Μετά ἀπ’
ὅσα ἄκουσε ὁ ὅσιος, κατάλαβε πιά καθαρά τή σημασία τοῦ ὁράματος. Τή γνώση του ὅμως
συμπλήρωσε ἄλλη μιά θεωρία, πού τον ἀξίωσε ὁ Θεός νά δεῖ ἀμέσως μετά:
Κοιτάζει στ’ ἀριστερά
του καί βλέπει μιά μεγάλη κοιλάδα γεμάτη κόσμο -ἄνδρες καί γυναῖκες, παιδιά καί
νέους, κληρικούς καί μοναχούς. Μιά πλανεύτρα γυναίκα στεκόταν στή μέση τῆς
κοιλάδας. Ἦταν ντυμένη μέ χρυσοΰφαντη φορεσιά καί στολισμένη μέ μαργαριτάρια
καί ἄλλα πολύτιμα πετράδια. Σωροί ἦταν δίπλα της τό χρυσάφι καί τ’ ἀσήμι. Κι ὁλόγυρά
της τραπέζια στρωμένα, γεμάτα μέ χίλια δυό φαγητά καί ποτά.
Τά μάτια της ἦταν ὡραῖα
καί μεγάλα. Κανέναν ὅμως δέν κοίταζε συγκεκριμένα. Κοίταζε τό πλῆθος καί σ’ ὅλους
ἔταζε:
῾῾Ἐσύ θά μέ κληρονοήσεις... Ἐσύ.... Ἐσύ..’’. Ἔτσι πλάνευε πολλούς καί τούς τραβοῦσε κοντά της. Μά ποτέ δέν κρατοῦσε τό λόγο της. Ὅσοι τή πλησίαζαν, ἔχαναν τό νοῦ τους καί γίνονταν σκλάβοι της. Κι ἐνῶ τσακίζονταν νά τήν περιοποιηθοῦν καί νά τήν εὐχαριστήσουν, ἔρχονταν κάθε τόσο οἱ στρατιῶτες ἑνός μεγάλου βασιλιᾶ, τούς ἔσφαζαν ὅλους μέ τά σπαθιά τους καί, σκάβοντας στό χῶμα ἔχωναν μέσα τά πτώματά τους. Ἔπειτα ἡ γυναίκα πλάνευε ἄλλους, πού εἶχαν κι αὐτοί τήν ἴδια τύχη...
῾῾Ἐσύ θά μέ κληρονοήσεις... Ἐσύ.... Ἐσύ..’’. Ἔτσι πλάνευε πολλούς καί τούς τραβοῦσε κοντά της. Μά ποτέ δέν κρατοῦσε τό λόγο της. Ὅσοι τή πλησίαζαν, ἔχαναν τό νοῦ τους καί γίνονταν σκλάβοι της. Κι ἐνῶ τσακίζονταν νά τήν περιοποιηθοῦν καί νά τήν εὐχαριστήσουν, ἔρχονταν κάθε τόσο οἱ στρατιῶτες ἑνός μεγάλου βασιλιᾶ, τούς ἔσφαζαν ὅλους μέ τά σπαθιά τους καί, σκάβοντας στό χῶμα ἔχωναν μέσα τά πτώματά τους. Ἔπειτα ἡ γυναίκα πλάνευε ἄλλους, πού εἶχαν κι αὐτοί τήν ἴδια τύχη...
Ἦταν ὅμως καί ἀρκετοί
πού δέν ξελογιάζονταν ἀπό τήν πλανεύτρα. Καταλαβαίνοντας πόσο ὕπουλες ἦταν οἱ ὑποσχέσεις
της, τήν ἔφτυναν καταπρόσωπο καί περιφρονοῦσαν ὅλα ὅσα ἦταν γύρω της. Αὐτούς
τούς τιμοῦσαν πολύ οἱ βασιλικοί ἐκεῖνοι στρατιῶτες.
-Τί παράξενο καί τοῦτο
τό θέαμα! μονολόγησε ὁ ὅσιος.
Τήν ἴδια στιγμή,
γυρίζοντας στά δεξιά του, βλέπει ἕναν τόπο μεγάλο, ὁλοφώτεινο καί εὐωδιαστό. Ἕνας
θρόνος λαμπροστόλιστος κι ἀκτινοβόλος σάν τόν ἥλιο ἦταν στημένος ἐκεῖ. Καί πάνω
στό θρόνο ἀναπαύονταν μιά γυναίκα πανώρια κι ἀστραφτερή, πού μέ τή λάμψη της
καταύγαζε τά πάντα. Φοροῦσε νεφελωτή ἐσθήτα, λουσμένη στίς μαρμαρυγές. Κι ἦταν
στολισμένη μέ ὑπέροχα παραδεισένια λουλούδια, πού σκόρπιζαν ὁλόγυρα τό οὐράνιο ἄρωμά
τους. Ἀμέτρητοι νέοι, πανέμορφοι καί λευκοντυμένοι, τριγύριζαν τό θρόνο καί ὑμνοῦσαν
τή γυναῖκα.
Ἕνα στενό πέρασμα ὁδηγοῦσε
ἀπό τήν κοιλάδα στό θρόνο. Ὅσοι λοιπόν περιφρονοῦσαν κι ἔφτυναν τήν πρώτη
γυναίκα, ἔπαιρναν ἔπειτα τό στενο μονοπάτι κι ἔρχονταν σέ τούτη. Τήν ἀσπάζονταν
σεμνά κι εὐλαβικά. Κι ἐκείνη τούς ἔντυνε μέ φωτεινούς χιτῶνες, τούς στεφάνωνε
μέ θεϊκά στεφάνια καί τούς ἔστελνε σέ κήπους βασιλικούς, μέ μεγαλόπρεπους, ὑπέροχους
ναούς, ὅπου βασίλευε ἀπέραντη εὐφορσύνη καί ἀπερίγραπτη μακαριότητα.
Ὅταν ὁ ὅσιος ἦρθε στόν ἑαυτό
του, ἄρχισε νά στοχάζεται τί τάχα νά σήμαιναν τά ὁράματα. Καί ὁ Θεός μυστικά
τόν πληροφόρησε.
Ἡ πλανεύτρα γυναίκα ἦταν
ἡ πρόσκαιρη αὐτή ζωή, πού σ’ ὅλους ὑπόσχεται πλούτη καί ἀπολαύσεις. Ἔτσι ὑποδουλώνει
τή θέλησή τους, τους ἀποχαυνώνει καί τούς σέρνει μακριά ἀπό τό Θεό. Ὅταν λοιπόν
ἔθρει ὀ θάνατος, τούς βρίσκει ἀπροετοίμαστους. Τούς παίρνει τήν ψυχή καί τή
στέλνει στόν ἅδη. Καί τό σῶμα τους τό παραδίνει στή γῆ.
Ἡ ἄλλη γυναίκα εἶναι ἡ
αἰώνια ζωή. Σ’ αὐτή πῆγαν οἱ ἅγιοι, ἀκολουθώντας τό στενό μά σύντομο μονοπάτι.
Περιφρόνησαν τά γήινα σάν ἀπάτη καί σκόνη, καί κέρδισαν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Γιατί, ὅταν ἔρχεται τό φυσικό καί ἀναπόφευτκο τέλος, αὐτοί μεταφέρονται ἀπό τήν
πρόσκαιρη στήν αἰώνια ζωή. Κι ἐκεῖ ντύνονται μέ φωτεινές στολές καί ἀναπαύονται
στίς μακάριες αὐλές, ὅπου ἀντηχοῦν οἱ γλυκειές μελωδίες τῶν αἰώνιων πανηγυριστῶν.
-Ἄχ, ἀναστέναξε ὁ ὅσιος.
Πότε θ’ ἀξιωθῶ κι ἐγώ νά δῶ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μου; Ἀλλά ποιά θελήματά Του ἔκανα,
ὁ ἁμαρτωλός, γιά νά ἔχω τέτοια ἐλπίδα; Θά Τόν ἀντικρύσω ἄραγε, ἤ μήπως... Ἀλίμονό
σου Νήφων! Στή φωτιά θά ριχτεῖς, ἄθλιε,
γιά τά πονηρά σου ἔργα! Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ δίκαια θά σέ κατηγορήσουν στό Θεό. Ὁ
ἕνας, γιατί τόν μιαίνεις μέ τό ἀκάθαρτο βλέμμα σου· καί ἡ ἄλλη, γιατί τή λερώνεις
μέ τά βέβηλα πόδια σου! Μά κι ὁ ἀέρας μέ
δυσκολία σ’ ἀνέχεται, ἄνομε, γιατί τόν μολύνεις μέ τή βρωμερή ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναπνοή
σου! Οἱ πέτρες καί τό χῶμα θά φωνάξουν
κι αὐτά ἐναντίον σου, σάπιε, γιατί τά ἔχεις ὅλα βρωμίσει καί διαφθείρει. Τί ἄφησες
καθαρό κι ἀμόλυντο; Τά ὁρατά καί τ’ ἀόρατα ὅλα σέ σιχαίνονται. Γι’ αὐτό θά
γίνεις στάχτη ἀπ’ τή φωτιά τῆς γέενας!
Ἔτσι μονολογοῦσε
κλαίγοντας καί παρακαλοῦσε θερμά τόν Κύριο νά παραβλέπει τίς ἁμαρτίες του καί
νά τόν λυτρώσει ἀπ’ τήν αἰώνια κόλαση. Ἔτρεμε τό θάνατο, ὄχι βέβαια τόν
πρόσκαιρο, μά τόν αἰώνιο, δηλαδή τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, καί τό χωρισμό ἀπό τό
Θεό.
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.275-278)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004
http://makkavaios.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου