Εφόδιον Ορθοδοξίας
Βασική Δογματική Διδασκαλία
Τού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19ο. Ἡ
μετάνοια εἰς τήν ζωήν μας
1. Η
μετάνοια ως μόνιμος κατάστασις εις την ζωήν των πιστών
Είπομεν
ότι με το βάπτισμα ο άνθρωπος εισέρχεται πλέον εις πνευματικήν παλαίστραν
και καλείται ν' αγωνισθή εναντίον των δυνάμεων του σκότους αι όποιαι τον
προσβάλλουν έξωθεν, με τας αισθήσεις του, αι όποιαι γεννούν τα πάθη.
Δια να
μείνη νικητής εις τον αγώνα αυτόν εναντίον των παθών και της εγωιστικής του
τάσεως, πρέπει να είναι πάντοτε άγρυπνος. Κάθε τι το οποίον απομακρύνει τον
άνθρωπον από την αγάπην του Θεού και τον οδηγεί εις εγωιστικάς εκδηλώσεις αι
όποιαι προσβάλλουν την αγάπην προς τον Θεόν και προς τους αδελφούς του,
πρέπει να αποβληθή από τον αγωνιζόμενον Χριστιανόν.
Αυτή η
διαρκής προσπάθεια να παραμερίζη τελείως τον εαυτόν του, να τον θεωρή
πάντοτε οφειλέτην της αγάπης του Θεού και των αδελφών και να αγωνίζεται να
ανταποκριθή εις την αγάπην αυτήν, οδηγεί τον άνθρωπον εις διαρκή μετάνοιαν
και του ανοίγει τον δρόμον δια την χάριν του Θεού.
Δι’ αυτόν
τον λόγον το κήρυγμα της μετανοίας του Ιωάννου του Προδρόμου ήτο το άνοιγμα
του δρόμου δια να περάση «Εκείνος ο οποίος έρχεται κατόπιν από εμέ»
(Ματθαίος 3,11). «Μετανοείτε», έλεγε, «διότι επλησίασεν η Βασιλεία των
ουρανών» (Ματθαίος 3,2).
Δια τον
ίδιον λόγον αρχίζει και ο Κύριος το κήρυγμα Του με τας λέξεις: «Ο χρόνος
έχει συμπληρωθή και επλησίασεν η βασιλεία του Θεού. Μετανοείτε και πιστεύετε
εις το ευαγγέλιον» (Μάρκος 1,15).
Η
μετάνοια δεν είναι παροδική υπόθεσις εις την ζωήν του πιστού. Γίνεται
μόνιμος κατάστασις, η οποία δεν έχει εις την ζωήν αυτήν τέλος.
Ο άγιος
Ισαάκ ο Σύρος λέγει, ότι η μετάνοια «είναι απαραίτητος δι’ όλους όσοι
επιθυμούν την σωτηρίαν δια τους αμαρτωλούς και δια τους δικαίους. Η
τελειότης δεν γνωρίζει όρια, ώστε ακόμη και η τελειότης των τελείων να είναι
ατελής. Δι’ αυτόν τον λόγον η μετάνοια μένει μέχρι της στιγμής του θανάτου
ατελής και ως προς την διάρκειαν και ως προς τα έργα της».
Αυτήν την
διαρκή κατάστασιν μετανοίας βλέπομεν εις την ζωήν των Αγίων της Εκκλησίας
μας. Κανένας δεν ημπορούσε να διακρίνη εις αυτούς ίχνος φαρισαϊκής
αυτοϊκανοποιήσεως δια προσωπικήν αγιότητα και προσωπικήν αρετή ν. Έζων
πάντοτε εις κατάστασιν άγρυπνου ετοιμότητος και βαθείας μετανοίας.
Δια τον
άγιον Αντώνιον διηγούνται ότι όταν έφθασεν εις βαθύ γήρας, έλεγε εις τους
μαθητάς του:
«Είναι
καιρός να αναχωρήσω και εγώ, διότι πλησιάζω τα 105 έτη. Εκείνοι, όταν
ήκουσαν τους λόγους αυτούς, ήρχισαν να κλαίγουν, να εναγκαλίζωνται τον
γέροντα και να τον καταφιλούν.
Αυτός,
όμως, ως να έφευγε από μίαν ξένην πόλιν με σκοπόν να μεταβή εις την πατρίδα
του, συνεζήτει χαρούμενος, και τους συνεβούλευε να μη παραμελούν τους κόπους
και να μη εγκαταλείπουν την άσκησιν, αλλά να ζουν ως να πρόκειται να
αποθνήσκουν κάθε ημέραν. Εγώ ακολουθώ τον δρόμον των πατέρων, τους έλεγε.
Βλέπω να με καλή ο Κύριος. Σεις γρηγορείτε και να μη χάσετε την πολυχρόνιον
άσκησίν σας, αλλά να αγωνισθήτε να διατηρήσετε τον ζήλον σας ως ν' αρχίζετε
τώρα δια πρώτην φοράν. Γνωρίζετε τους δαίμονας οι οποίοι σας απειλούν.
Γνωρίζετε πόσον άγριοι είναι αλλά και πόσον είναι ασθενικοί εις δύναμιν. Μη
τους φοβάσθε αυτούς, αλλά περισσότερον να αναπνέετε τον Χριστόν και να
πιστεύετε εις Αυτόν. Ζήσετε με τέτοιον τρόπον, ως να περιμένετε κάθε ημέραν
να αποθάνετε (και ως καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες ζήσατε)».
Το να ζη
κανείς, λοιπόν, με τέτοιον τρόπον, ως να επρόκειτο να αποθάνη εις κάθε
στιγμήν, αυτό είναι η ζωή της μετανοίας.
2. Το μυστήριον της εξομολογήσεως
Όταν
ομιλώμεν δια μετάνοιαν, χρησιμοποιούμεν πολλάς φοράς αυτήν την λέξιν με
στενωτέραν έννοιαν, δια να δηλώσωμεν το Ιερόν Μυστήριον της εξομολογήσεως.
Όταν ο
άνθρωπος, μετά το βάπτισμα, υποκύψη εις τας επιθέσεις του διαβόλου και με
συγκεκριμένον τρόπον με σκέψεις ή και με πράξεις, προσβάλη την αγάπην του
Θεού και την αγάπην της Εκκλησίας, την αγάπην προς τα λοιπά μέλη του
Χριστού, τότε, η πράξις του αυτή αποτελεί πληγήν η οποία ζημιώνει ολόκληρον
το σώμα της Εκκλησίας.
Δι’ αυτόν
τον λόγον, η Εκκλησία λαμβάνει τα μέτρα της και φροντίζει δια την άμεσον
θεραπείαν ή, εάν τούτο δεν καταστή δυνατόν, δια την αποκοπήν του μέλους
αυτού από την θείαν κοινωνίαν, έως ότου συνέλθη και αλλάξη πορείαν.
Δια τον
σκοπόν αυτόν η Εκκλησία έχει το ιερόν μυστήριον της εξομολογήσεως. «Αλήθεια
σας λέγω», ανέφερεν ο Κύριος προς τους μαθητάς Του, «ότι όσα δέσετε εις την
γην, θα είναι δεμένα εις τον ουρανόν και όσα λύσετε εις την γην θα είναι
λυμένα εις τον ουρανόν» (Ματθαίος 18,18. 16,19).
«Καθώς
έστειλε εμέ ο Πατήρ και εγώ στέλλω σάς. Όταν είπεν αυτό τους ενεφύσησεν εις
το πρόσωπον και τους λέγει: Λάβετε Πνεύμα άγιον, εάν συγχωρήσετε τας
αμαρτίας κανενός να είναι συγχωρημέναι. Αν κανενός δεν τας συγχωρήσετε να
μείνουν ασυγχώρητοι» (Τα>. 20,21-23).
Δεν είναι
ο ιερεύς εκείνος ο οποίος εις την πραγματικότητα συγχωρεί, αλλά ο Χριστός
μαζί με τον ιερέα και τα λοιπά μέλη του σώματος Του, ολόκληρος, δηλαδή, η
Εκκλησία, η οποία δέχεται και πάλιν εις τους κόλπους της το ασθενές μέλος
και το αποκαθιστά πλήρως με την συμμετοχήν του εις την θείαν ευχαριστίαν.
«Ας σου
συγχώρηση ο Θεός δι’ εμού του αμαρτωλού όλα… Πήγαινε εις ειρήνην, χωρίς να
έχης καμμίαν φροντίδα δια τα παραπτώματα, τα οποία μου εξωμολογήθης»,
αναφέρει μία ευχή της ιεράς εξομολογήσεως την οποίαν αναγινώσκει ο
πνευματικός.
Και ο
Απόστολος Ιωάννης υπογραμμίζει:
«Εάν
ομολογώμεν τας αμαρτίας μας, αυτός είναι αξιόπιστος και δίκαιος, ώστε να μας
συγχώρηση τας αμαρτίας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν. Εάν είπωμεν ότι
δεν έχομεν αμαρτήσει, τον κάμνομεν ψεύστην και ο λόγος του δεν είναι μέσα
μας.
Παιδιά
μου, αυτά σάς τα γράφω δια να μη αμαρτήσητε. Αλλ’ εάν κανείς αμαρτήση,
έχομεν Παράκλητον προς τον Πατέρα Ιησούν Χριστόν δίκαιον. Αυτός είναι
ιλασμός των αμαρτιών μας και όχι μόνον των ιδικών μας αλλά και όλου του
κόσμου» (Α' Ιωάννης 1,9-2,2). Είναι δε φανερόν, ότι αυτή η «ομολογία των
αμαρτιών» πρέπει να γίνεται ενώπιον των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι έλαβον το
χάρισμα του Αγίου Πνεύματος να συγχωρούν τας αμαρτίας εις το όνομα του
Χριστού, συμφώνως προς την εντολήν του Ίδιου (Ιωάννης 20, 21-23).
3. Η
γνήσια εξομολόγησις
Πώς
πρέπει να εξομολογήται ο πιστός; την απάντησιν εις το ερώτημα αυτό την δίδει
ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος:
«Φανέρωνε
την πληγήν σου εις τον πνευματικόν ιατρόν. Λέγε του και μη εντραπής: ιδικόν
μου είναι, πάτερ, το τραύμα, ιδική μου είναι αυτή η πληγή. Από την ιδικήν
μου ραθυμίαν συνέβη και κανείς άλλος δεν είναι δι’ αυτό αίτιος· ούτε
άνθρωπος, ούτε δαίμων, ούτε σαρξ, ούτε τίποτε άλλο, μόνον η ιδική μου
αμέλεια. Γίνε κατά την ώρα της εξομολογήσεως ωσάν κατάδικος και κατά την
όψιν και εις τον λογισμόν. Σκύψε με εντροπήν το πρόσωπον εις την γην, βρέχε,
αν δύνασαι, με θερμά δάκρυα τους πόδας του ιατρού, ωσάν να ήσαν οι πόδες του
Χριστού… ».
Οι λόγοι
αυτοί του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μας φέρουν εις την μνήμην τον προφήτην
Ιωήλ:
«Διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε προς
Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος και
πολυέλεος… », μη σχίζετε τα ενδύματα σας, αλλά τας καρδίας σας, από τον
πόνον της μετανοίας και την συναίσθησιν της ένοχης, επιστρέψατε προς τον
Κύριον διότι είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος (Ιωήλ
2,13).
«Ημάρτομεν, ησεβήσαμεν, ηδικήσαμεν, Κύριε ο Θεός ημών, επί πάσι τοις
δικαιώμασί σου» (Βαρούχ 2,12). «Εγενήθημεν ως ακάθαρτοι πάντες ημείς, ως
ράκος αποκαθημένης πάσα η δικαιοσύνη ημών» (Ησαΐας 64,5. Παράβαλλε Δανιήλ
9,5. Παροιμίες 20,9).
Η γνήσια
εξομολόγησις χαρίζει εις τον μετανοούντα άνθρωπον την άφεσιν των αμαρτιών
και τον αποκαθιστά, καθώς είπομεν, εις την Εκκλησίαν.
Ο
άνθρωπος, όμως, εισέρχεται και πάλιν εις την πνευματικήν παλαίστραν και
καλείται εις συνεχή προσπάθειαν να κατανίκηση τα πάθη, τα οποία ενισχύθησαν
περισσότερον με την αμαρτίαν και ασκούν επάνω του μεγαλυτέραν δύναμιν.
Πρέπει να επιστρέψη «από όλας τας αμαρτίας του, τας οποίας έπραξε» και να
φυλάξη «πάσας τας εντολάς του Θεού» και να πράξη «δικαιοσύνην και έλεος»
(Ιεζεκ. 18,21. Ιδέ και 18,23-32. 33,10-20).
Δια να
υποβοηθηθή, λοιπόν, ο πιστός εις τον αγώνα του αυτόν εναντίον των παθών και
δια να τα θεραπεύση πλήρως, του επιβάλλει ο πνευματικός μερικάς φοράς
επιτίμια, τα οποία κρίνει απαραίτητα, ανάλογα με την κάθε περίπτωσιν. Τα
επιτίμια αυτά δεν είναι ποιναί, αλλά απαραίτητα φάρμακα δια την
αντιμετώπισιν του κίνδυνου, ο οποίος προέρχεται από τα πάθη.
http://www.oodegr.com/oode/biblia/alavizop_dogma_1/19.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου