ΟΜΙΛΙΑ
ΚΕ΄
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος ὅτι, ὅταν ἐμεῖς προετοιμασθοῦμε κατά πάντα, ὑποχρεοῦται ὁ Θεός νά στείλη τήν Χάρι Του. Ἀλλά λέει καί τό ἄλλο:
«Ἐσύ,
ὦ ἄνθρωπε, πρέπει νά ἑτοιμασθῆς· ἀλλά
τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἐάν θά σοῦ δώση, ἐάν
θά ἐπιβλέψη νά σοῦ δώση τήν Χάρι Του.
Πλήν ὅμως πρέπει ἐσύ ἀνθρωπίνως νά
προετοιμασθῆς».
Γι᾿
αὐτό
πολλές
φορές
προετοιμάζεται
κατά
πάντα
ὁ
ἄνθρωπος
καί
δέν
βρίσκει
στήν
προσευχή
ἰδιαίτερη
χάρι.
Συμβαίνει
αὐτό,
ὅπως
εἴπαμε
προηγουμένως,
γιά
νά
τοῦ
δώση
τήν
πεῖρα,
ὅτι
ὅταν
θέλη
ὁ
Θεός
θά
τόν
ἐπισκεφθῆ.
Αὐτός
πρέπει
νά
εἶναι
ἕτοιμος,
τό
δοχεῖο
του
νά
εἶναι
ἄδειο,
καθαρό,
ἀνοιχτό
καί
νά
περιμένη
τήν
εὐλογία
τοῦ
Θεοῦ
νά
τοῦ
δοθῆ.
Ὅταν ὅμως τό δοχεῖο εἶναι ἀκάθαρτο κι ἀπό πάνω εἶναι κλειστό, καί νά θέλη ὁ Θεός νά στείλη ποῦ νά τήν βάλη τήν Χάρι Του; Αὐτό τό ἀμόλυντο πρᾶγμα σέ ποιό δοχεῖο μέσα νά τό βάλη;
Γι᾿ αὐτό γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀνάξιος. Γι᾿ αὐτό καί στό Ἰερόν Του Εὐαγγέλιον μᾶς λέγει ὅτι πρέπει νά καθαρίσουμε τό «ἐσωτερικόν τοῦ ποτηρίου», γιά νά γίνη καί τό ἐξωτερικό καθαρό. Δηλαδή, ἐάν εἶναι καθαρό τό δοχεῖο, θά δεχθοῦμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συνάμα καί ἀξωτερικῶς, στά μέλη τοῦ σώματος θά φανῆ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, θά ἐκδηλωθῆ στά μέλη ἡ καθαρότης τῆς ψυχῆς. Θά φαίνεται ὅπως φαίνονται οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, πού ἔχουν χάρι στό πρόσωπο καί σέ ὅλο τό εἶναι τους. Αὐτή ἡ Χάρις εἶναι μία ἀπόδειξις ἁπτή καί φανερή ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικός. Κι ὅταν ἐννοοῦμε πνευματικό, ἐννοοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ἐπιτυχημένο στήν προσευχή καί στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Αὐτά καί τόσα ἄλλα μᾶς δίδασκε ὁ μακαριστός Γέροντάς μου, τοῦ Ὁποίου ἡ ζωή δέν ἦταν τίποτε ἄλλο παρά μία συνεχής βία ἐπάνω στήν προσευχή. Ὅταν τόν ὑπηρετοῦσα, καί μάλιστα ὅταν πήγαινα νά τοῦ κάνω τόν καφέ γιά τόνωσι γιά τήν ἀγρυπνία στό βασίλεμα τοῦ ἡλίου, δέν μοῦ ἐπέτρεπε νά τοῦ πῶ οὔτε μιά λέξι, ἕνα λογισμό, π.χ. πῶς ξύπνησα ἤ κάτι ἄλλο. Μόνο τοῦ ἔκανα τό καφεδάκι του καί μέ τό νεῦμα μοῦ ἔλεγε: «Φύγε». Αὐτός βρισκότανε στήν προκαταρκτική κατάστασι, διότι θά ἔμπαινε μέσα στό κελί. Ὅταν ἦταν καλοκαίρι βέβαια, ἦταν ἔξω καί ἔμπαινε στό κελλάκι του καί προετοιμαζόταν· προσευχόταν καί σκεπτόταν αὐτά πού εἴπαμε μέσα στό σκοτεινό κελλί, του, ἔτσι ἔμπαινε μέσα στήν καρδιά του γιά ὧρες ὁλόκληρες κι ἐκεῖ ἀδολεσχοῦσε, ὁ Θεός ξέρει!
Πολλές φορές ἐγώ βγαίνοντας πιό μπροστά, σάν πολύ ἀδύνατος πού ἤμουνα καί εἶμαι, τόν ἄκουγα νά ψέλνη κανένα «τροπαράκι», πένθιμο, κατανυκτικό, γύρω ἀπό τήν κουρά τοῦ μεγαλοσχήμου ἤ ἀπό τήν νεκρώσιμο ἀκολουθία. Ἔτσι ἔδινε καί ἕναν ἄλλο τόνο στήν προσευχή, μία ἄλλη χροιά. Ξεκούραζε ἔτσι τό μυαλό του λίγο καί στήν συνέχεια, αὐτός ἤξερε καί ὁ Θεός, πῶς συνέχιζε τόν χρόνο τῆς προσευχῆς! Πολλές φορές ἔμπαινε ἀπό τό βασίλεμα τοῦ ἡλίου μέχρι καί πέρα ἀπό τά μεσάνυχτα. Καί μετά ἔβγαινε κι ἔπιανε τό κομποσχοινάκι του νά κάμη τήν ἀκολουθία του, νά κάμη τόν κανόνα του, αὐτά τά ὑποχρεωτικά πού πρέπει νά κάνη ὁ μοναχός. Ἀλλά τό κύριο μέρος, ἄς ποῦμε ἔτσι, τήν κρέμα τοῦ νοός τήν ἔδινε καθαρῶς στήν προσευχή, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, στήν ἐπαφή τήν ἄμεση μέ τόν Θεό. Καί μετά ἔκανε τό τυπικόν μέρος, γιά νά καλυφθῆ κι ἐκείνη ἡ πλευρά.
Ὅλη λοιπόν αὐτή ἡ ἔμπρακτος διδασκαλία τοῦ Γέροντος πρέπει νά μᾶς γίνη ἕνας φωτεινός ὁδηγός πρός τήν προσευχή. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε στήν περιεκτική βοήθεια πρωτίστως. Ἐάν σφάλλουμε ἐδῶ, δέν θά πετύχουμε τήν προσευχή. Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει τήν ἡμέρα νά ξεφεύγουμε σέ περιττά πράγματα. Νά κάνουμε τό διακόνημά μας προσεκτικά καί νά λέμε τήν προσευχή, ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Γέροντας. Καί ἐπειδή κατά τήν ἡμέρα μέ τό διακόνημα γίνεται περισπασμός, γι᾿ αὐτό βοηθεῖ περισσότερο τόν ἀρχάριο νά λέγεται προφορικά ἡ προσευχή ἐκεῖ πού κάνει τήν ἐργασία του, τή δουλίτσα του. Βέβαια δέν θά κερδίση, ὅπως κερδίζει κατά τήν ὥρα τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς, ἄς ποῦμε ὀγδόντα ἤ ἑκατό τοῖς ἑκατό, ἀλλά μπορεῖ νά κερδίση τό πενῆντα ἤ τό τριάντα τοῖς ἑκατό. Στό διακόνημα ὅταν λέγεται ἡ εὐχή, ἡ προφορική ἐπίκλησι κατά τήν ἡμέρα, ἔχει σάν σκοπό νά βοηθήση τήν κυρίως προσευχή κατά τήν νύχτα. Ἑπομένως ἔχει μεγίστη σημασία νά λέγεται ἡ εὐχή προφορικά τήν ἡμέρα καί νά ἔχουμε προσοχή στίς πέντε αἰσθήσεις καί κυρίως στήν γλῶσσα μας.
Νά μήν λέμε περιττά πράγματα, νά μήν παραβαίνουμε τίς ἐντολές πού δεχόμεθα ἀπό τόν Γέροντα. Ὁ Γέροντας μᾶς νουθετεῖ καί μᾶς λέει:
«Μή ἀργολογῆς, παιδί μου· μήν πιάνης συζητήσεις περιττές· μή μπαίνης στό κελλί τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐφ᾿ ὅσον ἔχεις ἐντολή νά μήν ἀργολογήσης».
Ὅταν μπαίνης καί ἀργολογῆς, λέγοντας πράγματα περιττά, προσβάλλεις τήν ὑπακοή, παραβαίνεις τήν ἐντολή, προσβάλλεις τήν προεργασία, τήν βοήθεια τήν πρώτη καί τήν προσευχή τήν κυρίως κατόπιν. Καί ἔρχεσαι καί λές:
«Μά δέν βρίσκω προσευχή, νοιώθω ἄδειος μέσα μου».
Ναί, ἀλλά προηγουμένως τί συνέβη!
Λοιπόν, ὅταν ὁ ὑποτακτικός δέν προσέξη ὅλα αὐτά, δέν βρίσκει ὕστερα τίποτε στήν προσευχή του. Γι᾿ αὐτό λέμε νά προσέχετε τόν λογισμό. Σέ προσβάλλουν διάφοροι λογισμοί ξεκινώντας ἀπό τά πάθη, ἔχε τόν νοῦ σου νά λές προφορικά τήν εὐχή καί νά δείχνης καταφρόνησι στούς λογισμούς, σάν νά μήν εἶναι τίποτε. Κράτα τήν προσευχή, καταφρόνησε τούς λογισμούς καί ἰδού βάζουμε τήν σωστή ἀρχή, βάζουμε τό καλό θεμέλιο, δίνουμε περιεκτική βοήθεια στήν ψυχή καί στήν συνέχεια στήν προσευχή, κι ἔτσι πᾶμε κατευθεῖαν πρός τόν σκοπό. Δέν εἶναι δύσκολο πρᾶγμα αὐτό, διότι ποτέ ὁ πνευματικός ἀγώνας δέν ἔχει κόπο καί μόχθο, ὅταν βαδίζουμε ἔτσι. Μετά ἀπό ἔνα μικρό κόπο πού καταβάλλει κανείς, θά νοιώση ξεκούραστα μέσα του. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό νά μή μιλήσω περιττά λόγια μέ τόν ἀδελφό καί νά λέω προφορικά τήν εὐχή εἶναι κόπος; Μά τό τί θά νοιώσης, παιδί μου, μετά ἀπό τήν φυλακή καί τήν προσευχή αὐτή, πῶς μπορεῖ νά ἑρμηνευθῆ;
Θυμοῦμαι, ἐκεῖ πού ἤμασταν μέ τόν Γέροντα καί εἴχαμε αὐτές τίς ἐντολές καί προσπαθούσαμε μέ τήν εὐχή Του νά φυλάξουμε ἀκρίβεια, συνέβαινε μετά τό ἑξῆς: Ἔβλεπες τόν ἀδελφό, τηρώντας ὅλα αὐτά τοῦ Γέροντα, ὅτι ἀκόμη καί στήν ἀνάγκη του τήν φυσική πού πήγαινε, πότιζε τόν τόπο μέ δάκρυα. Πήγαινε νά κοιμηθῆ καί δέν μποροῦσε ἀπό τά δάκρυα νά τόν πάρη ὁ ὕπνος. Μόλις ἄνοιγε τά μάτια του, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἔδινε τό πρῶτο παρόν. Ὅ,τι καί νά ἔκαμνε, ὁ νοῦς ἀδολεσχοῦσε πνευματικά. Ἰδού ὁ καρπός τῆς τηρήσεως τῆς ὑπακοῆς. Λοιπόν, αὐτός ὁ ἄνθρωπος κοπίαζε, ὅταν ἔκλαιγε, ὅταν δάκρυζε; Ὄχι. Ἦταν ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἤ μᾶλλον ὁ καρπός τῆς γεωργίας μετά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν καί τόν κόπο τῆς ὑπακοῆς πού ἐργαζόταν. Αὐτά τά δάκρυα ἐρχόταν σάν ἐπικαρπία τοῦ ἀγῶνος καί ἦταν στήν οὐσία δάκρυα ἀγαλλιάσεως πνευματικῆς.
Ἐπομένως καί τήν ἡμέρα ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πού ἐργάζεται τό διακόνημα τό περισπαστικό, δέν παύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά τόν ἐπισκέπτεται, καθ᾿ ὄν χρόνον αὐτός ἔχει στόν νοῦ του τό πῶς νά τηρήση τούς ὅρους τῆς ὑπακοῆς. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ὑποτακτικός αὐτός ἐφαρμόση αὐτούς τούς ὅρους καί νοιώση τήν ἐπικαρπία, πῶς εἶναι δυνατόν νά μή γευθῆ πλούσια Χάρι καί θεϊκή εὐλογία· νά μήν ἔρχεται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τόν Θεό καί μέ τήν ψυχή τοῦ Γέροντος καί νά μήν ἐπιτύχη τήν πνευματική ἕνωσι! Ἔτσι ἁπλοποιημένη ἡ πνευματική ἕνωσις δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πού γνωρίζεται στήν ψυχή τοῦ ἀγωνιζομένου ὑποτακτικοῦ.
Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος δέν σπούδασε Θεολογία σέ κανένα Πανεπιστήμιο, ἀλλά τήν σπούδασε στόν μοναχισμό διά τῆς ἀπολύτου ὑπακοῆς καί πίστεως πρός τόν πνευματικό του πατέρα. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὡς βραβεῖο δέχθηκε τήν ὅλη θεολογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτό ὅσα ἐθεολόγησε, ἔγιναν τελείως ἀποδεκτά ἀπό τούς ἐπιστήμονας θεολόγους, ὅτι εἶναι ὄντως θεολογία, παρ᾿ ὅ,τι σέ πολλά σημεῖα δέν μπόρεσαν νά μποῦν στό θεολογικό νόημα τό ὁποῖον ἔνοιωθε αὐτός ὁ ἀπό Θεοῦ θεολόγος. Μπορεῖ νά ἐκφράσθηκε θεολογικά, ἀλλά τό βάθος καί τό μέγεθος τῆς ἐπιγνώσεως τῆς θεολογίας του αὐτῆς δέν ἦταν δυνατόν νά καταχωρηθῆ στά βιβλία.
Τώρα μένει σέ μᾶς ἐδῶ, νά βιασθοῦμε μέ ὅσα ἐδῶ μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί δι᾿ εὐχῶν τοῦ Γέροντος εἴπαμε. Δέν εἶναι καθόλου δύσκολο· εἶναι πάρα πολύ εὔκολο. Ὅταν μιλᾶ κανείς πολλά καί περιττά, κουράζεται. Ὅταν σιωπᾶ μέσα του γίνεται δουλειά. Ξεκουράζεται πνευματικῶς, γιατί ἔχει σάν μελέτη κάτι τό πνευματικό. Καί ἡ μελέτη ἡ πνευματική φέρνει ξεκούρασι τῆς ψυχῆς. Εἶναι κόπος λοιπόν τό νά σιωπήση κανείς ἤ νά φυλάξη ὑπακοή, ὅταν γνωρίζη ὅτι ἡ ὑπακοή θά τόν ὁδηγήση σέ τέτοια μέτρα πνευματικά, ὥστε κι ἄν ὁ θάνατος τόν εὕρη τό βράδυ ἤ τό πρωΐ, ἀπό κεῖ καί πέρα θά πετύχη τόν αἰώνιο σκοπό του καί θά συναριθμηθῆ μέ τούς ἀγγέλους μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Θά ἀποτελέση κι αὐτός ἕνα μέρος ἐκεῖ τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος καί θά συμψάλλη ἐκεῖνα τά ἀπόρρητα, ἐκεῖνα τά ἀνερμήνευτα ἄσματα πού ψάλλουν οἱ ἄγγελοι γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ αἰώνια!
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού θά κοπιάση λίγο γιά νά φθάση σ᾿ αὐτά τά μέτρα, βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του καί νοιώθει τόση ἀγάπη, πού χωράει μέσα στήν καρδιά του ὅλους τούς συνανθρώπους του. Αὐτός πού ἀγαπᾶ ἔτσι, νοιώθει εὐτυχία. Ἀντίθετα ἐκεῖνος πού δέν ἔχει ἀγάπη, ὑποφέρει μέσα του, πικραίνεται, φαρμακώνεται, δηλητηριάζεται.
Ὅταν παραστρατοῦμε ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς ὑπακοῆς, πού εἶναι ἑρμηνεία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σφάλουμε, πικραινόμεθα, ὑστερούμεθα, δέν προχωροῦμε, δέν γινόμεθα πνευματικῶς εὐτυχεῖς. Ἑπομένως πρέπει νά βιασθοῦμε, νά ἀγωνισθοῦμε καί ὁ ἀγώνας θά φέρη τόν καρπό τόν πνευματικό. Ἄλλωστε ὁ σκοπός μας πού ἤλθαμε ἐδῶ, εἶναι νά ἐπιτύχουμε τήν ἀλλαγή τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου.
Ἔχουμε ἕνα σύγχρονο ἅγιο, τόν Γέροντα τόν δικό μας μέ σύγχρονη διδασκαλία, ὁ ὁποῖος τώρα εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς τόν οὐρανόν καί μᾶς παρακολουθεῖ ἐδῶ κάτω, τί κάνουμε ἐμεῖς καί ἄν ἐφαρμόζουμε τήν ζωή καί τά λόγια του. Βέβαια δέν μποροῦμε νά φθάσουμε τήν ζωή του, οὔτε τήν κατάστασί του. Ὥστόσο ὅμως μποροῦμε κατά ἕνα μέρος, κατά ποσοστό νά τόν ἀκολουθήσουμε.
«Χριστός
χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς
αἰῶνας» μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος (Ἑβρ. Ιγ΄: 8)
Ἄς
ἀγωνισθοῦμε, λοιπόν, προσέχοντας τήν
ἡμέρα νά λέμε τήν προσευχή. Ἐκεῖνος
πού μπορεῖ, νοερῶς, κι ἐκεῖνος πού
εἶναι ἀρχάριος, ἄς τήν λέη καλύτερα
προφορικά. Ὁ καθένας νά κάνη τό διακόνημά
του σάν νά ὑπηρετῆ τόν Θεό καί τούς
ἀγγέλους. Οἱ ἄγγελοι εἶναι οἱ ἀδελφοί
μας. Νά σκέπτεσθε ὅτι ἡ ἀργολογία εἶναι
κακό πρᾶγμα, γιατί θολώνει τό μυαλό τοῦ
ἀνθρώπου καί τόν δυσκολεύει τή νύχτα.
Μαζί μέ τήν προσευχή μπορεῖτε νά
μελετήσετε καί τόσες ἄλλες ὠφέλιμες
καί πνευματικές μελέτες. Στήν Ἐκκλησία
προσεκτικά νά παραμένετε στό στασίδι
καί νά μή γίνωνται εὔκολα μετακινήσεις
ἐκτός ἀπολύτου ἀνάγκης. Χτυπάει τό
ξύλο; Νά μαζευώμεθα στήν Ἐκκλησία, ὅπως
μαζεύτηκαν στήν Κιβωτό τά διάφορα ζῶα,
ὅταν χτύπησε τόν «κόπανο»
ὁ
Νῶε, γιά νά γλυτώσουν ἀπό τόν κατακλυσμο.
Κι ἐμεῖς γλυτώνουμε ἀπό τόν κατακλυσμό
τῆς ἁμαρτίας τρέχοντας στήν Ἐκκλησία,
γιατί ὅταν εἴμεθα ὅλοι μάζι, ἑνώνουμε
τίς προσευχές μας καί παίρνουμε θάρρος.
Ἄν ἡ δική μου προσευχή εἶναι ἀδύναμη,
τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι δυνατή καί κοντά
στοῦ ἀδελφοῦ μου θά παή καί ἡ δκή μου.
Ὁ ἄγγελος πού θά ἔλθη δίπλα του νά τόν
βοηθήση, θά βοηθήση κι ἐμένα μέ τήν
παρουσία του νά μήν ἔρθη σέ μένα ὁ
πειρασμός, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι ἐν
τάξει· ὁ πειρασμός θά φύγη ἀπό μένα.
«Ἀδελφός
ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις
ὀχυρά» (Παροιμ.
18 : 19). Ἔτσι, λοιπόν, ὅλοι μαζί νά τρέχουμε καί στήν Ἐκκλησία καί στήν ἐργασία. Μετά ἀπό τήν τράπεζα νά φεύγουμε ἤρεμα, ἥσυχα γιά νά ξεκουραστοῦμε, καί νά μή μαζευώμαστε κάπου γιά ἀργολογία. Ἀμέσως στό κελλάκι μας νά ξαπλώσουμε στήν ὥρα μας καί στήν συνέχεια νά σηκωθοῦμε μέ τό ἐγερτήριο, γιά νά ἀρχίση ἡ προσευχή· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» μέ τήν κατάνυξι, τό πένθος καί τήν παρακτική μέθοδο. Ἐμεῖς θά δώσουμε τόν ἑαυτό μας, τήν προαίρεσί μας κι ὁ Θεός ἀπό πάνω θά μᾶς δώση τίς εὐλογίες Του.
Ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ἔχει τήν μέριμνά μας, ἐπειδή εἶναι πάνω ψηλά κι ἔχει τέλεια ἐπαφή μέ τόν Θεό – Τοῦ μιλάει τώρα μέ ἄλλο στόμα καί μέ ἄλλα λόγια· Τόν παρακαλεῖ νά μᾶς στείλη τήν βοήθειά Του καί τήν εὐλογία Του. Κι αὐτός προσωπικά ἀοράτως μᾶς παρακολουθεῖ καί θά μᾶς παρακολουθῆ καί στήν συνέχεια γιά νά μπορέσουμε κι ἐμεῖς πνευματικῶς καί μοναστικῶς νά ὀρθοποδήσουμε, νά σώσουμε καί τόν ἑαυτό μας, καί τόν πλησίον μας νά βοηθήσουμε κατά τό ἀδελφικό χρέος.
Ἀμήν. Γένοιτο!
Τέλος
καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“ Ἡ
τέχνη τῆς
σωτηρίας”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις
Ἱερᾶς
Μονῆς
Φιλοθέου
Ἅγιον
Ὄρος
Τόμος
α΄
Κεντρική
διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου