Βίος καὶ θαύματα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ νέου τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος.Φιλοθέου Ζερβάκου ἀρχιμανδρίτου
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ´
Θαύματα τοῦ Ἁγίου ἐν ζωῇ.
Θαῦμα 1ον.
Συνέβη ποτὲ εἰς τὴν νῆσον μεγάλη ξηρασία ἐξ ἀνομβρίας καὶ ἐκινδύνευον οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῶά των νὰ ἀποθανώσιν ἐκ τῆς πίνης καὶ τῆς δίψης. Πολλαὶ πηγαὶ τελείως ἐξηράνθησαν, τὰ σπαρμένα σιτηρά, καὶ αὐτὰ τὰ χόρτα τὰ ὁποῖα μόλις εἶχον ἀναφυῆ, ἐξηράνθησαν. Τὰ ζῶα ἐλλείψει χόρτου ἀπέθνησκον, ὁ κίνδυνος ἦτο ἄμεσος. Οἱ κάτοικοι τῆς νήσου, βλέποντες τὸν κίνδυνον ἐποίουν προσευχάς, ἐτέλουν λιτανείας διὰ νὰ τοὺς λυπηθῇ ὁ Θείς, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐδέχετο τὰς προσευχάς των. Ἀπελπίσαντες οἱ κάτοικοι καὶ κατανοήσαντες ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας των δὲν τοὺς εἰσακούει ὁ Θεός, κατέφυγον εἰς τὸν Ὅσιον Ἀρσένιον. Συγκεντρωθέντες ἅπαντες οἱ τῶν ἀνατολικῶν χωρίων τῆς νήσου καὶ τελέσαντες λιτανείαν, λιτανεύοντες ἀνῆλθον εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ σχηματισθεῖσα ἐπιτροπή, μετέβησαν εἰς τὸ κελλίον του καὶ τὸν παρεκάλουν θερμῶς νὰ ἐξέλθει νὰ κάμει δέησιν πρὸς τὸν Θεόν. Κατ᾿ ἀρχήν, ὡς ταπεινόφρων, ἀπεποιεῖτο νὰ ποιήσει προσευχήν, ἐπειδὴ γνωρίζει ἑαυτὸν ἁμαρτωλόν· ἀλλ᾿ ἐκείνων ἐπιμενόντων καὶ παρακαλούντων μετὰ δακρύων, ἐξῆλθε ἔξω της Μονῆς, προχώρησε ὀλίγα μέτρα μακρὰν τοῦ πλήθους καὶ θεὶς τὰ γόνατα, καὶ τὴν κεφαλὴν ἐγγίσας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, προσηύχετο μυστικά ἐπ᾿ ἀρκετὴν ὥραν, βρέχων τὴν γῆν διὰ δακρύων, καὶ κατόπιν ἐγερθεὶς λέγει εἰς τὰ πλήθη:Νὰ τρέχετε γρήγορα, διὰ νὰ μὴν σᾶς προλάβει ἡ βροχή· καὶ βιαστικὰ ἐπέστρεψε καὶ ἐκλείσθη εἰς τὸ κελλίον του. Ἦτο μὴν Ἀπρίλιος, ὁ οὐρανὸς ἦτο καθαρός, ὁ ἥλιος ἔκαιε ὡσὰν νὰ ἦτο Ἰούλιος. Οἱ ἄνθρωποι ἤρχισαν νὰ σχολιάζουν τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου. Ἐπέστρεφον ὅθεν ἀπελπισμένοι. Αἴφνης, σκοτείνιασε, ὁ οὐρανὸς ἐκαλύφθη ὑπὸ νεφῶν, ἀστραπαί, βρονταί, καὶ βροχὴ ῥαγδαιοτάτη ἤρχισε νὰ πίπτει. Τοσαύτη δὲ βροχὴ κατέπεσε, ὥστε μέθυσε τοὺς αὔλακας τῆς γῆς καὶ τοιαύτη καρποφορία καὶ εὐτυχία ἐγένετο τὴν ὁποίαν παλαιοὶ Γέροντες δὲν ἐνεθυμήθησαν νὰ εἶδον ἄλλοτε.
Θαῦμα 2ον.
Παρόμοιον τοῦ ἀνωτέρου θαύματος, ἐγένετο ὅτε ὁ Ὅσιος εἰς ἄλλον καιρόν, εὑρισκόμενος εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, καὶ παρακληθεὶς ὑπὸ τῶν κατοίκων τῆς Παροικίας, οἵτινες λιτανεύοντες ἐν καιρῷ ἀνομβρίας μετέβησαν εἰς τὴν Μονήν, καὶ παρεκάλεσαν τὸν Ἅγιον νὰ προσευχηθῇ. Ὁ Ἅγιος προσευχηθεὶς μετὰ πίστεως καὶ δακρύων καὶ είσακουσθεὶς παρὰ Θεοῦ, λύτρωσε τοὺς κατοίκους τοῦ αὐχμοῦ τῆς ἀνομβρίας.Θαῦμα 3ον.
Εἰς τὴν θέσιν Λαγκαδά, εἰς τὰ κτήματα τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἄλλων γειτόνων ἐχόντων ἀγροικίας καὶ κτήματα συνορευόμενα μετὰ τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς, παρετήρησαν οἱ ἐν ταῖς ἀγροικίαις κατοικοῦντες, ὅτι κατὰ τὰς νύκτας εἰσήρχοντο ἄγριοι βόες εἰς τὰ κτήματα καὶ ἐπροξένουν ζημίας. Ὅταν τὸ ἀντελαμβάνοντο οἱ ἐν ταῖς ἀγροικίαις οἰκοῦντες, ἔτρεχον νὰ τοὺς ἐκδιώξουν καὶ οἱ φαινόμενοι ἐκεῖνοι ἄγριοι βόες, ἀντὶ νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν κτημάτων, κατήρχοντο ἀπό τινας ἀπότομους κρημνώδεις τόπους· τρέχοντες δὲ οἱ ἄνθρωποι νὰ τοὺς φθάσουν διὰ νὰ τοὺς ἐκβάλουν ἀπὸ τὴν εἴσοδο, ἐκινδύνευον νὰ κρημνισθῶσιν καὶ φονευθῶσι. Μετέβησαν καὶ ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τὸν Ἅγιον, διαμένοντα τότε εἰς τὴν Μονήν, ὃς τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἐνεθάῤῥυνεν εἰπὼν εἰς αὐτούς: Μὴ φοβεῖσθε τέκνα, ἔχετε θάῤῥος. Ἐγὼ θὰ ἔλθω νὰ ἐκδιώξω τοὺς ἀγρίους αὐτοὺς βόας. Νὰ ἠξεύρετε, δὲ ὅτι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ βόες, ἀλλὰ φθονεροὶ δαίμονες εἰς τὴν μορφὴν τῶν βοῶν, διὰ νὰ σᾶς πειράξουν. Ὅταν ἔλθωσιν εἰδοποιήσατέ με νὰ ἔλθω νὰ τοὺς ἐκδιώξω. Νύκτα τινὰ σεληνοφώτιστον, εἰσῆλθον οἱ φαινόμενοι βόες εἰς τὰ κτήματα καὶ ἤρχισαν τὴν ζημίαν. Ἔτρεξαν εὐθὺς οἱ ἄνθρωποι καὶ εἰδοποίησαν τὸν Ὅσιον εἰ τὴν Μονήν. Ὁ δὲ Ἅγιος, λαβὼν εἰς χεῖρας τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἔσπευσεν εἰς τὸν τόπον. Σταυρώσας τὸν τόπον ἐκεῖνον, καὶ εἰπών: Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης... Σταυρὸς Ἀγγέλων ἡ δόξα καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα· πλησίασε ἀφόβως, οἱ δὲ φαινόμενοι ἄγριοι βόες ἔμειναν ὡς νεκροί. Λαβὼν δὲ ἕνα ἀπὸ τὸ ὠτίον καὶ ἀκολουθοῦντων τῶν λοιπῶν ἔφθασαν εἰς τὸ πλησίον σπήλαιον, τὸ λεγόμενον Καλαμπάκα, τὸ ὁποῖο εἶναι μέγα καὶ βαθύτατο, καὶ λέγει εἰς τοὺς δαίμονας: Σᾶς προστάσσει ὁ Κύριος ἐκεῖνος ὅστις σᾶς ἐκρήμνισεν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, δι᾿ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου καὶ ἐλαχίστου δούλου Του Ἀρσενίου, καὶ κατέλθητε εἰς τὸ βάθος τούτου τοῦ σπηλαίου, καὶ νὰ μὴν ἐξέλθητε καὶ ἀδικήσητε τινὰ ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν, νὰ σᾶς ῥίψῃ εἰς τὸ πῦρ τὸ τῆς γεέννης, ὅπου ὁ σκώληξ οὐ τελευτᾷ, καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.Θαῦμα 4ον.
Καιρόν τινα ὁ Ἅγιος μετέβαινεν ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως. Διερχόμενος ἀπὸ τὴν Λαγκάδα, ἔξωθεν τῆς ἀγροικίας τοῦ γέροντος Νικήτα Χανιώτου καὶ ἰδὼν οὗτος τὸν Πατέρα Ἀρσένιον, ἔτρεξε νὰ ἠσπάσθη τὴν δεξιάν του καὶ τῷ λέγει:-Εἶχα Γέροντα τάξει νὰ ἔστελνα εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Χριστοῦ 21/2 ὀκάδες ἔλαιον διὰ τὰς κανδήλας τοῦ Ναοῦ. Μήπως εἶναι δυνατὸν ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ποὺ πηγαίνετε νὰ τὸ βάλω εἰς μπουκάλαν χιλιάρικην, νὰ τὴν τοποθετήσω γιὰ ἀσφάλειαν εἰς ἕνα καλάθιον καὶ νὰ τὴν φορτώσωμεν εἰς τὸ ζῶον; Δὲν ἔχει βάρος.
-Εὐχαρίστως γέρο Νικήτα, νὰ τὴν πάρω. Φέρε την, περιμένω.
Εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν του ὁ γερὸ Νικήτας, ἐπληροφορήθη ὅτι κατὰ λάθος τὴν μπουκάλα τὴν ἔσπασαν τὰ παιδιά, καὶ δὲν εἶχε ἄλλην. Ἤρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ μαλώνει τὰ παιδιά του. Ἀκούσας τὰς φωνὰς ὁ Ἅγιος κατῆλθεν ἀπὸ τὸ ὑποζύγιον, καὶ εἰσελθὼν τοῦ γέρο-Νικήτα, ἔμαθε τὴν αἰτίαν καὶ τοῦ λέει: Μὴ στενοχωριέσαι, ἔχω ἐγὼ μέρος πάνω εἰς τὸ ζῶον. Κρέμαται ἄδειον. Φέρε το ἐκεῖ νὰ τὸ ἀδειάσῃς καὶ θὰ τὸ ὑπάγω ἀσφαλῶς εἰς τὴν Μονήν. Ὄντως πῆγε ὁ γέρο Νικήτας καὶ τῷ δεικνύει ὁ Ὅσιος ἕνα καλάθι ἀδειανό καὶ τῷ λέγει: Ἄδειασέ το ἐκεῖ. Ναὶ σοβαρῶς τὸ λέγω, ἄδειασέ το ἐκεῖ καὶ μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε ὅτι τὸ λάδι δὲν θὰ χαθῇ, ἀλλὰ ἀσφαλῶς θὰ φθάσῃ ἐκεῖ ποὺ τὸ ἔχεις τάξει. Πιστεύσας ὁ γέρο Νικήτας, ἄδειασε τὸ ἔλαιον εἰς τὸ καλάθι καὶ οὐδὲ ῥανὶς ἐλαίου ἐχύθη, οὔτε αὐτὴν τὴν στιγμήν, οὔτε κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης τῆς ὁδοῦ, ἀλλὰ ἔφθασεν εἰς τὴν Μονὴν ἀσφαλῶς, πρὸς ἔκπληξιν καὶ θαυμασμὸν ὅλων τῶν καλογραιῶν αἵτινες τὸ εἶδον.
Θαῦμα 5ον.
Ἡ μοναχὴ Μαρία Δημητρίου Σιφναίου ἐκ Παροικίας τῆς Πάρου, εἶχεν ἀδελφὴν 20ετή, ὀνόματι Ἑλένην. Αὕτη ἐνῷ ἦτο καλά, νύκτα τινά, ἐνῷ ἐκοιμᾶτο ξύπνησε μὲ ἀφόρητους πόνους καὶ στρέβλωσιν τοῦ προσώπου της, ἰδίως τοῦ στόματος. Οἱ ἰατροὶ τοὺς ὁποίους ἐκάλεσεν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὴν θεραπεύσουν. Οἱ φίλοι τοῦ πατρός της τὸν συνεβούλευσαν νὰ τὴν ὑπάγῃ εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως ὅπου εὑρίσκετο ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος καὶ θὰ τὴν θεραπεύσει ὁ Ἅγιος. Ἡτοιμάσθησαν νὰ ὑπάγωσιν εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸ παρήγγειλε ὁ πατὴρ εἰς τὴν κόρην του τὴν μοναχήν, γιὰ νὰ εἰδοποιήσῃ. Πληροφορηθεῖσαι τοῦτο αἱ ἀδελφαὶ κατεθορυβήθησαν καὶ παρήγγειλαν νὰ μὴν ὑπάγῃ, φοβηθεῖσαι μήπως εἶχε προσβληθῆ ἐκ τῆς ἐνσκηψάσης ταῖς ἡμέρες ἐκεῖνες λοιμικῆς νόσους. Τοῦτο μαθὼν ὁ Ὅσιος τὰς μὲν μοναχὰς καθησύχασε, παρήγγειλε δὲ νὰ ὑπάγουν τὴν ἀσθενῆ. Καὶ ὅταν τὴν ἐπῆγαν, τὴν εὐσπλαγχνίσθη, τὴν συνεπόνεσε καὶ λαβὼν τὸν Τίμιον Σταυρόν καὶ σταυρώσας αὐτὴν τρὶς εἰς τὸ πρόσωπον, ὑγιᾶ τελείως ἀποκατέστησεν, ἥτις ηὐχαρίστει καὶ ἐδοξόλογει τὸν Κύριον καὶ τὸν Ἅγιον Ἀρσένιον μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της.Θαῦμα 6ον.
Γυνή τις Ἑλένη Δαβαρία ὀνόματι, κατοικοῦσα ἐν Παροικίᾳ ἀνέβαινε συχνάκις εἰς τὴν Μονήν, καὶ ἐξετέλει διαφόρους ἐργασίας εἰς τὰς ἀδελφὰς τῆς Μονῆς. μίαν ἡμέραν τῆς λέει ὁ Ὅσιος:-Τέκνον, ἐδῶ ποὺ ἔρχεσαι καὶ ἐργάζεσαι, τί σοὶ δίδου αἱ ἀδελφαὶ διὰ τὸν κόπον σου; Σὲ πληρώνουν;
-Ὄχι, δὲν μοῦ δίδουν χρήματα διότι δὲν ἔχουν, ἀλλὰ μοῦ δίδουν ἄρτον, καφέ, ζάχαρη καὶ ἄλλα εἴδη.
-Ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἴδη ποὺ σοῦ δίδουν, δίδεις εἰς κανένα πτωχόν, ὅταν σοῦ ζητήσει ἢ τύχει νὰ συναντήσεις τινὰ εἰς τὴν ὁδόν.
-Ὄχι, Γέροντα, δὲν μοῦ ζητοῦν διότι γνωρίζουν ὅτι εἶμαι πτωχή, ἀλλ᾿ οὔτε εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τινὰ νὰ μοῦ ζητήσει.
-Ἄκουσον τέκνον, ἐὰν θέλεις ὁ Χριστὸς νὰ εὐλογῇ καὶ σὲ καὶ τὰ ὀλίγα τρόφιμα ποὺ σοῦ δίδουν, ὅταν συναντήσεις τινὰ πτωχὸν πεινασμένον καὶ σοῦ ζητήσει νὰ τοῦ δίδεις, ὡσαύτως ὅταν γνωρίζεις κανένα ὅτι εἶναι πτωχὸς καὶ ἔχει ἀνάγκην ἢ καμμίαν χήραν ἢ ὀρφανὸ νὰ πεινοῦν, μὴν περιμένεις νὰ σοῦ ζητήσουν. Δίδε μὲ εὐχαρίστηση καὶ μὴ φοβᾶσαι, ἀλλὰ νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς ἀοράτως θὰ εὐλογῇ τὰ ὀλίγα ὑπάρχοντά σου καὶ δὲν θὰ πεινάσεις, οὔτε θὰ ὑστερηθῇς μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου.
-Εὐχαρίστως Γέροντα, εἰς ὅ,τι μοῦ εἶπες, θὰ σᾶς κάμω ὑπακοήν.
Βαλοῦσα μετάνοιαν καὶ ἀναχωρήσασα ἐκ τῆς Μονῆς, εἶχε μεθ᾿ ἑαυτῆς καὶ 8 ἄρτους τοὺς ὁποίους τῆς εἶχον δώσει. Μόλις ἀπεμακρύνθη τῆς Μονῆς ἕως 500 μέτρα συναντᾷ τὸν γέροντα Δημήτριον Μαούνην, ὅστις τῆς ζήτησε ὀλίγο ψωμί, γιατὶ εἶχε νὰ φάει ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα. Ἡ Ἑλένη ἀμέσως ἔβγαλε ἕνα ἄρτον ἀπὸ τὸ ταγάρι της καὶ τῷ ἔδωκε μὲ πολλὴν προθυμίαν. Ὅταν προχώρησε ἄλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ψαρᾶ ποὺ μάζευε χόρτα, καθὼς ὁ σύζυγός της εἶχε 4 μέρες νὰ πιάσει ψάρια, ὅπως ἔμαθε ἡ Ἑλένη ἀφοῦ τὴν ῥώτησε. Τότε, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι της καὶ τῆς ἔδωσε 2 ψωμιά. Φθάσασα δὲ εἰς τὴν Παροικίαν, βλέπει παιδίον 4ετὲς κλαῖον, ἐπειδὴ πεινοῦσε καὶ ἡ μάνα του δὲν εἶχε νὰ τοῦ δώσει ψωμί, βλέπει καὶ τὴν μητέρα τοῦ παιδίου καὶ ἵστατο ἔσωθεν τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ της μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, προσευχομένη καὶ κλαίουσα. Λαμβάνει τότε ἕνα ἄρτον καὶ τὸ δίδει εἰς τὸ παιδίον. Ἡ δὲ Ἑλένη, φθάσασα εἰς τὴν οἰκίαν της ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι της τὰ πράγματα καὶ βλέπει ὅτι οἱ ἄρτοι, ἀντὶ νὰ ἦταν 4, δὲν λιγόστεψαν, ἔμειναν 8. Θαυμάσα εἰς τὸ γεγονός, ἐπιστρέφει πάραυτα εἰς τὴν Μονὴν συγκεκινημένη καὶ δακρύουσα πίπτει γονυκλινῆς εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου καὶ διηγεῖται τὸ θαῦμα εὐχαριστοῦσα τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον.
Θαῦμα 7ον.
Εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ Γέροντός του Δανιήλ, ἡμέραν τινὰ λέγει ὁ Γέρων Δανιήλ: Νὰ ὑπάγωμεν τέκνον, εἰς ἐπίσκεψιν τῶν ἐν τῇ Σκήτῃ Ἰβήρων ἀδελφῶν. Ἀπήντησεν ὁ Ἀρσένιος, παῖς ἔτι ὢν τότε: Νὰ εἶναι εὐλογημένον. Μόλις προχώρησαν λίγο εἰς τὸ δάσος ἀπὸ τὸ ἔξωθι τῶν Καρεῶν κελλίον αὐτῶν, λέγει ὁ Ἀρσένιος πρὸς τὸν Γέροντα: Γέροντα, ἂς ὑπάγωμεν ἀπὸ ἄλλον δρόμον εἰς τὴν Σκήτην, διότι ἀπὸ ἐδῶ θὰ κινδυνεύσωμεν. Ἀλλὰ ὁ Γέρων δὲν ἔδωσε προσοχὴν καὶ μόλις προχώρησαν λίγο, εὑρέθησαν πρὸ μεγάλης πυρκαϊᾶς, ἥτις τοὺς περικύκλωσε καὶ διέτρεξαν μέγαν κίνδυνον. Καὶ ὁ μὲν Ἀρσένιος ἐξῆλθεν ἀβλαβῆς, ἀλλὰ ὁ Γέρων Δανιὴλ ἐτραυματίσθη εἰς τὸν πόδα· καὶ τὸ μὲν τραῦμα ἐθεραπεύθη, ἡ δὲ οὐλὴ τοῦ τραύματος παρέμεινεν ἄχρι θανάτου.Θαῦμα 8ον.
Ὁ Μακράκης, εὑρισκόμενος εἰς Πάρον, μετέβη εἰς τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, διὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα Ἀρσένιον καὶ νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἤρχισε νὰ ἐξομολογῆται, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ ἐξομολογηθῇ μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ καρδίας τὰς ἁμαρτίας του, ἤρχισε νὰ διηγῆται τὰ κατορθώματά του καὶ ὅτι ἐλέγχει τοὺς ἁμαρτάνοντας καὶ ἰδίως τοὺς ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄρχοντας καὶ δημοσιεύει μετὰ θάῤῥους τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος μὲ πραότητα τῷ εἶπεν:-Ἄκουσον τέκνον. Πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι εἰς τὴν ἐξομολόγησιν οἱ ἄνθρωποι ὁμολογοῦν τὰ ἁμαρτήματά των καὶ ὄχι τὰ κατορθώματά των. Τὸ ὅτι κηρύττεις καλὸν καὶ θεάρεστον ἐστίν, ἀλλὰ νὰ κηρύττῃς μετὰ ταπεινώσεως καὶ οὐχὶ ὑπερηφανείας. Τὸ δὲ νὰ ἐλέγχῃς καὶ νὰ δημοσιεύεις τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, τοῦτο οὐ μόνον δὲν οἰκοδομεῖ, ἀλλὰ κρημνίζει καὶ προξενεῖ βλάβην εἰς ἐσὲ καὶ εἰς τοὺς ἀκροατάς σου. Πρόσεχε σεαυτῷ καὶ ἐὰν θέλεις νὰ ὠφεληθῇς καὶ νὰ ὠφελήσῃς, νὰ βλέπεις τὰ δικά σου ἁμαρτήματα καὶ ὄχι τῶν ἄλλων. Μὴν κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; Νὰ προσεύχεσαι μετὰ ταπεινώσεως, καὶ νὰ κάνεις καὶ μερικὰς γονυκλυσίας.
-Αἱ μετάνοιαι εἶναι διὰ τοὺς καλογήρους. Ἐγὼ ἔχω ἀνώτερο καὶ ὑψηλότερο ἔργο, τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐλέγχω καὶ κατακρίνω τοὺς ἁμαρτάνοντας.
-Ὤφειλες ἄνθρωπε νὰ ταπεινωθῇς καὶ ὑπακούσῃς διὰ νὰ μὴν σὲ ταπεινώσει ὁ Κύριος, ὅστις ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι Χάριν. Γίνωσκε ὅτι γόνυ ὅπερ δὲν κάμπτεται, συντρίβεται.
Καὶ πράγματι, ἀναχωρήσας ὁ Μακράκης τῆς Μονῆς, καθήμενος ἐπὶ ἡμιόνου, μόλις κατῆλθε τῆς Μονῆς ὀλίγα μέτρα ἔπεσε καὶ ἔθλασε τὸν πόδα του κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ οὔτε συνετίσθη, οὔτε κἂν ἐπῆγε εἰς τοὺς γιατρούς, παθὼν ἐκ γαγγραίνης ἀπέκοψαν τὸν πόδα ἐκ τοῦ μηροῦ του καὶ ἔμεινε χωλός.
Καθ᾿ ἣν ὥραν ὁ Μακράκης ἀνεχώρει ἐκ τῆς Μονῆς, ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος προεῖπεν εἴς τινας παρεστῶτας: Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πάσχει ἐξ ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας, θὰ πέσει εἰς πλάνας καὶ θὰ προξενήσει σχίσμα καὶ βλάβην εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
Θαῦμα 9ον.
Ὁ Πατὴρ Δανιὴλ ὁ Σμυρναῖος, διηγεῖτο:Ὅτε εἰς παιδικήν μου ἡλικίαν ἦλθον εἰς Πάρον καὶ ἐξωμολογήθην τὸν παρεκάλεσα νὰ μείνω μαζί του ἀλλὰ δὲν μὲ ἀφῆκε. Μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: Νὰ ἐπιστρέψῃς τέκνον μου εἰς τὴν Σμύρνην, νὰ τελειώσεις τὸ Γυμνάσιον καὶ κατόπιν θὰ ὑπάγῃς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, θὰ παραμείνεις εἴς τινας Μονάς, θὰ γίνεις μοναχός, καὶ τελευταῖον θὰ καταλήξεις εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ἄθωνος, νὰ ἀσκητεύσεις καὶ ἐκεῖ θὰ λάβεις τὸ μακάριον τέλος.
Ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Θαῦμα 10ον.
Εἰς τὴν Μάρπισσαν τῆς Πάρου ἦτο πλούσιός τις, ὁ πλουσιώτερος τῆς περιφερείας, Δελαγραμμάτης ὀνόματι, ἀλλὰ ἦτο φιλάργυρος, ψεύστης, πλεονέκτης, ἄδικος καὶ ἠδίκει τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας, ὀρφανάς, τοὺς ἐργάτας καὶ ὑπηρέτας του. Ἡ γυνή του, ὡς ἐνάρετος καὶ θεοφοβουμένη, ἐβοήθη καὶ ἠλέει τοὺς πτωχούς, τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά κρυφίως, διότι τὴν ἠπείλει ὅτι θὰ τὴν φονεύσει ἢ θὰ τὴν ἐκδιώξει. Πληροφορηθεὶς ταῦτα ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος, τῷ παρήγγειλε νὰ παύσει τοιαύτῃ συμπεριφορά, διότι εἰδάλλως ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος πολλάκις ἀργεῖ ἀλλὰ οὐδέποτε λησμονεῖ, θὰ τὸν φέρει εἰς τὴν θέσιν τῶν πτωχῶν, νὰ πεινᾷ, νὰ ζητῇ καὶ οὐδεὶς νὰ τοῦ δίδει, οἱ δὲ πτωχοὶ τοὺς ὁποίους τώρα ἀδικεῖ θὰ τοὺς δώσει ὁ Κύριος ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἀλλὰ ὁ ἄδικος καὶ ἄσπλαγχνος δήμαρχος πεπωρωμένην ἔχων τὴν συνείδηση αὐτοῦ, ἀντὶ νὰ συνετισθῇ περισσότερον ἐσκληρύνθη καὶ ἔγινε ἀδικώτερος. Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγων ἡμερῶν συνήντησε καθ᾿ ὁδὸν ὁ Ἅγιος τὴν σύζυγον τοῦ Δημάρχου, ἡ ὁποία ἤρχισε νὰ παραπονῆται κατὰ τοῦ συζύγου της. Ὁ Ἅγιος ἀφ᾿ οὗ τὴν ηὐλόγησε τὴν παρηγόρησε καὶ κατόπιν τὴν ἐνεθάῤῥυνε καὶ τῆς ἐπανέλαβε ὅτι εἶχε μηνύσει στὸν σύζυγό της. Καὶ πράγματι, δὲν παρῆλθον πολλὰ ἔτη καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἠδίκησεν ὁ πλούσιος Δήμαρχος, τοὺς ηὐνόησεν ὁ Θεὸς καὶ πλούτισαν καὶ εὐγνώμονες πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ Δημάρχου ἡ ὁποία πολλάκις τοὺς εἶχεν ἐλεήσει, τὴν ἐβοήθουν εἰς ὅλα. Ἀλλὰ τὸν ἄδικον Δήμαρχον, καθὼς ἐκεῖνος οὐδένα ἠλέει, οὐδεὶς τὸν ἠλέησε καὶ ἀπέθανεν ἐκ τῆς πείνης καὶ τῶν στερήσεων.Θαῦμα 11ον.
Εἰς λιτανείαν τινὰ τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ Ὅσιος πρὸς κατάπαυσιν λοιμικῆς νόσου, παρηκολούθησε καί τις Ἀρμένιος, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς Πάρον δι᾿ ὑποθέσεις του. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος ἐκράτει εἰς χεῖρας Σταυρόν, καὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς λιτανείας, προσήρχοντο οἱ Χριστιανοὶ καὶ προσεκύνουν τὸν Σταυρόν, ἀσπαζόμενοι καὶ τὴν χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Προσῆλθε καὶ ὁ Ἀρμένιος, ἀλλὰ μετὰ φόβου. Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἅγιος, τῷ λέγει: Πρόσελθε τέκνον, μὴ φοβοῦ ἂν καὶ δὲν εἶσαι Ὀρθόδοξος, εἶσαι καὶ σὺ τέκνον τοῦ Χριστοῦ. Ἔκπληκτος ἐγένετο ὁ Ἀρμένιος, διότι οὔτε αὐτὸς γνώριζε τὸν Ἅγιον, οὔτε ὁ Ἅγιος αὐτόν.Θαῦμα 12ον.
Ὁ ἐκ Παροικίας Γεώργιος Καλακώνας, μετέβη πρὸς τὸν Ἅγιον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ. Ἀφ᾿ οὗ ἐξομολογήθη τὰς ἄλλας ἁμαρτίας του, ἀφῆκε μίαν ἁμαρτίαν. Ὁ δὲ ἅγιον, γινώσκων αὐτό, τῷ λέει:-Ἐξωμολογήθης τέκνον μου τὰς ἁμαρτίας σου;
-Ναὶ Γέροντα.
-Μήπως ἀφῆκες καμμίαν ἁμαρτίαν ἀνεξομολόγητον, γιὰ στοχάσου;
-Ὄχι Γέροντα, ὅλας τὰς εἶπα.
-Ἀλλὰ τὰ λεμόνια ποὺ ἔκλεψες δὲν τὰ ἐξωμολογήθης.
Τότε, γονυπέτησε ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου, ὁμολόγησε τὴν κλοπή, καὶ ζήτησε μετὰ δακρύων τὴν συγχώρηση.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε αἰτία ὥστε πᾶς προσερχόμενος εἰς ἐξομολόγησιν νὰ ἐξομολογῆται ὅλα τὰ παραπτώματά του.
Θαῦμα 13ον.
Εἰς τὴν Πάρον εἶχεν ἔλθει Ἕλλην τις ὁμογενής, ὅστις ἐπεσκέφθη τὴν Μονὴν τῆς Μεταμορφώσεως, οὐχὶ ἐξ εὐλαβείας, ἀλλὰ ἐκ περιεργείας. Φθάσας εἰς τὸ προαύλιον τῆς Μονῆς, βλέπει ἄνωθεν τῆς θύρας τῆς εἰσόδου, εἴς τι παράθυρον, νέαν τινὰ καλογραίαν εὐειδῆ τὴν ὄψιν, ποτίζουσα βασιλικόν. Ὡς ἀνευλαβὴς καὶ ἐμπαθής, ἐτρώθη εὐθὺς εἰς ἔρωτα, καὶ ζήτησε κατ᾿ ἀρχὴν τὴν προεστῶσαν τῆς Μονῆς, ἥτις τὸν παρέπεμψεν εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιον. Παρουσιασθεὶς μὲ τρόπο αὐθαδέστατον ἐζήτει νὰ τοῦ δώσουν τὴν μοναχὴν ἐκείνην, ἀλλιῶς πολλὰ κακὰ θὰ προξενοῦσε εἰς τὴν Μονήν. Ὁ Ἅγιος τὸν νουθέτησε μὲ πραότητα καὶ ἡμερότητα, μὲ τρόπον γλυκύτατον καὶ εὐγενέστατον. Ἀλλὰ ὁ νέος ἐκεῖνος, ἐξεμάνη καὶ μετὰ θυμοῦ ἠπείλει καὶ τὸν Ἅγιον καὶ φεύγων ὡς ἐξεστηκώς, ἠπείλει ὅτι θὰ ἐπέστρεφε νὰ πάρει διὰ τὴν βίας τὴν μοναχήν. Καὶ ὁ Ἅγιος μὲ πραότητα εἶπε: Παῦσον ὦ τέκνον τὰς ἀπειλάς, καὶ μετανόησον, ἀλλιῶς θὰ μείνει ἀκίνητος καὶ παράφρων. Πράγματι, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἔμεινε παράλυτος καὶ παράφρων, καὶ βασταζόμενος ὑπὸ τεσσάρων μετεφέρθη εἰς τὸ ἄσυλον τῶν ἀνιάτων καὶ ἐκεῖ κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξε. Ὁ δὲ Ἅγιος, συνεβούλευσε τὰς μοναχὰς τοῦ λοιποῦ νὰ μὴν θέτουν ἄνθη εἰς τὰ παράθυρα καὶ νὰ μὴν παρακύπτουν ὁσάκις ὑπάρχουν ξένοι ἐκ τῶν παραθύρων.Θαῦμα 14ον.
Γυνή τις ὀνόματι Γραμματικὴ Σιλβέστρου, μεταβαίνουσα πολλάκις πρὸς ἐξομολόγησιν, ἔχουσα φθόνον ἐναντίον ἄλλης γυναικός, κατηγόρει καὶ ἐσυκοφάντει ταύτην εἰς πολλούς, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἐξομολόγησιν. Ὁ Ἅγιος τὴν συνεβούλευσε νὰ παύσει νὰ φθονῇ καὶ νὰ συκοφαντῇ, ἀλλὰ αὐτὴ ἐπέμενε. Ἡμέραν τινὰ μετέβη ἡ συκοφαντηθεῖσα εἰς τὸν Ἅγιον μετὰ δακρύων καὶ παρεκάλει αὐτόν:-Τί νὰ κάμω Πάτερ; Πῶς νὰ φυλαχθῶ ἀπὸ τὰς συκοφαντίας τῆς γυναικὸς ταύτης τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἔθιξα, οὐδὲ κακὸν λόγον εἶπον αὐτῇ ἢ κατ᾿ αὐτῆς καὶ μᾶλλον τὴν ἔχω εὐεργετήσει;
-Μὴ λυπεῖσαι τέκνον. Ἐξακολούθει νὰ εὔχεσαι ὑπὲρ αὐτῆς καὶ νὰ τὴν εὐεργετῇς καὶ ὁ Θεὸς σύντομα θὰ σὲ ἀπαλλάξῃ, διότι δὲν μετανοεῖ.
Πράγματι, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας ἠσθένησεν ἡ συκοφάντις, ἐξώδευσε τὴν περιουσίαν της εἰς φάρμακα καὶ ἰατρούς, ὑστερήθη καὶ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου καὶ τελευταῖον ἐτυφλώθη καὶ ἀπέθανε τυφλή.
Θαῦμα 15ον.
Εἰς τὴν Παροικίαν, ἦτο ἁλιεύς τις ὀνόματι Νικόλαος Τσαντάνης ἢ Κολολόμπας. Οὗτος ἦτο πολὺ βλάσφημος καὶ ἀσεβής. Ἀνέβη ποτὲ εἰς τὴν Μονὴν μετὰ ἄλλων καὶ ἐξομολογηθεὶς καὶ νουθετηθεὶς παρὰ τοῦ Ἁγίου νὰ παύσει τὴν βλασφημίαν, αὐτὸς ἀσυνειδήτως καὶ αὐθαδῶς ἀπήντησεν εἰς τὸν Ἅγιον ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ παύσει νὰ βλασφημῇ διότι ἐὰν δὲν βλασφημήσει, ἡ βάρκα του δὲν γεμίζει ψάρια. Τότε, ὁ Ἅγιος, ἀποβαλὼν τὴν συνήθη του πραότητα μετ᾿ ἀγανακτήσεως τῷ λέγει: Ὕπαγε ἀσεβέστατε, καὶ κατὰ τὴν σκληρότητα καὶ ἀμετανόητόν σου καρδίαν θὰ πνιγῇς καὶ θὰ εἶναι ἡμέρα Σάββατον. Ὅπερ καὶ ἐγένετο. Εὑρισκόμενος οὗτος εἰς τὸν λιμένα τῆς Ἀντιπάρου ἐν ὥρᾳ γαλήνης, ἐσχίσθη ἡ λέμβος του εἰς τὸ μέσον καὶ ἐπνίγη μόνος αὐτός.Θαῦμα 16ον.
Εἰς ἀγροικίαν τῆς Λαγκάδας, κατώκει ὁ ἐκ Λευκῶν Γεώργιος Ῥοῦσσος ἢ Λύκος, μεγαλοκτηματίας. Πλὴν ὅμως ἐδυστύχει καὶ ἐστερεῖτο, διότι τὰ κτήματά του δὲν ἐκαρποφόρουν. Εἰς τοιαύτην τὴν κατάστασιν εὑρισκόμενον μετέβη εἰς τὸν Ἅγιον καὶ ὁ Ἅγιος τῷ λέγει: Αὐτὸ τὸ παθαίνεις διότι κλέπτεις καὶ ἀδικεῖς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Δὲν γνωρίζεις ἀνόητε ὅτι ὁ Θεὸς μισεῖ τὴν ἀδικίαν καὶ τιμωρεῖ τοὺς ἀδίκους; Δὲν ἤκουσες ὅτι ὅποιος ἁρπάζει τὰ ξένα χάνει καὶ τὰ δικά του; Ὕπαγε, μετανόησον, ἐπίστρεψε ὀπίσω τὰ ἀδικηθέντα, ζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ ὅσους ἠδίκησες καὶ παῦσε τοῦ λοιποῦ τὰς ἀδικίας καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ στείλει τὰς εὐλογίας του καὶ θὰ πλουτίσεις καὶ θὰ εὐτυχίσεις. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ καιρὸς τοῦ σπόρου, νὰ μὲ πάρεις εἰς τὰ κτήματά σου, τὰ ὁποῖα θὰ σπείρεις. Πράγματι ἔτσι ἔγινε, καὶ τὴν περίοδο τῆς σπορᾶς, τὸν πῆρε μὲ τὸ ζῶόν του εἰς τὰ κτήματά του καὶ ἐτέλεσεν ὁ Ἅγιος ἁγιασμόν, καὶ ἀφοῦ ῤάντισε τὰ κτήματα, πῆρε μὲ τὴν φούχτα του σιτάρι καὶ τὸ ἔσπειρε μόνος του. Κατόπιν πῆρε τὸ ἄροτρον μὲ τοὺς βόας καὶ ἐποίησε διὰ τοῦ ἀρότρου σημεῖον Σταυρόν, καὶ λέγει εἰς τὸν Ῥοῦσσον: Τώρα σπεῖρε κανονικῶς, καὶ τὰ χωράφια σου θὰ καρποφορήσουν. Τόση δὲ καρποφορία ἐγένετο, ὥστε αἱ ἀποθῆκαί του ὑπερεπληρώθησαν ἀπὸ καρποῦ σίτου οἴνου καὶ ἐλαίου, τὰ ζῶά του, οἱ βόες τὰ πρόβατα οἱ μελισσῶνες ἐπλήθυναν, ὥστε εἰς ὀλίγον χρόνον, ὁ γέρων Ῥοῦσσος ἔγινε εὐτυχὴς καὶ πολλοὺς ἔσωσεν διὰ τῆς ἐλεημοσύνης.Ἀλλὰ ἡ εὐτυχία ὀλίγα ἔτη διήρκησε, διότι ὁ Ῥοῦσσος μεθυσθεὶς ἐκ τῆς εὐτυχίας του καὶ μὴ ἀρκούμενος εἰς ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἔδιδεν ὁ Θεός, ἤρχισεν καὶ πάλιν νὰ κλέπτει, καὶ διὰ τοῦτο ἔπεσε καὶ πάλιν ὀργὴν Θεοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ εἰς τὰ ὑπάρχοντά του. Βλέπων τὴν συμφοράν του προσέτρεξε πάλιν εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁ Ἅγιος, τῷ λέγει: Ἄθλιε, γίνωσκε ὅτι ἐπειδὴ εἰς τὴν εὐεργεσίαν ποὺ σοῦ ἔκαμεν ὁ Θεὸς ἐφάνης ἀχάριστος, Χεὶρ Κυρίου ἔρχεται ἐπὶ σέ, τὰ ὑπάρχοντά σου θὰ τὰ λάβουν ἄλλοι, σὺ δὲ θὰ ἀποθάνῃς ἐκ τῆς πείνης, τὸ δὲ σῶμά σου θὰ καταφαγωθῇ ὑπὸ τῶν φθειρῶν. Πράγματι. Δὲν παρῆλθον ἱκαναὶ ἡμέραι καὶ αὐτὸς ἠσθένησε, τὰ ὑπάρχοντά του διηρπάγησαν, αὐτὸς ἐστερεῖτου τοῦ ἄρτου, πρὶν δὲ ἀποθάνει τὸ σῶμά του καὶ ἡ κλίνη του ἐκαλύφθησαν ὑπὸ τῶν φθειρῶν, αἵτινες κατέφαγον τὸ μιαρόν του σῶμα, καὶ οὕτω κακῶς ὁ κακὸς ἀπέθανε. Οἱ δὲ ψείρες μάλιστα τὸν συνόδευαν μέχρι τοῦ τάφου.
Θαῦμα 17ον.
Ὁ Κωνσταντῖνος Μαύρης ἐκ Παροικίας, κατηγορήθηκε ψευδῶς ὅτι ἔκλεψε χρήματα πλουσίου τινὸς εἰς τοῦ ὁποίου τὸν οἶκον ἔμενε. Μὴ δυνηθεὶς παρὰ τὰς διαμαρτυρίας του νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθωότητά του ἐκλείσθη εἰς τὰς φυλακάς· ἠναγκάσθη δὲ νὰ πωλήσει τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸν κτῆμα τὸ ὁποῖον εἶχε καὶ πλήρωσε τὸ ὑποτιθέμενο χρέος καὶ ἔμενε φτωχότατος. Κατέφυγεν εἰς τὸν Πατέρα Ἀρσένιον διὰ νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ παρηγορηθῇ. Ὁ Πατὴρ Ἀρσένιος τῷ εἶπεν: Μῆ λυπεῖσαι τέκνον μου διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ σοῦ ἔκαμαν. Ὕπαγε εἰς τὴν εὐχήν μου καὶ μετὰ ὀλίγας ἡμέρας, ὁ Θεὸς θὰ σοῦ ἀποδώσει τὸ δίκαιον καὶ δι᾿ ἐκεῖνα ποὺ ζημιώθηκες καὶ λάβεις ἑκατονταπλασίως περισσότερα. Πράγματα, μετὰ ὀλίγας ἡμέρας τῷ παρουσιάσθησαν τόσαι πολλαὶ ἐργασίαι καὶ ἐργολαβίαι δι᾿ οἰκοδομὰς ἐν Πάρῳ καὶ Ἀντιπάρῳ, καὶ κέρδισε ἐντὸς ὀλίγου τόσα χρήματα ὥστε ἠγόρασε 3 μεγάλα κτήματα καὶ προίκισε τὰς 3 θυγατέρας του. Μετέβη δὲ καὶ εἰς τὸν Ἅγιον καὶ τὸν εὐχαρίστησε θερμότατα.Θαῦμα 18ον.
Συγγενής τις τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, ἔχων υἱὸν πάσχοντα ἐκ φθίσεως καὶ ἄλλων ἀσθενειῶν, ἔχοντα ὄψιν κίτρινην χλωμήν, φαινόμενον ὡς σκιὰν καὶ ὡς ἄταφον νεκρόν, καὶ φέροντα κάπα καινούρια, τὸν ἔφερεν εἰς τὸν Ἅγιον. Ἡμέραν τινὰ τῷ λέγει ὁ Ἅγιος: Πολὺ ὡραίαν κάπα φορεῖς. Δὲν μοῦ τὴν δίδεις νὰ τὴν φορέσω καὶ ἐγώ; Ὁ ἀσθενὴς τοῦ τὴν ἔδωσεν. Ὁ Ἅγιος τὴν ἐνεδύθη καὶ κατόπιν ἀπὸ δύο λεπτὰ τὴν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ἀσθενή, ὁ ὁποῖος μόλις τὴν ἐνεδύθη ἔγινε ἐντελῶς ὑγιής. Ἡ ὄψις τελείως ἤλλαξε. Ἔγινε φαιδρά, ἱλαρά, ῥοδοκόκκινος, καὶ ὁ ἀσθενὴς ἠσθάνθη νέας δυνάμεις καὶ ἔγινε ἐντελῶς καλά.http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/osios_arsenios_en_parw.htm#07
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου