Εἰσαγωγικά
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄς ἀρχίσουμε μ’ ἕνα περιστατικό πού τό διηγεῖται ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος:
« Μία φορά εἶχε ἔλθει μία κυρία ἐδῶ καί μοῦ ἔλεγε ὅτι πάσχει ἀπό κατάθλιψη, καί μοῦ ζητοῦσε νά τή συμβουλέψω τί πρέπει νά κάνει, γιά νά γλιτώσει ἀπ’ αὐτό τό πράγμα. Τώρα ἡ αἰτία πού ἦλθα ἐδῶ, ἔλεγε, εἶναι ὅτι μέ μάλωσε ὁ ἄνδρας μου, γιατί εἶχα κάνει κάποιο λάθος, καί ἐκεῖ ἀγανάκτησε καί μοῦ φέρθηκε πολύ ἄσχημα καί μ’ ἐπίασε πολύ δυνατή κατάθλιψη.
Δέν ἔφαγα τό βράδυ, ὅλη τή νύχτα ἤμουνα μελαγχολική, ζοῦσα σ’ ἕνα πέλαγος, μέσα σέ μία μαυρίλα σέ μία ἀπελπισία, τέτοιοι λογισμοί ὅτι, τί τή θέλω τή ζωή; Τί τή θέλω ἤ καλύτερα εἶναι νά μή ζῶ, ὅλο τέτοιες ἰδέες πού μοῦ δυνάμωναν τήν κατάθλιψη μέχρι αὐτοκτονίας. Κοιμήθηκα, ἀλλά καί τό πρωί ὅμως ἤμουνα βαριά, ὁ σύζυγός μου προσπάθησε νά μοῦ μιλήσει, ἀλλά ἐγώ δέ μιλοῦσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, ἔφτιαξε μόνος του τόν καφέ, εἶπε νά μοῦ φέρει καφέ, ἐγώ δέν ἤθελα κι ἔφυγε.
Αὐτή τυλιγμένη στό πάπλωμα, σοῦ λέω, ὅπως μοῦ τά ἔλεγε, νηστική, ζοῦσε, ἄς ποῦμε, τήν κατάθλιψη. Εἶναι ἕνα αἴσθημα δυσάρεστο, τό ὁποῖο σέ καταλαμβάνει, καί σέ καθηλώνει. Οὔτε νά σκεφθεῖς, οὔτε... Σκέφτεσαι αὐτό. Νομίζεις ὅτι ἐσύ σκέφτεσαι σοβαρά πράγματα. Ἐνῶ ἐσύ εἶσαι αἰχμάλωτος μίας ἰδέας. Πάντοτε ὅταν ἔχω καιρό κάτι λέω, ἀλλά ἅμα εἶμαι κουρασμένος δέν μπορῶ νά μιλήσω.
Λοιπόν. Τῆς λέω, ξέρω ἐγώ ἕνα πολύ μεγάλο φάρμακο, ἀλλά, πρέπει νά μοῦ δώσεις προσοχή γιά νά σοῦ τό πῶ.
Τῆς ἔκανα τήν ἐρώτηση, ἄν μετά ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο εὐχάριστο γεγονός. Καί μοῦ εἶπε, ὅτι ναί, ἐνῶ ἤμουνα ξάπλα, κατά τίς δέκα καί μισή, ἀκούω τό κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ, νά χτυπάει ἐπίμονα, βρού, βρού, βρού. Ἐγώ ἔτσι ἤμουνα τυλιγμένη, ὅπως ἀπό τό βράδυ, καί, εἶδα πού ἐπέμενε καί σηκώθηκα, ἔριξα ἀπό πάνω τό παλτό μου καί πῆγα καί ἄνοιξα καί μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη πού σπουδάζαμε στό Ἀρσάκειο, καί μέ χαρά μέ ἀγκαλιάζει, μέ φιλεῖ, μοῦ λέει, νά σού πῶ ἕνα εὐχάριστο γεγονός, σκιρτοῦσε ἀπό τή χαρά. Ἦρθε <ἡ τάδε> ἀπό τό Κάιρο καί εἶναι στό Ξενοδοχεῖο Πάγγειο στήν Ὁμόνοια.
Φιληθήκαμε ἐκεῖ πέρα, μοῦ ‘λεγε, ἔτσι τοῦτο, ἔτσι ἐκεῖνο... Μάλιστα θυμοῦμαι καί λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, καί αὐτή πῆγε καθηγήτρια σέ μία σχολή τοῦ Καΐρου, ἑλληνική. Λοιπόν, καί ἑτοιμάστηκα, λέει, μέ χαρά, μοῦ ‘λεγε ὅλο χαρούμενα πράγματα καί ἐπήγαμε, πήραμε ταξί καί πήγαμε στήν Ὁμόνοια, πήγαμε στό Πάγγειο, ἄλλες χαρές ἐκεῖ πέρα, μετά κουβεντιάσαμε ἐκεῖ, μετά βγήκαμε ἔξω γιά νά ψωνίσει διάφορα πράγματα καί νά κάνει ὁρισμένες ἐργασίες πού ἔπρεπε νά κάνει. Λέω πῶς πέρασες; Μοῦ φύγανε ὅλα, λέει. Ὅλα μου φύγανε. Λέω, ἀλήθεια; Ἀπό τή στιγμή πού μπῆκε ἡ φίλη μου μέσα, ἔφυγαν ὅλα. Κι ἐσύ ἀπό πότε τά εἶχες αὐτά; Τά εἶχα ἀπό τήν περασμένη ἡμέρα τό μεσημέρι. Αἰχμάλωτη, λέει, αἰχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα καί ὁ ἄνδρας μου ἐψυχράνθηκε καί ἔφυγε ψυχραμένος καί ἐγώ ὑποφερνα ἐκεῖ πέρα.
Τῆς λέω, πῶς τό βλέπεις αὐτό;
Δέν τοῦ ἔχω δώσει σημασία, μοῦ λέει. Τώρα πού ἐσύ θέλεις νά μοῦ πεῖς πάνω σ’ αὐτό τό θέμα, βλέπω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό. Τῆς λέω ξέρεις μουσικά; Ἤξερα πιάνο, λέει, ἀλλά τά ‘χω ἐγκαταλείψει ὅλα ἕνεκα τῆς καταθλίψεως, ζῶ ὅλο μέ τά φάρμακα.
Δέν θέλω, λέει, οὔτε τό σπίτι κοιτάζω καλά, οὔτε μουσικά πού ἤξερα. Τά παράτησα, τά ‘χω ξεχάσει, μοῦ λέει. Λοιπόν, τῆς εἶπα πολλά πράματα γιά τά μουσικά καί περισσότερό τῆς εἶπα, πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό, εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα, πού αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό, ἀλλά εἶναι τό σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει ἔπειτα τήν ψυχή καί τήν κάνει ἄλλο.
Δηλαδή αὐτό τό ὁποῖο τήν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχική δύναμις καί ἀντί νά γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος τή δύναμη αὐτή τήν ψυχική, τήν ἔκανε κατάθλιψη καί βασάνιζε τόν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τῆς εἶπα, σιγά-σιγά ν’ ἀρχίσει νά παίζει πιάνο. Καί περισσότερο ἀπό ὅλα τῆς εἶπα νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν προσευχή καί νά δώσει σημασία στήν ἔννοια ὅτι πρέπει νά γνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τό Χριστό.
Τῆς εἶπα παραδείγματα, πώς βλέπουμε πολλές φορές, μία μητέρα νά λαχταράει τό παιδάκι της, πού τό ‘χει στήν ἀγκαλιά, νά τό φιλεῖ μέ μία λαχτάρα, εἶναι κάτι παραδείγματα πού μᾶς κάνουνε ἔτσι... Κάπως, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀγαπήσουμε τό Χριστό, μέ μία λαχτάρα.
Κύριον αἴτιον εἰς τήν κατάθλιψη καί σέ ὅλα αὐτά πού τά λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, πού μαζί μ’ αὐτά εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδή πειρασμικά πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμό μέσα σου.
Καί τῆς εἶπα, πῶς θά κατορθώσει, μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση, νά τή μεταβάλει σέ χαρά. Μέσα στή θρησκεία μας εἶναι αὐτό τό πράγμα πάρα πολύ, καί οἱ Ἅγιοί μας τό εἴχανε πάρα πολύ. Δηλαδή εἶχαν εὕρει τρόπο νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά.
Και αὐτός ὁ τρόπος ἤτανε ἔτσι, ξέρανε πῶς θά δοθοῦνε στό Θεό. Μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, μέ τή προσευχή καί γι’ αὐτό ἐφώναζαν μέ καύχημα οἱ Ἀπόστολοι καί ἔλεγον, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου». Τόσο δυνατό πού ἤτανε τό αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιά νά τούς συντρίψει, αὐτό τό αἴσθημα τό πολύ δυνατό πού ἤτανε, ἄς ποῦμε, μία ψυχικά δύναμη δική τους, τό παίρνανε αὐτοί, τό δίνανε στό Θεό, τό κάνανε προσευχή, τό κάνανε χαρά καί ἀγαλλίαση ἐν Κυρίω.
Ἕνας μασῶνος, ἄς ποῦμε, ἔβλεπα πού ἤτανε ἐδῶ γείτονας, καί μοῦ εἶπε, αὐτό τό πράγμα εἶναι μία τρέλα, λέει, τί εἶναι, λέει, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι... οἱ Ἀπόστολοι. Τοῦ τό λέω, γιά τρέλα, λέω, καί τοῦ τό ἐξήγησα καί εὐχαριστήθηκε. Μακάρι, λέει, νά μποροῦσα κι ἐγώ νά κάνω τή μεταποίηση αὐτή, ἀλλά κατέχομαι πολύ, μοῦ λέει, ἀπό κατάθλιψη. Κι ἔχω ξοδέψει πολλά κι ἔχω γυρίσει στήν Εὐρώπη καί οἱ τσέπες μου εἶναι γεμάτες φάρμακα.
Λοιπόν αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ πάνω σ’ αὐτά πού ἔχω ἰδεῖ στή ζωή μου, ἀπό ἀνθρώπους, πού κατείχοντο ἀπό τέτοια συναισθήματα, δηλαδή σατανικά συναισθήματα, δηλαδή ὁ διάβολος, ὁ κακός ἑαυτός μας, κατορθώνει καί παίρνει ἀπό τή μπαταρία τῆς ψυχῆς μας, πού ἔχει τή δύναμη γιά νά κάνομε τό καλό, τήν προσευχή, τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη, τήν ἕνωσή μας μέ τό Θεό, αὐτός κατορθώνει καί μᾶς παίρνει αὐτή τήν ἐνέργεια καί τήν κάνει θλίψη, κατάθλιψη, καί ξέρω πώς τά λένε οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι. Ἐμεῖς δέν τά λέμε ἔτσι, τά λέμε σατανική ἐνέργεια. Λέμε ἀκηδία, λέμε λογισμοί, καί λέμε ὁ διάβολος τῆς ἀκηδίας, ὁ διάβολος τῆς πορνείας, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, γιά κάθε σατανική ἐνέργεια πού μᾶς δημιουργοῦν...
Λοιπόν καί ἐκείνη ἐκεῖ ἡ κυρία, ἡ πρώτη, πού σᾶς εἶπα, ἄρχισε νά ξαναγυρίζει πάλι νά μάθει μουσικά, ἐπήγαινε καί ἐξομολογιότανε σ’ ἔνανε παπά, αὐτός ὁ παπάς ἤτανε πολύ καλός καί ἁγιώτατος. Ἔτρεχε ὅλην τήν ἡμέρα, νά πάει νά ἐξομολογήσει, νά κάνει... Λοιπόν ἐπήγαινε.
Μετά πῆγε καί τόν ἄντρα της, ἐξομολογήθηκε κι ἐκεῖνος καί πῆρε μεταβολή σέ ὅλα καί ἐρχότανε. Λοιπόν, αὐτό εἶναι τό μυστικό. Πῶς θά μπορέσει κανείς νά γυρίσει; Ἐκεῖ πού τόν ἔχει καταλάβει κάτι κακό, νά σκεφτεῖ κάτι ἄλλο. Εἶναι λίγο δύσκολο, ἀλλά ὅταν προετοιμαστεῖ... Προετοιμασία εἶναι ἡ ταπείνωση, ἐ! αὐτό εἶναι. Τέτοιοι ἄνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δέν δέχονται, δέν δέχονται νά τούς θίξεις, νά τούς πεῖς, αὐτό θά τό κάνεις ἔτσι. Μά δέν μπορῶ, τό λέει ἡ ἐπιστήμη. Βρέ, τοῦ λέω, κάντο καημένε καί ἄς τό λέει ἡ ἐπιστήμη. Πές: Ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στό Γέροντα»[1].
Τό βασικό αἴτιο τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀποβολή τοῦ ἐγωισμοῦ διά τῆς ὑπακοῆς πού εἶναι ἔμπρακτη ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός ἑλκύει τούς διάφορες δαίμονες (ἀκηδίας, λύπης, πορνείας κ.λ.π.). Ἡ ταπείνωση τούς συντρίβει ὅπως ἐπιβεβαιώνει ὁ Μ. Ἀντώνιος πού εἶδε ἁπλωμένες ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες καί ἔφριξε. «Ποῖος μπορεῖ νά τίς περάσει χωρίς νά πιαστεῖ ἔστω ἀπό μία;». Καί τότε ἔλαβε τήν ἀπάντηση ἀπό τόν Κύριο: «Ἡ ταπεινοφροσύνη». Δρόμοι πού ὁδηγοῦν στήν ταπεινοφροσύνη σύμφωνα μέ τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο εἶναι : α)τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὅλους, β)ἡ ἀγάπη τοῦ σωματικοῦ κόπου καί γ) ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ὅταν κάποιος προσεύχεται ταπεινώνεται (διότι ἐκλιπαρώντας γιά τό Θεῖο ἔλεος ὁμοιάζει μέ τόν ζητιάνο) καί διώχνει ἄμεσα τήν ἀκηδία, τήν λύπη καί τήν κατάθλιψη. Τό ἐπιβεβαιώνει τό ἀκόλουθο περιστατικό τοῦ Ἁγ. Πορφυρίου.
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος: «Νά σᾶς πῶ. Εἶχα ἐδῶ ἕνα παιδί, στό σπίτι τοῦ τάκανε ἄνω-κάτω, παίδευε τούς γονεῖς του καί ὑποφέρνε πάρα πολύ. Καί εἶπαν οἱ γονεῖς του νά τό φέρουν ἐδῶ. Τό φέραν ἐδῶ, ἀσχολήθηκε μέ τόν κῆπο, πάνου, κάτου, χαιρότανε νά τρέχει ‘πό ‘δῶ ‘πό ‘κεῖ καί συνῆλθε, οὔτε στενοχώρια, οὔτε τίποτα.
Πῆρε βιβλία, διάβαζε γιά κηπουρικά, γιά τά φυτά, πῆρε καί βιβλία ἐκκλησιαστικά, ἐδιάβαζε καί ἐκεῖνα καί ἤτανε πολύ εὐχαριστημένος. Μία μέρα λοιπόν, μοῦ λέει, μοῦ μπῆκε πολύ ὁ πειρασμός, μοῦ λέει, Γέροντα, δέ μπορῶ νά καθίσω πιά ἐδῶ πέρα, πολύ γνωρίστηκα μαζί σας καί πῆρα θάρρος καί τώρα πολλοί λογισμοί μέ διαταράσσουν, θέλω νά φύγω, δέν μπορῶ. Τοῦ λέω, τώρα τέτοια ὥρα; Λέει θά φύγω, μοῦ λέει. Τοῦ λέω, καλά. Δέ μπορῶ μου λέει, μήν ἐπεμβαίνεις, δέν μπορῶ, θά φύγω.
Τοῦ λέω, καλά. Ἐγώ, λέω, θά ξεκουραστῶ. Μπορεῖς ὅμως νά μοῦ διαβάσεις λίγο; Ν’ ἀκούσω ψαλτήρι, ν’ ἀποκοιμηθῶ ἔτσι μέ τήν ἀφοσίωση μέ τό ... Ἔχω ἕνα, μία συνήθεια ὅταν ἀφοσιώνομαι κάπου, αἰχμαλωτίζομαι καί τό ζῶ, καί τό εὐχαριστιέμαι.
Ὅταν ὅμως ἀκουμπήσω στό στασίδι λίγο πίσω μου, ὠώπ μέ τήν ἀφοσίωση πού ἔχω εἰς τό νά ἀκούω, ἀποκοιμιέμαι. Ὅπως ἕνας σωφέρ, ὅταν εἶναι ἴσιος ὁ δρόμος, κοιτάζει τό δρόμο ἔτσι, καί ὅταν ἀκουμπάει πίσω ἀποκοιμιέται καί πάει τό αὐτοκίνητο ἔξω. Κι ἔχω βρεῖ αὐτά τά μυστικά καί θέλω ὅταν ἀκούω νά εἶμαι ἔτσι, σέ προσοχή καί ὅταν τά ἀκούω νά τά ἀπολαμβάνω. Λοιπόν, ἔτσι καί τό ψαλτήρι, ὅταν εἶμαι ξάπλα καί δίνω προσοχή στά ὡραῖα λόγια ἀποκοιμιέμαι ἀμέσως.
Λοιπόν, τοῦ ἔδωσα νά μοῦ διαβάσει. Μοῦ λέει, ποῦ νά διαβάσω; Ἄνοιξε λέω κι ‘πού βρεῖς, μόνο νά μοῦ τά διαβάζεις καθαρά, λέω, γιατί στεναχωριέμαι, ἅμα δέν μοῦ τά λές καθαρά. Λοιπόν, ἄνοιξε τό ψαλτήρι καί ἄρχισε: «Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου, ἀπό τίνος δειλιάσω;» Καί τό λέει συνέχεια ἐκεῖ πέρα, μέχρι ἐκεῖ, πού, σ’ ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ, ὤ! Μοῦ λέει.
Γέροντα κοιμήθηκες; Δέ φεύγω. Τοῦ λέω, τί ἔπαθες βρέ; Πῶ, πῶ, λέει, μ’ αὐτά πού ἐδιάβασα, λέει, δέν ξέρω, αἰσθάνθηκα μία χαρά, πού εἶναι τόσο ὡραία καί δέν θέλω νά φύγω, λέει, τώρα. Πῶ, ἄρχισε νά μοῦ λέει, αὐτοί οἱ παλιονευρολόγοι, οἱ παλιοψυχίατροι, πρέπει νά πάω νά τούς πῶ ὅτι, πόσο λάθος κάνουνε, ποῦ δίνουνε ναρκωτικά στούς ἀνθρώπους! Νά! ὁρίστε, ὁρίστε, τί πῆρα ἐγώ τώρα; Προσευχήθηκα, ἄκουσα τό ψαλτήρι, ὅπως μου τό εἶπες, καί νά, ὁ διάβολος ἔφυγε, μοῦ λέει. Τοῦ λέω, τί θά γίνει; Δέ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα, θέλω νά καθίσω ἐδῶ κοντά σου. Ἐ! λέω, διάβαζε καί, ὅποτε κουραστεῖς, σταμάτα, ξεύρω κι ἐγώ! ἐγώ θ’ ἀποκοιμηθῶ. Κάθισε λοιπόν· μετά, ὅταν ξύπνησα, δέ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα»[2].
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄς ἀρχίσουμε μ’ ἕνα περιστατικό πού τό διηγεῖται ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος:
« Μία φορά εἶχε ἔλθει μία κυρία ἐδῶ καί μοῦ ἔλεγε ὅτι πάσχει ἀπό κατάθλιψη, καί μοῦ ζητοῦσε νά τή συμβουλέψω τί πρέπει νά κάνει, γιά νά γλιτώσει ἀπ’ αὐτό τό πράγμα. Τώρα ἡ αἰτία πού ἦλθα ἐδῶ, ἔλεγε, εἶναι ὅτι μέ μάλωσε ὁ ἄνδρας μου, γιατί εἶχα κάνει κάποιο λάθος, καί ἐκεῖ ἀγανάκτησε καί μοῦ φέρθηκε πολύ ἄσχημα καί μ’ ἐπίασε πολύ δυνατή κατάθλιψη.
Δέν ἔφαγα τό βράδυ, ὅλη τή νύχτα ἤμουνα μελαγχολική, ζοῦσα σ’ ἕνα πέλαγος, μέσα σέ μία μαυρίλα σέ μία ἀπελπισία, τέτοιοι λογισμοί ὅτι, τί τή θέλω τή ζωή; Τί τή θέλω ἤ καλύτερα εἶναι νά μή ζῶ, ὅλο τέτοιες ἰδέες πού μοῦ δυνάμωναν τήν κατάθλιψη μέχρι αὐτοκτονίας. Κοιμήθηκα, ἀλλά καί τό πρωί ὅμως ἤμουνα βαριά, ὁ σύζυγός μου προσπάθησε νά μοῦ μιλήσει, ἀλλά ἐγώ δέ μιλοῦσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, ἔφτιαξε μόνος του τόν καφέ, εἶπε νά μοῦ φέρει καφέ, ἐγώ δέν ἤθελα κι ἔφυγε.
Αὐτή τυλιγμένη στό πάπλωμα, σοῦ λέω, ὅπως μοῦ τά ἔλεγε, νηστική, ζοῦσε, ἄς ποῦμε, τήν κατάθλιψη. Εἶναι ἕνα αἴσθημα δυσάρεστο, τό ὁποῖο σέ καταλαμβάνει, καί σέ καθηλώνει. Οὔτε νά σκεφθεῖς, οὔτε... Σκέφτεσαι αὐτό. Νομίζεις ὅτι ἐσύ σκέφτεσαι σοβαρά πράγματα. Ἐνῶ ἐσύ εἶσαι αἰχμάλωτος μίας ἰδέας. Πάντοτε ὅταν ἔχω καιρό κάτι λέω, ἀλλά ἅμα εἶμαι κουρασμένος δέν μπορῶ νά μιλήσω.
Λοιπόν. Τῆς λέω, ξέρω ἐγώ ἕνα πολύ μεγάλο φάρμακο, ἀλλά, πρέπει νά μοῦ δώσεις προσοχή γιά νά σοῦ τό πῶ.
Τῆς ἔκανα τήν ἐρώτηση, ἄν μετά ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο εὐχάριστο γεγονός. Καί μοῦ εἶπε, ὅτι ναί, ἐνῶ ἤμουνα ξάπλα, κατά τίς δέκα καί μισή, ἀκούω τό κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ, νά χτυπάει ἐπίμονα, βρού, βρού, βρού. Ἐγώ ἔτσι ἤμουνα τυλιγμένη, ὅπως ἀπό τό βράδυ, καί, εἶδα πού ἐπέμενε καί σηκώθηκα, ἔριξα ἀπό πάνω τό παλτό μου καί πῆγα καί ἄνοιξα καί μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη πού σπουδάζαμε στό Ἀρσάκειο, καί μέ χαρά μέ ἀγκαλιάζει, μέ φιλεῖ, μοῦ λέει, νά σού πῶ ἕνα εὐχάριστο γεγονός, σκιρτοῦσε ἀπό τή χαρά. Ἦρθε <ἡ τάδε> ἀπό τό Κάιρο καί εἶναι στό Ξενοδοχεῖο Πάγγειο στήν Ὁμόνοια.
Φιληθήκαμε ἐκεῖ πέρα, μοῦ ‘λεγε, ἔτσι τοῦτο, ἔτσι ἐκεῖνο... Μάλιστα θυμοῦμαι καί λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, καί αὐτή πῆγε καθηγήτρια σέ μία σχολή τοῦ Καΐρου, ἑλληνική. Λοιπόν, καί ἑτοιμάστηκα, λέει, μέ χαρά, μοῦ ‘λεγε ὅλο χαρούμενα πράγματα καί ἐπήγαμε, πήραμε ταξί καί πήγαμε στήν Ὁμόνοια, πήγαμε στό Πάγγειο, ἄλλες χαρές ἐκεῖ πέρα, μετά κουβεντιάσαμε ἐκεῖ, μετά βγήκαμε ἔξω γιά νά ψωνίσει διάφορα πράγματα καί νά κάνει ὁρισμένες ἐργασίες πού ἔπρεπε νά κάνει. Λέω πῶς πέρασες; Μοῦ φύγανε ὅλα, λέει. Ὅλα μου φύγανε. Λέω, ἀλήθεια; Ἀπό τή στιγμή πού μπῆκε ἡ φίλη μου μέσα, ἔφυγαν ὅλα. Κι ἐσύ ἀπό πότε τά εἶχες αὐτά; Τά εἶχα ἀπό τήν περασμένη ἡμέρα τό μεσημέρι. Αἰχμάλωτη, λέει, αἰχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα καί ὁ ἄνδρας μου ἐψυχράνθηκε καί ἔφυγε ψυχραμένος καί ἐγώ ὑποφερνα ἐκεῖ πέρα.
Τῆς λέω, πῶς τό βλέπεις αὐτό;
Δέν τοῦ ἔχω δώσει σημασία, μοῦ λέει. Τώρα πού ἐσύ θέλεις νά μοῦ πεῖς πάνω σ’ αὐτό τό θέμα, βλέπω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό. Τῆς λέω ξέρεις μουσικά; Ἤξερα πιάνο, λέει, ἀλλά τά ‘χω ἐγκαταλείψει ὅλα ἕνεκα τῆς καταθλίψεως, ζῶ ὅλο μέ τά φάρμακα.
Δέν θέλω, λέει, οὔτε τό σπίτι κοιτάζω καλά, οὔτε μουσικά πού ἤξερα. Τά παράτησα, τά ‘χω ξεχάσει, μοῦ λέει. Λοιπόν, τῆς εἶπα πολλά πράματα γιά τά μουσικά καί περισσότερό τῆς εἶπα, πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό, εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα, πού αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό, ἀλλά εἶναι τό σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ πού γεμίζει ἔπειτα τήν ψυχή καί τήν κάνει ἄλλο.
Δηλαδή αὐτό τό ὁποῖο τήν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχική δύναμις καί ἀντί νά γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος τή δύναμη αὐτή τήν ψυχική, τήν ἔκανε κατάθλιψη καί βασάνιζε τόν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τῆς εἶπα, σιγά-σιγά ν’ ἀρχίσει νά παίζει πιάνο. Καί περισσότερο ἀπό ὅλα τῆς εἶπα νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν προσευχή καί νά δώσει σημασία στήν ἔννοια ὅτι πρέπει νά γνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τό Χριστό.
Τῆς εἶπα παραδείγματα, πώς βλέπουμε πολλές φορές, μία μητέρα νά λαχταράει τό παιδάκι της, πού τό ‘χει στήν ἀγκαλιά, νά τό φιλεῖ μέ μία λαχτάρα, εἶναι κάτι παραδείγματα πού μᾶς κάνουνε ἔτσι... Κάπως, ἔτσι κι ἐμεῖς ν’ ἀγαπήσουμε τό Χριστό, μέ μία λαχτάρα.
Κύριον αἴτιον εἰς τήν κατάθλιψη καί σέ ὅλα αὐτά πού τά λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, πού μαζί μ’ αὐτά εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδή πειρασμικά πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμό μέσα σου.
Καί τῆς εἶπα, πῶς θά κατορθώσει, μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση, νά τή μεταβάλει σέ χαρά. Μέσα στή θρησκεία μας εἶναι αὐτό τό πράγμα πάρα πολύ, καί οἱ Ἅγιοί μας τό εἴχανε πάρα πολύ. Δηλαδή εἶχαν εὕρει τρόπο νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά.
Και αὐτός ὁ τρόπος ἤτανε ἔτσι, ξέρανε πῶς θά δοθοῦνε στό Θεό. Μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, μέ τή προσευχή καί γι’ αὐτό ἐφώναζαν μέ καύχημα οἱ Ἀπόστολοι καί ἔλεγον, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου». Τόσο δυνατό πού ἤτανε τό αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιά νά τούς συντρίψει, αὐτό τό αἴσθημα τό πολύ δυνατό πού ἤτανε, ἄς ποῦμε, μία ψυχικά δύναμη δική τους, τό παίρνανε αὐτοί, τό δίνανε στό Θεό, τό κάνανε προσευχή, τό κάνανε χαρά καί ἀγαλλίαση ἐν Κυρίω.
Ἕνας μασῶνος, ἄς ποῦμε, ἔβλεπα πού ἤτανε ἐδῶ γείτονας, καί μοῦ εἶπε, αὐτό τό πράγμα εἶναι μία τρέλα, λέει, τί εἶναι, λέει, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι... οἱ Ἀπόστολοι. Τοῦ τό λέω, γιά τρέλα, λέω, καί τοῦ τό ἐξήγησα καί εὐχαριστήθηκε. Μακάρι, λέει, νά μποροῦσα κι ἐγώ νά κάνω τή μεταποίηση αὐτή, ἀλλά κατέχομαι πολύ, μοῦ λέει, ἀπό κατάθλιψη. Κι ἔχω ξοδέψει πολλά κι ἔχω γυρίσει στήν Εὐρώπη καί οἱ τσέπες μου εἶναι γεμάτες φάρμακα.
Λοιπόν αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ πάνω σ’ αὐτά πού ἔχω ἰδεῖ στή ζωή μου, ἀπό ἀνθρώπους, πού κατείχοντο ἀπό τέτοια συναισθήματα, δηλαδή σατανικά συναισθήματα, δηλαδή ὁ διάβολος, ὁ κακός ἑαυτός μας, κατορθώνει καί παίρνει ἀπό τή μπαταρία τῆς ψυχῆς μας, πού ἔχει τή δύναμη γιά νά κάνομε τό καλό, τήν προσευχή, τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη, τήν ἕνωσή μας μέ τό Θεό, αὐτός κατορθώνει καί μᾶς παίρνει αὐτή τήν ἐνέργεια καί τήν κάνει θλίψη, κατάθλιψη, καί ξέρω πώς τά λένε οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι. Ἐμεῖς δέν τά λέμε ἔτσι, τά λέμε σατανική ἐνέργεια. Λέμε ἀκηδία, λέμε λογισμοί, καί λέμε ὁ διάβολος τῆς ἀκηδίας, ὁ διάβολος τῆς πορνείας, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, γιά κάθε σατανική ἐνέργεια πού μᾶς δημιουργοῦν...
Λοιπόν καί ἐκείνη ἐκεῖ ἡ κυρία, ἡ πρώτη, πού σᾶς εἶπα, ἄρχισε νά ξαναγυρίζει πάλι νά μάθει μουσικά, ἐπήγαινε καί ἐξομολογιότανε σ’ ἔνανε παπά, αὐτός ὁ παπάς ἤτανε πολύ καλός καί ἁγιώτατος. Ἔτρεχε ὅλην τήν ἡμέρα, νά πάει νά ἐξομολογήσει, νά κάνει... Λοιπόν ἐπήγαινε.
Μετά πῆγε καί τόν ἄντρα της, ἐξομολογήθηκε κι ἐκεῖνος καί πῆρε μεταβολή σέ ὅλα καί ἐρχότανε. Λοιπόν, αὐτό εἶναι τό μυστικό. Πῶς θά μπορέσει κανείς νά γυρίσει; Ἐκεῖ πού τόν ἔχει καταλάβει κάτι κακό, νά σκεφτεῖ κάτι ἄλλο. Εἶναι λίγο δύσκολο, ἀλλά ὅταν προετοιμαστεῖ... Προετοιμασία εἶναι ἡ ταπείνωση, ἐ! αὐτό εἶναι. Τέτοιοι ἄνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δέν δέχονται, δέν δέχονται νά τούς θίξεις, νά τούς πεῖς, αὐτό θά τό κάνεις ἔτσι. Μά δέν μπορῶ, τό λέει ἡ ἐπιστήμη. Βρέ, τοῦ λέω, κάντο καημένε καί ἄς τό λέει ἡ ἐπιστήμη. Πές: Ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στό Γέροντα»[1].
Τό βασικό αἴτιο τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Ἡ θεραπεία εἶναι ἡ ἀποβολή τοῦ ἐγωισμοῦ διά τῆς ὑπακοῆς πού εἶναι ἔμπρακτη ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός ἑλκύει τούς διάφορες δαίμονες (ἀκηδίας, λύπης, πορνείας κ.λ.π.). Ἡ ταπείνωση τούς συντρίβει ὅπως ἐπιβεβαιώνει ὁ Μ. Ἀντώνιος πού εἶδε ἁπλωμένες ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες καί ἔφριξε. «Ποῖος μπορεῖ νά τίς περάσει χωρίς νά πιαστεῖ ἔστω ἀπό μία;». Καί τότε ἔλαβε τήν ἀπάντηση ἀπό τόν Κύριο: «Ἡ ταπεινοφροσύνη». Δρόμοι πού ὁδηγοῦν στήν ταπεινοφροσύνη σύμφωνα μέ τόν Ἀββᾶ Δωρόθεο εἶναι : α)τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὅλους, β)ἡ ἀγάπη τοῦ σωματικοῦ κόπου καί γ) ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ὅταν κάποιος προσεύχεται ταπεινώνεται (διότι ἐκλιπαρώντας γιά τό Θεῖο ἔλεος ὁμοιάζει μέ τόν ζητιάνο) καί διώχνει ἄμεσα τήν ἀκηδία, τήν λύπη καί τήν κατάθλιψη. Τό ἐπιβεβαιώνει τό ἀκόλουθο περιστατικό τοῦ Ἁγ. Πορφυρίου.
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος: «Νά σᾶς πῶ. Εἶχα ἐδῶ ἕνα παιδί, στό σπίτι τοῦ τάκανε ἄνω-κάτω, παίδευε τούς γονεῖς του καί ὑποφέρνε πάρα πολύ. Καί εἶπαν οἱ γονεῖς του νά τό φέρουν ἐδῶ. Τό φέραν ἐδῶ, ἀσχολήθηκε μέ τόν κῆπο, πάνου, κάτου, χαιρότανε νά τρέχει ‘πό ‘δῶ ‘πό ‘κεῖ καί συνῆλθε, οὔτε στενοχώρια, οὔτε τίποτα.
Πῆρε βιβλία, διάβαζε γιά κηπουρικά, γιά τά φυτά, πῆρε καί βιβλία ἐκκλησιαστικά, ἐδιάβαζε καί ἐκεῖνα καί ἤτανε πολύ εὐχαριστημένος. Μία μέρα λοιπόν, μοῦ λέει, μοῦ μπῆκε πολύ ὁ πειρασμός, μοῦ λέει, Γέροντα, δέ μπορῶ νά καθίσω πιά ἐδῶ πέρα, πολύ γνωρίστηκα μαζί σας καί πῆρα θάρρος καί τώρα πολλοί λογισμοί μέ διαταράσσουν, θέλω νά φύγω, δέν μπορῶ. Τοῦ λέω, τώρα τέτοια ὥρα; Λέει θά φύγω, μοῦ λέει. Τοῦ λέω, καλά. Δέ μπορῶ μου λέει, μήν ἐπεμβαίνεις, δέν μπορῶ, θά φύγω.
Τοῦ λέω, καλά. Ἐγώ, λέω, θά ξεκουραστῶ. Μπορεῖς ὅμως νά μοῦ διαβάσεις λίγο; Ν’ ἀκούσω ψαλτήρι, ν’ ἀποκοιμηθῶ ἔτσι μέ τήν ἀφοσίωση μέ τό ... Ἔχω ἕνα, μία συνήθεια ὅταν ἀφοσιώνομαι κάπου, αἰχμαλωτίζομαι καί τό ζῶ, καί τό εὐχαριστιέμαι.
Ὅταν ὅμως ἀκουμπήσω στό στασίδι λίγο πίσω μου, ὠώπ μέ τήν ἀφοσίωση πού ἔχω εἰς τό νά ἀκούω, ἀποκοιμιέμαι. Ὅπως ἕνας σωφέρ, ὅταν εἶναι ἴσιος ὁ δρόμος, κοιτάζει τό δρόμο ἔτσι, καί ὅταν ἀκουμπάει πίσω ἀποκοιμιέται καί πάει τό αὐτοκίνητο ἔξω. Κι ἔχω βρεῖ αὐτά τά μυστικά καί θέλω ὅταν ἀκούω νά εἶμαι ἔτσι, σέ προσοχή καί ὅταν τά ἀκούω νά τά ἀπολαμβάνω. Λοιπόν, ἔτσι καί τό ψαλτήρι, ὅταν εἶμαι ξάπλα καί δίνω προσοχή στά ὡραῖα λόγια ἀποκοιμιέμαι ἀμέσως.
Λοιπόν, τοῦ ἔδωσα νά μοῦ διαβάσει. Μοῦ λέει, ποῦ νά διαβάσω; Ἄνοιξε λέω κι ‘πού βρεῖς, μόνο νά μοῦ τά διαβάζεις καθαρά, λέω, γιατί στεναχωριέμαι, ἅμα δέν μοῦ τά λές καθαρά. Λοιπόν, ἄνοιξε τό ψαλτήρι καί ἄρχισε: «Κύριος φωτισμός μου καί Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου, ἀπό τίνος δειλιάσω;» Καί τό λέει συνέχεια ἐκεῖ πέρα, μέχρι ἐκεῖ, πού, σ’ ἕνα σημεῖο, ἐκεῖ, ὤ! Μοῦ λέει.
Γέροντα κοιμήθηκες; Δέ φεύγω. Τοῦ λέω, τί ἔπαθες βρέ; Πῶ, πῶ, λέει, μ’ αὐτά πού ἐδιάβασα, λέει, δέν ξέρω, αἰσθάνθηκα μία χαρά, πού εἶναι τόσο ὡραία καί δέν θέλω νά φύγω, λέει, τώρα. Πῶ, ἄρχισε νά μοῦ λέει, αὐτοί οἱ παλιονευρολόγοι, οἱ παλιοψυχίατροι, πρέπει νά πάω νά τούς πῶ ὅτι, πόσο λάθος κάνουνε, ποῦ δίνουνε ναρκωτικά στούς ἀνθρώπους! Νά! ὁρίστε, ὁρίστε, τί πῆρα ἐγώ τώρα; Προσευχήθηκα, ἄκουσα τό ψαλτήρι, ὅπως μου τό εἶπες, καί νά, ὁ διάβολος ἔφυγε, μοῦ λέει. Τοῦ λέω, τί θά γίνει; Δέ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα, θέλω νά καθίσω ἐδῶ κοντά σου. Ἐ! λέω, διάβαζε καί, ὅποτε κουραστεῖς, σταμάτα, ξεύρω κι ἐγώ! ἐγώ θ’ ἀποκοιμηθῶ. Κάθισε λοιπόν· μετά, ὅταν ξύπνησα, δέ φεύγω, μοῦ λέει, τώρα»[2].
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:Τά πάθη καί ἡ κατάθλιψη - Τί εἶναι καί πῶς θεραπεύονται
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[1] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, http://anavaseis.blogspot.gr/ 2012/02/blog-post_497.html
Εκδόσεις: Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος - Μήλεσι. Έκδοση σε CD, κασσέτα
και φυλλάδιο. Την κεντρική διάθεση έχει ο εκδ. οίκος «εκδόσεις Σταμούλη
ΑΕ». ΙΕΡΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
[2] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου