Άτρωτος από τις γερμανικές σφαίρες
Ό διδάσκαλος Σάββας Θεοδώρου έγραψε στον «ΟΡΘΟΔΟΞΟ
ΤΥΠΟ» το εξής καταπληκτικό θαύμα:
«Ότε έταξίδευεν από τά Ιωάννινα εις το Μονοδένδριον
κατά τήν Κατοχήν καί έφθασεν εις τήν θέσιν Καρυές παρά το 19ον χιλιόμετρον τής κεντρικής
οδικής αρτηρίας Ιωαννίνων - Κονίτσης, συνήντησεν κατά τάς έσπερινάς ώρας, γερμανικήν
περίπολον, η οποία διά νευμάτων τόν υποχρέωνε νά σταματήσει.
Άλλ’ αυτός μή εννοήσας καί μή άντιληφθείς τήν
περίπολον, καθ’ ότι έψαλλεν τον εσπερινό του, δεν σταμάτησε. (Τήν ώραν εκείνην
έλεγε τον ψαλμό τοΰ Εσπερινού «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου). Αμέσως έδέχθη
ριπήν αυτομάτου όπλου εξ αποστάσεως 25 μέτρων. Πλην ουδέν όμως έπαθε.
Απλώς σταμάτησε ώς ήκουσε τας συριζούσας σφαίρας
καί ύψώσας τας χείρας του προς τον ουρανό, συνέχισε τήν προσευχή του.
Οι Γερμανοί στρατιώται πού είδαν ότι δεν έφονεύθη, τον
πλησίασαν άλλ’ έμειναν έκθαμβοι όταν είδαν αυτόν σώον καί άβλαβή. Καί πάλιν διά
νευμάτων του έδειξαν τον δρόμο να φύγει χωρίς καμία άλλη διατύπωση. Σημειωθήτω
ότι κατά τις χαλεπές εκείνες ήμερες ταξίδευε χωρίς ταυτότητα, ή άδεια κ.λ.π. Ουδείς
ήλεγχε τον πασίγνωστο Παπαϊάκωβο».
Το θαύμα τής νάρκης
Ό π. Ιάκωβος όχι μόνον εις τήν Κατοχή, αλλά καί εις
τον συμμοριτοπόλεμο διέτρεξε κινδύνους. Το σπουδαίο όμως είναι, ότι ό Θεός τον
διεφύλαξε κατά θαυμαστό τρόπο από όλους αυτούς τούς κινδύνους. Το δέ
σπουδαιότερο είναι ότι ή σωτηρία αυτού γινόταν αφορμή να σωθούν καί άλλοι, για να
βλέπουμε εφαρμοζόμενο το «τοις άγαπώσι τον Θεόν τά πάντα συνεργεί εις άγαθόν».
Μία τέτοια θαυμαστή διάσωσή του είναι καί ή ακόλουθος.
Κάποια ήμερα επέστρεφε από το χωριό Σουδενά, πού λειτούργησε,
εις το Μοναστηράκι του, πού απείχε δύο ώρες περίπου. Στον ερημικό εκείνο δρόμο
βαδίζοντας προσευχόταν νοερώς, όπως συνήθιζε πάντοτε. Ό άνθρωπος αυτός κατόρθωνε
να έχει εις εφαρμογή το' «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Εν τώ μεταξύ άνδρες του εθνικού στρατού ναρκοθέτησαν
ένα σημείο του δρόμου. Κατέλαβαν άκολούθως το ύψωμα καί παρακολουθούσαν, μήπως περάσει
κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν να ξεπροβάλει ανύποπτος ό π. Ιάκωβος στο
ναρκοθετημένο σημείο του δρόμου. Μπήχνουν τις φωνές για να τον προλάβουν: «Παππούλη...
Παππούλη...». Αλλά ώσπου να ακούσει ό π. Ιάκωβος -ήταν άλλωστε προσηλωμένος στην
προσευχή- τήν πάτησε τήν νάρκη. Εξερράγη με δαιμονιώδη κρότο. Βούιξαν οι
πλαγιές καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτού σηκώθηκαν. Λες καί εξερράγη
κάποια από τις φιάλες τής Αποκαλύψεως.
«Πάει ό φουκαράς ό Παππούλης», λέγουν οι στρατιώται
καί τρέχουν εις τον τόπο του δυστυχήματος. Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια
τους. Δεν μπορούν να το πιστέψουν. Βλέπουν τον π. Ιάκωβο άσπρο από τήν σκόνη σαν
μυλωνά, να τινάζει τά ράσα του, χωρίς να έχει πάθει τίποτε καθολοκληρία. Δεν μπορούν
να συνέλθουν από τήν έκπληξή τους.
-Καί δεν έπαθες, Παππούλη, τίποτε! ρωτούν με
θαυμασμό.
-Πώς να πάθω, παιδιά μου; Αφήνει ό Θεός να πάθουμε
τίποτε, αφού έλεγα τήν προσευχή μου; Καί σάς δεν θα σάς αφήσει ό Θεός να πάθετε
τίποτε. Θα σάς φυλάξη να γυρίσετε στα σπίτια σας. Μονάχα να πηγαίνετε με τον
δρόμο τοΰ Θεού. Να καθίσω, παιδιά μου, να εξομολογηθείτε, καί μεθαύριο να σάς
λειτουργήσω να κοινωνήσετε;
-Ναι, παππούλη, απήντησαν όλοι τους με ένα στόμα
συνεπαρμένοι από το θαύμα.
Ή ευκαιρία ήταν μοναδική να κερδηθούν οι ψυχές αυτές
καί ό άξιος λευίτης, πού ένδιεφέρετο μόνον για να σωθούν ψυχές, τήν εκμεταλλεύθηκε.
Σέ λίγο καθισμένος σέ μια πέτρα κάτω από ένα δένδρο φορώντας το επιτραχήλια
του, μέσα στο κρύο τοΰ χειμώνα, τούς εξομολογούσε ένα - ένα. «Ούτος έκαθέζετο»
καί ό Κύριος παρά το φρέαρ τής Σιχάρ καί εξομολογούσε μια αμαρτωλή.
Τήν θαυμάσια καί υπέροχη αυτή ατμόσφαιρα, πού ήταν
γεμάτη από έξαρση, ευλάβεια καί κατάνυξη, θέλησε δυστυχώς να ταράξει ένας
λοχίας, πού ήταν δάσκαλος στον πολιτικό του βίο. Αυτός στάθηκε πειρασμός καί προσπαθούσε
να εμποδίσει τούς στρατιώτας από τήν εξομολόγηση.
-Τί ανοησίες είναι αυτές, πού πηγαίνετε σέ ένα
τράγο να πείτε τί έχετε καμωμένα; Αυτά είναι βλακείες.
-Μα, κύρ Λουχία, άπαντά ένας Ρουμελιώτης
στρατιώτης, ημείς ιδώ είδαμε θάμμα μί τά μάτια μας κι λες να μή πιστέψουμι. Ίδώ
τραίνου, πατάει τ’ νάρκη κι’ τοΰ τινάζ στούν άέρα, του κάν’ άεροπλάνου, κι τοΰ
κάν’ χίλια - δύο κουμμάτια, κι θα γλύτουνι ό γερόπαπας; Με το συμπάθειο κι’ όλας,
αλλά δεν είνι καλά πράμματα αύτά π’ λές.
-Τί θαύμα, μωρέ, ηλίθιοι, μου τσαμπουνάτε. Αυτό
ήταν ένα τυχαίο γεγονός, το όποιο εξηγείται φυσικώς. Απλούστατα. Έπατήθη ή
νάρκη καί τά αέρια με τά βλήματα διέφυγαν προς τήν αντίθετη κατεύθυνση καί
τυχαίως δεν τον έθιξε κανένα. Το πήρατε τώρα καί το επαναλαμβάνετε «θαύμα!... θαύμα»!...
καί κάνετε σαν γυναικούλες υστερικές. Που βρήκατε το θαύμα; Τί υστερίες είναι αυτές;
Ντροπή σας....
Αυτά έφτασαν καί στα αφτιά τού π. Ιακώβου, ό όποιος
επήγε καί του είπε: «Παιδί μου, μή τά λες αυτά. Δεν κάνει. Έλα καί σύ να εξομολογηθείς,
να γίνεις άνθρωπος του Χριστού, να σε φυλάξη ό Θεός καί να πάς στο σπίτι σου».
Εκείνος δεν καταδέχτηκε να του δώση καν άπάντηση
καί προσοχή, παρά μόνον τον κοίταξε με ένα περιφρονητικό βλέμμα. Κατόπιν πήρε αγγαρεία
μερικούς άνδρες καί πήγε πιο πέρα στο δάσος, για να κόψουν ξύλα. (Ήταν είπαμε
λοχίας). Εκεί όμως πάτησε καί αυτός νάρκη. Τον τίναξε στον αέρα καί τον έκαμε
κομμάτια! Αυτόν μόνον καί κανένα άλλον!
Τον δυστυχή! Ό Θεός του έδωσε ευκαιρία να μετανοήσει,
αλλά αυτός, πονηρός καί διεστραμμένος, αδιόρθωτος έμεινε ό δόλιος. Περιττό είναι
να σημειωθεί, ότι έπειτα από αυτό, φόβος καί τρόμος κατέλαβε όλους καί ουδείς από
τούς στρατιώτας έμεινε ανεξομολόγητος.
Το ανωτέρω θαύμα είχε δημοσιευθή εις το περιοδικό «Ενορία»
το 1955. Μετά απ’ ολίγες ημέρες ό διευθυντής τής «Ενορίας» έλαβε τήν εξής επιστολή,
τήν οποία δημοσίευσε στο φύλλο 196 τής 16-3-1955.
«Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Εις το περιοδικό σας τής 1ης Μαρτίου εις το άρθρο 4
«Πάτερ Ιάκωβος» γράφετε γι’ ένα θαύμα. Έτυχε να βρίσκομαι εις όλη τήν υπόθεση
ώς φαντάρος τής κλάσεως 1943 καί Λοχίας ομαδάρχης εις τά βουνά τής Ηπείρου καί
κατάγομαι από ένα μικρό χωριό τής Θράκης, Αμαξάδες, το επάγγελμα μου είναι
καφεπαντοπώλης.
»Λοιπόν μέσα εις το καφενείο μου διηγούμην για τήν υπόθεση,
πώς ό πάτερ Ιάκωβος επέστρεφε από το χωριό Σουδενά καί πάτησε τέσσερες
χειροβομβίδες τύπου «Μίλς» παγιδεμένες, πώς χάθηκε μέσα εις τούς καπνούς καί στην
σκόνη, πώς δεν σκοτώθηκε, αλλά ούτε καί τραυματίσθηκε, αλλά ούτε καί το ράσο
του τρυπήθηκε, καίτοι εμείς αν καί μακριά, του φωνάζαμε να σταματήσει, διότι
εμείς μέναμε εις τήν Μονή καί τον γνωρίζαμε καλώς. Ήμασταν ένας λόχος.
»Λοιπόν διηγούμην πώς εμείς θαυμάσαμε το πώς δεν
σκοτώθηκε, πώς ξεμολογηθήκαμε όλοι μας καί ό συνάδελφός μου κορόιδευε, διότι αυτός
στον πολιτικό του βίο ήταν διδάσκαλος. Καί αυτός δεν εξομολογήθηκε καί μετά,
πού πήγε με τήν ομάδα του για ξύλα, πάτησε νάρκη καί έγινε κομμάτια.
»Καί μου λέγει ό πάτερ Ευάγγελος Ιωαννίδης, ό
Ιερέας του χωρίου μας: «Κώστα, διάβασα εις τήν «Ενορίαν» τήν υπόθεση καί
πράγματι είναι όλα σωστά».
Λοιπόν κ. Διευθυντά, ήμουν αυτόπτης μάρτυς εις όλα,
όσα έγραψε ό σεβασμιότατος Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος. Αυτό το θαύμα
συνέβη εις τά Ζαγοροχώρια τής Ηπείρου τώρα με τον ανταρτοπόλεμο εις τας
23-1-1948.
«Λοιπόν καί για να πεισθήτε καλλίτερα, ό Άγιος τής
Μονής με φώτισε να έβγω ή μάλλον να πάρω καί μία φωτογραφία από τήν κηδεία του
άπιστου συναδέλφου μου καί όπου του έψαλε τήν νεκρώσιμη ακολουθία ό ίδιος ό
πάτερ Ιάκωβος. Διακρίνεται εις το μέσον τής νεκρικής πομπής, με κατάλευκη
γενειάδα καί εγώ βρίσκομαι διά βέλους ενδεικνυόμενος, εις το βάθος δε φαίνεται το
Μοναστήρι.
»Αλλά θα σάς
παρακαλέσω πάρα πολύ να μου επιστρέψετε τήν φωτογραφία διότι όπως καταλαβαίνετε
θα μου μείνει θαύμα καί ενθύμιο εις όλη μου τήν ζωή.
Με Αγάπη καί σεβασμό Κ. Ζαφειριού.
13-3-55 Αμαξάδες Ίάσμου Κομοτινής».
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2015/05/1870-1960-8.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου