Για την αγάπη από γράμμα σε πρόσωπα μοναχών
Στο γράμμα ετούτο και, υποθέτω, και στα γράμματα που θα επακολουθήσουν αμέσως έπειτα από αυτό, θα μας απασχολήσει η αγάπη ως κύριο χαρακτηριστικό (στατικά) και ως εκδήλωση (κινητικά) της ψυχής, που ακολουθεί τον Ιησού με ολοκληρωτικό δόσιμό της σ’ αυτόν μέσω της μοναχικής ζωής και πολιτείας.
Είναι άλλωστε η αγάπη βασικό και «των ων ουκ άνευ» γνώρισμα της ιδιότητας του πραγματικού μαθητή του Χριστού. «Εν τούτω γνώσοντες πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπη έχητε εν αλλήλοις», είπε ο ίδιος ο Κύριος. Αγάπη όχι βέβαια μονομερή, αλλά παμμερή˙ αγάπη όχι μόνο προς μία κατεύθυνση, αλλά προς όλες˙ αγάπη προς όλους τους εντός και τους εκτός, τους εγγύς και τους μακράν, τους γνωστούς και τους αγνώστους. Γιατί όλοι «οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθησαν εν τω αίματι του Χριστού» και γιατί αυτός «έλυσε το μεσότοιχον του φραγμού», δηλαδή την «έχθραν», που χώριζε τους ανθρώπους μεταξύ τους. Αυτός δώρισε την αγάπη στη γη, με αποτέλεσμα να εγκαθιδρύει τον πιο στενό σύνδεσμο ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε να έχουν «την προσαγωγήν οι αμφότεροι εν ενί πνεύματι προς τον Πατέρα».
Είναι επειγόντως αναγκαίο να διαφωτισθεί το θέμα αυτό, όσο κι αν το ξέρουμε ίσως, γιατί πολλές παρανοήσεις εισχωρούν μέσα μας ως προς αυτό και πολλές είναι οι μορφές εκφυλισμού του και της καταπτώσεώς του σε φάντασμα αγάπης, σε νόθες και παραχαραγμένες εκφράσεις της και σε υποβάθμισή της τελικά από «βασιλίδος των αρετών» ή συνισταμένης τους σε θλιβερή σκλάβα χαμερπών παθών και αισθησιακότητος.
Τι νόημα θα είχε μια ζωή ολοκληρωτικά δοσμένη στο Θεό, όπως αυτή φαίνεται εξωτερικά τουλάχιστον, και ένα ωραίο πρόγραμμα αφιερωμένης ζωής, χωρίς ολοκληρωτικό ξερίζωμα του εγωισμού και αντίστοιχα ελεύθερη και τέλεια παράδοσή μας στην αγάπη, αν η αγάπη αυτή δεν παρασύρει σαν ένα θείο ορμητικό ρεύμα όλα τα εγωιστικά στοιχεία από μέσα μας και κάθε υπόλειμμα αυταρέσκειας και ναρκισσισμού;
Από τη στιγμή, που ακολουθήσαμε τον Ιησού, δε θα βρούμε ανάπαυση σωματική, όπως δε βρήκε και ο Ίδιος σε όλη τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του. «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι». «Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν˙ έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι».
Ακολουθώντας επομένως τον Ιησού «κατά πόδας» «όπου αν υπάγει», δεν οδηγούμαστε σε κανένα καταφύγιο οκνηρίας και νωθρότητος ούτε σε «κατάπαυση» που να ικανοποιεί τη ραθυμία και την αμέλειά μας. Ακολουθώντας τον Ιησού οδηγούμαστε, αντίθετα, σε δρόμο δουλειάς πολύ σκληρής.
Η ακολούθηση του Ιησού, που είναι η προσωποποιημένη έκφραση της αγάπης του Θεού και Πατρός προς τον κόσμο των ανθρώπων – «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» και « έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» - η ακολούθηση του Ιησού ως της αγάπης του Πατρός δεν είναι μόνο στατική, δηλαδή μόνο συναισθήματα ιερά και κατάσταση παθητικότητος, αλλά και κινητική, δηλαδή και έκφρασή της προς τα έξω, όπως θα μας δοθεί ευκαιρία να μιλήσουμε πιο κάτω.
Ο Χριστός δεν είναι μόνο η «αλήθεια και η ζωή» της αγάπης, αλλά και η «οδός» γι’ αυτόν, και οδός σημαίνει πορεία σε ανάντη και ανηφορικό δρόμο, όπως ήταν ο δρόμος του Ιησού. Η εν Χριστώ ζωή ως ζωή είναι σύνδεση και των δύο αυτών στοιχείων, κίνησης και στάσης, στάσης και κίνησης.
Ένας ερημίτης αυστηρά αποκλεισμένος από εξωτερικές προσβάσεις και διατάραξη της ησυχίας του, δείχνει πως διάλεξε ένα «ζωντανό θάνατο», μια εθελούσια και αγαπητική προσφορά στον Κύριο του εαυτού του, με μέτρο της αγάπης του γι’ αυτόν μια πολύπλευρη νέκρωση.
Ένας μοναχός όμως ( και λέγοντας μοναχός, όπως και άλλη φορά τόνισα, αναφέρω τη λέξη περιληπτικά και εννοώ πάντα και τη μοναχή, εκτός αν πρόκειται για κάτι εντελώς εξειδικευμένο, οπότε θα γίνεται και η σχετική διευκρίνιση), ένας μοναχός λοιπόν, που ζει σε κοινόβιο, και μάλιστα κοντά στον κόσμο, καλείται να ζήσει τον ίδιο θάνατο μέσα στα πλαίσια της υπακοής, της αγαπητικής συνυπάρξεως, του μόχθου του εργοχείρου του, της πολλαπλής διακονίας και της αγαπητικής συνάντησής του με τους άλλους ανθρώπους, του «εκτός», που θα συναντήσει στην πορεία του, και γενικότερα μέσα στο πλαίσιο του όλου πνευματικού προγράμματος της Μονής του, το οποίο δεν ευνοεί τον οποιοδήποτε εγωιστικό αυτοπεριορισμό σε γυάλινους πύργους. Κάθε μέρα έρχεται ο Ιησούς να μας συναντήσει διά μέσου του μόχθου, της ποικίλης «ακαταστασίας», των απαιτήσεων των άλλων, της απονεκρώσεως του θελήματός μας και κάθε εγωιστικής μας τάσεως, καλώντας μας έτσι σε μια αγάπη όλο και πιο απογυμνωμένη από οποιαδήποτε στοιχεία, που την αλλοιώνουν και την καθιστούν όχι πέρα για πέρα καθαρή και αγνή, και επομένως σε αγάπη άξια του Κυρίου, στον οποίο προσφέρεται ως το πιο πολύτιμο δώρο της ψυχής. Ο Ιησούς μας έφερε στον ιερό χώρο του Μοναστηρίου, που δεν είναι πέρα για πέρα αποκλεισμένος από τον κόσμο, αλλά είναι ανοιχτός, γιατί τραβάει κοντά του, ακριβώς γιατί είναι αυτό που είναι, όλο και πιο πολύ τους ανθρώπους. Τοποθετημένοι λοιπόν μέσα στο χώρο αυτόν έχουμε κληθεί να σηκώσουμε μαζί με τον Ιησού το βάρος της αμαρτίας του κόσμου και του θανάτου.
Φορώντας διαρκώς το χιτώνα του πένθους για το κακό και την αμαρτία, που κυριαρχεί μέσα μας και έξω μας, αποτελούμε ασίγαστη ικεσία προς τον Ουρανό να «εκλείψωσιν αμαρτωλοί και άνομοι από της γης (όχι φυσικά με κάποια καρατόμησή τους ή κάποια βίαιη εξαφάνισή τους, αλλά με αληθινή μετάνοια και επιστροφή στον Πατέρα), ώστε μη υπάρχειν αυτούς», παρά μόνο ως «καινή κτίσις», ως αδελφοί μας μεταμορφωμένοι εν Χριστώ Ιησού και πορευόμενοι τον ίδιο δρόμο με μας.
Χρειάζεται όμως για το έργο αυτό αληθινή γενναιοψυχία και εξαιρετική «ευηκοΐα», αυτί ευαίσθητο και ικανό να συλλάβει και πρόθυμο να αφουγκρασθεί «τους στεναγμούς των πεπεδημένων» από την αμαρτία, τους θρήνους της θλίψης και του πόνου, τα αγκομαχητά των κουρασμένων και φορτωμένων αγωνία, αηδία και πλήξη ψυχών, με την παράλληλη αποδοχή, όσο γίνεται, μεγαλύτερου μέρους του φορτίου, που καταπιέζει τους ώμους των αδελφών μας.
Η ζωή μας πρέπει διαρκώς «δίδοσθαι (τοις αδελφοίς) εις κατάβρωμα». Πρέπει να δίνεται προσφορά στους αδελφούς μας σαν τον άρτο που προσφέρεται για βρώση. Αυτό πρέπει να είναι το μέτρο, που με βάση αυτό θα τραβάει ο Θεός ό, τι πιο καλό βρίσκεται μέσα μας, για να αποτελεί στην ουσία την άρση του σταυρού μας και την κατακολούθηση του Ιησού στη ματωμένη πορεία ου προς τον Γολγοθά.
Μήπως αυτό αποτελεί λοξοδρόμηση της πορείας μας; παύουμε να ακολουθούμε το μοναχικό πενθήρη δρόμο της αυτοπροσφοράς μας στον Ιησού; Κάθε άλλο! Αντίθετα την καταξιώνουμε. Υπάρχουν ευτυχώς κάποιοι φράχτες στο δρόμο μας, που δεν επιτρέπουν παρέκκλιση από τον αρχικό μας σκοπό.
Η υπακοή μας π.χ., η πτωχεία ως προς τα ανθρώπινα πράγματα και μέσα, δεν επιτρέπουν αλλαγή πορείας. Αν αυτά τα μέσα δεν υπήρχαν, τότε δε θα ήταν δύσκολο να απομακρυνθούμε σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβουμε από τη σιωπηλή αυτοπροσφορά της ζωντανής και λυτρωτικής ζωής της προσευχής, της ασκήσεως, της αγνότητος, βυθιζόμενος σε μία άκρατη ζωή ακτιβισμού και εξωτερικής δραστηριότητος, χάνοντας σε βάθος και ουσία.
Άλλοι αδελφοί μας μέσα στην Εκκλησία έχουν δεχτεί την κλήση του Θεού για δράση πιο εξωτερική, όπως είναι η ποιμαντική και λοιπή δραστηριότητα μέσα στον εθνικό χώρο και έξω από αυτόν. Ο χαρακτήρας όμως του Μοναστηριού μας δεν αλλάζει και δεν πρέπει να αλλάξει, αν πρέπει να σωθεί και να εξακολουθεί να ζει ως Μοναστήρι, χωρίς να το μεταβάλλουμε σε κέντρο ακτιβιστικής δραστηριότητος.
Όμως δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αναρίθμητες ψυχές προστρέχουν σ’ αυτό, ζητώντας λίγο νερό για να βρέξουν μ’ αυτό τα φρυγμένα τους χείλι και λίγο ψωμί για να στομώσουν την ακατάσχετη πείνα τους. Και ενώ λίγοι ή πολλοί, αδιάφορο, μπορεί να λένε˙ για κοίτα, τόσες νεανικές ψυχές κλείστηκαν στο μοναστήρι.
Δεν θα μπορούσαν να έβγαιναν έξω στην κοινωνία, για να αποδυθούν σε ωραίους κοινωνικούς αγώνες και σε έργα υψίστης κοινωνικής σημασίας και αντίστοιχης στάθμης: Δεν θα μπορούσαν να αφιερώσουν τις δυνάμεις τους σε έργα ιεραποστολής π.χ. στη Μαύρη ή την Κίτρινη ήπειρο, όπου τόσες ψυχές διψούν να ακούσουν ευαγγελικό λόγο και μήνυμα σωτηρίας; Δεν θα μπορούσαν…; Και ο κατάλογος του τι θα μπορούσαν να κάνουν, κατά τη γνώμη αυτών που τα λένε αυτά, να συνεχιστεί χωρίς τελειωμό. Όμως εμείς θα συνεχίζουμε την πορεία μας, όπως την αρχίσαμε, «καταφαγωνόμενοι», μειωνόμενοι και σμυκρινόμενοι, ως την έσχατη αδυναμία είτε δεχόμενοι το βάρος κάποιων συγκεκριμένων αδελφών, είτε διαβλέποντας το άγχος και την αγωνία κάποιων ψυχών δίπλα μας και γύρω μας και συμμετέχοντας σ’ αυτό «όλη καρδία» με θερμή προσευχή, είτε και δεχόμενοι το άνοιγμα των ψυχών αυτών, που μας κάνουν την τιμή να ανοίξουν τις πληγές τους μπροστά μας, με την προϋπόθεση βέβαια πως έχουμε την ευλογία γι’ αυτό. Έτσι θα μάθουμε να αγαπούμε όπως ο Ιησούς, με τρόπο που μονάχα στο Μοναχισμό προσιδιάζει, με αγάπη, που είναι τόσο πραγματική, όσο μπορεί να είναι μια πράξη, και τόσο ανάλαφρη, όσο μπορεί να είναι μια ακτίνα φωτός. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να είμαστε μοναχοί (χές), αν δεν αγαπούσαμε «όση ημίν δύναμις», όπως ο Ιησούς;
Είναι όρος απαραίτητος αυτός για να είναι η αγάπη αγάπη. Χωρίς την εξωτερίκευση αυτή, εκτός αν τα πράγματα δεν την επιτρέπουν σε συγκεκριμένες πράξεις, θα ήταν η αγάπη μας είτε φαντασίωση είτε υποκρισία είτε καθαρή αυταπάτη.
Μόνο που η αγάπη του μοναχού ως πράξη είναι πιο διακριτική, πιο ανάλαφρη, πιο αθόρυβη, κρυμμένη μέσα σε μια καθημερινότητα και πεζότητα, κρυμμένη σε μια πράξη υπακοής ή μια έκχυση θερμών δακρύων μέσα σε ολονύχτια προσευχή για κάποια ή κάποιες ψυχές, για ολόκληρο τον κόσμο, ή σε κάποια ταπεινά διακονήματα, που κανένας ίσως δεν δίνει σ’ αυτά σημασία.
Πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς η αγάπη πρέπει να εκδηλωθεί με συγκεκριμένους τρόπους προς τα έξω. Και θα ιδούμε πιο κάτω πως πολλά εμπόδια δεν επιτρέπουν να αγαπήσουμε τους άλλους σαν αδέρφια μας, σαν άλλους «εαυτούς».
Και αυτό σημαίνει πως η απόκτηση αγάπης δεν είναι εύκολη δουλειά, ούτε πετυχαίνεται στα γρήγορα, σαν ένα μανιτάρι που μεγαλώνει μέσα σε μια νύχτα.
Θα χρειαστεί κόπος και μόχθος πολύς και χρόνος αντίστοιχος, προκειμένου να πετύχουμε να κάνουμε την αγάπη μόνιμη κατάσταση των ψυχών μας, ώστε να ακτινοβολεί γύρω της ως συνεχής πράξη, όπως ακτινοβολεί ένα σώμα που έχει πυρακτωθεί ως τα έγκατά του.
Μέσα στα βάθη της ψυχής μας βρίσκονται όγκοι καθόλου ευκαταφρόνητοι φιλαυτίας και υπερηφάνειας, και δύσκολα αναγνωρίζουμε πως δεν ξέρουμε ή δεν μπορούμε να αγαπήσουμε σωστά.
Ακριβώς, γιατί τέτοιο είναι το εσωτερικό μας, πέφτουμε εύκολα στην κατάκριση των άλλων, μάλιστα κατακρίνοντάς τους για έλλειψη αγάπης! Και όχι σπάνια δίνουμε στην κατάκριση ένα «ευπρεπές» όνομα, για να καλύψουμε την ασχήμια της.
Και έτσι άνετα παρακολουθούμε τους άλλους με κάποια χαιρεκακία, όταν είναι στις κακές τους, νιώθοντας μια αφύσικη ικανοποίηση καθώς πέφτουν σε λάθη, που κι εμείς πέσαμε σ’ αυτά, ή θεωρώντας τους κατώτερους από μας, αν τυχόν δεν πέσαμε όπως αυτοί.
Όλα αυτά και ό, τι συναφές με αυτά πρέπει να τα ανακαλύψουμε, όσο κι αν κρύβονται επιμελώς μέσα μας, και, αφού τα ανακαλύψουμε, να τα αναγνωρίσουμε ως στοιχεία της «παλαιότητός» μας, ως στοιχεία εγωιστικότητος και αυτοφιλίας, που δύσκολα τα απαρνούμαστε. Όμως πρέπει να τα απαρνηθούμε, αν θέλουμε να καθαριστεί το έδαφος της ψυχής μας, προκειμένου να ανθοφορήσει σ’ αυτήν η αγάπη.
Πώς όμως θα ανακαλύψουμε όλα αυτά τα στοιχεία; Δεν είναι τόσο δύσκολο το εγχείρημα, όσο κι αν φαίνεται τέτοιο. Αν π.χ. προσέξουμε λίγο περισσότερο και επιμελέστερα τον εαυτό μας, θα ανακαλύψουμε πόσο εύκολα δε θέλουμε να μας ενοχλούν οι άλλοι, πόσο δεν επιθυμούμε να «χαλάσουμε τη ζαχαρένια μας» στο χρόνο που τον θεωρούμε εντελώς δικό μας.
Δε μας ευχαριστεί να κουραζόμαστε για τους άλλους, αν μάλιστα συμβαίνει να μην είναι ευχάριστοι τύποι.
Δεν νιώθουμε πρόθυμοι να αφουγκραστούμε τον πόνο τους και τις δυσκολίες τους. Συγκεντρωμένοι στα δικά μας μικρά ή μεγάλα προβλήματα, απορροφημένοι από τις δικές μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγά σιγά αναίσθητοι έναντι των άλλων, αδιάφοροι, σκληροί και τελικά ανάπηροι κατά κάποιο τρόπο στο ζήτημα αυτό.
Έτσι με τον καιρό δε μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά μόνο ό, τι έχει σημασία για τον εαυτό μας, ό, τι μας βολεύει και ό, τι μας κολακεύει φανερά ή κρυφά. Ακόμη εύκολα περιγελούμε τους άλλους χωρίς πολλές τύψεις, τους ειρωνευόμαστε ή τους χλευάζουμε, προ πάντων όταν τους αισθανόμαστε κατώτερους από μας.
Είμαστε επίμονοι στη γνώμη μας και συζητούμε με φιλόνεικη διάθεση για μικροπράγματα χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για την αλήθεια, αλλά μόνο για να στηρίξουμε τη γνώμη μας και τις απόψεις μας, έστω κι αν δεν ευσταθούν. Επίσης μπορεί να ανακαλύψουμε μέσα μας προκαταλήψεις εις βάρος άλλων προσώπων στο άμεσο ή ευρύτερο περιβάλλον μας.
Όχι σπάνια μπορούν να καμουφλαριστούν ως δήθεν αγάπη με καθαρά ψυχολογικά ελατήρια ή καταστάσεις, όπως ο θαυμασμός, η ομορφιά, η εξυπνάδα ή η ιδιοφυία κάποιου προσώπου, κατά συνθήκην κληρονομημένες απόψεις για άλλους ή επειδή όλοι έχουν τη γνώμη αυτή, έστω κι αν εμείς δεν έχουμε ακόμη σχηματίσει δική μας προσωπική γνώμη. Άλλοτε πάλι θέλουμε να ενεργούμε «πρωτότυπα», όχι δηλαδή όπως ενεργούνε οι άλλοι, αλλά σαν να είμαστε εμείς κάποιοι σπουδαίοι άνθρωποι και ξεπερνούμε το μέσο τύπο ανθρώπου. Άλλοτε πάλι, από φόβο μην τυχόν μας κρίνουν άσχημα, ενεργούμε έτσι, ώστε να διατηρήσουμε το θαυμασμό ή την εκτίμηση ή μια κάποια καλή ιδέα, που έχουν οι άλλοι για μας, για τη δήθεν σύνεση και φρονιμάδα μας κ.λπ., κ.λπ., πράγμα που κάνει να φερόμαστε εγωιστικά και σκληρά.
Εφόσον λοιπόν υπάρχουν στην ψυχή μας τέτοια επιθέματα και την παραμορφώνουν, πώς μπορούμε να είμαστε διαφανείς και διαυγείς και πεντακάθαροι στις εκδηλώσεις της αγάπης μας, αν προβαίνουμε και όσες φορές προβαίνουμε σε τέτοιες; Αν είμαστε γυαλιά μαυρισμένα από τα πάθη μας, πώς να διαπεράσουν οι φωτεινές ακτίνες της καρδιάς για να φωτίσουν άλλες καρδιές και πώς να εκπεμφθεί η θερμότητα που θα τις θερμάνει; Πώς μπορεί με άλλα λόγια να είναι αγνή και γνήσια η αγάπη μας, όταν έχουμε ένα τέτοιο καταλερωμένο εσωτερικό;
Αυτές οι διαπιστώσεις επιβάλλουν να προσέχουμε αδιάκοπα τα εξής σημεία:
την αγνότητα της καρδιάς,
την αδελφική αγάπη,
τη φιλία, και τέλος
τη θεϊκή αγάπη.
Όλα αυτά είναι πολύ συνδεδεμένα μεταξύ τους, και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό, τι φανταζόμαστε. Ως ψυχές, που νιώθετε να έχει αντηχήσει μέσα σας η κλήση να ακολουθήσετε τον Κύριο, προ πάντων οι νέες στην ηλικία, θα καταλάβετε καλά, ότι το αληθινό πρόβλημα για μια ψυχή, που δίνεται ολοκληρωτικά στον Κύριο, είναι ασφαλώς το πρόβλημα της αγνής αγάπης, χάριν της οποίας διακινδυνεύουμε την ίδια τη ζωή μας προσφέροντάς την ως «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν ημών».
Για τις νέες ψυχές ανάμεσά σας είναι φανερό πως «κατ’ άνθρωπον» υπάρχουν πολύ μακρότερες προοπτικές από αυτές, που υπάρχουν για όσες έχουν προχωρημένη πια ηλικία. Και για μερικές μερικές από τις πολύ μεγάλες, ελάχιστες ακόμη απομένουν οι προοπτικές και τα περιθώρια χρόνου για κάτι πολύ σπουδαίο.
Οι νέες ψυχές φλογίζονται, το διαισθάνεται κανένας αυτό, από τη λαχτάρα να δώσουν όλης τους την ύπαρξη θυσία στο βωμό της θείας και ανθρώπινης αγάπης.
Όμως η πείρα δείχνει πως τα χρόνια γρήγορα περνούν. Ο ενθουσιασμός πέφτει σιγά σιγά και ανεπαίσθητα, τα πόδια αρχίζουν να βαραίνουν στην πορεία και η φθορά αρχίζει να γίνεται πιο έκδηλη και χειροπιαστή. Και γεννιέται το ερώτημα˙ τι θα απομείνει λοιπόν από την αγάπη των τωρινών είκοσι και εικοσιπέντε και εικοσιοχτώ χρόνων ύστερα από κάμποσα χρόνια;
Τι θα απομείνει από τη φλόγα, που φαίνεται να κατατρώει την ψυχή στο τέλος της γήινης πορείας της; Θα έχει μεγαλώσει μαζί με την ψυχή η αγάπη ή θα υποστεί μια εγωιστική σκλήρυνση, όπως το κυκλοφορικό παράρτημα της βιολογικής καρδιάς;
Θα μπορούν να υπολογίζουν στον πλούτο των συναισθημάτων τους, όπως τώρα, ή οι θύελλες και οι επαναστάσεις της σάρκας και της καρδιάς θα σαρώσουν κάθε τι στο ξέσπασμά τους και θα εξαφανίσουν ό, τι ευγενικό μέσα τους; Θα παραμείνουν πιστές στο πρώτο τους όνειρο και θα μεταμορφωθούν σύμφωνα με αυτό ή θα σβήσει σιγά σιγά η φλόγα, για να απλωθεί η παγωνιά του θανάτου στην ψυχή;
Θα κατασιγάσουν και θα μεταμορφωθούν κατά Χριστόν τα πάθη ή θα κυριαρχήσουν τελικά αυτά και η ψυχή θα «παρασυμβληθή τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις» βόσκοντας γη αντί να τρέφεται με το μάννα της αγάπης του ουρανού; Θα μπορέσουν να παραμείνουν στη γενναιοφροσύνη, που αγνοεί τον εαυτό της, ή θα υποκύψει στη δύναμη των οποιωνδήποτε κρίσεων ηλικίας και αυξήσεως, δυσκολιών εσωτερικών και εξωτερικών;
Θα συνεχίσουν την πορεία τους προς τον ουρανό παρά ταύτα ή θα τις γοητεύσει κάποιο τραγούδι σειρήνων και θα σταματήσουν καταμεσίς της πορείας τους, γιατί θα έχουν δελεαστεί από τα εφήμερα αγαθά και τις ηδονές του παρόντος; Θα εξακολουθεί να τις ενθουσιάζει η αγνή αγγελική αγάπη ή θα ξεπέσει αυτή σε σαρκικότητα και χοϊκότητα, που μαραίνει και τα πιο ωραία όνειρα και ιδανικά;
α) Η γενναιότητα και σταθερότητα της θελήσεώς μας
Η θέλησή μας είναι ένα από τα στοιχεία της υπάρξεώς μας, που μπορούμε να έχουμε στο χέρι μας, αν δουλεύουμε κατάλληλα και έγκαιρα, και να μην την αφήνουμε να υποδουλωθεί σε οποιαδήποτε πάθη και κακές συνήθειες. Η θέληση προσδιορίζει το ποιόν και το χαρακτήρα των ενεργειών μας, άρα και την αγάπη μας και τη διάθεσή μας να εμμείνουμε σ’ αυτήν.
β) Η αδιάκοπη εκζήτηση της βοήθειας της θείας χάριτος
Αν το κάνουμε αυτό συστηματικά και με επιμονή, δε θα μας λείψει η θεία βοήθεια. Ιδιαίτερο μέσον για την πρόσκτηση και διατήρηση της θείας βοήθειας είναι η ολόψυχη μετοχή μας στα μέσα της χάριτος με αντίστοιχη εσωτερική εργασία. Γνωστά αυτά και κανονισμένα από το πρόγραμμα της ζωής μέσα στον ιερό χώρο, που ζείτε.
γ) Η ορθότητα της αντιλήψεως και βιώσεως της αγάπης τέτοιας, που τη θέλει ο Ιησούς
Ας μην ξεχνούμε πως δε φτάνει μονάχα η καλή θέληση να επιτύχουμε κάτι το ωραίο και υψηλό. Στο λάθος αυτό πέφτουν πολλοί νέοι, που στηρίζονται εντελώς ανθρώπινα στην αγνότητα των προθέσεών τους, αλλά αγνοούν τον «παλαιόν άνθρωπον» που κρύβεται στα βάθη της υπάρξεώς τους. Όσο αγνές κι αν είναι οι προθέσεις μας, όσο καλή και ανιδιοτελής κι αν είναι η θέλησή μας για την επιτυχία κάποιου ωραίου και μεγάλου σκοπού, δεν είναι αρκετή για να μας προφυλάξει από την εκλογή λανθασμένου δρόμου ή από οποιαδήποτε παρέκκλιση ή εκτροχιασμό στην πορεία μας. Ας έχουμε διαρκώς υπ’ όψη μας, ότι για μας το παν και στο ζήτημα της αγάπης είναι ο Ιησούς, που μας είπε: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»!
Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Βίττη
Εμείς και η αγάπη μας
Εκδόσεις Μονής Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος 2012
(σελ. 47-64)
Επιμέλεια και μεταφορά στο Διαδίκτυο Αναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου