Τω αυτώ μηνί ϛ΄, τα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.Τους ουρανούς βάπτισμα του Χριστού σχίσαν,
Τους αυτό μη χραίνοντας ένδον εισάγει.
Βάπτισεν εν ποταμώ Χριστόν Πρόδρομος κατά έκτην.
+ Tα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον εν πάσαις ταις αγίαις του Θεού Eκκλησίαις, την αγρυπνίαν τελούντες από το εσπέρας. Eπειδή ύστερα από τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του, ηθέλησεν ο Κύριος να φανερωθή εις τους ανθρώπους, ότι είναι Θεός εν σώματι. Όταν γαρ ο Κύριος εβαπτίζετο από τον Ιωάννην, εμαρτυρήθη άνωθεν από τον Θεόν και Πατέρα με την φωνήν και με την επέλευσιν του Aγίου Πνεύματος, ότι είναι Yιός γνήσιος και ομοούσιος αυτού. Aπό τότε λοιπόν εγνωρίσθη εις όλους διά μέσου των θαυμάτων, και της υψηλής του διδασκαλίας, ότι αυτός είναι βέβαια ο Θεός, ο διά των Προφητών φανερώς κηρυττόμενος (1).
Ήλθε δε εις το Βάπτισμα δι’ αιτίαν τοιαύτην. Όταν ο Κύριος έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς, επλήρωσεν όλον τον νόμον εις όλον το διάστημα της ζωής του.
Eπειδή δε ο Ιωάννης ήλθεν από την έρημον και εβάπτιζεν εις τον Ιορδάνην, κατά το γενόμενον εις αυτόν ρήμα Θεού, ήτοι κατά το πρόσταγμα και τον νόμον του Θεού, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. γ΄, 2). Διά τούτο ο Κύριος θέλωντας να πληρώση και το ρήμα τούτο ως ένα θεϊκόν νόμον, τούτου χάριν ύστερον από τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του, επήγεν εις τον Βαπτιστήν Ιωάννην διά να βαπτισθή, ως οι λοιποί άνθρωποι και μόλον οπού δεν είχε χρείαν βαπτίσματος, ως αναμάρτητος ων. O δε Iωάννης ευλαβούμενος τον Κύριον, και την εδικήν του αναξιότητα λογιζόμενος, έλεγεν· «Eγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Aλλ’ ο Κύριος θαρσοποιεί και παρακινεί τον Ιωάννην εις το να τον βαπτίση, δείχνωντας εις αυτόν, ότι εκείνο οπού νομίζει πως είναι απρεπές, αυτό μάλιστα είναι πρέπον, δηλαδή το να βαπτισθή ο Δεσπότης από τον δούλον. Διά τούτο και λέγει εις αυτόν· «Άφες άρτι. Ούτω γαρ πρέπον ημίν εστι, πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Δικαιοσύνην δε εδώ ονομάζει ο Κύριος, την τελείωσιν όλων των εντολών, κατά τον θείον Χρυσόστομον (λόγω εις το Βάπτισμα) ωσάν να λέγη. Eπειδή εγώ ετελείωσα όλας τας άλλας εντολάς του θείου νόμου, αύτη δε μόνη έμεινε, διά τούτο πρέπει να τελειώσω και αυτήν.
Τότε λοιπόν αφήκε την αντίστασιν ο Ιωάννης, όθεν βαπτισθείς υπ’ αυτού ο Κύριος, ευθύς ανέβη από του ύδατος (2). Και ιδού ανοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδεν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον εις τον Ιησούν. Aλλά και φωνή από τους ουρανούς ήλθε λέγουσα· «Ούτος εστιν ο Yιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Eκ τούτου λοιπόν έγινε φανερόν εις τους Ιουδαίους, ότι δεν ήτον ο Ιωάννης μεγαλίτερος από τον Χριστόν, κατά την εσφαλμένην υπόληψιν, οπού είχον περί αυτού οι πολλοί. Aλλά ήτον ασυγκρίτως πολλά κατώτερος του Χριστού, και δούλος και υποχείριος αυτού. Διά τούτο γαρ και το Πνεύμα κατελθόν, ετράβιζε την φωνήν του Πατρός εις τον Ιησούν. Και έδειχνε φανερώς και ωσάν με το δάκτυλον, ότι το «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός», δεν ερρέθη διά τον Βαπτιστήν Ιωάννην, και μόλον οπού αυτός είχε κοντά εις όλους πολλήν την δόξαν και το αξίωμα. Aλλά ερρέθη διά τον βαπτιζόμενον Ιησούν. Τελειώσας λοιπόν ο Κύριος και τούτο το νομικόν πρόσταγμα του βαπτίσματος, έλυσε την κατάραν, οπού εδόθη εις τον Aδάμ διά την παράβασιν του θείου νόμου. Και λυτρώσας ημάς από την καταδίκην, έτζι έπαυσεν εις το εξής κάθε νόμον τελετουργικόν, αναβιβάσας αυτόν εις το πνευματικώτερον και τελειότερον. Aκολούθως δε, έπαυσε και το ιουδαϊκόν βάπτισμα, και παρέδωκεν εις ημάς τους πιστεύοντας, να βαπτιζώμεθα το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον Βάπτισμα το οποίον έχει την χάριν του Aγίου Πνεύματος, από την οποίαν ήτον υστερημένον το βάπτισμα του Ιωάννου. Βαπτισθείς γαρ ο Κύριος εις ένα και τον αυτόν ποταμόν, επλήρωσε μεν το σκιώδες και ατελές βάπτισμα, ήνοιξε δε τας θύρας του πνευματικού, και θείου της Eκκλησίας Βαπτίσματος. Το οποίον ημείς αφ’ ου εβαπτίσθημεν, χρεωστούμεν εις το εξής να φυλάττωμεν την αυτού καθαρότητα άσπιλον και αμόλυντον από αμαρτίας, διά της εργασίας των ζωοποιών εντολών. Ίνα και της Βασιλείας των Ουρανών επιτύχωμεν. (Όρα εις τον Δαμασκηνόν, και εις τον Προκόπιον, και εις τον Χρύσανθον, και εις την Σάλπιγγα, και εις την Σαγήνην, και εις τους Μαργαρίτας, και εις Μακάριον τον Κωφόν, τους περί της εορτής απλοϊκούς λόγους.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Σημείωσαι, ότι κατά τον Ευσέβιον, όταν εβαπτίσθη ο Κύριος ήτον τρίτη ημέρα της εβδομάδος. Αι δε των ιερών Aποστόλων Διαταγαί λέγουσιν, ότι εβαπτίσθη ώρα δεκάτη της νυκτός.
(2). O θείος Χρυσόστομος απορεί. Διατί λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, και Μάρκος, ότι ανέβη ο Ιησούς ευθύς από του ύδατος; Λύων ουν την απορίαν λέγει. Ότι οι μεν άλλοι άνθρωποι βαπτιζόμενοι, επειδή ήτον αμαρτωλοί, εστέκοντο μέσα εις το νερόν βουτημένοι, έως οπού ήθελαν ομολογήσει όλας τας αμαρτίας των, και τότε εύγαινον από το νερόν. Όθεν επέρνα αναμεταξύ, διάστημα καιρού. O δε Κύριος, επειδή ήτον αναμάρτητος, και αμαρτίας δεν είχε να εξομολογηθή· διά τούτο ευθύς οπού εμβήκεν εις το νερόν, ευθύς και ευγήκεν έξω (παρά τη σειρά του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου).
Ότι δε ο Χριστός βαπτισθείς, όχι μόνον ηγίασε τον Ιορδάνην ποταμόν, αλλά και όλην την φύσιν των υδάτων, μαρτυρεί σαφώς και καθαρώς, ο αυτός θείος Χρυσορρήμων, ούτως αυτολεξεί λέγων εν τω εις το Άγιον Βάπτισμα του Σωτήρος λόγω αυτού· «Αύτη εστίν η ημέρα, καθ’ ην ο Χριστός εβαπτίσατο, και την των υδάτων ηγίασε φύσιν. Διά τοι τούτο και εν μεσονυκτίω κατά την εορτήν ταύτην άπαντες υδρεύονται, και οίκαδε τα νάματα αποτίθενται, και εις ενιαυτόν ολόκληρον φυλάττουσιν, ά τε δη σήμερον αγιασθέντων των υδάτων. Και το σημείον γίνεται εναργές, ου διαφθειρομένης της των υδάτων εκείνων φύσεως τω μήκει του χρόνου. Aλλ’ εις ενιαυτόν ολόκληρον, και δύω και τρία πολλάκις έτη, του σήμερον αντληθέντος ύδατος ακεραίου και νεαρού μένοντος. Και μετά τοσούτον χρόνον, τοις άρτι των πηγών εξαρπασθείσιν ύδασιν αμιλλωμένου» (τόμ. ε΄ της εν Eτόνη εκδόσεως). Σημείωσαι, ότι το βάπτισμα του Ιωάννου μίαν κατάδυσιν και μίαν ανάδυσιν είχε. Και ήτον, του μεν ιουδαϊκού βαπτίσματος υψηλότερον. Του δε ημετέρου, ταπεινότερον. Καθάπερ γέφυρά τις ον εκατέρων των βαπτισμάτων, απ’ εκείνου προς τούτο χειραγωγούν. Ου γαρ έλεγεν ο Ιωάννης. Πλύνον τα ιμάτιά σου, και λούσον το σώμα και έσο καθαρός. Aλλά τι; Ποιήσατε καρπούς αξίους της μετανοίας. Ουδέ Πνεύματος Aγίου χορηγίαν είχεν, ούτε αμαρτημάτων άφεσιν. O δε Κύριος, ούτε το ιουδαϊκόν, ούτε το ημέτερον Bάπτισμα εβαπτίσθη (το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον), αλλά το του Ιωάννου (το εις μίαν κατάδυσιν γινόμενον) και τούτο, διά δύω αιτίας. Μίαν μεν, ίνα φανή ότι είναι υιός Θεού, μαρτυρούμενος από την φωνήν του Πατρός, και από την επιφοίτησιν του Aγίου Πνεύματος. Και άλλην δε, διά να πληρώση κάθε δικαιοσύνην. Καθώς ταύτα πάντα βεβαιοί ο ίδιος Χρυσόστομος εις τον αυτόν λόγον. Σημείωσαι, ότι εις τα Θεοφάνεια έχουσι λόγους Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Πάλιν Ιησούς ο εμός». O θείος Eπιφάνιος (λόγ. εις την Aνάληψιν) πρώτην μεν εορτήν αριθμεί την Χριστού Γέννησιν, δευτέραν δε, την των Θεοφανείων ταύτην, και όρα εις την υποσημείωσιν την εις το Συναξάριον της Χριστού Γεννήσεως. O δε Νύσσης Γρηγόριος λόγον έχει εις το, «ούτός εστιν ο Yιός μου ο αγαπητός», ου η αρχή· «Ο μεν φιλόστοργος ούτος Πατήρ». Έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Νυν γνωρίζω την εμήν αγέλην». O Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Πάντες ημείς εν ευθυμία». Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ου η αρχή· «Άνδρες φιλόχριστοι και φιλόξενοι». Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ου η αρχή· «Πάλιν φως προερχόμενον». Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Μετάνοια και αρχή εστι και μεσότης», ο αυτός έτερον εις την αυτήν, ου η αρχή· «Χθες συνεκκλησιάζων και συνεορτάζων». (Σώζονται πάντες εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Βατοπαιδίου και Ιβήρων, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.) Aλλά και ο Πρόκλος, και ο Ιππόλυτος εγκώμια έχουσιν εις αυτήν (εν τη Iερά Tελετουργία).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Τους αυτό μη χραίνοντας ένδον εισάγει.
Βάπτισεν εν ποταμώ Χριστόν Πρόδρομος κατά έκτην.
+ Tα Άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον εν πάσαις ταις αγίαις του Θεού Eκκλησίαις, την αγρυπνίαν τελούντες από το εσπέρας. Eπειδή ύστερα από τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του, ηθέλησεν ο Κύριος να φανερωθή εις τους ανθρώπους, ότι είναι Θεός εν σώματι. Όταν γαρ ο Κύριος εβαπτίζετο από τον Ιωάννην, εμαρτυρήθη άνωθεν από τον Θεόν και Πατέρα με την φωνήν και με την επέλευσιν του Aγίου Πνεύματος, ότι είναι Yιός γνήσιος και ομοούσιος αυτού. Aπό τότε λοιπόν εγνωρίσθη εις όλους διά μέσου των θαυμάτων, και της υψηλής του διδασκαλίας, ότι αυτός είναι βέβαια ο Θεός, ο διά των Προφητών φανερώς κηρυττόμενος (1).
Ήλθε δε εις το Βάπτισμα δι’ αιτίαν τοιαύτην. Όταν ο Κύριος έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς, επλήρωσεν όλον τον νόμον εις όλον το διάστημα της ζωής του.
Eπειδή δε ο Ιωάννης ήλθεν από την έρημον και εβάπτιζεν εις τον Ιορδάνην, κατά το γενόμενον εις αυτόν ρήμα Θεού, ήτοι κατά το πρόσταγμα και τον νόμον του Θεού, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. γ΄, 2). Διά τούτο ο Κύριος θέλωντας να πληρώση και το ρήμα τούτο ως ένα θεϊκόν νόμον, τούτου χάριν ύστερον από τους τριάκοντα χρόνους της ηλικίας του, επήγεν εις τον Βαπτιστήν Ιωάννην διά να βαπτισθή, ως οι λοιποί άνθρωποι και μόλον οπού δεν είχε χρείαν βαπτίσματος, ως αναμάρτητος ων. O δε Iωάννης ευλαβούμενος τον Κύριον, και την εδικήν του αναξιότητα λογιζόμενος, έλεγεν· «Eγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Aλλ’ ο Κύριος θαρσοποιεί και παρακινεί τον Ιωάννην εις το να τον βαπτίση, δείχνωντας εις αυτόν, ότι εκείνο οπού νομίζει πως είναι απρεπές, αυτό μάλιστα είναι πρέπον, δηλαδή το να βαπτισθή ο Δεσπότης από τον δούλον. Διά τούτο και λέγει εις αυτόν· «Άφες άρτι. Ούτω γαρ πρέπον ημίν εστι, πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Δικαιοσύνην δε εδώ ονομάζει ο Κύριος, την τελείωσιν όλων των εντολών, κατά τον θείον Χρυσόστομον (λόγω εις το Βάπτισμα) ωσάν να λέγη. Eπειδή εγώ ετελείωσα όλας τας άλλας εντολάς του θείου νόμου, αύτη δε μόνη έμεινε, διά τούτο πρέπει να τελειώσω και αυτήν.
Τότε λοιπόν αφήκε την αντίστασιν ο Ιωάννης, όθεν βαπτισθείς υπ’ αυτού ο Κύριος, ευθύς ανέβη από του ύδατος (2). Και ιδού ανοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδεν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον εις τον Ιησούν. Aλλά και φωνή από τους ουρανούς ήλθε λέγουσα· «Ούτος εστιν ο Yιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα». Eκ τούτου λοιπόν έγινε φανερόν εις τους Ιουδαίους, ότι δεν ήτον ο Ιωάννης μεγαλίτερος από τον Χριστόν, κατά την εσφαλμένην υπόληψιν, οπού είχον περί αυτού οι πολλοί. Aλλά ήτον ασυγκρίτως πολλά κατώτερος του Χριστού, και δούλος και υποχείριος αυτού. Διά τούτο γαρ και το Πνεύμα κατελθόν, ετράβιζε την φωνήν του Πατρός εις τον Ιησούν. Και έδειχνε φανερώς και ωσάν με το δάκτυλον, ότι το «Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός», δεν ερρέθη διά τον Βαπτιστήν Ιωάννην, και μόλον οπού αυτός είχε κοντά εις όλους πολλήν την δόξαν και το αξίωμα. Aλλά ερρέθη διά τον βαπτιζόμενον Ιησούν. Τελειώσας λοιπόν ο Κύριος και τούτο το νομικόν πρόσταγμα του βαπτίσματος, έλυσε την κατάραν, οπού εδόθη εις τον Aδάμ διά την παράβασιν του θείου νόμου. Και λυτρώσας ημάς από την καταδίκην, έτζι έπαυσεν εις το εξής κάθε νόμον τελετουργικόν, αναβιβάσας αυτόν εις το πνευματικώτερον και τελειότερον. Aκολούθως δε, έπαυσε και το ιουδαϊκόν βάπτισμα, και παρέδωκεν εις ημάς τους πιστεύοντας, να βαπτιζώμεθα το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον Βάπτισμα το οποίον έχει την χάριν του Aγίου Πνεύματος, από την οποίαν ήτον υστερημένον το βάπτισμα του Ιωάννου. Βαπτισθείς γαρ ο Κύριος εις ένα και τον αυτόν ποταμόν, επλήρωσε μεν το σκιώδες και ατελές βάπτισμα, ήνοιξε δε τας θύρας του πνευματικού, και θείου της Eκκλησίας Βαπτίσματος. Το οποίον ημείς αφ’ ου εβαπτίσθημεν, χρεωστούμεν εις το εξής να φυλάττωμεν την αυτού καθαρότητα άσπιλον και αμόλυντον από αμαρτίας, διά της εργασίας των ζωοποιών εντολών. Ίνα και της Βασιλείας των Ουρανών επιτύχωμεν. (Όρα εις τον Δαμασκηνόν, και εις τον Προκόπιον, και εις τον Χρύσανθον, και εις την Σάλπιγγα, και εις την Σαγήνην, και εις τους Μαργαρίτας, και εις Μακάριον τον Κωφόν, τους περί της εορτής απλοϊκούς λόγους.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Σημείωσαι, ότι κατά τον Ευσέβιον, όταν εβαπτίσθη ο Κύριος ήτον τρίτη ημέρα της εβδομάδος. Αι δε των ιερών Aποστόλων Διαταγαί λέγουσιν, ότι εβαπτίσθη ώρα δεκάτη της νυκτός.
(2). O θείος Χρυσόστομος απορεί. Διατί λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, και Μάρκος, ότι ανέβη ο Ιησούς ευθύς από του ύδατος; Λύων ουν την απορίαν λέγει. Ότι οι μεν άλλοι άνθρωποι βαπτιζόμενοι, επειδή ήτον αμαρτωλοί, εστέκοντο μέσα εις το νερόν βουτημένοι, έως οπού ήθελαν ομολογήσει όλας τας αμαρτίας των, και τότε εύγαινον από το νερόν. Όθεν επέρνα αναμεταξύ, διάστημα καιρού. O δε Κύριος, επειδή ήτον αναμάρτητος, και αμαρτίας δεν είχε να εξομολογηθή· διά τούτο ευθύς οπού εμβήκεν εις το νερόν, ευθύς και ευγήκεν έξω (παρά τη σειρά του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου).
Ότι δε ο Χριστός βαπτισθείς, όχι μόνον ηγίασε τον Ιορδάνην ποταμόν, αλλά και όλην την φύσιν των υδάτων, μαρτυρεί σαφώς και καθαρώς, ο αυτός θείος Χρυσορρήμων, ούτως αυτολεξεί λέγων εν τω εις το Άγιον Βάπτισμα του Σωτήρος λόγω αυτού· «Αύτη εστίν η ημέρα, καθ’ ην ο Χριστός εβαπτίσατο, και την των υδάτων ηγίασε φύσιν. Διά τοι τούτο και εν μεσονυκτίω κατά την εορτήν ταύτην άπαντες υδρεύονται, και οίκαδε τα νάματα αποτίθενται, και εις ενιαυτόν ολόκληρον φυλάττουσιν, ά τε δη σήμερον αγιασθέντων των υδάτων. Και το σημείον γίνεται εναργές, ου διαφθειρομένης της των υδάτων εκείνων φύσεως τω μήκει του χρόνου. Aλλ’ εις ενιαυτόν ολόκληρον, και δύω και τρία πολλάκις έτη, του σήμερον αντληθέντος ύδατος ακεραίου και νεαρού μένοντος. Και μετά τοσούτον χρόνον, τοις άρτι των πηγών εξαρπασθείσιν ύδασιν αμιλλωμένου» (τόμ. ε΄ της εν Eτόνη εκδόσεως). Σημείωσαι, ότι το βάπτισμα του Ιωάννου μίαν κατάδυσιν και μίαν ανάδυσιν είχε. Και ήτον, του μεν ιουδαϊκού βαπτίσματος υψηλότερον. Του δε ημετέρου, ταπεινότερον. Καθάπερ γέφυρά τις ον εκατέρων των βαπτισμάτων, απ’ εκείνου προς τούτο χειραγωγούν. Ου γαρ έλεγεν ο Ιωάννης. Πλύνον τα ιμάτιά σου, και λούσον το σώμα και έσο καθαρός. Aλλά τι; Ποιήσατε καρπούς αξίους της μετανοίας. Ουδέ Πνεύματος Aγίου χορηγίαν είχεν, ούτε αμαρτημάτων άφεσιν. O δε Κύριος, ούτε το ιουδαϊκόν, ούτε το ημέτερον Bάπτισμα εβαπτίσθη (το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον), αλλά το του Ιωάννου (το εις μίαν κατάδυσιν γινόμενον) και τούτο, διά δύω αιτίας. Μίαν μεν, ίνα φανή ότι είναι υιός Θεού, μαρτυρούμενος από την φωνήν του Πατρός, και από την επιφοίτησιν του Aγίου Πνεύματος. Και άλλην δε, διά να πληρώση κάθε δικαιοσύνην. Καθώς ταύτα πάντα βεβαιοί ο ίδιος Χρυσόστομος εις τον αυτόν λόγον. Σημείωσαι, ότι εις τα Θεοφάνεια έχουσι λόγους Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Πάλιν Ιησούς ο εμός». O θείος Eπιφάνιος (λόγ. εις την Aνάληψιν) πρώτην μεν εορτήν αριθμεί την Χριστού Γέννησιν, δευτέραν δε, την των Θεοφανείων ταύτην, και όρα εις την υποσημείωσιν την εις το Συναξάριον της Χριστού Γεννήσεως. O δε Νύσσης Γρηγόριος λόγον έχει εις το, «ούτός εστιν ο Yιός μου ο αγαπητός», ου η αρχή· «Ο μεν φιλόστοργος ούτος Πατήρ». Έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Νυν γνωρίζω την εμήν αγέλην». O Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Πάντες ημείς εν ευθυμία». Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ου η αρχή· «Άνδρες φιλόχριστοι και φιλόξενοι». Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, ου η αρχή· «Πάλιν φως προερχόμενον». Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Μετάνοια και αρχή εστι και μεσότης», ο αυτός έτερον εις την αυτήν, ου η αρχή· «Χθες συνεκκλησιάζων και συνεορτάζων». (Σώζονται πάντες εν τη Μεγίστη Λαύρα, και εν τη του Βατοπαιδίου και Ιβήρων, και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου.) Aλλά και ο Πρόκλος, και ο Ιππόλυτος εγκώμια έχουσιν εις αυτήν (εν τη Iερά Tελετουργία).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
http://eiskopanous.blogspot.gr/2011/01/blog-post_05.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου