ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ
ΠΑΥΛΟΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
- ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Στήν
ἐξορία
ὁ
Παῦλος
ἔζησε
πιό
πολύ
τό
Θεό
του.
Ἡ
ἐξορία
εἶχε
τήν
πίκρα
της
ἀπηλλαγμένος
ἀναγκαστικά
ἀπό
τίς
πολυποίκιλες
φροντίδες
καί
τίς
μέριμνες
τοῦ
λογικοῦ
ποιμνίου,
ἀπερίσπαστος,
μέσα
σέ
μιά
παρθενική
ἐξωτερική
ἡσυχία
ἀφοσιωνόταν
ἀμέριστα
στό Θεό
του
καί
Τόν
ἀπολάμβανε
μέ
τήν
προσευχή,
τόν
ἱερό
στοχασμό
καί
τή
μελέτη.
Ἔτσι
καί
ὁ
πόνος
τῆς
ἐξορίας
μίκραινε
καί
οἱ
ἐλπίδες
μεγάλωναν
καί
ἡ
θεία
παράκληση
γινόταν
πιό
αἰσθητή.
Βυζαντινοί
ἔμποροι
καί
λόγιοι
ἐγκατεστημένοι
στά
περίχωρα
τῆς
πρωτεύουσας
τῆς
Ἰταλίας
μέ
μεγάλη
προθυμία,
πού
πήγαζε
ἀπό
τήν
ἀγάπη
πού
ἔτρεφαν
γιά
τό
σεπτό
πρόσωπό
του,
τοῦ
παραχώρησαν
μία
ἥσυχη
ἀγροικία
καί
φρόντιζαν
νά
μήν
τοῦ
λείπει
τίποτε.
Ἦταν
ὅμως
τόσο
ὁλιγάρκης
καί
συνηθισμένος
στή
ζωή
τῆς
ἀσκήσεως,
πού
μπροστά
στήν
λιτότητά
του
ἔνοιωθαν
θαυμασμό
καί
ἀμηχανία.
Ἀπό
τή
Βασιλεύουσα
εἶχε
συχνά
εἰδήσεις.
Ναυτικοί,
ἔμποροι,
διπλωμάτες
καί
διανοούμενοι,
ἀλλά
καί
ἄνθρωποι
τῆς
Ἐκκλησίας
διακατεχόμενοι
ἀπό
ἱερό
ζῆλο,
ὁ
πρῶτος
πού
ἐπισκέπτονταν,
ὅταν
ἔφθαναν στήν
Ἰταλία,
ἦταν
ὁ
ἐξόριστος
Πατριάρχης
στήν
ἥσυχη
ἀγροικία
τῆς
Ρώμης.
Ἀρχές
Φθινοπώρου
τοῦ
341
ἦρθαν
ἄνθρωποι
τῆς
Ἐκκλησίας
τῆς
Κωνσταντινουπόλεως
νά
τόν
ἐπισκεφθοῦν.
Ἀνάμεσά
τους
ἦταν
δύο
ἀπό
τούς
πιό
στενούς
συνεργάτες
του.
Ὁ
ἄνθρωπος
τοῦ
Θεοῦ
τούς
δέχτηκε
μέ
πολλή
συγκίνηση.
Τά
νέα
πού
τοῦ
ἔφεραν
ἀπό
τή
Βασιλεύουσα
ἦσαν
συγκλονιστικά.
Μετά
τήν
ἐξορία
του
ὁ
Κωνστάντιος
ἀνέβασε
στόν
Πατριαρχικό
θρόνο
τό
φίλο
του
τόν
Εὐσέβιο
τῆς
Νικομήδειας.
Παραμέρισε
καί
περιφρόνησε
θέληση
Θεοῦ
καί
λαοῦ
καί
σάν
μόνη
πηγή
νομιμότητας
θεώρησε
τή
δική
του
θέληση.
Φαντάστηκε
δέ
ὅτι
ἡ
παρουσία
τοῦ
νέου
Πατριάρχου
θά
παρηγοροῦσε
τούς
εὐσεβεῖς
Κωνσταντινοπολίτες!
Ἀρκεῖ
νά
γέμιζε
ὁ
κενός
πατριαρχικός
θρόνος
καί
πίστευε
μέσα
στόν
σκοτισμό
του
πώς
ὅλα
θά
τελείωναν.
Ἦταν
ὅμως
τόσο
ἔντονη
ἡ
ἀντίθεση
τῶν
δύο
ἀνδρῶν,
ὥστε,
μόλις
ἀνέβηκε
ὁ
Εὐσέβιος
στό
ὕψιστο
αὐτό
ἀξίωμα,
τότε
φάνηκε
πόσο
λαομίσητος
ἦταν.
Ὁ
Ὀρθόδοξος
λαός
ἀντέδρασε,
φώναξε,
διαμαρτυρήθηκε
καί
τελικά
χτυπήθηκε
καί
πληγώθηκε
ψυχικά
καί
σωματικά
ἀπό
τήν
αὐτοκρατορική
ἐξουσία.
Τόν
σκεφτόταν
μέ
συγκίνηση
ὁ
Παῦλος
εἰδικά
τώρα,
πού
ἄκουγε
τίς
ἐκδηλώσεις
τῆς
ἀγωνιστικότητάς
του.
Ὦ,
ὁ
εὐσεβής
λαός!
Οἱ
ἀνώνυμοι
ἥρωες
καί
Μάρτυρες
τῆς
Ὀρθοδοξίας,
πού
σέ
κάθε
ἐποχή
ἡ
θυσία
τους
ἀναπληρώνει
κάθε
δειλία
αὐτῶν
πού
θά
ἔπρεπε
νά
εἶναι
πρῶτοι
στούς
ἀγῶνες
τῆς
πίστεως!
Ὁ
λαός
τοῦ
Κυρίου,
ὁ
προικισμένος
μέ
διαίσθηση
καί
θεοδώρητα
αἰσθητήρια,
γιά
νά
“ὀσφραίνεται”
τό
γνήσιο
ἀπ᾿
τό
κίβδηλο,
τό
ἅγιο
ἀπό
τό
ἀνόσιο,
τήν
ἀλήθεια
ἀπ᾿
τό
ψέμμα!
Ἀρχηγούς
μπορεῖ
νά
στερηθῆ
ὁ
λάος
τοῦ
Θεοῦ,
ἀλλά
αὐτή
τή
μυστική
θεία
καθοδήγηση,
ὄχι.
Αὐτό
παρηγοροῦσε
τήν
ψυχή
τοῦ
Παύλου.
Ἡ
δόξα
ὅμως
τοῦ
ματαιόδοξου
Εὐσεβίου
ἦταν
πολύ
πικρή.
Οἱ
Βυζαντινοί
μέ
ζωηρούς
τόνους
περιέγραψαν
στόν
Πατριάρχη
τά
γενόμενα.
Στήν
ψευδοχειροτονία
του
ἀπό
ἀρειανούς
ἐπισκόπους
ἡ
Μεγάλη
Ἐκκλησία
ἦταν
ἄδεια!
Μάταια
ἐπιστρατεύτηκε
ὅλη
ἡ
αὐτοκρατορική
αὐλή
καί
οἱ
στρατιωτικοί.
Τό
ἐλάχιστο
ἐκκλησίασμα
πράγματι
ἦταν
παράξενο:
ἀδιάφοροι
καί
μᾶλλον
ἐνοχλημένοι
ἀπό
τήν
ἀγγαρεία
τῆς
παρουσίας
τους,
στρατιωτικοί
καθώς
καί
“ἐλαφροί”
τύποι
τῆς
βασιλικῆς
αὐλῆς
κοίταζαν
μέ
ἀναίδεια
καί
φτηνή
περιέργεια
τήν
τελετή,
σάν
νά
ἐπρόκειτο
γιά
κάποια
θεατρική
παράσταση
ἀπ᾿
αὐτές
πού
διασκέδαζαν
τήν
πλήξη
τους
στά
ἀνάκτορα.
Ὁ
Ὀρθόδοξος
λαός
ἀπουσίαζε.
Οἱ
πιό
φλογεροί
εἶχαν
κλείσει
καί
τά
καταστήματά
τους
ὡς
ἔνδειξη
πένθους.
Εὐσεβεῖς
κληρικοί
καί
λαϊκοί
μέ
πρωτοστάτες
τούς
δύο
Νοτάριους,
τόν
Μαρκιανό
καί
τόν
Μαρτύριο,
εἶχαν
καταφύγει
σέ
μία
πρωτοχριστιανική
Ἐκκλησία
στά
περίχωρα
τῆς
Κωνσταντινουπόλεως
καί
ἐκεῖ
ἕνωσαν
τίς
προσευχές
τους
γιά
τόν
ἐξόριστο
Πατριάρχη
τους
καί
γιά
τήν
ἁγία
τοῦ
Χριστοῦ
Ἐκκλησία
πού
δοκιμαζόταν.
Σάν
ἀποτέλεσμα
ὅλων
αὐτῶν
ἦρθαν
οἱ
διωγμοί
κατά
τῶν
Ὀρθοδόξων.
Ὀρθοδόξους
ἱερεῖς
τούς
ἔδιωχναν
ἀπό
τίς
ἐκκλησίες
τους.
Ἄλλους
τούς
καθαιροῦσαν
σάν
ἐπικίνδυνους
στασιαστές,
ἄλλους
τούς
τοποθετοῦσαν
σέ
μακρινές
μικρές
ἐκκλησίες
τῶν
περιχώρων
καί
ἄλλους
τούς
φυλάκιζαν.
Ἡ
δύναμη
τῶν
ἀρειανόφιλων
ἐνισχύθηκε
καθώς
καί
ἡ
μερίδα
τῶν
φίλων
τοῦ
Μακεδόνιου.
Δύο
σατανικές
αἱρέσεις
χτυποῦσαν
συγχρόνως
τήν
Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία
τῆς
Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ
πρῶτοι
πρόσβαλαν
καί
βλασφημοῦσαν
τόν
Υἱόν
τοῦ
Θεοῦ,
τό
δεύτερο
Πρόσωπο
τῆς
Παναγίας
Τριάδος
καί
οἱ
δεύτεροι
ἔκαναν
τό
ἴδιο
γιά
τό
Πανάγιο
Πνεῦμα.
Τολμοῦσαν
ἀνοσίως
νά
θεομαχοῦν
καί
νά
“λακτίζουν
πρός
κέντρα”.
Θλίψις
καί
δάκρυα
στό
μικρό
ποίμνιο
τοῦ
Χριστοῦ...
Σ᾿
αὐτό
τό
σημεῖο
τῆς
διηγήσεως
οἱ
ἀπεσταλμένοι
ἀπέφυγαν
νά
εἰποῦν
στόν
ἄνθρωπο
τοῦ
Θεοῦ
ὅλα
τά
θλιβερά
καί
ὅλες
τίς
βαρβαρότητες
τῶν
αἱρετικῶν,
γιά
νά
μήν
τόν
πληγώσουν.
Ὅμως
κι
αὐτά
πού
εἶπαν
ἔφθασαν,
γιά
νά
γεμίσουν
δάκρυα
τά
μάτια
τοῦ
μεγάλου
ἐξόριστου.
Ἀναγκάστηκε
γιά
λίγο
ν᾿
ἀποσυρθῆ
διακριτικά,
ἐνῶ
οἱ
Βυζαντινοί
θαύμασαν
σιωπηλά
τήν
ἀγάπη
πού
ἔτρεφε
γιά
τό
ποίμνιό
του.
Ὅταν
ξαναῆρθε
κοντά
τους,
τόν
ἄκουσαν
νά
λέη
συγκινημένος:
- Ὦ, μικρόν ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, εὐλογημένον. Μή φοβοῦ, ὁ Κύριος μετά σοῦ ...
Ἐν
τῷ
μεταξύ
οἱ
πιστοί
τῆς
Ρώμης
γνωρίζοντας
ἀπό
κοντά
τήν
φωτεινή
αὐτή
προσωπικότητα
τῆς
ἀνατολικῆς
Ἐκκλησία
ἄρχισαν
νά
τόν
κυκλώνουν
ὀσφραινόμενοι
τά
μῦρα
τῆς
ἁγιότητας
καί
μαζί
τά
μῦρα
τῆς
ἀνατολῆς.
Ἕνας
νέος
Παῦλος
τώρα,
Ὁμολογητής
αὐτός,
γλύκαινε
τά
ψυχικά
αἰσθητήρια
τῶν
Ρωμαίων.
Δέν
πρόλαβαν
ὅμως νά τόν χαροῦν πολύ. Ἐνῶ ἀκόμη οἱ
πρῶτοι ἀπεσταλμένοι δέν εἶχαν ἀναχωρήσει
ἀπό τή Ρώμη, ἕνα μεγάλο καί δυνατό
καράβι τοῦ Βυζαντίου μέ τό Σταυρό τοῦ
Χριστοῦ στά πανιά του ἔφθασε σέ ἕναν
λιμένα τῆς μέσης Ἰταλίας. Ἀμέσως
ἀποβιβάστηκε μία ὁμάδα Βυζαντινῶν
ἀρχόντων μαζί μέ ἕναν σεβαστό Ἐπίσκοπο
καί ἱππεύοντες κατευθύνθηκαν καλπάζοντας
μέ βιασύνη πρός τό κατάλυμα τοῦ ἱεροῦ
Παύλου.
Ἡ
συνάντηση ὑπῆρξε κάτι περισσότερο ἀπό
συγκινητική. Μόλις συνῆλθαν, τοῦ
ἀνακοίνωσαν τόν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ
Εὐσεβίου! Ἐκεῖ πού οἱ ἀρειανοί
ἐθριαμβολογοῦσαν, ἦρθε σάν κεραυνός
ὁ θάνατος τοῦ ἀρχηγοῦ τους. Δέν ἐπέτρεψε
ὁ Θεός νά ταλαιπωρήση περισσότερο τήν
Ἐκκλησία Του.
- Καί τώρα, εἶπε μειδιώντας ὁ πιό ἡλικιωμένος ἀπό τούς Βυζαντινούς ἄρχοντες, ἤρθαμε νά πάρουμε τόν Πατριάρχη μας!
Ὁ
θείος Παῦλος ἔμεινε σκεπτικός νά τόν
κοιτάζη. Ἐπενέβη ὁ Ἐπίσκοπος καί τοῦ
τόνισε πώς ὅλος ὁ λαός ἀλλά καί οἱ
περισσότεροι ἀπό τούς ἄρχοντες καί ὁ
ἱερός κλῆρος ἦσαν ἐπί ποδός καί τούς
ἔστειλαν ὡς ἀντιπροσώπους τους, γιά
νά τόν ἐπαναφέρουν τό ταχύτερο δυνατόν,
πρίν ἐπιστρέψη ὁ Κωνστάντιος ἀπό τήν
Ἀντιόχεια.
Ἡ
ἱστορία ἐπαναλαμβανόταν! Ὁ αὐτοκράτορας
τήν εὐαίσθητη αὐτή περίοδο καί πάλι
ἔλειπε.
Κάθισαν
ὅλοι στό δωμάτιο ὑποδοχῆς καί ἔκαναν
σύσκεψη γύρω ἀπό τό θέμα τῆς ἐπιστροφῆς
τοῦ Πατριάρχη. Ἐνθουσιώδεις ἐκεῖνοι
τόν προέτρεπαν νά μήν ἀργήση τό ταξίδι
τῆς ἐπιστροφῆς, γιά νά προλάβη νά
ἐπανέλθη στόν θρόνο, ἀπό τόν ὁποῖο
ἄδικα κι ἀναίτια τόν ἀπομάκρυναν.
Ὁ
Παῦλος μετά ἀπό σκέψη ὄχι μόνο ἐκείνης
τῆς στιγμῆς ἀλλά μετά ἀπό μελέτη τῆς
καταστάσεως πού εἶχε κάνει σέ ἥσυχες
μοναχικές ὧρες, εἶπε:
- Καί ἄν ἐπιστρέψω, ἀγαπητά μου τέκνα, στήν Βασιλεύουσα, καί πάλι θά μέ ἀπομακρύνη ὁ Βασιλιάς. Αὐτό εἶναι βέβαιο. Ὅμως θά ἤθελα, ὅσο μπορέσω, νά ἐνισχύσω τίς ψυχές πού μοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος. Ἀφῆστε νά προσευχηθοῦμε ἀπόψε καί αὔριο πιστεύω νά γνωρίζουμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου.
Τί
ἔζησε
ὁ
ἅγιος
ἐκεῖνο
τό
βράδυ
τό
γνωρίζει
μόνο
ἐκεῖνος
καί
ὁ
Θεός.
Πάντως
τό
πρωΐ
πού
συναντήθηκαν,
τούς
εἶπε
ἤρεμος:
- Γνωρίζω πώς ἡ ἐπιστροφή μου μέ αὐτές τίς συνθῆκες θά ὁδηγήση στό ἴδιο ἀποτέλεσμα δι᾿ ἐμέ. Πιθανῶς καί σέ χειρότερο. Ὅμως ἔχω τήν ἐωτερική πληροφορία πώς δέν πρέπει ν᾿ ἀφήσω τόν ἀγώνα, ἔστω κι ἄν φθάση μέχρι θανάτου. Ἴσως ὁ Θεός ζητήση ἀπό ἐμέ τήν ὑπερτάτην θυσίαν ὑπέρ τοῦ ποιμνίου, εἶπε καί ἐσίγησε συγκινημένος.
Δέν
τόλμησε
κανείς
νά
διαψεύση
τίς
προβλέψεις
του.
Ὁ
ὁρίζοντας
ἦταν
βαρύς
γιά
τήν
ἐκκλησία
στήν
ἀνατολή.
Ὁ
Παῦλος,
γιά
νά
διαλύση
τή
βαρειά
ἀτμόσφαιρα
τῆς
στιγμῆς
ἐκεῖνης,
χαμογέλασε
μεγαλόψυχα
καί
τούς
παρηγόρησε
λέγοντας:
- Ὅταν ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδείς καθ᾿ ἡμῶν. Φίλτατοι ἄρχοντες τοῦ Βυζαντίου, θαρσεῖτε...
συνεχίζεται....
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό
τό βιβλίο: “ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ”
Διατίθεται
εἰς τήν Ἱεράν Μονήν
Παναγίας
Βαρνάκοβας Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Φωκίδος
Εὐπάλιον
– Δωρίδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου