Ἀπό τήν Αἴγυπτο στή Βασιλεύουσα
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
Γι’ αὐτό λοιπόν κι ἐγώ, ὁ ἐλάχιστος, γνωρίζοντας μέ ἀκρίβεια τά ψυχωφελή περιστατικά τῆς ζωῆς τοῦ μακαρίου Νήφωνος, πού θά διαβάσετε παρακάτω, κάθισα καί ἔγραψα – γιά ὅσους θέλουν νά τά μάθουν καί νά ὠφεληθοῦν-τήν ἐνάρετη πολιτεία του καί τά θεῖα του ἀγωνίσματα.
Εἶν’ ἀλήθεια παράδοξη ἡ ζωή του καί θαυμαστή. Γιατί, παιδί ἀκόμα, κατατρόπωσε τόν πονηρό διάβολο καί τόν ἀφάνισε ὁλότελα. Ἔπειτα, ὅταν ἦταν πιό νέο παλικάρι, ὁ σατανάς τόν ξεγέλασε καί τον πλήγωσε φοβερά. Πέλαγος ἁμαρτίας ἔγινε τότε! Ὅμως καί πάλι, σάν στρατιώτης γενναῖος, πετάχτηκε πάνω μέ ὁρμή καί κατάφερε πλῆγμα συντριπτικό στόν ἀλαζόνα δράκοντα.
Ἀλλ’ ἄς πάρω τά πράγματα μέ τή σειρά καί ἄς τά διηγηθῶ μέ λεπτομέρειες.
Στὰ χρόνια πού βασίλευε ὁ εὐλαβέστατος καί θεοφιλής αὐτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη κάποιος ἀξιωματοῦχος τοῦ παλατιοῦ μέ τ’ ὄνομα Σαββάτιος. Ἦταν ἄνθρωπος μέ εὐσέβεια καί φόβο Θεοῦ, ἀλλά καί ἐξαίρετος στρατιωτικός. Τόν διόρισε λοιπόν ὁ βασιλιάς στρατηλάτη, δηλαδή στρατιωτικό διοικητή, στή χώρα «τῶν Πλαγίων», ὅπως λέγεται, πού βρίσκεται στήν Αἴγυπτο κι ἔχει πρωτεύουσα τήν Ἁλμυρούπολη.
Σάν ἔφτασε στή χώρα ἐκείνη καί πλησίαζε στήν πόλη, βγῆκαν νά τόν προϋπαντήσουν ὅλοι οἱ προύχοντες. Τόν καλωσόρισαν μέ πολλές τιμές στήν πατρίδα τους, κάνοντάς του ἐπίσημη ὑποδοχή. Ἀνάμεσα στούς ἄρχοντες ἐκείνους ἦταν καί ὁ πατέρας τοῦ Νήφωνος, πού λεγόταν Ἀγαπητός.
Ἐξαρχῆς ὁ Ἀγαπητός συμπάθησε πολύ τό Σαββάτιο. Μά καί ὁ στρατηλάτης, ἐκτιμώντας τή συμπεριφορά καί τό ἦθος τοῦ ἄρχοντα, τόν ἀγάπησε πολύ. Εἶχαν, ἐξάλλου, κάτι κοινό: Ἦταν κι οἱ δυό εὐσεβεῖς κάι θεοφοβούμενοι. Κι αὐτό τούς ἕνωσε περισσότερο.
Ὁ στρατηλάτης ἦταν ὑπερβολικά ταπεινός καί συμπαθητικός. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ὑπερηφάνεια ἤ ἔπαρση. Ὁ ἄλλος πάλι, ὄνομα καί πράγμα Ἀγαπητός, εἶχε τό χάρισμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ἁπλότητας.
Μιά μέρα λοιπόν παίρνει ὁ Ἀγαπητός τόν ὀκτάχρονο τότε γιό του Νήφωνα κι ἔρχεται στήν παραθαλάσσια ἔπαυλη τοῦ στρατηλάτη. Ὁ Σαββάτιος τούς ὑποδέχτηκε μέ χαρά, καί φιλόφρονα τούς ἔβαλε νά καθήσουν κοντά του. Τό βλέμμα του ἔπεσε στόν μικρό.
-Γιός σου εἶναι τοῦτος ἐδῶ; ρωτάει τόν Ἀγαπητό.
-Ναί, στρατηγέ, γιός μου.
-Γράμματα μαθαίνει;
-Ὄχι δυστυχῶς.... Ποῦ νά βρθεῖ δάσκαλος ἐδῶ...
-Ἔ, λοιπόν, δέν μοῦ τόν ἀφήνεις νά τόν στείλω στήν Κωνσταντινούπολη; τοῦ προτείνει ὁ στρατηλάτης. Ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί καί καλοί δάσκαλοι. Μπορεῖ νά μένει στό σπίτι μου, ὥσπου νά μάθει καί γραφή καί ὅ,τι ἄλλο θέλει.
Συγκινήθηκε ὀ Ἀγαπητός ἀπό τό ἐνδιαφέρον τοῦ στρατηλάτη καί τόν εὐχαρίστησε ὁλόψυχα.
-Αὐτό ἀκριβῶς ἤθελα κι ἐγώ νά σοῦ ζητήσω, στρατηγέ μου. Γι’ αὐτό κι ἔφερα τό παιδί ἐδῶ. Μά νά, ὁ Θεός σέ φώτισε καί μοῦ τό πρότεινες ἐσύ.... Λοιπόν, δικός σου εἶν’ ὁ γιός μου! Κάνε ὅπως νομίζεις.
Χαμογέλασε μέ ἱκανοποίηση ὁ Σαββάτιος.
-Ὅ,τι ποθεῖς ἐσύ θά κάνω, εἶπε. Κι ἄς μή χάνουμε χρόνο. Μεῖνε ἐδῶ λίγο καιρό, ὥσπου νά συνηθίσει τό παιδί μακριά ἀπό τό σπίτι σας, κι ἔπειτα φεύγεις καί μοῦ τ’ ἀφήνεις. Ἐγώ θά τοῦ δώσω ὅ,τι τοῦ χρειαστεῖ γιά τό ταξίδι.
Τρεῖς βδομάδες ἔμεινε στήν ἔπαυλη τοῦ στρατηγοῦ ὁ Ἀγαπητός μέ τόν γιό του. Ὕστερα γύρισε μόνος στό σπίτι του, ἀφήνοντας τό Νήφωνα στά ἔμπιστα χέρια τοῦ Σαββάτιου. Ἐκεῖνος τότε κάθισε κι ἔγραψε ἕνα γράμμα στή γυναίκα του.
‟... Κοίταξε, γυναίκα, -ἔγραφε- νά δεχθεῖς αὐτό τό παιδί μέ καλοσύνη, γιατί εἶναι γιός πολύ ἀγαπητοῦ μου φίλου. Δεῖξε του πολλή ἀγάπη, σά νά ’μουνα ἐγώ ὁ ἴδιος. Στεῖλε το καί σ’ ἕνα ἄξιο δάσκαλο, γιά τοῦ μάθει τά ἱερά γράμματα...’’.
Ἀφοῦ συμπλήρωσε τήν ἐπιστολή καί μέ διάφορα προσωπικά του θέματα, τήν παρέδωσε σ’ ἕναν πιστό του ὑπηρέτη.
-Φεύγεις γιά τήν Κωνσταντινούπολη, τοῦ λέει. Ἑτοιμάσου. Ἑτοίμασε καί τόν μικρό Νήφωνα. Θά τόν παραδώσεις στή γυναίκα μου μαζί μ’ αὐτό τό γράμμα. Πρόσεξε! Νά μήν ταλαιπωρηθεῖ τό παιδί στό μακρινό ταξίδι! Ὁ Θεός μαζί σας.
Δέν πέρασαν πολλές μέρες καί ἐπιβιβάστηκαν σ’ ἕνα πλοῖο, πού θά τούς ἔφερνε στήν Πόλη. Εἶχε μπεῖ τό φθινόπωρο, ἀλλά τό ταξίδι τους ἔγινε κάτω ἀπό ἀφόρητο καύσωνα.
Ἔτσι, ὁ Νήφων, πού δέν εἶχε ἄλλωστε ξαναταξιδέψει μέ πλοῖο, ταλαιπωρήθηκε ἀφάνταστα ὥσπου νά φτάσουν στόν προορισμό τους, ὄντας μάλιστα φιλάσθενος καί εὐαίσθητος.
Τέλος πάντων, κάποτε ἔφτασαν στή Βασιλεύουσα. Ἡ γυναίκα τοῦ στρατηλάτη, εὐσεβής κι ἐκείνη, ὑποδέχτηκε μέ χαρά τό Νήφωνα. Ὅταν μάλιστα πληροφορήθηκε πώς εἶναι γιός ἐνάρετου ἀνθρώπου, τοῦ ἔδειξε περισσή ἀγάπη –δέν εἶχε, βλέπετε, δικά της παιδιά.
Φρόντισε νά μή τοῦ λείψει τίποτα, ὅσο θά ἔμενε κοντά της. Καί τακτικά τόν νουθετοῦσε, καθοδηγώντας τον στοῦ Θεοῦ τό δρόμο μέ συμβουλές καί ὠφέλιμες διηγήσεις. Ὁ Νήφων πάλι, δεκτικός καθώς ἦταν καί καλοπροαίρετος, ρουφοῦσε σάν σφουγγάρι τίς νουθεσίες της καί πολιτευόταν μέ σεμνότητα καί φρονιμάδα.
1.Πρβλ. Τωβίτ 12:7.
2.Πρβλ. Ματθ. 24:30. Μάρκ.13:26
3.Ρωμ 2:6
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.15-18)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου