Ἡ πτώση.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Νήφωνος Ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς τῆς κατ’ Ἀλεξάνδρειαν
-Ἀκοῦς ἐκεῖ! Τόσο νέος καί νά μ’ ἀγνοεῖ! Ἔννοια σου, παλικαράκι μου... Θά σέ περιποιηθῶ ἐγώ...
Καί πράγματι -ἀλίμονο! Ὁ Νήφων δέν εἶχε πείρα στόν πνευματικό πόλεμο. Κι αὐτό ἀκριβῶς ἦταν ποὺ ἐκμεταλλεύτηκε ὁ πονηρός. Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα: Τήν ἀστάθεια τῆς νιότης, πού εὔκολα γλιστράει στήν ἁμαρτία...
Πρῶτα λοιπόν σκόρπισε τό νοῦ του σέ ἀνώφελες μέριμνες. Ὕστερα τόν ἔσπρωξε πρός τή μέθη γιά τή γαστριμαργία. Τέλος ἔσπειρε μέσα του τή νοσταλγία τῶν γονιῶν καί τῆς πατρίδας. Σπάραζε ἡ καρδιά του στή θύμηση τῆς μάνας καί τοῦ πατέρα. Οἱ λογισμοί ἄρχισαν νά τόν πνίγουν. Μά ποῦ νά φανταστεῖ πώς ὄλα τοῦτα ἦταν πόλεμος δαιμονικός.....
Στήν ἀρχή ἀντιστεκόταν γενναιόψυχα στούς λογισμούς. Μά τελικά ἡ θλίψη καί ἡ βαρυθυμία τοῦ πλάκωσαν τελείως τήν καρδιά. Τόν ἔκαναν κουρέλι.
Ἡ γυναίκα τοῦ στρατηγοῦ, μή βρίσκοντας ἄλλο τρόπο γιά νά τόν παρηγορήσει, ἄρχισε νά τόν περιποιεῖται ὑπερβολικά καί νά τοῦ ἑτοιμάζει πλούσια γεύματα, μέ φαγητά ποικίλα καί κρασιά ἐκλεκτά.
Αὐτό κράτησε καιρό. Ὁ Νήφων συνήθισε τά φαγοπότια, πού ἐξελίχθηκαν σιγά-σιγά σέ κραιπάλες. Ἀπό τίς καταχρήσεις σκοτίστηκε ὁ νοῦς του. Κι ἔτσι τό ἕνα κακό ἔφερε τό ἄλλο, ἀφοῦ ὁ κατήφορος τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ξέρουμε, σταματημό δέν ἔχει: Ὁ σιωπηλός πρῶτα καί ἥσυχος, ἔγινε τώρα αὐθάδης καί ἀθυρόστομος. Ὅλους τούς ἔβριζε καί τούς διέσυρε μέ τό παραμικρό. Καβγάδιζε γιά τό τίποτα. Ἔβαζε σκάνδαλα κι ἔσπερνε διχόνοιες...
-Πώ, πώ! Τί ἀδιάντροπος! Τί ταραξίας! Στήν οἰκουμένη δέν ἔχει τόν ὅμοιό του! ἔλεγαν οἱ ἄνθρωποι, καί φρόντιζαν νά τόν ἀποφεύγουν.
Τάχα γιά νά ξεχάσει τούς γονιούς καί τόν καϋμό τῆς ξενητιᾶς, ἄρχισε νά συχνάζει καί στά θέατρα καί στά καπηλιεά καί στά κακόφημα νυχτερινά κέντρα. Τό ξημέρωμα τόν ἔβρισκε νά πίνει, νά χορεύει, νά τραγουδάει, νά αἰσχρολογεῖ.....
Μά τό πιό ἀξιοθρήνητο ἦταν, πώς ἔπεσε στό βοῦρκο τῶν σαρκικῶν ἁμαρτημάτων. Ἔσμιξε μέ νέους ἀκόλαστους κι ἔφτασε στό σημεῖο νά λερώνει, μαζί μ’ αὐτούς, τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς του, πέφτοντας σέ πορνεῖες, μοιχεῖες, ἀκόμα καί σέ σοδομίες! ....
Μέρα μέ τή μέρα σκοτιζόταν, καθώς βούλιαζε μέσα στήν ἁμαρτία. Ὅλο καί παρασυρόταν ἀπό τίς πανουργίες τοῦ σατανᾶ. Καί ὅλο πιό θρασίς γινόταν. Κουβέντα δέν σήκωνε. Ὅποιος ἀποτολμοῦσε νά τοῦ πεῖ κάτι, δεχόταν βρισιές καί χτυπήματα.
-Μά τήν ἀλήθεια, ὁ διάβολος κι αὐτός ἐδῶ δέν ἔχουν καμιά διαφορά μεταξύ τους! ἔλεγαν μέ ἀγανάκτηση ὅσοι ἔβλεπαν τά καμώματά του.
Καί πράγματι, τόσο πολύ κυλιόταν μές στήν ἁμαρτία, πού ὅλα τά δαιμόνια ἔτρεχαν ξοπίσω του μέ γέλια καί χαρές. Καί τόσο ἐφευρετικός ἦταν σέ κάθε εἶδος ἀσωτίας, πού οἱ νέοι τόν εἶχαν σάν πύλη πρός τήν ἀπώλεια!
Σιγά-σιγά ἔβγαλε κακό ὄνομα σ’ ὁλόκληρη τήν πόλη. Οἱ παλιοί γνωστοί του καί ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί λυπόντουσαν τό κατάντημά του. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού λεγόταν Βασιλεύς* (Κύριο ὄνομα ὄχι συνηθισμένο σήμερα. Ὁ ὁμώνυμος ἅγιος ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀμασείας, ἑορτάζεται στίς 26 Ἀπριλίου), τοῦ ἔλεγε συχνά πυκνά:
-Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφωνα! Ἔτσι πού κατάντησες, εἶσαι ζωνταός νεκρός! Διορθώσου πιά...
Μερικές φορές, ὅταν ἄκουγε τέτοια λόγια ὁ Νήφων, συναισθανόταν τίς ἁμαρτίες του. Ἔπεφτε σέ συλλογή, ἀναστέναζε, ξεσποῦσε σέ δάκρυα. Δέν μποροῦσε ὅμως ν’ ἀφήσει τά πονηρά του ἔργα, γιατί πολύ γρήγορα ἡ δύναμη τῆς συνήθειας τόν ἔσερνε στά ἴδια, σάν ἄλογο χαλινωμένο. Καί τότε ἡ ἀπόγνωση, τό μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα τά κακά, ἐρχόταν νά συμπληρώσει τό ἔργο τῆς ψυχικῆς καταστροφῆς τοῦ νέου: ‟Τώρα πιά δέν ὑπάρχει γιά σένα μετάνοια’’, τοῦ ψιθύριζε. ‟Κοίταξε νά μή στερηθεῖς τουλάχιστον τά ἐπίγεια....’’.
Τόσο σφιχτοδεμένο κοντά του τόν εἶχε ὁ διάβολος, πού, ὄχι μόνο προσευχή δέν μποροῦσε νά ψελλίσει, μά ὧρες-ὧρες ἔνιωθε ἀβάσταχτη δυσφορία, σά νά τοῦ εἶχαν ἀκουμπήσει μιά βαρειά πλάκα πάνω στό στῆθος.
Ἡ καλή γυναίκα τοῦ στρατηλάτη, βλέποντάς τον σέ τέτοια χάλια, ἔκλαιγε καί ὀδυρόταν.
-Ἄχ, τί ἔπαθα, ἡ ἁμαρτωλή! Τί πειρασμός εἶναι τοῦτος πού μέ βρῆκε; ἔλεγε καί ξανάλεγε. Πολλές φορές τόν ἔπιανε μέ τό καλό καί τόν συμβούλευε. Ἄλλοτε τόν ἔπιανε μέ τό ἄγριο, κάποτε μάλιστα τόν ξυλοκοποῦσε! Μά ὅλες της οἱ προσπάθειες ἔμεναν χωρίς ἀποτέλεσμα. Ὁ Νήφων ἦταν ἀδιόρθωτος.
Μιά φορά πῆγε νά δεῖ κάποιον παλιό γνωστό του, τό Νικόδημο, ἄνθρωπο εὐσεβή καί ἐνάρετο.
Ὁ Νικόδημος τόν ὑποδέχθηκε μέ φανερή ἀγάπη.
-Ὤ, καλῶς ὥρισε ὁ ἀδελφός μου ἐν Κυρίῳ! ἀναφώνησε.
-Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά ’ναι μαζί σου, ἀποκρίθηκε ὁ Νήφων, κι ἀμέσως σκέφτηκε πώς εἶχε καιρό νά πεῖ τέτοιο χαιρετισμό.
Μά μόλις ὁ Νικόδημος ἦρθε κοντά του, κοντοστάθηκε. Στήλωσε τό βλέμμα πάνω του κι ἔμεινε νά τόν κοιτάζει σάν ἀφηρημένος γιά κάμποση ὥρα. Ὁ Νήφων τά ἔχασε.
-Τί συμβαίνει; τόν ρώτησε ἀμήχανα. Γιατί μέ κοιτᾶς ἔτσι ἀμίλητος; Πρώτη φορά μέ βλέπεις;
Ὁ ἄλλος τότε σά νά συνῆλθε.
-Πίστεψέ με, ἀδελφέ μου, δέν τί νά πῶ... Νά, τό πρόσωπό σου μοῦ φαίνεται κατάμαυρο, σάν τοῦ ἀράπη! Πῶς νά τό ἐξηγήσω...
Ὁ Νικόδημος σώπασε πάλι, μά ὁ Νήφων κατάλαβε πολύ καλά, πώς τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του εἶχαν κάνει τήν ὄψη του νά φαίνεται μαύρη! Συγκλονίστηκε. Γεμάτος ντροπή καί συντριβή, ἔκρυψε τό πρόσωπό του στίς παλάμες του κι ἔφυγε μονολογώντας. ‟Ἀλίμονο σ’ ἐμένα τόν ἁμαρτωλό! Καί σ’ αὐτή τή ζωή ἔγινα περιγέλασμα τῶν ἀνθρώπων, καί στήν ἄλλη θά καίγομαι στή γέενα τοῦ πυρός. Ὤχ, ὁ ἄθλιος! Τί θά κάνω; Θά μπορέσω τάχα νά μετανοήσω καί νά σωθῶ;..... Ποιός θά μέ βοηθήσει; Ποιός θά μέ βεβαιώσει πώς θά βρῶ πραγματικά ἔλεος, ἄν μετανοήσω;..... Μά πῶς νά πῶ στό Θεό «ἐλέησόν με», μετά ἀπό τόσες βρωμερές ἁμαρτίες, πού ἔκανα μπροστά στά μάτια Του;....’’.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.22-26)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου