ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤ΄
Ἔρχεται
ὁ πειράζων, ἔρχεται ὁ κακοδαίμων καί
μᾶς βάζει χίλια δύο πράγματα, νά μᾶς
ἀπομακρύνη ἀπό τήν ὑπακοή. Πόση
διαστροφή δέν μᾶς κάνει στούς λογισμούς,
γιά νά μᾶς βγάλη ἀπό τήν σωστή θέσι τῆς
ὑπακοῆς!
Βλέπουμε
καί στό βίο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου: Ὁ Ἅγιος
Παΐσιος μέ τή μεγάλη τοῦ ἀρετή καί
ἄσκησι εἶχε μεγάλη παρρησία στόν Χριστό
μας καί ὁ Χριστός μας ὁ Κύριος συχνά
τόν ἐπισκέπτετο.
Σέ
μία ἐπίσκεψι τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ἅγιος
Παΐσιος ἔπλυνε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ
μας, –κατά τρόπον βέβαια ἀπόρρητον–
καί τό ἀπόπλυμα τό εἶχε σέ μία λεκάνη.
Ἐν τῷ μεταξύ ἦρθε ἕνας ὑποτακτικός
του μετά ἀπό κάποια ὑπακοή, ἀπό κάποιον
κόπο, κουρασμένος καί ἱδρωμένος. Ἀφοῦ
ἔβαλε μετάνοια στόν Ἅγιο Παΐσιο, τοῦ
λέει ἐκεῖνος:
- Παιδί μου, πήγαινε στή λεκάνη, πού εἶναι ἐκεῖ καί πιές νερό, νά δροσιστῆς.
- Νά ᾿ναι εὐλογημένο· εἶπε, ἀλλά δέν πῆγε νά πιῆ νερό, νά πιῆ ἐκεῖνο τό ἁγιασμένο ἀπόπλυμα ἀπό τά Ἄχραντα Πόδια τοῦ Χριστοῦ μας. Τοῦ εἶπε ὁ λογισμός, μᾶλλον ὁ δαίμονας:«Αὐτός ὁ Γέροντας δέν ἔχει μυαλό· μετά ἀπό τόσο κόπο διαδρομῆς καί ταλαιπωρία, ἀντί νά μοῦ πῆ νά πάω ἐκεῖ στή βρύση νά πιῶ καθαρό νερό, μέ στέλνει στή λεκάνη, στό ἀπόπλυμα νά πιῶ νερό· αὐτό δέν εἶναι σωστό». Ἔτσι δέν πῆγε νά πιῆ.
Στήν
ἑπόμενη συνάντησί του μέ τόν Ἅγιο
Παΐσιο, τόν ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος:
- Πῆγες παιδί μου, ἤπιες νερό ἀπό τή λεκάνη;
Ἤξερε
βέβαια, ὅτι δέν εἶχε πάει.
- Γέροντα, συγχωρέστε με, δέν πῆγα, γιατί ἐγώ περίμενα νά μέ στείλετε στήν πηγή ἤ σέ κάποια στάμνα μέ καθαρό νερό κι ἐσεῖς μέ στείλατε νά πιῶ ἀπό τό ἀπόπλυμα. Ποιός ξέρει ἀπό ποῦ ἦταν αὐτό τό νερό, καί βάσει αὐτῶν τῶν λογισμῶν δέν πῆγα νά πιῶ, γιατί δέν βρῆκα διακριτική αὐτήν τήν ἐντολή.
Τοῦ
λέγει ὁ Ἅγιος:
- Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ξέρεις τί ἔχασες; Αὐτό τό ἀπόπλυμα ἦταν ἁγιασμένο, εἶχε ὅλες τίς χάριτες τοῦ Χριστοῦ, δέν ἦταν τυχαῖο ἀπόπλυμα· ἦταν νερό μέ τό ὅποῖον πλύθηκαν τά πόδια τοῦ Χριστοῦ! Καί ἄν τό ἔπαιρνες μέσα σου, θά ἔπαιρνες πάρα πολύ μεγάλη χάρι, θά γινόσουν ἄλλος ἄνθρωπος. Τήν ὑστερήθηκες ὅμως, γιατί ἔβαλες τό δικό σου θέλημα.
Ἀπό
τότε ὁ ὑποτακτικός δέν βρῆκε εἰρήνη
στήν ψυχή του. Πάντα εἶχε λογισμούς μέ
τόν Ἅγιο Παΐσιο καί δέν εἶχε ἐμπιστοσύνη.
Ὁ Ἅγιος Παΐσιος τόν ἔστειλε σέ τάφους
ἁγίων ἀνθρώπων νά προσκυνήση, γιά νά
τοῦ μιλήσουν καί νά τόν συμβουλέψουν.
Πήγαινε αὐτός ὁ ὑποτακτικός, προσκυνοῦσε
αὐτούς τούς ἁγίους τάφους καί οἱ
θαμμένοι ἐκεῖ ἅγιοι ἀσκητές τόν
συμβούλευαν: «Πήγαινε
πίσω στόν Γέροντά σου, κάνε ὑπακοή, ἔχε
πίστι καί μή πιστεύης στούς δικούς σου
λογισμούς».
Καίτοι
τοῦ μιλοῦσαν οἱ ἅγιοι μέ τόση
θαυματουργία, αὐτός ἔμεινε μέχρι τέλους
τῆς ζωῆς του ἀπιστῶν στόν Γέροντα
του. Τί τόν ὠφέλησε τό ὅτι εἶχε ὡς
Γέροντα τόν Ἅγιο Παΐσιο, ἀφοῦ δέν τοῦ
εἶχε ἐμπιστοσύνη καί δέν τοῦ ἔκανε
ὑπακοή!
Βλέπουμε
ἀλλοῦ σέ ἄλλο Πατερικό, ἕναν ὑποτακτικό
νά κάνη ὑπακοή σέ μή πνευματικό Γέροντα
καί νά ἁγιάζη. Γιατί αὐτή ἡ διαφορά; Ἡ
διαφορά ἔγκειται στό ὅτι ὁ μέν ἕνας
εἶχε ἐμπιστοσύνη καί ὑπακοή, ὁ δέ
ἄλλος ἀπιστία καί παρακοή. Πολλοί
ὑποτακτικοί ἄριστοι, στά χρόνια τῶν
παλαιῶν πατέρων, μέ τή μεγάλη τους
παρρησία ἔσωσαν τούς Γέροντές τους.
Ἔλεγε
ἕνας ὑποτακτικός μπροστά στόν θρόνο
τοῦ Θεοῦ: «Κύριε,
ὅπως μέ ἔσωσες δι᾿ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
διά τοῦ σκληροῦ τρόπου πού μοῦ φερόταν,
γιατί ἔτσι ἐπέτρεψε ἡ Πρόνιά Σου νά
ἐκπαιδευθῶ καί νά φθάσω μέχρις ἐδῶ
σωσμένος καί ἐλεημένος, ἐλέησε καί τόν
Γέροντα· συγχώρησέ τον καί φέρε τον ἐδῶ
πού εἶμαι ἐγώ». Καί
ὁ Χριστός δεχόμενος αὐτήν τήν ἔκκλησι,
ἐπειδή εἶχε παρρησία ἡ προσευχή, ἔσωζε
τόν Γέροντα. Αὐτό νά κάνετε κι ἐσεῖς
γιά μένα.
Ἀπό
τά παραδείγματα αὐτά παίρνουμε τήν
ἑξῆς συμβουλή καί ὁδηγία. Μπαίνοντας
στόν κόπο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ὑποταγῆς
πρέπει νά μᾶς διέπη ἡ ἑξῆς σκέψις μέ
τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ: «Ἔρχομαι
νά δουλέψω τόν Χριστό καί νά σώσω τήν
ψυχή μου. Ἔρχομαι ἀπό τόν κόσμο μέ τήν
φώτισι τοῦ Θεοῦ, μέ τόν πόθο τῆς
ἀφιερώσεως γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
γιά νά δουλέψω τόν Χριστό μας. Δέν ἔρχομαι
γιά ἄλλο λόγο· γιά τόν ἄλφα, βῆτα
Γέροντα. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ Γέροντας,
ἐγώ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά
ὑποβάλω τόν ἑαυτό μου κι ὁλόκληρη τήν
ζωή μου στήν ἐκδούλευσι τοῦ Χριστοῦ».
Ὅταν
ἔχω αὐτόν τόν ἰσχυρό λογισμό ὅτι γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά κάνω ὑπομονή,
θά κάνω ὑπακοή, θά τελειώσω τήν ζωή μου
κάτω ἀπό τό θέλημα τοῦ Γέροντός μου,
καί ἄν ἀκόμη ἔρθη ὁ λογισμός νά μοῦ
πῆ ἐκεῖνο, τό ἄλλο, γιά τόν Γέροντά
μου, ἐγώ θά ἀπαντήσω: «Στό
πρόσωπο τοῦ Γέροντος ἐγώ βλέπω τόν
Χριστό. Δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ἐγώ
βλέπω στό πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου
τόν Χριστό, στόν Ὁποῖο θά κάνω ὑπακοή·
ἀδιάφορο τί εἶναι σάν ἄνθρωπος, μέ τίς
ἁμαρτίες του, μέ τά πάθη του καί μέ τίς
ἀρετές του. Ἐγώ φρόντισα νά βρῶ ἕναν
θεοφοβούμενο Γέροντα νά μέ ὁδηγήση
στόν Χριστό. Ἑπομένως οἱ λογισμοί
ἐναντίον του δέν ἔχουν ἐδῶ θέσι, γιατί
ἐγώ δέν ἦρθα νά ὑπακούσω σέ εἴδωλο
ἁγιότητος, ἀλλά βρῆκα ἕναν Γέροντα,
ἕναν ἐκπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά
δουλέψω τόν Χριστό. Ἑπομένως οἱ λογισμοί
αὐτοί δέν πρέπει νά ἔχουν καμμία
ὑπόστασι».
Ἔτσι
ἀκριβῶς συνέβη σέ ἕνα μοναστήρι. Ἐκεῖ
ἦταν ἕνας ὑποτακτικός πάρα πολύ καλός.
Τόν ἀστειευόταν ἤ τόν πείραζαν οἱ
ἀδελφοί, τόν σκανδάλιζαν μέ λόγια, μέ
τό ὕφος, μέ τήν συμπεριφορά τους καί
τόν ἔφερναν σέ δύσκολη θέσι. Τότε ὁ
κακοδαίμων εὕρισκε ἔδαφος καί τοῦ
ἔλεγε: «Φύγε,
αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ δέν εἶναι κἄν
μοναχοί, εἶναι βάρβαροι ἄνθρωποι·
πήγαινε ἀλλοῦ, πήγαινε νά βρῆς ἕναν
Γέροντα νά ἡσυχάσης».
Ἐρχόταν
ὁ ἄγγελος ὁ φωτεινός καί τοῦ ἔλεγε:
«Γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κάνε ὑπομονή».
Τόν
ἔπαιρνε αὐτόν τόν λογισμό, πήγαινε
ἰδιαιτέρως κι ἀφοῦ τόν δούλευε, ἔλεγε:
«Ἐγώ
ἦρθα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐδῶ·
δέν ἦρθα οὔτε γιά τόν Γέροντα, οὔτε
γιά τούς ἀδελφούς. Ὅ,τι κι ἄν εἶναι,
θά κάνω ὑπομονή· τέρμα!» Γιά
νά τό θυμᾶται καλά, τό ἔγραψε σέ ἕνα
χαρτάκι καί τό ἔβαλε στό τσεπάκι του.
Τήν ἐπαύριο πάλι τόν στρίμωχναν οἱ
πατέρες μέ τόν ἴδιο τρόπο. Ὅταν ἐρχόταν
σέ δύσκολη θέσι, πήγαινε ἰδιαιτέρως,
ἔβγαζε τό χαρτάκι του καί διάβαζε τίς
λεξούλες: «Γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά κάνω ὑπομονή
μέχρι θανάτου». Ἔλεγε
στόν λογισμό του: «Ἡ
ὑπόσχεσίς μου στόν Χριστό εἶναι ἡ
μέχρι θανάτου ὑπακοή καί ὑπομονή στό
μοναστήρι».
Διαβάζοντας
αὐτό τό χαρτάκι ἔπαιρνε δύναμι σάν νά
ἦταν τονωτική πνευματική ἔνεσι, τήν
ἐκτόνωνε τήν ἔντασι τῆς ψυχῆς του,
τόν ψυχικό του ὀργανισμό καί ἀντιμετώπιζε
ὑπομονετικά τήν δυσκολία ἐκ τῶν
ἀδελφῶν. Βλέποντας οἱ ἀδελφοί ὅτι
ἔφευγε πηγαίνοντας κάπου καί μετά
ἐρχόταν καινούργιος σέ ὑπομονή καί
ἀνδρεία, σκέφθηκαν ὅτι αὐτός πηγαίνει
καί κάνει κάτι μαγικό καί ἐνισχύεται.
Ἔτσι
εἶπαν στόν Γέροντα: «Γέροντα,
ξέρεις ὁ τάδε ἀδελφός, πού ἐμεῖς
πειράζουμε καί φέρνουμε σέ δύσκολη
θέσι, ἐνῷ φαίνεται ὅτι δυσκολεύεται,
μετά πηγαίνει κάπου καί ἐπιστρέφει
ἤρεμος, γαλήνιος, ἀνδρεῖος. Κάτι μαγικό
κάνει ἐπάνω του».
Ὁ
Γέροντας ἤξερε ὅτι ἦταν γενναῖος καί
καλός ὑποτακτικός καί δέν ἦταν δυνατόν
νά κάνη μαγεία. Σκέφθηκε σοφά, καί κάποια
μέρα τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά κάνη μία
δουλειά πολύ βαρειά, νά σκάψη. Ἔσκαβε
γιά ἐρκετές ὧρες καί ἀφοῦ ἔγινε πτῶμα,
ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Παιδί
μου, τώρα ἔτσι ὅπως εἶσαι, πήγαινε νά
ξεκουραστῆς». Αὐτός,
σάν καλός ὑποτακτικός πού ἦταν, ὅπως
τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, πῆγε νά ξεκουραστῆ
χωρίς προσευχή. Πράγματι, ὅπως ἦταν
κουρασμένος, πτῶμα, κοιμήθηκε χωρίς νά
καταλαβαίνη ποῦ βρίσκεται.
Ὁ
Γέροντας τόν παρακολούθησε καί τήν
νύχτα πῆγε σιγά – σιγά καί πῆρε τό
χαρτάκι ἀπό τό τσεπάκι του· τό ἄνοιξε
ἁπαλά -ἁπαλά, τό διάβασε, εἶδε τί ἔγραφε,
τό ἔβαλε πάλι μέσα, κούμπωσε τό τσεπάκι
κι ἔφυγε.
Τήν
ἐπαύριο ὁ Γέροντας λέγει στούς ἀδελφούς:
- Πατέρες, ἦλθε ὁ καιρός πλέον νά φανερωθοῦν οἱ μαγεῖες αὐτοῦ τοῦ ἀδελφοῦ. Διάκο, πήγαινε καί φέρε ἐδῶ αὐτόν τόν ἀδελφό νά μαζευθῆτε ὅλοι ἐδῶ νά ἀκούσουμε τίς μαγεῖες του.
Ὅλοι
αὐτοί οἱ πατέρες τώρα νικημένοι ἀπό
τόν φθόνο τοῦ διαβόλου καί τή ζήλεια,
περίμεναν μέ ἀγωνία, τί θά ἀκούσουν. Ὁ
ἀδελφός κατάλαβε ὅτι κάτι τέτοιο
συμβαίνει καί προσπαθοῦσε νά ξεφύγη.
Ἀλλά ὁ διάκος τοῦ εἶπε:
- Σέ παρακαλῶ, προχώρησε, ἐντολή Γέροντος.
Ὁ
καλός ὑποτακτικός προχώρησε.
- Παιδί μου, ἐδῶ οἱ πατέρες λένε, ὅτι κάνεις μαγικά μέ κάτι πού ἔχεις μέσα στό τσεπάκι σου. Σέ παρακαλῶ βγάλε τί ἔχει ἐκεῖ μέσα, νά τό δοῦμε.
- Δέν ἔχω, Γέροντα, τίποτα.
- Ὄχι, κάτι ἔχεις, βγάλτο.
- Μόνον αὐτό τό χαρτάκι ἔχω, δέν ἔχω τίποτα ἄλλο.
- Διάκο, πάρε τό χαρτάκι καί διάβασέ το.
Ἀνεβαίνει
ὁ διάκος στόν ἄμβωνα καί διαβάζει:
«Γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θά κάνω ὑπομονή
καί ὑπακοή μέχρι θανάτου».
Μόλις
ἄκουσαν αὐτά τά λόγια οἱ ἀδελφοί πού
τόν πείραζαν, ἔμειναν ἄναυδοι. Ἔκλεισε
τό στόμα, σταμάτησε ἡ ἀναπνοή τους καί
ἀμέσως ἄρχισε ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως!
«Τί κάναμε! Ποιόν πειράζαμε! Ποιόν
συκοφαντούσαμε!»
Τότε
ὁ Γέροντας πῆρε τόν λόγο:
- Πατέρες πλανηθήκαμε· ἄδικα συκοφαντούσατε τόν καλό ἀδελφό σας· γονατίστε καί ζητῆστε συγγνώμη. Καί ἄλλη φορά νά προσέχετε· νά ἐλέγχετε καί μετά νά κατηγορῆτε!
Αὐτό
τό παράδειγμα εἶναι τόσο ὡραῖο καί
φωτεινό γιά ὑπομονή καί ὑπακοή. Γι᾿
αὐτό, ὅταν μᾶς βάλη ὁ κακοδαίμων
λογισμούς, εἴτε γιά τόν Γέροντα, εἴτε
γιά τούς ἀδελφούς, νά λέμε μέσα μας:
«Ὄχι,
ἐγώ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἄφησα
τόν κόσμο, τά νειᾶτα, τούς γονεῖς, τήν
ἐλευθερία, τήν κοσμική προοπτική γιά
μέλλον ἔνδοξο καί ἦρθα στό μοναστήρι
νά δουλέψω τόν Χριστό μου γιά νά σώσω
τήν ψυχή μου. Θά κάνω ὑπομονή καί ὑπακοή·
“Εὐλόγησον” καί “Νά᾿ ναι εὐλογημένο”.
Θά ἀγαπῶ τούς ἀδελφούς μου, δέν θά τούς
κατακρίνω, δέν θά τούς συκοφαντῶ καί
δέν θά μιλῶ γιά τίποτα, ἀλλά θά δέχωμαι
ὅτι γιά ὅλα ἐγώ φταίω. Οἱ λογισμοί μου
ὀφείλονται στήν πολλή μου ὑπερηφάνεια
καί στόν ὀγκώδη καί ἐξωφρενικό ἐγωϊσμό.
Λοιπόν ἀπό ὑπερηφάνεια καί ἐγωϊσμό
μοῦ ἔρχονται ὅλοι οἱ λογισμοί. Ἐάν
ἕνας ἀδελφός μοῦ πῆ ἕνα λόγο, αὐτό
θά εἶναι ἀπό τόν Θεό, θά εἶναι ὁ
καυστήρας τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Τόν ἔβαλε ὁ
Θεός γιά νά μοῦ καυτηριάση τόν ἐγωϊσμό
καί τήν ὑπερηφάνεια, ἀπό τά ὁποῖα
πάσχω τόσο πολύ».
Εἶναι
ἀσθένειες μεγάλες, χρόνιες ἡ ὑπερηφάνεια
κι ὁ ἐγωϊσμός. Εἶναι δύο μεγάλες κακίες
πού ἔχουν περιπλέξει τήν καρδιά τοῦ
κάθε ἀνθρώπου, μεγάλου καί μικροῦ, οἱ
ὁποῖες μᾶς δημιουργοῦν συνέχεια πόνο
καί ὀδύνες κάθε μέρα.
Μᾶς
πείραξε ἕνας ἀδελφός, εἶπε ἕνα λόγο
ἤ βάλαμε κάτι στόν λογισμό μας καί
πονέσαμε; Αὐτό τό ἀγκαθάκι μᾶς χτύπησε
καί τσίγκλισε τήν πληγή, ἐξ οὗ καί ὁ
πόνος, ἐξ οὗ καί ἡ θλῖψις καί ἡ
διαμαρτυρία. Ἐάν δέν εἴχαμε ἀνοιχτή
τήν πληγή τῆς ὑπερηφανείας καί τοῦ
ἐγωϊσμοῦ, δέν θά πονούσαμε. Μᾶλλον θά
ἔπρεπε νά λέμε ὅτι εἶναι εὐλογημένο
τό στόμα τοῦ ἀδελφοῦ πού μᾶς εἶπε
αὐτόν τόν λόγο, ἐκείνη τήν συκοφαντία.
Κι ἔτσι περισσότερο θά αὐξανόταν ἡ
ταπείνωσι.
Μέσα
στό μοναστήρι εἶναι οἱ εὐκαιρίες κάθε
μέρα γιά πρόοδο. Περπατάει στόν δρόμο
ὁ ἕνας ἀδελφός, συναντᾶ τόν ἄλλον καί
τοῦ ἔρχεται ὁ λογισμός: «Ὁ
ἀδελφός δέν μέ κοίταξε καθόλου, δέν μοῦ
μίλησε· τό ὕφος του μοῦ λέει, πώς κάτι
ἔχει μαζί μου» ἤ
«Ἄκουσα
πώς κάτι εἶπε γιά μένα», κι
ἀμέσως πειράζεται, διαμαρτύρεται ὁ
λογισμός του, ὅτι ὁ ἄλλος ἔχει λάθος,
εἶναι ὑπερήφανος καί τόσα ἄλλα.
Ὅλα
τά παραπάνω παραμερίζονται, ὅλα μποροῦμε
νά τά πετάξουμε ἔξω μέ αὐτόν τόν λογισμό:
«Δέν
πειράζει! Εὐλογημένο νά εἶναι, καλά
μοῦ ἔκανε· γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ
πρέπει νά ταπεινωθῆ ἡ ὑπερηφάνεια
μου, νά χτυπηθῆ ὁ ἐγωϊσμός μου».
Καί
κάνοντας τόν πόλεμο καί τήν ἀντίδρασι
ἐσωτερικά, ἡ θεραπεία γίνεται στήν
καρδιά. Ἡ κάθε ἀντίδρασι φέρνει κι ἕνα
ξερρίζωμα μιᾶς ριζίτσας μέ ἀγκάθι.
Ξερριζώνοντας τό ἀγκάθι πού εἶναι
καρφωμένο στήν καρδιά, γιά τήν ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ, πονάει ἡ καρδιά, διότι
πᾶμε ἀντίθετα στό πάθος, ἀλλά αὐτός
ὁ πόνος εἶναι θεραπευτικός. Ἐάν δέν
πονέσουμε, ἐάν δέν ἀντιδράσουμε, ἡ
θεραπεία τῆς καρδιᾶς δέν γίνεται.
Γι᾿
αὐτό βλέπουμε νά περνοῦν τά χρόνια, νά
ὁδηγούμεθα στό γῆρας καί νά μένουν τά
πάθη, νά μένουν οἱ πληγές μέσα μας. Ὅπως
λέει καί ἡ λαϊκή παροιμία: «Εἶδες
γέρο, εἴτε σέ ἀρετή, εἴτε σέ κακία; Ἔτσι
ἦταν καί στά νειᾶτα του». Ὅπως
τό λέγει καί ἡ Γραφή καί τά Πατερικά,
ἔτσι γίνεται. «Συγγηράσκουν
καί συναποθνήσκουν μετά τοῦ ἀνθρώπου
τά κακά καί τά καλά». Καί
τά μέν καί τά δέ, τά παίρνουμε μαζί μας.
Θέλεις ἕνα πετυχημένο γῆρας, μέ
πνευματική κατάστασι καί συνείδησι
θαρραλέα καί πεπαρρησιασμένη; Δούλεψε
τώρα ἐπάνω στήν καρδιά σου, ξερρίζωνε
τίς ρίζες τῶν παθῶν, καί μεθαύριο ἡ
καρδιά θά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό αὐτά καί
θά ἔχη μέσα της μόνον τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ
καί τήν ἀπάθεια.
Ὅταν
ἕνα χωράφι συνεχῶς τό ἐπιμελούμεθα,
ξερριζώνουμε τά ἀγκάθια καί πετᾶμε
τίς πέτρες καί τά πουρνάρια ἔξω· ὅσο
περισσότερο τό καθαρίζουμε, τόσο
μεγαλύτερη προοπτική καρποφορίας ἔχει.
Βέβαια θά πονέσουμε τώρα, ἀλλά ὁ πόνος
εἰς χαράν γενήσεται. Τότε, ὅταν θά μᾶς
κατηγοροῦν, θά μᾶς συκοφαντοῦν κ.λ.π.,
θά λυπούμεθα βέβαια γιά τόν ἄλλον, πού
εἶναι σ᾿ αὐτήν τήν κατάστασι, ἀλλά
δέν θά πονοῦμε. Θά τόν εὐλογοῦμε, θά
τόν συγχωροῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά,
θά τόν βλέπουμε σάν αἴτιο ὠφελείας καί
καρποφορίας. Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιφορά τῆς
εὐλογίας ἀπό τήν πλευρά τῶν ἄλλων θά
εἶναι γιά μᾶς ἐλάφρωσι τῶν ἁμαρτημάτων,
ξεκούρασι ἀπό τά πάθη κι ελευθέρα
εἴσοδος εἰς τόν Παράδεισο.
Ὅταν
θά ἔρθη ἡ ὥρα νά βγῆ ἡ ψυχή μας –ἡ
κάθε ψυχή θά ἔχη χαρακτηριστικά εἴτε
τοῦ Θεοῦ εἴτε τοῦ διαβόλου– ἐάν ἔχη
ἀρετές, θά εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ
Θεοῦ, ὁπότε θά περάση στήν Βασιλεία
Του. Ἐάν ὅμως ἔχη τά χαρακτηριστικά
τοῦ διαβόλου, δηλαδή τῆς ἐμπαθείας καί
τῶν ἁμαρτημάτων, τότε θά πάη μέ τό μέρος
ἐκείνου. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἐπιμεληθοῦμε
τούς χαρακτῆρες μας, γιά νά πετύχουμε
ἐκεῖνα, τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν νά
περάσουμε στόν ἄλλον κόσμο.
Ἐν
κατακλεῖδι ὀφείλουμε σάν ὑποτακτικοί
νά ἐπιμεληθοῦμε, νά προσέξουμε τήν
ὑπακοή μας· νά διώχνουμε κάθε ἐνάντιον
λογισμό καί νά τοποθετηθοῦμε ὁριστικά
καί ἀμετάκλητα στήν ἀπόφασι, ὅτι ἀφοῦ
γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑποταχθήκαμε,
θά ὑπακούωμε καί θά ὑπομένουμε. Τούς
ἐνάντιους λογισμούς γιά τόν Γέροντα
καί τούς ἀδελφούς νά τούς πετᾶμε ἔξω.
Πρός τούς ἀδελφούς ὀφείλουμε ἀγάπη
καί ὑπομονή. Ὅταν ἔχουμε ἀγάπη, δέν
κατακρίνουμε, δέν λογιζόμεθα τό κακό,
δέν σκανδαλιζόμεθα, δέν πονηρευόμεθα.
Ἔτσι κάνοντας ὑπομονή, ἡ ζωή μας
ὁδηγεῖται ἐλπιδοφόρα πρός τήν αἰώνια
ζωή.
Κάθε
ὑποτακτικός πρέπει νά ἐπιμελῆται τήν
τυφλή ὑπακοή καί τήν ὑπακοή στό διακόνημά
του· τό διακόνημα νά μήν τό παραμελῆ.
Ἀμέλεια στό διακόνημα σημαίνει παρακοή
στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί «ἐπικατάρατος
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ποιεῖ τό ἔργον τοῦ
Θεοῦ ἀμελῶς», λέγει
ἡ Γραφή. Ὅταν παίρνουμε ἐντολές, π.χ.
κάνε τοῦτο, κάνε ἐκεῖνο, καί δέν τό
κάνουμε, βρισκόμεθα στήν ἀνυπακοή.
«Εὐλόγησον»
καί
«Νά
᾿ ναι εὐλογημένο».
Πρέπει
νά ἀνεβάσουμε τήν στάθμη τῆς ὑπακοῆς,
διότι δυστυχῶς εἶναι κατεβασμένη.
Χάνουμε τόν σκοπό μας καί δέν ξέρουμε,
γιατί ἤρθαμε ἐδῶ. Γι᾿ αὐτό καί
ἀντιλογοῦμε καί φιλονικοῦμε καί
παρακοῦμε. Ὅλα αὐτά σημαίνουν ὅτι ἡ
στάθμη τῆς ὑπακοῆς κατέβηκε. Νά
πολεμήσουμε μέ κάθε θυσία τήν ἀντιλογία,
τήν φιλονεικία καί τό νά θέλουμε νά
στήσουμε τό ἴδιον θέλημα.
Ὁ
Ἀββᾶς Μωϋσῆς, αὐτός ὁ μεγάλος ἅγιος,
προηγουμένως ὑπῆρξε διάσημος ληστής.
Ἦρθε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, φωτίσθηκε,
ἔγινε ἀσκητής καί ἀργότερα ἔγινε
ἡγούμενος ἀδελφῶν. Αὐτός ὁ ἅγιος
νουθετοῦσε κι ἔλεγε: «Τέκνα,
τρέξατε ὅπου ὑπάρχει ὑπακοή· ἐκεῖ
ὑπέρχει ἀγάπη, ὑπάρχει πρόοδος, ὑπάρχει
χάρις Θεοῦ, ὑπάρχει ἀπάθεια, ὑπάρχει
σωτηρία».
Πολλές
φορές τόν δρόμο αὐτόν τόν τόσο εὔκολο
καί καρποφόρο, τόν κάνουμε πολύ δύσκολο,
ἀνηφορικό, κοπιώδη, διότι στήνουμε τό
ἴδιον θέλημα καί ὄχι τό θέλημα τοῦ
Χριστοῦ διά τοῦ Γέροντος. Πολλές φορές
πίσω ἀπό μία εὐλογία, πού ζητοῦμε νά
μᾶς δοθῆ, κρύβεται τό δικό μας θέλημα.
Παίρνουμε γιά πέντε βαθμούς εὐλογία
κι ἐμεῖς τήν κάνουμε πενῆντα ἤ ἑκατό.
Τήν ξεφτίζουμε τήν εὐλογία, διότι
ἐπαναπαυόμεθα πλανημένα κι ἀρρωστημένα,
ὅτι δῆθεν τήν εὐλογία τήν ἔχουμε
πάρει. Λοιπόν, εἶναι ὑπακοή αὐτή;
Τό
ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ ἀπό πάνω βλέπει·
δέν βλέπει ἐξωτερικά τί εἶπε, ἀλλά τί
σκεπτόταν καί τί ἐφάρμοσε στήν συνέχεια
ὁ ὑποτακτικός· βλέπει βαθύτερα καί
ὄχι ἐπιφανειακά κι ἀνάλογα ἀνταποκρίνεται
ὁ Θεός. Τόν Γέροντα μπορεῖ νά τόν
γελάσουμε, γιατί εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά
τόν Θεό ποτέ. Πρέπει νά εἴμεθα εἰλικρινεῖς
στήν ὑπακοή. Ἄλλοτε μᾶς πλανᾶ ὁ
λογισμός, ὅτι τώρα πού θά φύγη ὁ Γέροντας,
θά ζητήσω ἐκεῖνο, τό ἄλλο ἀπό τόν
ἀναπληρωτή, γιατί ξέρω ὅτι θά μοῦ τό
κάνη, ἐνῷ τώρα πού εἶναι ὁ Γέροντας
δέν θά μοῦ γίνη αὐτό. Εἶναι αὐτό
εἰλικρίνεια στά μάτια τοῦ Θεοῦ; Ὅταν
σκοπεύω νά ζητήσω κάτι κι ἀποβλέπω
ἀλλοῦ, αὐτό τό βλέπει ὁ Θεός καί δέν
θά τό εὐλογήση. Θά μοῦ βγῆ σέ κακό. Ὁ
Γέροντας δέν θά δώση μισθό γιά τήν
ὑπακοή, ὁ Θεός θά δώση καί ὁ Θεός θά
τιμωρήση. Ἐάν δέν χαρακτηρίζουν τήν
ὑπακοή μας ἡ ἀλήθεια καί ἡ εἰλικρίνεια,
θά βρεθοῦμε στό τέλος τῆς ζωῆς μας
κουσουριασμένοι καί μέ δριμύ ἔλεγχο
ἀπό τήν συνείδησι.
Γι᾿
αὐτό, παιδιά μου, προσπαθῆστε μέ ὅλες
τίς δυνάμεις σας νά τοποθετηθῆτε σωστά
στήν ὑπακοή. Μή σᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος
καί δέχεστε λογισμούς ἀπιστίας, ἀνυπακοῆς
καί ἰδιορρυθμίας. Ὅ,τι νουθετεῖσθε,
ὅ,τι δέχεστε σάν συμβουλή κάντε το ὅλοι,
καί τό κέρδος θά εἶναι δικό σας, κανενός
ἄλλου δέν θά εἶναι. Ἐδῶ εἶναι ἕνα
σχολεῖο κι ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τό πῶς
θά ἐπιδοθῆ στά μαθήματα μέ βάσι τήν
ὑπακοή, θά πάρη καί τήν βαθμολογία καί
θά περάση στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
ἐλεύθερα. Ἀμήν.
Τέλος
καί
τῷ
Θεῷ
δόξα!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“ Ἡ
τέχνη
τῆς
σωτηρίας”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις
Ἱερᾶς
Μονῆς
Φιλοθέου
Ἅγιον
Ὄρος
Τόμος
α΄
Κεντρική
διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου