορές του καί μετά
ἀναπαύθηκε στό σπίτι τῶν παππούδων του στά Φραγκάτα. Τό βράδυ βλέπει σέ
ὅραμα μία ροδινή μορφή ψηλοῦ μεγαλόσωμου ρασοφόρου νά κάθεται σέ μία
πέτρα σκυμμένος μέ καημό. Τόν πλησίασε ὁ π. Νικόλαος, γιά νά πάρει τήν
εὐχή του καί νά ἀσπαστοῦν ἐν φιλήματι ἁγίω καί νά τοῦ λέει κατόπιν μέ
παράπονο ὁ ἄγνωστος ρασοφόρος: «Πατέρα μου, ἐμένα δέ θά ἔρθεις νά μέ χαιρετίσεις;». Καί μετά ἀπό ἐρωταποκρίσεις ὁ ἄγνωστος ρασοφόρος τοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ ἅγιος Διονύσιος, ἀπό τό νησί πού κατάγεται ὁ πατέρας σου, καί σέ περιμένω στή Ζάκυνθο».
Καί ὄντως, πράγματι, μέ πῆρε τηλέφωνο ξαφνικά στή Ζάκυνθο, ὅπου ἤμουν
μέ τήν οἰκογένειά μου τήν ἐποχή ἐκείνη. Πήγαμε τότε καί προσκυνήσαμε τόν
Ἅγιο. Στό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἔνδακρυς γιά πολλές ὧρες καί οἱ
πατέρες, ὁ Καθηγούμενος Διονύσιος καί ὁ ἀρχιμ. Νικήτας, διέγνωσαν τήν
εὐσέβειά του καί πολύ τόν ἐκτιμοῦσαν. Κατόπιν πήγαμε στή λάρνακα τοῦ
Ὁσίου Ἰωσήφ στό Γαϊτάνι, στό Μαχαιρά, στό προσκύνημα τῆς Ἁγίας Μαύρας,
στή Μονή Ἀναφωνητρίας, στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί σέ ὅλα τά
προσκυνήματα τοῦ Τζάντε (δηλ. τῆς Ζακύνθου).
Ἐκεῖνο
πού μου ἔκανε ἐντύπωση, γεγονός πού τό θυμᾶμαι γιά πάντα, εἶναι σέ ἕνα
προσκύνημα ὅταν ἀντίκρισε ἕναν σεβάσμιο κτίτορα γέροντα πού οἱ ντόπιοι
τόν θεωροῦν πολύ πνευματικό ἄνθρωπο. Ὅταν τόν εἶδε, χωρίς ὑπερβολή,
ἔπεσε πάνω του καί ἄρχισε νά τόν ἀσπάζεται, σάν νά ἤθελε νά τόν «φάει».
Συγκεκριμένα, γονάτισε καί ἄρχισε νά τοῦ ἀσπάζεται τό ράσο του, τά
χέρια του καί τά πόδια του. Ὁ γέροντας ἐκεῖνος ἀμέσως διέγνωσε τή σκέψη
του καί τήν ταπείνωση τοῦ π. Νικολάου καί ἔσκυψε καί ἐκεῖνος καί τόν
ἀσπαζόταν. Αἰσθανόσουν ὅτι βρισκόσουν μπροστά σέ μία σπάνια σκηνή ἀπό
αὐτές πού καταγράφονται μέ ἀσκητές Ἀββάδες στά Γεροντικά τῆς ἐρήμου τῆς
Νιτρίας. Ὅταν ἀναχωρήσαμε, ἐγώ, ὅπως καί οἱ περισσότεροι πού δέν
μποροῦμε νά κατανοήσουμε τό βάθος τῶν πνευματικῶν αὐτῶν σκηνῶν (βλέπετε
ὅτι ὁ κοσμικός λογισμός μας σκανδαλίζεται) τοῦ λέω μές στό αὐτοκίνητο,
ἐνοχλημένος: «Πατέρα Νικόλαε ρεζίλι μέ ἔκανες καί εἶναι ἀπό ἐδῶ ἡ γυναίκα μου!». Τότε μοῦ ἀπαντᾶ μέ ἠρεμία: «Χαράλαμπε
μήν θυμώνεις καί ἔχεις λογισμό ὅτι τρελαθήκαμε. Ἄν ἤξερες αὐτές τίς
σιωπηλές στιγμές πού ἤμουνα μέ τόν Γέροντα τί αἰσθανθήκαμε! Ἀλλά αὐτά
δέν ἐκφράζονται μέ λόγια. Χαράλαμπε, ὁ Γέροντας αὐτός, γιά τό νησί εἶναι
πνευματικός θησαυρός».
Παρόμοια
ἁγιοφάνεια εἶχε ὁ π. Νικόλαος μέ τόν Ἅγιο Εὐτύχιο τόν μάρτυρα, ὁ ὁποῖος
τοῦ ἐμφανίστηκε σέ ἐνύπνιο στό σπίτι του. Σύμφωνα μέ αὐτό ὁ ἄγνωστος
Ἅγιος στεκόταν ἔξω ἀπό ἕνα ναό του καί ἀπευθυνόμενος πρός τόν π. Νικόλαο
τοῦ λέει μέ γλυκύτητα «Ἐμένα μέ λένε Εὐτύχιο καί δέν θά ἔρθεις πατέρα Νικόλαε νά μέ προσκυνήσεις ποῦ σέ περιμένω;».
Τότε ὁ π. Νικόλαος μπῆκε στό Ναό τοῦ μέχρι τότε ἀγνώστου Ἁγίου καί
προσκύνησε τίς εἰκόνες καί μεταξύ αὐτῶν καί τήν δική του. Καί μετά ἀπό
τήν πρωινή του ἀκολουθία διαπίστωσε ὅτι τό ἑορτολόγιο τῆς ἡμέρας τόν
συμπεριλαμβάνανε στούς ἑορτάζοντας Ἁγίους (ἑορτάζει στίς 14 Μαρτίου
ἑκάστου ἔτους). Τό ἴδιο πρωινό λίγο ἀργότερα, ὁ ταχυδρόμος τοῦ ἔφερε ἕνα
χριστιανικό περιοδικό πού τυχαία εἶχε ὡς ἐξώφυλλο τήν μορφή τοῦ μέχρι
τότε ἀγνώστου μάρτυρος Εὐτυχίου.
Γενικότερα
μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι ὅταν πήγαινε σέ ἱερά προσκυνήματα, ὅταν
ἀντίκριζε μπροστά του θαυματουργικές εἰκόνες καί ἱερά λείψανα, γονάτιζε
μπροστά τους γιά ἀρκετή ὥρα καί προσευχόταν ταπεινά καί μέ ἀγάπη, ἐνῶ τό
πνεῦμα του ἔφευγε σάν νά ἐπικοινωνοῦσε μέ τό Θεῖο καί τόν Ἅγιο πού
τιμοῦσε κάθε προσκύνημα. Μοῦ ἔλεγε συμβουλευτικά: «Χαραλάμπη γιά τήν
προστασία τῆς οἰκογένειάς σου νά παρακαλᾶς τήν Ὁσιομάρτυρα Παρασκευή.
Ἐγώ τό ἴδιο κάνω καί συχνά πηγαίνω στό ναό τῆς Ἁγίας, στό Α’ Κοιμητήρι
τῆς Πάτρας. Νά τῆς ζητάς κάθε τί γιά τά παιδιά σου, καί θά στό δίνει ἡ
Ἁγία, γιατί ἔχει μεγάλη πρεσβεία στόν Κύριο!».
Τόν
ρωτούσαμε οἱ συνάδελφοι, σέ διαλείμματα πού εἴχαμε στήν Σχολή, γιά
διάφορα πνευματικά θέματα κ.ἄ. Στόν καθένα μας, μᾶς νουθετοῦσε μέ
διάκριση καί λεπτότητα ἀνάλογα μέ τήν πνευματική μας κατάσταση. Συχνά
ἔλεγε γιά αὐτό τό θέμα ὅτι «Κάθε ἕνας πρέπει νά νουθετεῖται μέ πολύ
προσοχή καί ὁ ποιμένας νά ἔχει διάκριση, π.χ. σέ ἕνα βρέφος στήν ἀρχή θά
τοῦ δώσεις γιά νά ζήσει καί νά ἀναπτυχθεῖ γάλα, ἀργότερα κρέμες καί θά
περάσει πολύ διάστημα γιά νά τοῦ χορηγηθεῖ στέρεη τροφή, ἔτσι εἶναι καί
τά πνευματικά, σιγά-σιγά πρέπει σέ κάποιο νά δίνεται ἡ πνευματική γνώση.
Ἀφοῦ κατανοήσει τήν πρώτη πνευματική τροφή, κατόπιν θά τοῦ δώσεις καί
ἄλλες ἀνώτερες γνώσεις..» Ἀκόμα τόν ρωτούσαμε γιά τόν ἀόρατο
πόλεμο ἀπό τόν πειρασμό, ἄν εἶναι ἀλήθεια καί πῶς γίνεται, ἐκεῖνος μέ
ταπείνωση μᾶς ἀπαντοῦσε μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Βίους τῶν
Ἁγίων, καί εἰδικά μέσα ἀπό τό συγγράμματα τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, πού μέ
τόση εὐλάβεια μελετοῦσε ὅσο ζοῦσε. Λίγες ἦταν οἱ φορές πού πήραμε
μυστικά ἀπό τά δικά του βιώματα πάρα πολύ ἐμπιστευτικά. Θυμᾶμαι ὅτι μία
φορά ἀνέφερε ὅτι μέ τόν μισόκαλο εἶχε πολλές μάχες μαζί του, ὁ πόλεμος
ἦταν συνεχής στή ζωή του καί οἱ ἐπιθέσεις ἦταν πολύπλοκες καί
ποικιλόμορφες. Μερικές φορές, ἡ πάλη γινόταν ἔντονη στῆθος μέ στῆθος μέ
τόν «ταγκαλάκη». Ἄλλες φορές τόν ρωτούσαμε «Πατέρα Νικόλαε πότε θά φύγετε ἀπό αὐτό τόν κόσμο γιά τήν αἰώνια καί ἀληθινή ζωή;». Ἐκεῖνος μέ παιδική ἀφέλειά μας ἀπαντοῦσε «Ρώτησα τόν Κύριο πότε θά μέ πάρει καί μοῦ ἀπάντησε, ὅταν λευκανθοῦν τά μαλλιά σου πατέρα Νικόλαε!».
Καί ἐκείνη τήν στιγμή σήκωνε τό καπέλο του καί ἐνῶ τά μαλλιά του μέχρι
πού ἔφυγε ἦταν μαῦρα, κατά ἀνερμήνευτο λόγο γινόντουσαν λευκά καί τό
πρόσωπό του ἀλλοιωνόταν ἀπό ὑπερφυσικό φῶς. Ἐμεῖς μέναμε ἄφωνοι γιά
ἀρκετή ὥρα. Ἀκόμα, μᾶς ἔλεγε ὅτι ἀγαπᾶ τήν ἄσκηση καί ξεκλέβει ὅσο χρόνο
τοῦ ἔμενε μετά ἀπό τά πολλά του καθήκοντα ὡς κληρικός, ὡς
οἰκογενειάρχης κ.τ.λ. καί πήγαινε στό «Ἀσκητήριό του», ἤ τό «Ταμεῖο»
ὅπως τοῦ ἄρεσε νά λέει, μέσα στό κρύο καί προσευχόταν γιά ὧρες
ἀτέλειωτες. Ἐκεῖ ζοῦσε πολλές ἁγιοφάνειες τῆς Παναγίας μας καί πολλῶν
Ἁγίων. Γιά ὅπλα κατά τοῦ ἀντιδίκου εἶχε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας καί ἕναν
τίμιο Σταυρό ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος. Συγκεκριμένα, στό σπίτι του πάνω στό
ἀτομικό του κρεβάτι (Πάρα πολύ ἐμπιστευτικά μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι μετά τήν
γέννηση τοῦ τελευταίου παιδιοῦ Γιώργου συμφώνησε μέ τήν σεβαστή του
πρεσβυτέρα νά ἔχουν ξεχωριστή κλίνη καί νά ζήσουν τό ὑπόλοιπο ὡς
ἀδέλφια), εἶχε πάντοτε μία ἀμφιπρόσωπη ξύλινη εἰκόνα μέ τήν μορφή τῆς
Θεοτόκου καί συγκεκριμένα θυμᾶμαι ἡ μία ὄψη εἶχε τήν Πορταΐτισσα καί ἡ
ἄλλη τήν σεπτή Κοίμησή Της. Κρατοῦσε ἀκόμα καί ἕνα ξυλόγλυπτο
χειροποίητο Σταυρό μέ τήν Σταύρωση καί τή Βάπτιση, πού τόν εἶχε σκαλίσει
ἕνας γνωστός του ἀσκητής ἀπό τά Καρούλια, ὁ μοναχός Χαρίτων. Μέ αὐτά
ἀγκαλιά προσευχόταν ὅλο τό βράδυ, μέ πολλά δάκρυα, «πολύτιμους μαργαρίτες»
ὅπως τά ὀνομάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Μάλιστα, Πάρα πολύ
ἐμπιστευτικά μου εἶχε πεῖ ὅτι κάποιες φορές τόσο ἔκαιγε τόν πειρασμό ἡ
μορφή τῆς Παναγίας μέ τόν τίμιο Σταυρό πού βαστοῦσε, ὥστε τοῦ τά «ἔπαιρνε»
ἀπό τά χέρια, ὅταν πήγαινε γιά λίγο νά κλείσει τά μάτια του, καί στήν
θέση τοῦ ὁ μισόκαλος ἔβαζε τό ἀκουστικό ἀπό τό τηλέφωνο πού εἶχε δίπλα
στό κομοδίνο! Τόσο πολύ ἐνοχλοῦσε ἡ προσευχή του τόν μισόκαλο. Τόν
ξυλόγλυπτο αὐτό Σταυρό τόν εἶχε συνέχεια πάνω του, στό τσεπάκι τοῦ
ἀντεριοῦ πού εἶναι στό μέρος τῆς καρδιᾶς, καί σταύρωνε μέ αὐτό σέ
δύσκολες στιγμές μας, μόνος του χωρίς νά τοῦ ποῦμε τά παραμικρό, ἐμᾶς
καί τά παιδιά, καί τό σημαντικό εἶναι ὅτι τό ἔκανε αὐτό ὅταν ἀπό μόνος
καί καταλάβαινε ὅτι τό εἴχαμε ἀνάγκη γιά κάθε φορά γιά διαφορετικό λόγο
πού μᾶς τόν ἀποκάλυπτε!
Συζητάγαμε
καί γιά ἄλλα θέματα, ὅπως κοινωνικά, οἰκογενειακά, προσωπικά κ.ἄ. Στίς
συζητήσεις, ἄν καί εἶχε μεγάλη ὡριμότητα, δέν ἔδειχνε ὅτι ξέρει τά
πάντα, ἀλλά μέ ἁπλό καί ταπεινό τρόπο ἔλεγε τήν ἄποψή του ὅταν τόν
ρωτούσαμε. Εἶχε ἕνα μοναδικό τρόπο νά ἀνεβάζει ἐμᾶς τούς γύρω του καί νά
κατεβάζει τόν ἑαυτό του. Ἀγαποῦσε πολύ τήν οἰκογένειά του καί μᾶς ἔλεγε
πόσο εὐχαριστημένος ἦταν ἀπό τήν πρεσβυτέρα συμβία του Ἀνθή, ἤ
γερόντισσα Ἀγάθη ὅπως τήν ἔλεγε χαριτολογώντας, γιά τήν ὁποία ἔλεγε
χαρακτηριστικά: «Καμιά φορά δέν μοῦ εἶπε: κάνε π. Νικόλαε στήν ἄκρη νά περάσω ἐγώ μπροστά!» Ἄν θέλαμε νά τόν κάνουμε νά στενοχωρηθεῖ καί νά ἐκνευριστεῖ, τοῦ κάναμε τήν ἑξῆς ἐρώτηση: «Ἀπό τά δώδεκα παιδιά σου ποιό ἀγαπᾶς περισσότερο! Δέν μπορεῖ, σέ κάποιο θά ἔχετε περισσότερο ἀδυναμία;». Ἀμέσως τιναζόταν σάν ἐλατήριο καί ἔλεγε αὐστηρά καί κοφτά: «Σᾶς
παρακαλῶ! Δέν δέχομαι αὐτή τήν ἐρώτηση οὔτε γιά ἀστεῖο, πάρτε τήν πίσω!
Ὅλα τά παιδιά μου τά ἀγαπῶ τό ἴδιο, χωρίς νά ξεχωρίζω κάποιο
ἰδιαιτέρως. Καί προσεύχομαι ἡ Παναγιά νά τά σκεπάζει καί νά τά
καθοδηγεῖ, μαζί μέ τά παιδιά ὅλου τοῦ κόσμου!». +
Τά χρόνια
περνοῦσαν καί ὁ π. Νικόλαος ἔγινε γιά τίς Σχολές μας, ἀλλά καί γιά μᾶς,
ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μας. Ὡστόσο, περνοῦσε μεγάλη στενοχώρια στήν
ἐνορία του, γεγονός πού δέν σχολίαζε ποτέ καί οὔτε μᾶς ἄφηνε περιθώριο
καί ὅταν μαθαίναμε τί περνοῦσε, τόν ρωτούσαμε τί γινόταν. Ἐκεῖνος
σιωποῦσε καί τό ξεπερνοῦσε μέ εὐγένεια ἀλλάζοντας μέ χαλόγελο θέμα. Αὐτό
πού γνωρίζαμε ἀπό τούς ἐνορίτες του εἶναι ὅτι στό Ναό πού ὑπηρετοῦσε μέ
δυό ἄλλους συνεφημερίους, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τούς εἶχαν μεγάλη
ἀντιπαράθεση, καί ἐκεῖνος, ὡς ἄκακο ἀρνίο, ἦταν στήν μέση. Γιά πολλά
χρόνια ὑπέμενε ὅλες τίς ταπεινώσεις καί τίς ἀδικίες γιά τόν Χριστό.
Γινόταν τό ἀλεξικεύρανο πού δέχονταν τά ἀστροπελέκια καί ἔλεγε ὅτι θά
ἔρθει στιγμή πού θά δώσει τόν ἑαυτό του γιά θυσία σάν ἔναν ἀμνό! Ὅμως,
τό μίσος καί ἡ ἀντιδικία τῶν ἄλλων δυό κληρικῶν ἔπαιρνε ἀνεξέλεγκτες
διαστάσεις. Ἔφτασε σέ βαθμό πού ἄφησαν τό Ἅγιο Ποτήριο ἀκατάλυτο! Ὁ π.
Νικόλαος ὡς εἰρηνοποιός, καί ἐπειδή δάκρυζε νά βλέπει ἀκόμα καί τό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ θύμα στίς διχόνοιες τῶν συναδέλφων του, ἔγινε ἐκεῖνος τό
μοιραῖο θύμα, γιά νά σώσει τό Ἄχραντο Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου. Ὅταν τό
ἔβρισκε ἀκατάλυτο τήν ἄλλη μέρα, ἀφοῦ συμβουλευόταν καί τούς
πνευματικούς πατέρες, νηστικός καί διαβάζοντας τήν Μετάληψη καί τά ἄλλα
σχετικά μετά δακρύων τό κατέλυε, ἀφοῦ ἔμενε ἔτσι. Ὁ ἕνας συνάδελφος γιά
νά ἐκδικηθεῖ τόν ἄλλο πού δέν κατέλυε, τά ἔβαλε μέ τόν π. Νικόλαο γιατί
δέν τό ἄφηνε ἀκατάλυτο τό Ἅγιο Ποτήριο, γιά νά ἔχει ἁπτό γεγονός, γιά
περισσότερη προστριβή. Ὁ π. Νικόλαος μέ σεβασμό ἐξηγοῦσε ὅτι δέν
ἐπιτρέπεται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν τάξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
νά μένει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔτσι ἀκατάλυτο γιά μέρες, καί ἔπειτα ὅτι
δέν πρέπει ὁ Χριστός νά γίνεται ἀντικείμενο στίς μεταξύ τῶν ἱερέων
τριβές. Τόσο ἦταν τό μίσος τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο ἱερέα, ὥστε πῆγαν στήν
προϊστάμενη ἀρχή καί τά ἔβαλαν μέ τόν π. Νικόλαο ἐπειδή κατέλυσε τό
ἀκατάλυτο ἀπό προηγούμενη μέρα Ἅγιο Ποτήριο!. Ὅταν μαθεύτηκε αὐτό,
θυμήθηκα τό λόγια του π. Νικολάου πού ἔλεγε μέ νόημα καί πόνο: «Ὁ ἀθῶος πάντα τήν πληρώνει!».
Εἶχε πέσει στήν ἀντίληψή μας, ἄν καί ὁ ἴδιος ὁ π. Νικόλαος δέν μᾶς
ἔλεγε τίποτα γι’ αὐτά, οὔτε μᾶς ἄφηνε περιθώριο, ὅτι στό τέλος τοῦ
κίνησαν καί ἐκκλησιαστικές διώξεις, μέ ΕΔΕ καί τοῦ διαμήνυσαν ὅτι θά
συνεχίσουν σέ ἀκραῖες καταστάσεις! Ὅλη αὐτή ἡ δαιμονική πλεκτάνη
καταλαβέναμε ὅτι ἀποτελοῦσε μεγάλη δοκιμασία καί σάν καρφιά κεντοῦσαν
καί μάτωναν τήν ἀθώα καί ἁγνή καρδιά τοῦ π. Νικολάου. Ὅμως ὁ Χριστός, ὁ
ὁποῖος ἤθελε νά σώσει ἀπό αὐτή τήν πειρασμική λαίλαπα τόν εὐλαβῆ λευίτη
του π. Νικόλαο, πού ἔσωσε τό Ζωηφόρο του Σῶμα, τόν πῆρε ξαφνικά σέ
ἡλικία 58 ἐτῶν ἐν ὥρᾳ προσευχῆς, ὅπως ἔγραψαν τήν ἄλλη μέρα ἀπό τήν ταφή
του, οἱ τοπικές ἐφημερίδες.
Ὅταν
κοιμήθηκε, ἡ μορφή του ἦταν ἤρεμη καί ἕνα ἀνέσπερο φῶς ἀναδυόταν ἀπό τό
ζεστό καί μαλακό κορμί του, ἄν καί ἡ αἰτία τοῦ θανάτου του ἦταν
πνευμονικό οἴδημα! Ὅπως γνωρίζουμε, ὅταν φύγει κάποιος ἀπό αὐτή τήν
αἰτία, ἀπό τόν πόνο καί τίς ἐπιπλοκές, μαυρίζει τό σῶμα καί ζωγραφίζεται
στό πρόσωπο ἡ φρίκη. Ὅμως αὐτά δέν ἴσχυαν γιά τόν π. Νικόλαο καί ὅταν
τόν ἀντίκρισα, εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι κοιμόταν! Ἀμέσως μέσα μου πάλευαν
δυό ἀντίθετα συναισθήματα, τοῦ πόνου καί τῆς χαρᾶς. Τό πρῶτο γιατί δέν
θά ξαναδῶ τόν πιό πιστό πνευματικό μου πατέρα καί φίλο καί τό δεύτερο μέ
αὐτό πού βίωνα πίστευα περισσότερο στά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, βλέποντας τό
σκήνωμά του σέ αὐτή τήν μοναδική κατάσταση.
Ὡστόσο
μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι τό βράδυ πού ἦταν τό σκήνωμά του στό κέντρο τοῦ
Ναοῦ πού διακονοῦσε καί ἐνῶ οἱ οἰκεῖοι του καί τό πλῆθος τοῦ λαοῦ τόν
θρηνοῦσαν κατέφτασε ἕνας ὑψηλόβαθμος ἱερέας πού εἶχε κατατρέξει τόν π.
Νικόλαο, προσπαθοῦσε νά τοῦ πάρει τό Εὐαγγέλιο ἀπό τά χέρια του, ἐνῶ ὁ
κεκοιμημένος τό συγκρατοῦσε καί ἀντιστεκόταν. Τελικά ὁ κακόβουλος αὐτός
κληρικός ἀπό τήν ἐπιμονή του καί τήν δύναμη πού ἔβαλε ἀπέσπασε ἀπό τό
σκήνωμα τό Εὐαγγέλιο ἀλλά ξαφνικά ἀπό τό μέρος τῆς καρδιᾶς τοῦ π.
Νικολάου ἄρχισε νά πετάγεται ζωντανό αἷμα πού διαπερνοῦσε τά πολλά ἱερά
ἐνδύματα πού ἦταν ντυμένος! Μπροστά στό σπάνιο αὐτό σημεῖο ὁ κληρικός
ἔφυγε μέ κατεβασμένο κεφάλι καί δέν βεβήλωσε ἄλλο τό σκήνωμα τοῦ
ὁμολογητῆ κληρικοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα μήνυμα πού ἐπιβεβαίωνε ὅτι στήν ζωή
του ὁ π. Νικόλαος ἔζησε πολλές θλίψεις καί ἡ πορεία τῆς ἱερατικῆς του
ζωῆς ἦταν ἕνα ἀργό ματωμένο μαρτύριο καί ἐπίσης ὅτι πραγματοποιήθηκε ἡ
πρόρροσης πού ἔλεγε ὅτι ὁ ἴδιος «Θά φύγω ὡς ἀμνός πού σφάζεται γιά ἐξιλαστήριο θύμα!»
Τότε ὁ διάκονος υἱός τοῦ π. Νικολάου, π. Νεκτάριος πῆρε τόν λειτουργικό
ἀέρα πού μέχρι τότε ἦταν πάνω στό κεφάλι του καί τό ἀπίθωσε στό στῆθος
τοῦ κεκοιμημένου γιά νά καλύπτει τό ζεστό αἷμα πού ἔρεε.
Τήν
ἑπόμενη μέρα μετά τήν Λειτουργία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανίων ὁ
ἀείμνηστος Μητροπολίτης Νικόδημος Βαληνδρᾶς καί τό ἱερατεῖο, ἀλλά καί
μοναχοί καί μοναχές (ὅπως τῆς Ἱ. Μ. Πιτίτσας) πού κατέφθασαν στήν ἐνορία
του στόν Ἅγιο Βασίλειο Ζαροχλεΐκων γιά τήν ἐξόδιο, ἐξεπλάγησαν ἀπό τήν
μορφή τοῦ κεκοιμημένου συνάδελφού τους, ἀλλά καί ἀπό τήν τιμή τοῦ
πολυπληθοῦς πιστοῦ λαοῦ. Ἀπορούσανε πῶς συγκεντρώθηκε τόσος κόσμος μέσα
στίς γιορτές τοῦ Δωδεκαημέρου∙ ἦταν ἀκριβῶς παραμονή τῶν Θεοφανίων.
Ἄλλωστε, οἱ ἐφημερίδες δέν πρόλαβαν νά τό πάρουν σάν εἴδηση, ἐνῶ τά
τοπικά τηλεοπτικά κανάλια τῆς Δ. Ἑλλάδας ἔδειξαν πλάνα της ἐξοδίου
ἀκολουθίας στά κεντρικά δελτία εἰδήσεων ἐκείνη τήν ἡμέρα. Οἱ πιστοί
τραβοῦσαν κομμάτια ἀπό τά ἄμφια ἤ ἔπαιρναν ἄνθη ἀπό τό σκήνωμα τοῦ π.
Νικολάου. Τή στιγμή ἐκείνη μονολογοῦσα μέσα μου καί ἔλεγα: «Καί κεκοιμημένος ἀκόμα, μεγάλος εἶσαι Παπά-Νικόλαε!».
Λίγοι
κληρικοί ἀπό δαιμονική ἐπήρεια γιατί ἀπό χρόνια τούς βασάνιζε τό σαράκι
τοῦ φθόνου γιά τόν π. Νικόλαο εἶχαν δημιουργήσει ἀκόμα καί ἐκείνη τήν
στιγμή, ἕνα κλίμα ἔντονης τρομοκρατίας καί ἐκφοβισμοῦ στόν κόσμο, γιά νά
μήν μάθουν ποτέ οἱ πιστοί, ἀλλά καί οἱ οἰκεῖοι του Πατέρα Νικολάου, τίς
πολλές καί ἀδικαιολόγητες ἀδικίες πού τοῦ εἶχαν προκαλέσει. Αὐτές
κυρίως προέρχονταν ἀπό φθόνο καί μίσος. Θά κάνω μία παρένθεση γιά νά πῶ
ὅτι ὁ ἀείμνηστος π. Νικόλαος ἦταν ἕνας ἄνθρωπος σοβαρός, ἀλλά ὅταν
ἔπρεπε, γινόταν πολύ ἁπλός καί καταδεκτικός, γιά νά προσεγγίσει κάποια
ψυχή, ἐνῶ ὅλος ὁ συνδυασμός τῆς προσωπικότητάς του ἦταν ἄκρως
πνευματικός. Μέ λίγα λόγια, ἄν δέν τόν ζοῦσες ἀπό κοντά, μπορεῖ νά τόν
παρεξηγοῦσες. Ἐμεῖς πού τόν γνωρίζαμε πολλά χρόνια ἀνακαλύπταμε τό
μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του καί τήν ἄκρα ταπείνωση, ἀρετές πού μᾶς κέρδιζαν.
Ὅμως μερικοί συνάδελφοί του, ἀπό τόν ἱερατικό κυρίως χῶρο, τόν
κατηγοροῦσαν καί τόν ἐμπαίζανε πίσω ἀπό τήν πλάτη του. Βλέπετε, ὁ π.
Νικόλαος δέν ἀνῆκε σέ κλίκες καί ἄλλα, ἀφοῦ τά πάντα καί ὅλα γιά αὐτόν
ἦταν ὁ Χριστός. Ἔπειτα, ἕνας ἄνθρωπος σάν τόν π. Νικόλαο μέ τέτοια
καταγωγή καί τήν λιπαρά μόρφωση πού εἶχε σέ θετικές καί θεωρητικές
ἐπιστῆμες, ὁ λόγος του ἦταν ἀντρίκιος καί μεστός. Ἐπικοινωνοῦσε μέ δικό
του μοναδικό τρόπο, ἄδολο καί μέ σεβασμό, τρόπος πού δέν θύμιζε τό
γνωστό μοτίβο πού ἐκφράζουν οἱ περισσότεροι συνάδελφοί του ρασοφόροι.
Ὅ,τι ἦταν, τό ἔλεγε μέ διάκριση καί ταπείνωση∙ ἡ ὑποκρισία, ἡ
συμβατικότητα καί τό δῆθεν δέν ταιρίαζε στον δίκαιο χαρακτήρα του. Ὅλα
αὐτά τά σημειώνω ἐδῶ γιά νά κατανοήσουμε τό μένος καί τίς ἀπηνεῖς
διώξεις πού ὑπέστη ἀπό τήν Μητρόπολή του, ὅπως ἀναφέρει πολύ σωστά ὁ
διακριτικός πρωτ. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος. Ἐπίσης, ἀπό τή μεγάλη
ἁπλότητα καί ἀμεσότητα πού εἶχε ὁ π. Νικόλαος, μερικοί τόν θεωροῦσαν ὅτι
εἶχε σαλέψει, χωρίς νά κάνει σαλότητες ἤ τρέλες. Αὐτό πάλι πού
παρεξηγοῦσαν εἶναι τό ὅτι μέσα στίς ἀκολουθίες εἶχε θεῖες ὀπτασίες πού
τόν συνέπαιρναν σέ ἄλλο κόσμο καί ἀργοῦσε νά κάνει τίς ἀνάλογες
ἐκφωνήσεις καί νόμιζαν ὅτι εἶχε πάθη μαλάκυνση. Ἔπειτα, ὅταν ἦταν νά σοῦ
φανερώσει κάτι, τό ἔλεγε μέ πολύ φυσικότητα καί ὄχι ἐπιτηδευμένα καί
αὐτό ὁρισμένους τούς ἐτάραζε. Ἄν δέν εἶχες τήν πνευματική ὡριμότητα καί
τήν διάκριση νά τό κατανοήσεις, ἴσως σέ δυσκόλευε αὐτό. Αὐτές τίς δόλιες
σκέψεις αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τίς γνώριζε ὁ Πατέρας Νικόλαος, ὅμως τίς
ξεπερνοῦσε μέ προσευχή καί ὡς μεγαλόψυχος ἔλεγε καλά λόγια γιά ἐκείνους
καί δέν τούς κατηγοροῦσε, ἀλλά κυρίως δέν μᾶς ἔλεγε τίποτα γι’ αὐτά,
οὔτε μᾶς ἄφηνε περιθώριο. Πότε δέν ἀνταπέδιδε τήν κακία, ἀλλά ὅλο καί
κάτι καλό θά ἔβρισκε νά πεῖ γιά ἐκείνους.
Ἄς
ἔρθουμε πάλι στά γεγονότα τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας τήν ὁποία δέν
σεβάστηκαν καί ἔδειξαν αὐτοί οἱ λίγοι ἱερεῖς πολύ κακή στάση. Μετά ἀπό
τόν ἐπικήδειο λόγο τοῦ Μητροπολίτη, σάν σχολεῖο καί σάν συνάδελφοί του
καθηγητές, εἴχαμε ἑτοιμαστεῖ νά τόν χαιρετίσουμε μέ ἐγκωμιαστικούς
λόγους, ὅπως συνήθως γίνεται. Γιά νά μήν λεχθοῦν τά ἐγκωμιαστικά λόγια
ἀπό ἐμᾶς, καί φοβούμενοι τόν λαό πού ἔδειχνε τήν τιμή στό σκήνωμα τοῦ π.
Νικολάου, πού στεκόταν στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, ἐκείνη τήν στιγμή κάποιος
βαθμοφόρος ἀρχιμανδρίτης, μέ τρόπο ἀπαράδεκτο καί ἀπολυταρχικό,
ἀπαγόρευσε σέ ἐμᾶς τούς Διευθυντές τῶν Σχολῶν νά ποῦμε τό παραμικρό. Τό
ἴδιο ἔκανε καί στούς πολιτειακούς καί Δημοτικούς Ἄρχοντες, ἀκόμα καί
στόν ἐκπρόσωπο τῶν ἐνοριτῶν. Σᾶς νά φοβόντουσαν κάποιοι νά μήν ἀκουστεῖ
καί δημόσια ἡ ἀλήθεια περί τῆς ζωῆς τοῦ ἐναρέτου αὐτοῦ ἀειμνήστου
κληρικοῦ, ὅμως καί οἱ λίθοι κεκράξονται!
Ὡστόσο
αὐτή ἡ ἀδικία, ἀκόμα καί κεκοιμημένο νά τόν διώκουν μᾶς ἀπογοήτευσε,
ἀλλά ἔτσι γίνεται συνήθως στούς μεγάλους ἄνδρες. Ὅμως, τό αἰσθητήριο τοῦ
λαοῦ, πού εἶναι κατά κανόνα ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα
ἐνορίτισσες τοῦ π. Νικολάου μέ ἕνα καρδιακό του συνάδελφο κληρικό τόν π.
Κωνσταντῖνο Φ., νά γράψουν τό βράδυ πού τόν ξενυχτοῦσαν στόν Ναό, ἕνα
ἁπλό ἀλλά ἀντιπροσωπευτικό γιά τόν βίο τοῦ ἐπικήδειο κείμενο. Καί ἐπειδή
τούς ἐμπόδισαν νά τό ἀπαγγέλλουν στό Ναό, τό ἀνάγνωσαν μέ δάκρυα πάνω
ἀπό τό σκήνωμά του στό Κοιμητήριο τῆς Παναγίας τῆς Ἀλεξιώτισσας Πατρών,
λίγο πρίν τήν ταφή. Δέν θυμᾶμαι τά ὀνόματα τῶν ἐνοριτισσῶν, ἡ κυρία ὅμως
πού πρωτοστάτησε ἦταν ἡ κ. Στέλλα Κ., καί τό κείμενο αὐτό τό ἔχω μέχρι
σήμερα σέ φωτοτυπία καί τό μεταγράφω:
«Ἀξέχαστε πνευματικέ μας Πατέρα π. Νικόλαε Πέττα.
Πατέρας εἶχες τήν Χάρι τοῦ Κυρίου νά γίνεις δώδεκα ἐκλεκτῶν παιδιῶν
Πατέρα σέ κατέστησε ἡ Θεία Χάρις ὅλης της Ἐνορίας μας τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Πατέρας ἔγινες γιά πολλές ἑκατοντάδες παιδιά διδάσκοντας πολλά ἔτη στά Κατηχητικά καί στίς Ἀνώτατες Ἐκπαιδευτικές Σχολές.
Ὄχι μόνο τήν φυσική, ἀλλά καί τήν Οὐράνια Σωτήρια Ἀποκάλυψη.
Πατέρας καί γιά τούς συναδέλφους στήν ἐκπαίδευση.
Πατέρα μας, στή ζωή μας ἔχουμε ἀκούσει πολλά κηρύγματα.
Κηρύγματα
ἐπί κηρυγμάτων, ἀλλά αὐτό πού θέλαμε ἦταν τό ἔμπρακτο καί βιωματικό
κήρυγμα, διότι λόγια χωρίς ἔργα μένουν μέν, ἀλλά ἔχουν ἀνάγκη
ἀποδείξεως.
Σεῖς
Πατέρα μας δέν εἴχατε ἄδεια γιά πολλά χρόνια νά κηρύττετε θεόπνευστα καί
θεάρεστα διότι ἀπό φθόνο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ τόν ἔδεσαν ἀπό τά χείλη σας,
ἀλλά τά ἀθόρυβο κηρύγματά σας βροντοφώναζε μόνο του, διότι ἐφαρμόζατε
ἔμπρακτα αὐτά πού πιστεύατε καί λέγατε, καί γι’ αὐτό ἡ ὀρφάνια μας εἶναι
διπλή, τριπλῆ, πολλαπλή…
Ποιός
μπορεῖ νά ξεχάσει τίς λογικότατες καί πρακτικές, τίς πρακτικότατες, τίς
ἐπιτυχημένες καί πολλάκις διορατικές καί προορατικές σας ἀποκαλυπτικές
συμβουλές;
Ποιός δέν φωτίζεται ἀπό τό ἐκθαμβωτικό θεῖο Φῶς, τήν κατά Θεόν καί διά Χριστό ἐθελουσίαν πτωχείαν σας;
Ποιός
δέν διδάχτηκε ἀπό τόν τρόπο πού ἰώβεια ὑπομείνατε τά μεγάλα φαρμάκια
πού σᾶς πότιζαν, σέ ὅσα οἱ ἄλλοι θά κάμπτονταν ἀμέσως;
Διότι ἡ ἀδικία καί ὁ ἀπηνής κατατρεγμός ἀπό τό λειτούργημά σου εἶναι ἀσήκωτο καί δυσβάστακτο φορτίο!
Τώρα
ὅμως, σεβαστέ Πατέρα μας, πράγματι Ἄξιε, Ἄξιε καί πανάξιε σημειοφόρε
Πατέρα μας, πού σᾶς ἔστειλε πρίν δυό δεκαετίες περίπου ὁ εὔσπλαχνος Θεός
νά μᾶς διδάξει καί νά σώσει διά τῆς δικής σας ὑπηρεσίας καί θεάρεστης
Διακονίας τώρα! Τώρα: «ὅτι ἡτοιμάσθη σοί τόπος ἀναπαύσεως». Κουραστήκατε
κατά Χριστόν, κοπιάσατε διά τόν Χριστόν, ὑποφέρατε καί μαρτυρήσατε γιά
νά διασώσετε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εὐαρεστήσατε ὑμνώντας καί δοξάζοντας
τόν Χριστό!
Ποιός
μπορεῖ λοιπόν νά ἀμφιβάλει ὅτι τό ματωμένο Στεφάνι πού σᾶς ἔχει
ἑτοιμάσει ὁ Κύριος, πού ἔτσι θέλει τούς ἀληθινούς λειτουργούς Ἱερεῖς
του, ἁπλούς, ἀπέριττους, ἀνεπιτήδευτους, πνευματικούς, χριστομίμητους,
φωτισμένους, δοσμένους ἐξ ὁλοκλήρου σέ Ἐκεῖνον, δέν θά σᾶς τό ἀποδώσει
ἄραγε πλουσιοπάροχα;
Τώρα,
οὐρανοπολίτα Πατέρα Νικόλαε, πρέσβευε στό ἄνω θυσιαστήριο γιά ἐμᾶς πού
σέ ἀγαπήσαμε καί σέ σεβαστήκαμε πολύ, γιά τούς φτωχούς, τούς
ἀδικημένους, τούς κατατρεγμένους καί πονεμένους τῆς ἐνορίας μας καί ὅλης
της Ἀχαΐας γενικά, πού τόσο βοήθησες καί στήριζες κρυφά, ὅπως θέλει ὁ
φτωχός Ἰησοῦς. Καί γιά ὅσους σέ πίκραναν πολύ καί ἀδικαιολόγητα,
ποτίζοντάς σε κώνειο ἐπί πολλά ἔτη, ἐσένα τόν ἀνεξίκακο καί μεγαλόκαρδο
ἄνδρα, προσευχήσου ἀπό τόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ νά κατανοήσουν τήν μεγάλη
ἀδικία ὅσο ζοῦν! Ἀκόμα πρέσβευε καί γιά τήν εὐλογημένη πολυμελῆ
οἰκογένειά σου, τόσο γιά τήν σεβαστή σου καί παραδειγματική πρεσβυτέρα
σου Ἀνθούλα καί τά πολλά παιδιά σου καί τήν ἐγγονή σου Σοφία. Ἐπίσης γιά
τήν πολυμελέστεστατη, καί γιά τήν ἀγαπητή σου ἀξέχαστη καί ἀδικοχαμένη
κόρη σου Σοφία πού θά συναντήσεις, ἀλλά καί γιά ὅλο τό μεγάλο πλῆθος τοῦ
ἀχαϊκοῦ λαοῦ καί ὄχι μόνο, πού κατέφθασαν σήμερα ἐδῶ στόν Ἅγιο Βασίλειο
νά πάρει τήν ἁγία εὐχή σου, τοῦ ἀγαθοῦ, ὁμολογητοῦ καί ἀληθινοῦ Ἱερέως
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου.
Αἰανία σας καί ἀμάραντη ἡ μνήμη σας, Εὐλογεῖτε Πατέρα Νικόλαε».
Οἱ πολλοί
σπουδαστές μας λόγω ὅτι ἦταν οἱ διακοπές τῆς πρωτοχρονιᾶς, ἐπειδή
πολλοί εἶχαν πάει στίς γεννέτειρές τους, δέν πληροφορήθηκαν ἐγκαίρως γιά
τήν ἐξόδιο τήν 5η Ἰανουαρίου τοῦ π. Νικολάου. Ὅταν ἐπέστρεψαν καί
ἄρχισαν τά μαθήματα, ὁ χαμός τοῦ καλοῦ τους καί δίκαιου πατέρα τους,
ἱερέως Νικολάου, ἔγινε τό πρῶτο θέμα. Δέν ἔνιωσαν ὀρφανά τά ἀγαπημένα
του σαρκικά παιδιά, ἀλλά τό πλῆθος τῶν μαθητῶν μας. Τά παιδιά
συνεννοήθηκαν ὅλα μαζί μέ καθηγητές καί ἄτομα ἀπό τό προσωπικό τῶν
Σχολῶν καί πῆγαν τήν Παρασκευή μέ ἄνθη στήν ἀγκαλιά τους στόν τάφο του
καί ἀφοῦ τέλεσαν τρισάγιο οἱ ἐφημέριοι τοῦ Κοιμητηρίου, ἔμειναν ἐκεῖ γιά
ἀρκετή ὥρα καί τοῦ τραγούδαγαν μέ δάκρυα. Μετά ἀπό λίγες μέρες κρέμασαν
μία μεγάλη φωτογραφία του στήν Σχολή γιά νά τόν βλέπουν. Μέχρι σήμερα
συναντῶ μαθητές πού μιλοῦν μέ τά καλύτερα λόγια γιά τόν π. Νικόλαο καί
κυρίως ὁμολογοῦν πόσο ἐπηρέασε τήν ζωή τους στά δυσκολότερά τους
χρόνια.
Ἀφότου
κοιμήθηκε στήν ἀλλαγή τῆς χιλιετηρίδας, σάν ἄγγελος πού ἀνέβηκε στά
οὐράνια σκηνώματα γιά νά σαλπίζει ὅτι ὁ Χριστός εὐλόγησε τήν γῆ νά
ἀνοίξει τό νέο ἰωβηλαῖο τῆς χρηστότητας, ἔκανα παράπονα καί τοῦ ἔλεγα: «Ποῦ εἶσαι τώρα νά μέ στηρίξεις νά ποῦμε τόν πόνο μας καί τίς ἀγωνίες μας;».
Αὐτό τό σκεφτόμουν γιά πολλά χρόνια καί τοῦ τό ἔλεγα κάθε φορά πού
πηγαίνω στό Κοιμητήριο τῆς Παναγίας τῆς Ἀλεξιώτισσας Πατρῶν, ἐκεῖ πού
ἀναπαύεται στόν οἰκογενειακό του τάφο, τῆς οἰκ. Πέττα. Ὅμως ἄκουσε τό
παράπονό μου καί πρίν λίγο καιρό, τόν βλέπω σέ πολύ ζωντανό ἀποκαλυπτικό
ὄνειρο. Παρουσιάστηκε μέσα σέ λευκή λάμψη γεροδεμένος, ὅπως ἦταν
νεώτερος, ἀκμαῖος, ρωμαλέος, καθαρότατος, ψηλός καί φωτεινός. Ἀπόρησα
ἀπό τήν ὅλη του ἐμφάνιση πού μέ καθήλωσε, καί ἀπορῶ ἀκόμα πῶς βρῆκα
δύναμη νά τόν ρωτήσω: «Ἀγαπημένε μου Πατέρα Νικόλαε, πῶς εἶναι ἡ
ἄλλη αἰώνια ζωή στήν ὁποία εἶσαι τώρα; Εἶναι ὅπως μᾶς τά δίδασκες μέ
ἀκράδαντη πίστη καί τόση βεβαιότητα, ὅσα χρόνια ἤσουν στήν γῆ, ἐδῶ μαζί
μας; Ὄντως γεύεσαι αὐτά τά κάλλη τοῦ Παραδείσου καί εἶσαι λευίτης στό
ἐπουράνιο Θυσιαστήριο ἐκεῖ;». Καί μοῦ ἀπαντᾶ μέ τόν γνώριμο καί πράο δικό του τρόπο: «Ναί
Χαράλαμπε, εἶναι ἀκριβῶς ὅπως στά κήρυττα, καί ἄπειρες φορές πιό ὡραῖα!
Εἶναι πιό πολλά τά ἐπουράνια δῶρα μας ἀπό τόν δωροδότη Θεό, ἄς ἔχει
δόξα τό ὄνομά Του!».
Τελειώνοντας,
θά ἀναφέρω μία συγκλονιστικότατη ἐμπειρία ὅπου ὑποδηλώνεται τό πῶς
ἔβλεπε καί προγευόταν καί βίωνε συχνά τόν Παράδεισο ἀπό αὐτήν τήν
πρόσκαιρη ζωή. Μάλιστα, ἡ μαρτυρία πού ἕπεται, ὅταν τήν ἄκουσα, κατάλαβα
τό τί ἀποκαλύψεις ζοῦσε πολλές φορές καί στό γραφεῖο του στίς Σχολές,
ὅταν τόν ἔβρισκᾳ μέ τήν μορφή του γαλήνια καί φωτεινή, τά μάτια σταθερά
νά ἀτενίζουν πρός τά ἄνω, καθώς παράλληλα ἔτρεχαν δάκρυα. Μετά ἀπό ἕνα
χρονικό διάστημα συνερχόταν, καί ἐγώ τόν πίεζα καί τοῦ ἔλεγα ἀπαιτητικά:
«Πές Πάτερ μου τί ἔβλεπες, ποῦ ἤσουν; Ποῦ εἶχες χαθεῖ; ποῦ ταξίδευες;» Καί ἐκεῖνος ἀπέφευγε, ἀλλά σπάνια, μέ ταπεινή φωνή, μοῦ ἀπαντοῦσε: «Χαράλαμπε ὁ ἀνάξιος εἶδα γιά λίγο τά κάλλη τοῦ Παραδείσου!».
Ἐμεῖς τότε δέν τά καταλαβαίναμε τά μήκη καί τά πλάτη τῶν μοναδικῶν
ἐμπειριῶν πού συνέπαιρναν τόν π. Νικόλαο. Ἀπό τότε πού κοιμήθηκε πολλοί
λέμε ὅτι νιώθουμε σάν νά ἄνοιξε ἡ διάνοιά μας, ἀπό μία ἀόρατη δύναμη πού
τήν βαστοῦσε πρίν κλειστῆ, καί κατανοοῦμε λίγο αὐτά πού βίωνε ὁ
μοναδικός ἔμπιστος πατέρας καί ἀδελφός μας σημειοφόρος λευίτης. Ἡ
μαρτυρία πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπό τό ἀρχεῖο πού συγκεντρώθηκε μέ προτροπή
τοῦ καρδιακοῦ φίλου τοῦ π. Νικολάου, τοῦ φημισμένου γέροντα π. Στεφάνου
Ἀναγνωστοπούλου ἀπό τήν Ἀμφιάλη Ἀθηνῶν. Εἶναι ἀπομαγνητοφωνημένη ἀπό
ἠχητική καταγραφή (1-6-2009), στήν ὁποία ἀκούγονται δυό συγγενεῖς κατά
σάρκα, οἱ ὀσιώτατες μοναχές Μακρίνα καί Μαριάμ πού ἐγκαταβιώνουν στή
Θήρα, καί κατάγονται ἀπό τό Αἴγιο: «Μία φορά, ὅπως ἦταν ὁ Παπούλης
Νικόλαος Πέττας ψηλός, γονάτισε κάτω, καί ἄρχισε νά μᾶς ἀναφέρει σέ
δεύτερο πρόσωπο γιά κάποιον γήινο πού ὀνομαζόταν «Οὐρανοδρόμος», καί τόν
παρέλαβε κάποιος ἄλλος ἄϋλος πού λεγόταν «Οὐράνιος», καί τόν ὁδήγησε
συχνά στό Παράδεισο. Ἐκεῖ ἔβλεπε τήν γαλήνη καί τήν μακαριότητα. Εἶδε
γνωστούς του καί συγγενεῖς πού εἶχαν φύγει ἀπό αὐτό τό κόσμο. Ἐπίσης
ὑπῆρχε ἕνα ἀτέλειωτο τραπέζι μέ πολλά ἄϋλα ἐδέσματα, καί ὅταν πῆγε νά τά
δοκιμάσει, τοῦ λέει ὁ Οὐράνιος: «Αὐτά εἶναι μόνο γιά νά τά βλέπεις μέ
τούς ὀφθαλμούς σου, δέ μπορεῖς νά τά γευτεῖς ἀκόμα ὅσο ζεῖς στήν γῆ!».
Ἐμεῖς ἀπό τά συνεχόμενα δάκρυά του καί τίς λεπτομέρειες πού μας ἀνέφερε,
ἀλλά καί ἀπό διάφορα πού τόν ρωτήσαμε γι’ αὐτό τό ἀποκαλυπτικό σημεῖο,
καταλάβαμε μέ σαφήνεια ὅτι τά βίωνε ὁ ἴδιος. Καί κάθε φορά πού τόν
ρωτούσαμε μήπως εἶναι ὁ ἴδιος πού ζοῦσε αὐτή τήν ἐπαναλαμβανόμενη
ἀποκάλυψη, μᾶς ἔλεγε μέ ταπείνωση ὅτι δέν εἶναι ὁ ἴδιος, διότι εἶναι
ἁμαρτωλός καί τά ζοῦσε κάποιος ἄλλος ἄνθρωπος! Ἔλεγε στούς οἰκείους μας
στό Αἴγιο μέ παιδική ἀθωότητα καί θεία μέθη: «Νά προσεύχεσθε νά δεῖτε
τόν Παράδεισο!». Καί ἀκόμα: «Τί ὡραῖα, τί ὄμορφα πού εἶναι στόν
Παράδεισο, ἄχ νά ἤμασταν ἐκεῖ συνέχεια ἀπό αὐτή τήν ζωή!». Καί ὅπως ἦταν
γονατιστός ἀσπάστηκε μέ λυγμούς καί ἀγάπη παιδιοῦ πρός τήν μητέρα του
τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού εἴχαμε στό σπίτι μας, πού εἶναι κοντά στό
Αἴγιο.
Ὅταν
εἶχε ἔρθει γιά πρώτη φορά σπίτι μας, μᾶς εἶπε: «Πόσα παραδείγματα
μετανοίας πού ἔχουμε, ὅπως τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία» καί συνέχισε νά
ψάλλει τό «Ἐκ νεότητός μου πολλά πολεμεῖ με πάθη..». Ἀμέσως καταλάβαμε
ὅτι ἦταν γιά ἐμᾶς. Μέ λίγα λόγια, ὅπως μᾶς μιλοῦσε, «πέταγε» διακριτικά
τά ἀποκαλυπτικά λόγια καί τά συνδύαζε μέ τό ἀντίστοιχο τροπάριο.
Μᾶς
ἔλεγε καί ἄλλα μέ τόν δικό του τρόπο προφητικά: «Ὅταν βγῶ στή σύνταξη ὡς
καθηγητής, νά κάνουμε ἕνα μοναστήρι καί τί ἔχει νά γίνει!». Ἔλεγε πάλι
γιά τήν ξαδέλφη μου: «Ἔχει πολλά ἐρωτηματικά, ἀλλά τώρα ἔριξε βάσεις
γερές. Ἔχει καλό πνευματικό, τόν πανοσιολογιώτατο ἀδελφό Γέροντα
Δαμασκηνό». Στόν ἀδελφό μου τό Δημήτρη, πού βλαστημοῦσε, χωρίς νά τό
ξέρει ὁ πατήρ Νικόλαος, τοῦ εἶπε: «Μίμη μου γκρέμισες τήν Ἐκκλησία!»,
ἐννοοῦσε μέ τά βρώμικα λόγια του.
Γενικότερα
ὁ Γέροντας Νικόλαος ἦταν σέ ἄλλα πνευματικά μήκη καί πλάτη, τό σῶμα του
ἦταν ἐδῶ ἀλλά τό πνεῦμα του πετοῦσε στόν οὐρανό, σάν Πέττας πού ἦταν
στό ἐπώνυμο. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, ἔβλεπε πολλά σημεῖα καί ἀποκαλύψεις,
ἀνώτερα πνευματικά γεγονότα τά ὁποῖα ἐκάλυπτε καλά μέ κάποια παιδικότητα
καί ἐν Χριστῷ ἅγια σαλότητα, γιατί δέν ἤθελε τούς ἐπαίνους ἀπό τούς
ἀνθρώπους οὔτε νά ἀποκαλύπτεται σέ αὐτούς, παρά μόνο μέσα ἀπό τήν βιωτή
του νά ὑμνεῖται καί νά δοξάζεται ὁ Θεός μας.
Ἰδιαίτερη
πνευματική σχέση καί εὐλάβεια εἶχε ὁ ἀείμνηστος π. Νικόλαος μέ τόν
πνευματικό ἀναγεννητή τῆς Πάτρας, τόν ὁσιωθέντα ἀρχιμ. Γερβάσιο
Παρασκευόπουλο».
Ἄς εἶναι
αἰώνια ἡ μνήμη τοῦ μοναδικοῦ Πατέρα μας δικαίου λευίτου Νικολάου
παπά-Πέττα, ἀδελφοῦ καί συναδέλφου μας καί νά μεσιτεύει ὡς ἄλλος ὅσιος
Νικόλαος παπά-Πλανᾶς, ἀπό τό Οὐράνιο θυσιαστήριο γιά μᾶς πού τό ἔχουμε
ἀνάγκη στήν δύστυχη καί ταλαίπωρη αὐτή ἐποχή!
Πηγή ὑλικοῦ,Κείμενο τοῦ τ. Διευθυντῆ τοῦ 2ου Ἱ.Ἐ.Κ. Πατρῶν Καθηγητού Χαράλαμπου Λ. Κοντοχρήστου, 4 Ἰανουαρίου 2012.
Εἰσαγωγή ἀφιερώματος:
Φώτιος Ἀρ. Δημητρακόπουλος
Καθηγητὴς τῆς Βυζαντινῆς, Μεταβυζαντινῆς Φιλολογίας καί Παλαιογραφίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Επιλογή Υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
http://romiosini.org.gr/FD44EB87.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου