Σχόλιο Τ.Ι.: Πριν από τα κείμενα του Καθηγητή κ. Φαράντου και του μοναχού Δαμασκηνού, παραθέτουμε απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα κατά το οποίο έγινε ανάγνωση από το υπό κρίση βιβλίο του Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ζηζιούλα «Η Κτίση ως Ευχαριστία», σε εκπομπή του Δημήτρη Κοσμόπουλου (εδώ).
Πρόκειται για ένα από τα πλέον βλάσφημα και αιρετίζοντα θεολογικά αναγνώσματα, σε βαθμό που θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως νέο-ειδωλολατρική ομολογία. Αλλά και από επιστημονική-φιλοσοφική σκοπιά να το δει κανείς, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρημάτων και των "διαπιστώσεων" του φιλοσόφου Ζηζιούλα, κινούνται ανάμεσα στη σοφιστία και την παραεπιστήμη. Από τη μεριά της Πίστης μας, είναι λυπηρό (για πολλούς σκανδαλιστικό) το φαινόμενο (σίγουρα σημείο των καιρών) πως τέτοιου περιεχομένου κείμενα μπορούν να φέρουν το μανδύα και την επίφαση “πονήματος Ορθοδόξου θεολογικής σκέψης”, και να μην έχουν ήδη καταδικαστεί για τον αντίχριστο χαρακτήρα τους. Από τη μεριά της Επιστήμης είναι απορίας άξιο πως θεωρητικά επιστημονικά σχήματα (Δαρβινισμός) και υφιστάμενα και καθιερωμένα επιστημονικά πεδία (Κβαντομηχανική, Σχετικιστική Φυσική, κ.λ.π.) μπορούν να έχουν τόσο διαβρωτική επίδραση στη φιλοσοφική σκέψη ώστε εν τέλει αυτή να οδηγείται στην πλάνη και την παρακμή.
«... Όλα όσα είπαμε, τονίζει ο μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης στο βιβλίο του η «ΚΤΙΣΗ ΩΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ: Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», περιγράφουν την κατάσταση που αφορά τους πρώτους 2 ή 3 αιώνες της Χριστιανικής περιόδου. Τα πράγματα όμως φαίνεται να αλλάζουν βαθμιαία και η Εκκλησία σιγά-σιγά οδηγήθηκε σε μια σοβαρή αλλαγή συνείδησεως σε ότι αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Τα αποφασιστικά βήματα σε αυτή την εξέλιξη μπορούν να περιγραφούν πολύ περιληπτικά ως εξής:
Πρώτον: η ισχυρή επίδραση του Πλατωνικού και του γνωστικού τρόπου σκέψεως κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα, είχε σαν αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η σημασία του υλικού κόσμου και να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση ‘σαν χωρίς σημασία’ και στη χειρότερη σαν ‘κακός’. Οι Χριστιανοί γνωστικοί της Αλεξάνδρειας, πάνω από όλα η ισχυρή επιρροή του Ωριγένη, είναι κλασσικό παράδειγμα αυτής της εξελίξεως. Ο Ωριγένης του οποίου τα γραπτά διαβάζονταν πολύ από τους μοναχούς της Αιγύπτου, επηρέασε ένα αρκετά σημαντικό μέρος του Ανατολικού μοναχισμού, ο οποίος τελικά, ευτυχώς, διασώθηκε από την επηρροή αυτή χάρη σε δυνάμεις του Ορθοδόξου μοναχισμού όπως οι Άγιοι Μακάριος ο Αιγύπτιος και Μάξιμος ο Ομολογητής.
Δεύτερον: Στη Δύση παρόμοιες εξελίξεις έτειναν στο να διχοτομήσουν τον άνθρωπο από τη φύση, με το να θεωρούν τον άνθρωπο ανώτερο από τη φύση και κέντρο των πάντων. Ως τυπικά παραδείγματα αυτής της εξελίξεως μπορούμε να αναφέρουμε τον ιερό Αυγουστίνο και τον Βοήθιο, οι οποίοι όρισαν το ανθρώπινο ον, ακόμη και το θείο ον, με τη χρήση των εννοιών του λόγου και του νου, και εισήγαγαν τη συνείδηση και την ενδοστρέφεια σαν τα ύψιστα στοιχεία του ανθρώπου, ακόμα και του Θεού. Έτσι το ανθρώπινο ον ξεχώρισε από την όλη φύση όχι μόνο σαν όν ανώτερο από τα άλλα όντα αλλά πραγματικά σαν το μόνο ον που είχε σημασία για την αιωνιότητα, εκτός βέβαια από τους αγγέλους, οι οποίοι χάρις την πνευματική και άυλη υπόστασή τους ήταν ακόμη ανώτερης αξίας και από τις ανθρώπινες ψυχές. Η Βασιλεία του Θεού κατά την αντίληψη του ιερού Αυγουστίνου απαρτίζεται μόνο από σεσωσμένα πνευματικά όντα, από αθάνατες ψυχές.
Η Εκκλησία έχανε έτσι βαθμιαία τη συναίσθηση της σπουδαιότητας και της αιώνιας αξίας του υλικού κόσμου και αυτό ήταν ιδιαίτερα φανερό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα ιερά μυστήρια και ιδιαίτερα τη Θεία Ευχαριστία. Αντί να είναι η Ευχαριστία μια ευλογία του υλικού κόσμου, των καρπών της φύσεως, και μια αναφορά όλων αυτών με ευγνωμοσύνη και ευλάβεια στο Δημιουργό, η Ευχαριστία πολύ γρήγορα έγινε βασικά μια τελετή αναμνήσεως της θυσίας του Χριστού και ένα μέσο χάριτος για την πνευματική τροφή της ψυχής. Η διάσταση του κόσμου χάθηκε γρήγορα από τη μυστηριακή Θεολογία στη Δύση, δίνοντας τη θέση της σε μια πνευματοκεντρική, ή ψυχοκεντρική αντίληψη του κόσμου.
Τρίτον: Η εποχή του μεσαίωνα και της Αναγεννήσεως ελάχιστα συνετέλεσε στην αλλαγή αυτής της καταστάσεως έχοντας στην πραγματικότητα εμπνευστεί από το σχολαστικισμό με την ιδέα ότι το κατ’ εικόνα Θεού αφορά στο λογικό του ανθρὠπου. Τα μυστήρια παρέμειναν ακόμη σε μεγάλο βαθμό στη Δύση άσχετα με τον υλικό κόσμο και έτσι το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση μεγάλωσε περισσότερο . Ο Καρτέσιος ακολουθώντας την Αυγουστίνεια παράδοση έκανε τη σκέψη κέντρο των πάντων:
«Σκέπτομαι άρα υπάρχω.»
Ενώ ο Διαφωτισμός ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την άποψη ότι το σκεπτόμενο λογικά ον είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει σε όλη τη Δημιουργία. Ο Ρομαντισμός, ενώ δίνει σημασία στη φύση, ενίσχυσε τη διχοτόμηση ανάμεσα στον σκεπτόμενο ενσυνείδητο υποκείμενο και στη μη σκεπτόμενη ασυνείδητη φύση (!?) δίνοντας εμφανώς προτεραιότητα στο πρώτο και επιτρέποντας στο τελευταίο να έχει αξία μόνο στο μέτρο που περικλείει μέσα του το πρώτο. Ο Πιετισμός, ο ευσεβισμός δηλαδή, ο Μυστικισμός και άλλες θρησκευτικές και θεολογικές κινήσεις, λειτουργούσαν επίσης χωρίς αναφορά στη φύση. Ενώ ο Πουριτανισμός και η δεσπόζουσα τάση του Καλβινισμού εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τους στίχους της Γεννέσεως «… αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.»(Γένεση, 9:1), συνετέλεσαν στην άνοδο του καπιταλισμού και τελικά στην τεχνολογία και στον πολιτισμό των ημερών μας (!?).
Σ’ αυτήν την ανθρωποκεντρική και λογικοκρατούμενη αντίληψη του κόσμου, στην οποία η Χριστιανική θεολογία συνέβαλεν αποφασιστικά, ο σύγχρονος Δυτικός κόσμος μας κατάφερε να παρουσιάσει δυό αντισώματα προς τα οποία όμως η Θεολογία και η Εκκλησία παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό εχθρικές.
Πρώτο ήταν ο Δαρβινισμός. Ο Δαρβινισμός τόνισε ότι το ανθρώπινο ον δεν είναι διόλου το μόνο διανοούμενο όν της Δημιουργίας, πράγμα που ήταν ράπισμα στη σχολαστική άποψη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η λογική του και η νοημοσύνη του, και ότι τη συνείδηση, ακόμα και την αυτοσυνειδησία, μπορούμε να τη συναντήσουμε και στα ζώα (!?). Η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και στον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους. Έτσι ο άνθρωπος επανήλθε στην οργανική του θέση στη φύση και το ερώτημα ως προς τη διαφορά του από τα ζώα παρέμεινε ανοικτό δεδομένου ότι η λογική δεν είναι πια η ειδοποιός διαφορά(!?).
Η Δυτική Εκκλησία υπερασπιζόμενη γενικά τη λογοκεντρική δομή του πολιτισμού μας απέτυχε να αντιδράσει δημιουργικά στην πρόκληση του Δαρβινισμού και προτίμησε η ίδια είτε να εμπλακεί σε μια ανταγωνιστική διαμάχη μαζί του είτε να υποκύψει δεχόμενη αυτήν την κατωφερή ανθρωπολογία, και όλα αυτά γιατί αρνήθηκε να αναζητήσει σε άλλες περιοχές εκτός της λογικής(!?) τη διαφορά των ανθρωπίνων όντων από τα ζώα . Αλλά ο Δαρβινισμός έχοντας ουσιαστικά κερδίσει την επιστήμη της Βιολογίας είναι ακόμη στο προσκήνιο και η Θεολογία πρέπει να κάνει την καλύτερη δυνατή χρήση του θετικά και αρνητικά στο θέμα της αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσεως(!?).
Δεύτερον από τα αντισώματα σ’ αυτόν τον ανθρωποκεντρικό και λογικοκρατούμενο πολιτισμό που κληρονόμησεν η εποχή μας, ήρθε από την περιοχή της Φυσικής φιλοσοφίας μέσα από τον Αινστάιν και τη σχολή της σύγχρονης Κβαντικής Φυσικής που τον διαδέχτηκε. Εδώ το χτύπημα ήταν διαφορετικό και ίσως βαθύτερο.
Ως πρώτη συνέπεια, η Φυσική επιστήμη σήμερα έρχεται να υπογραμμίσει το τέλος της διχοτομήσεως ανάμεσα στη φύση, ή την ουσία, και στο γεγονός (?!). Κάθε τι που είναι ταυτόχρονα συμβαίνει. Χώρος και χρόνος αλληλοπεριχωρούνται. Ο Κόσμος ο ίδιος είναι ένα γεγονός και δε μπορεί να γίνει αντιληπτός ξέχωρα από μια πράξη, θα μπορούσαμε να πούμε από μια τελετή η οποία συνεχώς πραγματοποιείται. Επιπρόσθετα έχουμε το χτύπημα στη δομή του υποκειμένου και του αντικειμένου, που έρχεται από την Κβαντική Μηχανική (?!). Ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο αποτελούν μιαν αδιάσπαστη ενότητα στην οποία η μια πλευρά επηρεάζει την άλλη. Το σύμπαν ολόκληρο, μέχρι τα πιο ασήμαντα στοιχεία του είναι παρόν και στο πιο απλό και μικρό μέρος του. Ακόμα και αυτό που από μια συγκεκριμένη σχολή Φυσικής φιλοσοφίας ονομάζεται Ανθρωπική Αρχή, παρά τον ανθρωποκεντρισμό του δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε μια θεώρηση του κόσμου στην οποία ο άνθρωπος είναι απομονωμένος από το υπόλοιπον σύμπαν(?!).
Η επιστήμη της Φυσικής όπως και της Βιολογίας ασκεί πίεση στη σύγχρονη Θεολογία, ζητώντας αναθεώρηση της παραδοσιακής μας Θεολογίας (?!). Πιστεύω ότι αυτή την πίεση μπορεί να την χρησιμοποιήσουμε ως αποφασιστηκά ωφέλιμη για την Εκκλησία στις προσπάθειές της να αντιμετωπίσει το οικολογικό πρόβλημα(?!). Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει μια δημιουργική χρήση από τη Θεολογία όλων αυτών των νέων εξελίξεων της Βιολογίας και της Φυσικής, σε συνδυασμό με όσα η Χριστιανική παράδοση μπορεί να προσφέρει για τον ίδιο σκοπό. Τέτοια στοιχεία από τη Χριστιανική παράδοση μπορούμε να αντλήσουμε από τις περιοχές της Πατερικής Θεολογίας, ειδικά δε από το χώρο της σκέψεως των Πατέρων της Εκκλησίας(?!).
Από τη λειτουργική εμπειρία της αρχαίας Εκκλησίας θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα. Όλες οι αρχαίες λειτουργίες ιδιαίτερα στην Ανατολή περιλαμβάνουν καθαγιασμό της ύλης και του χώρου. Δεν υπάρχουν σε αυτές τις λειτουργίες τάσεις που να ωθούν την ανθρώπινη ψυχή σε στάσεις ενδοστρέφειας και αυτοσυνειδησίας(?!). Όλα στις λειτουργίες αυτές αποβλέπουν στη συμμετοχή του προσευχομένου στο γεγονός κοινωνίας με τα άλλα μέλη της λατρευτικής κοινότητας και με το υλικό πλαίσιο της λειτουργίας (?!). Εκτός από τον άρτο και τον οίνο που είναι σαφώς μέρος του υλικού κόσμου, η αρχαία λειτουργία προσπαθούσε να απευθυνθεί σε όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου μέσα από το λειτουργικό γεγονός: στην όραση με τις εικόνες και τα άμφια, στην ακοή με τους ύμνους και τις ψαλμωδίες, στην όσφρηση με την οσμή του λιβανιού, κλ.π., και επιπλέον οι προσευχές ‘υπέρ ευκρασίας αέρων’, ‘εφορίας των καρπών της γης’, τοποθετούν τη λειτουργία στην καρδιά της Δημιουργίας.
Δεύτερον, όλες οι αρχαίες λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων, και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού (!?), όσο την αναφορά των δώρων του άρτου και του οίνου στο Δημιουργό-Πατέρα (!?), αυτό δηλαδή που σε όλες τις αρχαίες Ελληνικές λειτουργίες είναι γνωστό ως ‘Αναφορά’ . Οι λειτουργιολόγοι σήμερα τείνουν στο να τονίσουν αυτή την ξεχασμένη λεπτομέρεια, η οποία όντως μπορεί να έχει ξεχωριστή σημασία για μια Θεολογία της Δημιουργίας (!?), και ετούτο γιατί η λεπτομέρεια αυτή επικεντρώνει εξίσου την προσοχή στην πράξη του ανθρώπου ως ιερέως της Δημιουργίας(?!) καθώς και στην πράξη του Θεού, ο οποίος στέλνει το Άγιο Πνεύμα για να μεταβάλλει τα προσφερόμενα δώρα σε σώμα και αίμα Χριστού. Αυτό το ξεχασμένο στοιχείο είναι τόσο κεντρικό στη συνείδηδη της αρχαίας Εκκλησίας ώστε προσφέρει και αυτή ακόμα την ορολογία(?!) για να δηλωθεί η ταυτότητα και το όνομα της Ευχαριστιακής Ακολουθίας. Στην αρχαία Εκκλησία η ακολουθία αυτή ονομαζόταν, όχι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, καθαρά και απλά Αναφορά, ή Ευχαριστία. Και οι δύο αυτοί όροι έχουν σχέση με την ιερατική πράξη του ανθρώπου ως εκπροσώπου όλης της Δημιουργίας. Σε σχέση με όλα αυτά θα πρέπει επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η αρχαία ευχαριστιακή λειτουργία άρχιζε την ευχαριστιακή ευχή, ή τον Κανόνα, με ευχαριστία για τη Δημιουργία πριν απ’ όλα και ύστερα για τη λύτρωση δια του Ιησού Χριστού. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως είναι η ευχαριστιακή λειτουργία η οποία σχολιάζεται από τον Άγιο Κύριλλο των Ιεροσολύμων στις «Μυσταγωγικές Κατηχήσεις» του, η ευχαριστία για τη Δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία του Χριστού (?!). Βέβαια, αυτός δεν ήταν συνηθισμένος τύπος αλλά μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε(?!) για να τονίσουμε το πόσο κεντρική θέση είχε η αναφορά της κτίσεως στην αρχαία λειτουργία .
Το ιερατικό στοιχείο της Ευχαριστίας, και αυτό αξίζει να το τονίσουμε, δεν ήταν η θυσία όπως συνέβαινε το μεσαίωνα, αλλά η αναφορά στο Θεό της δικής του Δημιουργίας(?!). Είναι κρίμα πραγματικά γιατί η θυσία έφτασε να καλύψει για αιώνες το νόημα της Ιερωσύνης. Είναι κρίμα , όχι τοσο γιατί αυτό έδωσε αφορμή για ατέλειωτες αντιθέσεις ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες εμποδίζοντάς τους να φτάσουν σε μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας ακόμα και σήμερα, αλλά κυρίως γιατί αυτό σήμαινε ότι χάθηκε η διάσταση της Δημιουργίας από την έννοια της Ιερωσύνης(?!). Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να αποκαλύψουμε και να αποκαταστήσουμε αυτή τη διάσταση με σκοπό να αντιμετωπίσουμε το Οικολογικό πρόβλημα (!?).»
(Πηγή: «Ακούστε το Βιβλίο "Κτίση ως Ευχαριστία"», ο Δημητρης Κοσμόπουλος διαβάζει από το βιβλίο του μητροπολίτη Περγάμου Iωάννη Ζηζιούλα, Αντίφωνο )
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ
Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.
Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.
Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:
4o ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«...δεν υπάρχει... υπερφυσικό»
- Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα απομακρύνεται εκ της «παραδοσιακής» ορθοδόξου θεολογίας, ήτις κατανοεί το έργον της ως λειτουργίαν εντός της Εκκλησίας προς υποβοήθησιν του σωτηριώδους έργου Αυτής προς τους πιστούς της. Η θεολογία τον κ. Ζ. απευθύνεται προς «το σύγχρονο άνθρωπο», με τον οποίον επιδιώκει να διαλεχθεί και να πείσει, επιζητούσα «μια έντιμη, συνεπή συνομιλία με την επιστημονική ή φιλοσοφική σκέψη», και «με τους φυσικούς επιστήμονες» (88. 89).
Ποίος είναι «ο σύγχρονος άνθρωπος» εις την εικόνα του κ. Ζ.;
- Είναι εκείνος, πού «αποτινάζει με αγανάκτηση τους ηθικούς κανόνες» της χριστιανικής παραδόσεως(32), που δεν πείθεται με «τα δογματικά κηρύγματα»(33), πού «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»(25). Και εδώ παρατηρείται κάτι το εκπληκτικόν, ουχί μόνον δι' ορθόδοξον, αλλά και δι' οιονδήποτε άλλον θεολόγον επιστήμονα: Ο κ. Ζ. αποδέχεται ανεπιφυλάκτως -και μάλιστα υπερθεματίζει- την πολεμικήν ταύτην «του συγχρόνου ανθρώπου», δια της οποίας απορρίπτει ούτος σύνολον την χριστιανικήν - ορθόδοξον παράδοσιν, διότι «δεν την συλλαμβάνει πλέον» . Χωρίς την άσκησιν οιασδήποτε κριτικής προς «τον σύγχρονον άνθρωπον», όστις είναι πλήρης προλήψεων, δεισιδαιμονιών, αιρέσεων, ανηθικότητος, εγκληματικότητος κλπ., επιρρίπτει ούτος όλα τα βάρη «της κρίσεως του συγχρόνου ανθρώπου στη σχέση του με το Χριστό» εις την Εκκλησίαν και εις την θεολογίαν της, δια τον λόγον και μόνον, ότι διδάσκει αυτή, ο,τι απορρίπτει ούτος. Και δια να μην επανέρχομαι: «Και μέσα στην Εκκλησία», κατά τον κ. Ζ., το άτομον δεν σώζεται, αλλά κακοποιείται και αλλοτριούται(29) !
Ειδικώτερον, ως προς την περί Θεού διδασκαλίαν, όπως κατανοεί ταύτην ο κ. Ζ., αξία σημειώσεως είναι τα ακόλουθα: Ο κ. Ζ. εις τον περί Θεού λόγον του απαξιοί, σχεδόν, να «εργασθεί» με χριστιανικάς εννοίας, όπως: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα, ενέργειαι του Θεού κλπ. Ακόμη δε και την λέξιν «Θεός» χρησιμοποιεί κατά συγκατάβασιν: «...σε κάποιο "επέκεινα" - στο Θεό, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την παραδοσιακή ορολογία»(45)! Αντί δε τούτων επιδεικνύει προτίμησιν ούτος προς τους φιλοσοφικούς όρους: «υπερφυσικό», «υπερβατικό», «επέκεινα» κλπ., οίτινες υπεμφαίνουν το ουδέτερον, το απρόσωπον, το ανενέργητον «επέκεινα», καθώς και προς μίαν «απόλυτα μονοθεϊστική έννοια περί Θεού»(103), ακατανόητον δια τα ορθόδοξα θεολογικά δεδομένα.
Ωσαύτως ασκείται υπό του κ. Ζ. δριμύτατη πολεμική κατά της «παραδοσιακής» ορθοδόξου περί Θεού διδασκαλίας, με μόνον κριτήριον «τον σύγχρονο άνθρωπο». Ο κ. Ζ. δηλ. δεν ερωτά θεολογικώς, εάν η «παραδοσιακή» περί Θεού διδασκαλία αντιστοιχεί ή όχι προς το περιεχόμενον της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, και εκείθεν να κρίνει ή και να απορρίψει ταύτην, αλλά θέτει ως κριτήριον του περί Θεού λόγου της ορθοδόξου θεολογίας «το σύγχρονο άνθρωπο».
Έπονται τα ακόλουθα «σχιζοφρενικά» : Εδώ έχομεν θεολογικήν ασυδοσίαν. Ουδείς ποτέ σοβαρός θεολόγος απέρριψε θεολογικάς προτάσεις με εξω-θεολογικά κριτήρια.
- Δια την υπό «του συγχρόνου άνθρωπου» απόρριψιν του Θεού ευθύνεται η θεολογία, «εφ' όσον η θεολογία του Τον τοποθέτησε σε μια σφαίρα πού δεν μπορεί πια να κατανοήσει»(26), ήτοι «τοποθέτησε» «το σύγχρονο άνθρωπο» «σε σχήματα δυαλιστικά»(36). Τί είναι «τα δυαλιστικά» ταύτα «σχήματα»;Απλούστατα: Ο υπό της θεολογίας «διαχωρισμός ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»(25).2. «Η θεολογική παράδοση», με την περί Θεού και κόσμου «δυαλιστική» διδασκαλία της, έβλαψε «το σύγχρονο άνθρωπο»: «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36). Και εδώ, λοιπόν, η μαρξιστική - φροϋδική κριτική της αλλοτριώσεως του ανθρώπου δια της εις Θεόν πίστεως!
- Και τέλος, η αντίφασις: «Ο σύγχρονος άνθρωπος...» «... το Υπερφυσικό... δεν το συλλαμβάνει πλέον»(25).
Διατί, λοιπόν, ευθύνεται η παραδοσιακή θεολογία δια την υπό «του συγχρόνου ανθρώπου» απόρριψιν του Θεού, αφού ούτος «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»; Και πως θα πρέπει, άραγε, να ομιλήσει η θεολογία περί του Θεού «στο σύγχρονο άνθρωπο», δια «να μπορέσει να τον κατανοήσει»; Ο κ. Ζ. δίδει την απάντησιν: Να απορρίψει το «υπερφυσικό», να ταυτίσει αυτό με «το φυσικό», να διακηρύξει μία, «ενιαία πραγματικότητα». Εν τη απορρίψει δηλ. «του υπερφυσικού», «ο σύγχρονος άνθρωπος» θα «συλλάβει» και θα «κατανοήσει» αυτό . Παρακολουθούμε, πώς ο κ. Ζ. διατυπώνει τον θεολογικόν του Μονισμόν:
«... δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό... Υπάρχει συνάντηση πλήρης, μέχρι ταυτισμού, (η υπογράμμισις είναι του κειμένου), της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα,.., μια συνάντηση, στην οποία και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως» (25 - 26).
Ο κ. Ζ. εις άλλα, νεώτερα, κείμενα του αυτού βιβλίου του εκφράζεται συμφώνως προς την «παραδοσιακήν» περί Θεού διδασκαλίαν, όταν αναφέρει: δεν υπάρχει «φυσική συγγένεια ανάμεσα στο Θεό και στη δημιουργία» (93), αλλά «φυσική ετερότητα του Θεού και της δημιουργίας»(90) κ.ά. Τι συμβαίνει εδώ: κραυγαλέα αντίφασις ή θεολογική σκοπιμότης;
Εν τούτοις εν παραμένει βέβαιον: Ο κ. Ζ. πρεσβεύει ένα θεολογικόν Μονισμόν, όστις απαγορεύει «την διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού» και αποδέχεται «την ταύτισιν» Θεού και κόσμου. Απόδειξις τούτου το γεγονός, ότι προσπαθεί να κατοχυρώσει τούτον και με επιχειρήματα, τα οποία συνοψίζονται εις τα ακόλουθα:
- Αναφέρει ο κ. Ζ.:
«Αυτή η θεώρηση τον κόσμου μέσα στην Ευχαριστία δεν αφήνει περιθώρια για διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού»(25).
Επί της θέσεως ταύτης αι ακόλουθοι ενστάσεις: Καταργεί, άραγε, η θεία Ευχαριστία το χριστολογικόν δόγμα της Οικουμενικής συνόδου της Χαλκηδόνος, ήτοι το: «ασυγχύτως, ατρέπτως - αδιαιρέτως, αχωρίστως»; Το «ασυγχύτως, ατρέπτως» δεν διασώζει τας «δυο φύσεις» του Ιησού Χριστού, την άπειρον, ποιοτικήν, διαφοράν ακτίστου και κτιστού, την «διαίρεσιν» «ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό»; Το δε «μέχρι ταυτισμού» (25) δεν οδηγεί, άραγε, εις «ταύτισιν» των δύο -«φυσικού και υπερφυσικού»- με όλας τας ακολουθίας: σύγχυσιν, μονοφυσιτισμόν, μονισμόν, θεολογίαν του θανάτου του Θεού κλπ.;
Η υπό του κ. Ζ. αποδοχή «ενιαίας πραγματικότητος», «μέχρι ταυτισμού... φυσικού και υπερφυσικού», φαίνεται να έχει ως αιτίαν και την συγκεχυμένην ορολογίαν, την οποίαν χρησιμοποιεί προκειμένου να αποδώσει το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, όταν λέγει: «Η Ευχαριστία είναι... αυτός ο ίδιος ο Χριστός, ο όλος Χριστός», «το όλο μυστήριο του Χριστού»(20, 21), κλπ. Τοιαύτας εκφράσεις χρησιμοποιούν όλαι αι χριστιανικαί «εκκλησίαι» δια και κατά την τέλεσιν της Ευχαριστίας των, προκειμένου να δηλώσουν την «παρουσίαν» του Χριστού «εν τω μέσω» της κοινότητος των.
Δεν αμφισβητώ την αλήθειαν των εκφράσεων τούτων, επισημαίνω, όμως, ότι εις την δογματικήν γλώσσαν της ορθοδόξου θεολογίας η «παρουσία του Χριστού» εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας προσδιορίζεται μόνον δια της φράσεως: « σώμα και αίμα Χριστού» , και δι' ουδεμιάς περαιτέρω. Η ορολογία αυτή έχει μεγάλην σημασίαν δια την ορθόδοξον θεολογίαν των «ενώσεων» και των «διακρίσεων», ήτις δεν γνωρίζει ορολογίαν των «ταυτίσεων» και «συμβολισμών».
- Ο κ. Ζ. αποδίδει «την κρίση του συγχρόνου άνθρωπου στη σχέση του με το Χριστό... στη θεολογική παράδοση», η οποία, διδάσκουσα εις τον περί Θεού λόγον της την «διχοτόμηση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού», «τον τοποθέτησε σε σχήματα δυαλιστικά» και έτσι «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό»(36, 25). Εις το βιβλίον του, λοιπόν, ο κ. Ζ, παρουσιάζει, εκτός των θεολογικών του ιδεών, και «το πρότυπο» του συγχρόνου ορθοδόξου «δογματολόγου», κατά την ιδικήν του ορολογίαν, όστις διαπρέπει εις γνώσεις ουχί μόνον των δογματικών αληθειών της χριστιανικής πίστεως, αλλά και σχεδόν όλων των «συγχρόνων» κοσμικών επιστημών, όπως π.χ. της Φυσικής, της Βιολογίας, του Δαρβινισμού κλπ.
Εν προκειμένω δε, προβάλλει ούτος τας επί της Ψυχολογίας και της Ψυχαναλύσεως γνώσεις του, υιοθετών ανοποδείκτους θεωρίας περί «νευρώσεων», προκαλουμένων δια της εις Θεόν πίστεως, και διαπιστώνων «φροϋδικά» πλέγματα, τα οποία προεκάλεσε «στο σύγχρονο άνθρωπο» «η θεολογική παράδοση», ήτις «τον τοποθέτησε σε σχήματα δυαλιστικά ή σε ασφυκτικά ηθικά κατασκευάσματα» και, έτσι, «τον διχοτόμησε και τον έκανε σχιζοφρενικό». Δια να αρθεί, λοιπόν, «η κατάσταση της σχιζοφρένειας», θα πρέπει η θεολογία να αποδεχθεί μίαν πραγματικότητα, υπό την έννοιαν: «δεν υπάρχει φυσικό και υπερφυσικό»(25), συμφώνως και προς την αρχήν: «πονάει δόντι, βγάζει δόντι»!
Το ερώτημα, πού προκύπτει είναι, εάν, τώρα, πού «ο σύγχρονος άνθρωπος» απέρριψε «το υπερφυσικό», διότι «δεν το συλλαμβάνει πλέον», έπαυσε να ζει «σε μια κατάσταση σχιζοφρενείας»(25)! Ο,τι εκπλήσσει εις την προκειμένην περίπτωσιν, είναι ότι ο κ. Ζ. χρησιμοποιεί ουχί θεολογικά, αλλά εξωθεολογικά κριτήρια και επιχειρήματα προς απόρριψιν δογματικών και ηθικών διδασκαλιών της χριστιανικής πίστεως. Επαναλαμβάνω : Ουδείς σοβαρός θεολόγος επί διαχριστιανικού επιπέδου θεολογεί με τοιούτου είδους επιχειρηματολογίαν. Το αίτημα, όμως, περί άρσεως της «διχοτομήσεως» της χριστιανικής ζωής, εγείρει και θεολογικά προβλήματα, αφού η ύπαρξις και η ζωή του κατά Χριστόν ζώντος πιστού και θεολόγου είναι «διαλεκτική», ήτοι ζει ούτος διαρκώς εις μίαν κατάστασιν «διχασμού».
Ακούομεν, πως εκφράζεται ο απόστολος Παύλος: «ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν,... ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες,... ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. 6, 9 - 10), ή: «Ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητήτε,... τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ... Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης...» (Κολοσ. 3, 1 εξ.), ή το: «εκ του κόσμου τούτου ουκ εστέ» (Ιω. 15, 19); Τι δηλούν τα χωρία ταύτα και το πλήθος των παρομοίων: άραγε ουχί το παράδοξον, το μυστήριον της ζωής των Χριστιανών, οίτινες, ζώντες «επί της γης», καλούνται εις το φρονείν «τα άνω, μη τα επί της γης»; Ο τρόπος ούτος του ζειν, δεν είναι, «διχασμός» της υπάρξεως, εκφραζόμενος κατά τρόπον ανεπανάληπτον με τας φράσεις: «Απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται, νεκρώσατε τα μέλη υμών» κλπ., και αντιστοιχών προς την εν Ιησού Χριστώ «αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιώνιοις σεσιγημένον, φανερωθέντος δε νυν»(Ρωμ. 14, 24 - 25);
Κατανοεί, λοιπόν, «ο σύγχρονος άνθρωπος» την «εσωτερικήν ταύτην γλώσσαν» ή το «εσωτερικό τούτο γκέτο»(112, 88) των κατά Χριστόν «σαλών» δια να προσαρμόσουν ούτοι την χριστιανικήν πίστιν εις τα δικά του μέτρα και κριτήρια; Ιδού, τί αναφέρει σχετικώς Μακάριος ο Αιγύπτιος: «Αι γλώσσαι του κόσμου τούτου διάφοροι εισι... Οι δε Χριστιανοί μίαν καινήν γλώσσαν μανθάνουσι,... ου του κόσμου τούτου ούτε του αιώνος του παρερχομένου». Η θεολογία καλείται, άραγε, να προσαρμόζεται εις τα κριτήρια «του συγχρόνου ανθρώπου», ή να προσαρμόζει τον κόσμο» προς τα περιεχόμενα του χριστιανικού Ευαγγελίου;
- Δια την «μέχρι ταυτισμού της ουράνιας με την επίγεια πραγματικότητα», μέχρι σημείου, που «και αυτός ο Θεός παύει να νοείται ως "επέκεινα" της φύσεως»(25, 26) θεωρίαν του, και προς στήριξιν του θεολογικού του Μονισμού, προσάγει ο κ. Ζ. εν ακόμη εξωθεολογικόν, δηλ. «επιστημονικόν», επιχείρημα: «Ο σύγχρονος άνθρωπος... το υπερφυσικό, ως κάτι το ‘'επέκεινα'' της φύσεως, λόγω των νεωτέρων επιστημονικών και φιλοσοφικών εξελίξεων δεν το συλλαμβάνει πλέον»(25). Η συνέπεια δε τούτου είναι: Η θεολογία θα πρέπει να απορρίψει «το υπερφυσικό», προκειμένου να έλθει εις «διάλογον» με «το σύγχρονο άνθρωπο» και ενδεχομένως να «κερδίσει» αυτόν.
Το θέμα «των φιλοσοφικών εξελίξεων» αφήνω κατά μέρος, αφού η Φιλοσοφία είναι μεν επιστήμη ουχί όμως «ακριβής», ήτοι «αντικειμενική», όπως η Φυσική, εκφράζουσα υποκειμενικόν, και, εν πολλοίς, αυθαίρετον στοχασμόν. Δια «τας νεωτέρας επιστημονικάς εξελίξεις», όμως, έχω να αναφέρω τα ακόλουθα: Ακόμη και αν η επιστήμη απεφαίνετο: «δεν υπάρχει υπερφυσικό» (25), θα έπρεπε, άραγε, να απορρίψει ο Χριστιανισμός την πίστιν εις τον υπερβατικόν Θεόν; Τι είναι η Εκκλησία: «φούρνος του Χότζα», δια να την μετακινούμεν διαρκώς και προς κάθε κατεύθυνσιν, συμφώνως προς τας επιθυμίας και τας υποδείξεις του εκάστοτε «περαστικού»; Μπορεί η επιστήμη να καταργήσει την εις Θεόν πίστιν, χωρίς και να αυτοκαταργηθεί; Μπορεί, π.χ. να αποφανθεί: «δεν υπάρχει υπερφυσικό», χωρίς συγχρόνως να αυτοκαταργηθεί, ένεκα υπερτάσεως των επιστημονικών της ορίων και προϋποθέσεων; Εάν κάποιος επιστήμων απορρίπτει την εις Θεόν πίστιν, τούτο αποτελεί ουχί επιστημονικών πόρισμα, αλλά προσωπικόν «πιστεύω»: πίστιν ως αθεΐαν.
Ο κ. Ζ. επαίρεται, ότι είναι εις θέσιν να διεξάγει διάλογον «μέ τους φυσικούς επιστήμονες»(89). Δεν αναφέρει, λοιπόν, συγκεκριμένως δια ποίων εκ «των νεωτέρων επιστημονικών εξελίξεων» απορρίπεται «το υπερφυσικό, ως κάτι το "επέκεινα" της φύσεως» (25); Σήμερον, ούτε αρχάριοι φοιτηταί εκφέρουν τοιαύτας απόψεις, εις μίαν εποχήν δηλ., καθ' ην με επιστημονικά δεδομένα., «απεδείχθη πλέον, ότι και αυτή η πραγματικότης της καθημερινής μας ζωής αποτελεί αντικείμενον πίστεως» (H.Ditfurth,Wir sind nicht nur von dieser Welt, 1981, 166).
Επαναλαμβάνω: Η επιστήμη ουδέποτε δύναται να αποδείξει επιστημονικώς ως πλάνην την πίστιν εις το «υπερφυσικό», εις τον Θεόν. Μόνον την δεισιδαιμονίαν καταρρίπτει η επιστήμη, ήτοι δοξασίας τύπου μαγείας, αστρολογίας, θεοσοφίας κλπ., αι οποίαι προσκρούουν εις θεμελιώδεις λογικάς κατηγορίας και εις εγνωσμένα επιστημονικά δεδομένα. Η θεμελιώδης και αδιαμφισβήτητος θέσις της συγχρόνου επιστήμης και ειδικώτερον της Φυσικής περί της «υπερφυσικής» πραγματικότητος έχει ως εξής: «η υπερφυσική πραγματικότης κατ' ουδένα τρόπον δύναται να απορριφθεί λογικώς ή επιστημονικώς» (H.Ditfurth, 214).
Ουχί μόνον δε τούτο, αλλά η επιστήμη της Φυσικής του Αιώνος μας ανεκάλυψεν εκ νέου: «το μυστήριον της ζωής και της θαυμαστής δομής του κόσμου, αποτελούσης εκδήλωσιν του εν ούτω αποκαλυπτομένου Λόγου»(A.Einstein), το «απροσδιόριστον» της κοσμικής πραγματικότητος (W.Heisenberg), και το συγκλονιστικώτερον: κατέληξεν εις το τελεσίδικον -μη επιδεχόμενον αναθεώρησιν- πόρισμα, ότι και εντός του κόσμου υπάρχει «υπερβατικότης» , ουχί εν τη έννοια του - μη - εισέτι - γνωσθέντος, δυναμένου όμως να γνωσθεί υπό του ανθρώπου, αλλ' εν τη εννοία του παντελώς απροσίτον καί ακατάληπτου: του τελείου μυστηρίου (πρβλ. H.Ditfurth, 157 εξ.). Ο Ρ. Jordan θα εκφράσει το νέον αίσθημα «πίστεως» της συγχρόνου Φυσικής με την φράσιν: «Βαδίζομεν επάνω σ' ένα λεπτό στρώμα πάγου μιας λίμνης, με άγνωστα τα βάθη της κάτω από μάς». Ο δε sir James Jeans αναφέρει και επικυρώνει την περίφημον εικόνα του Πλάτωνος (Πολιτ. Ζ') περί των δέσμιων εις «το σπήλαιον»:
«Παραμένομεν ακόμη έγκλειστοι εις το σπήλαιον ημών, με τα νώτα μας εστραμμένα προς το φως, και δυνάμεθα να παρατηρώμεν μόνον τας σκιάς εις τον τοίχον»!
Τοιαύτα και ανάλογα πορίσματα της συγχρόνου Φυσικής, αλλά και άλλων επιστημών, όταν αγνοούν οι επαιρόμενοι δι' επιστημοσύνην και της θύραθεν σοφίας θεολόγοι, μεταβάλλονται εις ψευδοαποστόλους της χριστιανικής πίστεως και της αληθείας του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.
(Πηγή: «ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡ.ΖΗΖΙΟΥΛΑ: “...δεν υπάρχει... υπερφυσικό”», Πατερικός )
Ο ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΣ ΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ!
Επίσης, ισχυρίζεται, ότι ο Δαρβινισμός έδωσε ένα ράπισμα στη Σχολαστική άποψη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η λογική του και η νοημοσύνη του(56). Και ακόμη: Αποδίδει στον Ιερό Αυγουστίνο και το Βοήθιο, οι οποίοι «όρισαν το ανθρώπινο ον, ακόμη και το θείο Ον, με τη χρήση των εννοιών του λόγου και του νου»(54). Δεν νομίζει, λοιπόν, ότι υποτιμά την νοημοσύνην των θεολόγων, όταν υποστηρίζει παρόμοιας θεωρίας, όταν δηλ., ό,τι εκείνος απορρίπτει, το φορτώνει ως κακόν εις τον Μεσαίωνα και εις τον Σχολαστικισμόν προς ιδίαν κάλυψιν; Δεν είναι, λοιπόν, ο Θεός Νους και Λόγος; Τι είναι, άραγε, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Θείος Λόγος; Είναι δε ο Θεός άλογος Οντότης; Θα απορρίψομεν, λοιπόν, τον Λόγον του Θεού, αντί να αναζητήσομεν υφισταμένας, κατά περιεχόμενον, διαφοράς μεταξύ του Ελληνικού λόγου και του Λόγου της θείας Αποκαλύψεως; Ισχύει, λοιπόν, ή όχι το Ιωάννειον: «Εν αρχή ην ο Λόγος,… και Θεός ην ο Λόγος» ;
Αλλά και ο ποιηθείς κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος, δεν είναι, λοιπόν, ο λόγος του Λόγου; Η μήπως δεν είναι αύτη η ενιαία και ομόφωνος δισχιλιετής ελληνοχριστιανική παράδοσις; Χρειάζεται να αναφέρομεν συγγραφείς και χωρία; Υπήρξε ποτέ θεολόγος της Εκκλησίας, όστις να απέρριψε το λογικόν εκ του κατ’ εικόνα ή να μην ανεφέρθη εις αυτό, έστω και ευκαιριακώς;
Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα είναι πρωτίστως παλαιοδιαθηκική: Ούτος εργάζεται με δύο κυρίως δόγματα, σχεδόν αγνοούμενα υπό της θεολογίας της καινής κτίσεως, ήτις θεωρεί τον άνθρωπον υπό το φως της ζωής και του έργου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του εν Αγίω Πνεύματι εν τη Εκκλησία και προς τον κόσμον επιτελουμένου λυτρωτικού έργου, ήτοι με τα δόγματα της εκ του μηδενός δημιουργίας και του κατ’ εικόνα Θεού ποιηθέντος ανθρώπου. Και είναι τούτο ευνόητον, αφού το θεολογείν του κ. Ζ. προσδιορίζει ουχί το καινόν της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, αλλά το παλαιόν, το πανανθρώπινον. Στόχος του είναι μια θεολογία της δημιουργίας(60), με ιερέα τον άνθρωπον, τον κάθε άνθρωπον, ως φορέα του κατ’ εικόνα, και ουχί τον καινόν κατά Χριστόν άνθρωπον.
Εις τους θεολογικούς στοχασμούς του ασχολείται ιδιαιτέρως ο κ. Ζ. με το κατ’ εικόνα Θεού εις τον άνθρωπον, εις το οποίον εισάγει μίαν άγνωστον μέχρι τούδε θεολογικήν καινοτομίαν: απορρίπτει εξ αυτού τον λόγον και τον νουν , ήτοι την λογικότητα(54, 101), με την αποφθεγματικήν φράσιν: το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ανθρώπου δεν είναι η λογικότητα, αποδίδει δε στο Σχολαστικισμό την ιδέα ότι το κατ’ εικόνα Θεού αφορά στο λογικό του ανθρώπου (55).
Ο λόγος δε της απορρίψεως ταύτης του λογικού εκ του κατ’ εικόνα δεν είναι θεολογικός, όπως θα ανεμένετο, αλλά επιστημονικός, αυτήν την φοράν όχι η επιστήμη της Φυσικής, αλλά της Βιολογίας, η ορθότερον: ο Δαρβινισμός. Ο Δαρβινισμός έδωκεν εν ράπισμα στη Σχολαστική(!) άποψη ότι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι η λογική του και η νοημοσύνη του… Η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους. Έτσι ο άνθρωπος επανήλθε στην οργανική τον θέση στη φύση… δεδομένου ότι η λογική δεν είναι πια η ειδοποιός διαφορά(57)· η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο συνιστά διαφορά του βαθμού της λογικής(100). Ο άνθρωπος είναι επίσης ένα ζώον, όπως μας υπενθυμίζει ο Δαρβίνος (111). Και εν σ. 98:
«... Ο Δαρβίνος έδωσε ένα χτύπημα σ’ αυτή τη λογοκροπική αντίληψη για την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου. Η ιδιαίτερη ταυτότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα δεν βρίσκεται στη λογική, εφ’ όσον και τα κατώτερα ζώα έχουν κάποια λογική και κάποια συνείδηση, έστω και σε χαμηλότερο βαθμό(98).»
Εδώ συμβαίνει κάτι το εκπληκτικόν: Ο κ. Ζ. υιοθετεί ανεπιφυλάκτως και άνευ ουδεμιάς διακρίσεως τον Δαρβινισμόν, όστις ισχυρίζεται, ότι ο άνθρωπος εις το σύνολον του, ήτοι και ως σώμα και ως πνεύμα (λογικόν), είναι προϊόν της ιστορικής εξελίξεως των ειδών!Η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους , (η υπογράμμισις ανήκει εις το κείμενον), ο άνθρωπος επανήλθε στην οργανική του θέση στη φύση, ο άνθρωπος είναι επίσης ένα ζώο, διαφορά δηλ. ποσοτική, και όχι ποιοτική, και τούτο όχι μόνον ως προς το σώμα, το σωματικόν μέρος, αλλά πρωτίστως ως προς τον νουν, το νοερόν, το λογικόν: τα ζώα κατέχουν την αυτήν λογικήν, αλλά μόνον σε χαμηλότερο δασμό(98). Η άποψις αυτή αποτελεί θέσιν της υλιστικής αθεΐας, καθ’ ην το πνευματικόν στοιχείον του ανθρώπου είναι προϊόν της ύλης και συνεξελίσσεται μετ’ αυτής, ότι διαφέρει κατά βαθμόν μόνον έναντι του λογικού των άλλων ζώων, ότι ο άνθρωπος είναι απλώς ζώον όπως π.χ. τι σώζεται μετά τον θάνατον του ανθρώπου, υπάρχει ψυχή;
(Πηγή: «μητρ. Ι.Ζηζιούλας: Ο Δαρβινισμός κέρδισε την επιστήμη της βιολογίας !!!», Ενοριακό ιστο-Λόγιο )
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ ΤΟΥ Κ. ΜΕΓΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟΝ «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ»
ΚΑΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Εἰς τὸ ὡς ἄνω ἄρθρον του, τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ φύλλον τῆς 6ης Αὐγούστου 2010 τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου, ὁ καθηγητὴς κ. Μέγας Φαράντος εὐστόχως ἐπιχειρεῖ θεολογικὴν κριτικὴν εἰς τὰς κενοφανεῖς θεολογικὰς θέσεις τοῦ καθηγητοῦ κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὅπως αὐτὲς ἐξετέθησαν εἰς τὸ βιβλίον τοῦ τελευταίου μὲ τίτλον «Ἡ κτίση ὡς εὐχαριστία-Θεολογικὴ προσέγγιση στὸ πρόβλημα τῆς Οἰκολογίας».
Ὁ κ. Φαράντος συμπεραίνει, ὅτι ὁ κ. Ζηζιούλας πρεσβεύει καὶ εἰσηγεῖται ἕναν «θεολογικὸν Μονισμόν», ὁ ὁποῖος «ἀπαγορεύει 'τὴν διχοτόμηση μεταξὺ φυσικοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ καὶ ἀποδέχεται την ταύτιση Θεοῦ καὶ κόσμου». Καὶ πρὸς στήριξιν αὐτοῦ τοῦ συμπεράσματος, προβάλλει, ἐν συνεχείᾳ, τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ κ. Ζηζιούλα καὶ ταυτοχρόνως ἐπιχειρεῖ κριτικὴν ἐπὶ τούτων, εἰς τρία κύρια σημεῖα.
Εἰς τὸ ὑπ’ ἀρ. (3) σημεῖον, ὁ κ. Φαράντος ἀναφέρεται καὶ εἰς ἓν ἐξωθεολογικόν, δηλ. «ἐπιστημονικὸν» ἐπιχείρημα τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος τὸ προβάλλει πρὸς στήριξιν τοῦ θεολογικοῦ του Μονισμοῦ ὡς καὶ τῆς θεωρίας του περὶ «ταυτισμοῦ τῆς οὐράνιας μὲ τὴν ἐπίγεια πραγματικότητα», μέχρι τοῦ σημείου, ποὺ «καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς παύει νὰ νοεῖται ὡς "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως». Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι τὸ ἑξῆς:
«Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, δὲν συλλαμβάνει πλέον τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως, λόγω τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ἐξελίξεων.»
Ἡ συνέπεια δὲ τούτου εἶναι, κατὰ τὸν κ. Ζηζιούλα, ὅτι: «Ἡ θεολογία θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίψει τὸ «ὑπερφυσικό», προκειμένου νὰ ἔλθη εἰς «διάλογον» μὲ τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο» καὶ ἐνδεχομένως νὰ «κερδίσει» αὐτόν.
Ἀπαντῶντας εἰς τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ, ὁ κ. Φαράντος, ἀπορρίπτει εὐθέως τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὅτι οἱ νεώτερες φιλοσοφικὲς ἐξελίξεις ἀποτελοῦν ἐμπόδιον εἰς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον νὰ συλλάβη τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως, μὲ τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι 'ἡ Φιλοσοφία εἶναι μὲν ἐπιστήμη, οὐχὶ ὅμως «ἀκριβής», ἤτοι «ἀντικειμενική», ὅπως ἡ Φυσική, ὡς ἐκφράζουσα ὑποκειμενικὸν καὶ ἐν πολλοῖς αὐθαίρετον στοχασμόν.
Ἐδῶ, θὰ ἤθελα νὰ κάνω μία παρέμβασι. Κατ' ἀρχήν, μὲ τὸν ὅρον «σύγχρονος ἄνθρωπος», ὁ κ. Ζηζιούλας, κατὰ τὴν γνώμην μου, δὲν ἐννοεῖ μόνον ἐκεῖνον «ποὺ ἀποτινάζει μὲ ἀγανάκτηση τοὺς ἠθικοὺς κανόνες» τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως, ἢ ἐκεῖνον ποὺ «δὲν πείθεται μὲ τὰ δογματικὰ κηρύγματα», ἢ ἐκεῖνον ποὺ «δὲν συλλαμβάνει πλέον τὸ ὑπερφυσικό», δηλ. τὸν ἄθεον, ἀλλά, ἐπίσης, ἐκεῖνον (τὸν «Χριστιανόν», λαϊκὸν ἢ ρασοφόρον), τὸν «παραμορφωμένον», ἄθεον εἰς τὴν οὐσίαν, ποὺ, προσπαθῶντας νὰ κατανοήση τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Ἐκκλησιολογία, ὄχι μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ μὲ τὴν διάνοια, ὄχι μόνον κάνει φιλοσοφία ἐπάνω στὴν θεολογία καὶ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ δημιουργεῖ π.χ. τὴν θεωρία τῶν Κλάδων στὴν θεολογία, ἢ τὴν Βαπτισματικὴ θεολογία στὴν ἐκκλησιολογία, ἀλλά, ἐπίσης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν σύγχρονη Ἐπιστήμη καὶ δὴ τὴν θεωρίαν τῆς Ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν, ἀπορρίπτει συλλήβδην τὴν Ὀρθόδοξη παραδοσιακὴ Θεολογία, ὡς ἀντικειμένην εἰς τὴν θεωρίαν τῆς Ἐξελίξεως καὶ τὶς νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις.
Π.χ., ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία λέει ὅτι ὑπῆρξε «πτῶσις». Ὁ «Χριστιανὸς» αὐτὸς λέει «ὄχι, δὲν ὑπῆρξε «πτῶσις», διότι ἡ Ἐπιστήμη δὲν ἔχει ἀνιχνεύσει κάποια χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν ὁποία «δὲν ὑπῆρχε φθορὰ καὶ θάνατος».
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία λέει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος. Ὁ «Χριστιανὸς» αὐτὸς λέει «ὄχι, δὲν ὑπάρχει Θεὸς Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος γιατὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο εἶναι συνέπεια τυχαίων γεγονότων».
Ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται ὅτι εἶναι μία φυσικὴ θεωρία, βασισμένη σὲ ἐπιστημονικὲς ἐνδείξεις, ὅπως καὶ κάθε ἄλλη ἐπιστημονικὴ θεωρία, εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως, σήμερα, εἶναι ἡ ἐπικρατοῦσα φιλοσοφικὴ θεωρία εἰς τὸν χῶρο τῆς Ἐπιστήμης καί, διὰ μέσου αὐτῆς, ἡ Ἐξέλιξις τῶν εἰδῶν, ἐνῶ εἶναι ὑπόθεσις, παρουσιάζεται σὰν γεγονός, λόγῳ δῆθεν τῆς πληθώρας τῶν ἐνδείξεων ποὺ συνηγοροῦν ὑπὲρ αὐτῆς.
Ἄρα, δὲν εἶναι ἀτυχὴς ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ κ. Ζηζιούλα, ὅτι οἱ νεώτερες φιλοσοφικὲς ἐξελίξεις ἀποτελοῦν ἐμπόδιο εἰς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον νὰ συλλάβη τὸ ὑπερφυσικόν. Ὅμως, ἀντὶ ὁ κ. Ζηζιούλας νὰ προσπαθήση νὰ ἁλιεύση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εὐαγγελικῶς, κατὰ τὴν προτροπὴν τοῦ κ. Φαράντου, ἀντιθέτως, τάσσεται μὲ τὸ μέρος του, καί, θέλοντας ὁ κ. Ζηζιούλας νὰ διακονήση τὸν «σύγχρονο μετανεωτερικὸ ἄνθρωπο», δημιουργεῖ, τὴν ἰδική του αἱρετικὴ μετανεωτερικὴ θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία (βαπτισματική, οἰκουμενιστική, οἰκολογικὴ καὶ ὅποια ἄλλη). Δηλ., πρῶτα ὁ ἴδιος θέτει τὸν ἑαυτόν του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι ἀποδέχεται καὶ διδάσκει αἱρετικὲς δοξασίες, καί, στὴν συνέχεια, προσπαθῶντας νὰ διακονήση λανθασμένα τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο», τὸν παρασύρει σὲ βαθύτερο γκρεμό .
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ χωρὶς Θεὸ ἄνθρωπος, ἔχει πρόβλημα, κατὰ τὸν κ. Ζηζιούλα, καὶ λόγῳ τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν ἐξελίξεων, λόγῳ τῶν ὁποίων δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως. Αὐτὸ εἶναι ἐπίσης σωστό, κατὰ τὴν γνώμη μας. Ἐδῶ, διερωτᾶται, ὅμως, ὁ κ. Φαράντος «διὰ ποίων, ἐκ τῶν νεωτέρων ἐπιστημονικῶν ἐξελίξεων, ἀπορρίπτεται τὸ ὑπερφυσικὸ ὡς κάτι τὸ "ἐπέκεινα" τῆς φύσεως;».
Ἂς μᾶς ἐπιτρέψη, ἐδῶ, νὰ καταθέσωμε τὴν ἰδική μας ἐξήγηση.
Δὲν εἶναι, κατὰ τὴν γνώμη μας, οἱ νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἐξελίξεις, ἤ, καλύτερα, ἀνακαλύψεις, καθ' ἑαυτές, ἐκεῖνες ποὺ δημιουργοῦν τὸ πρόβλημα στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ χρῆσις τους πρὸς ὑποστήριξι τῆς θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως. Ὅλες οἱ σημερινὲς ἀνακαλύψεις στὴν Αστρονομία, Φυσική, Βιολογία, Βιοχημεία, Ἰατρική, ὅλες ἀνεξαιρέτως, διακονοῦν τὴν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως καὶ ἑρμηνεύονται ἔτσι ὥστε νὰ τὴν ὑποστηρίζουν. Αὐτό, δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἡ θεωρία αὐτή, ἐνῶ ξεκίνησε σὰν ἀμιγὴς ἐπιστημονικὴ θεωρία στὴν βιολογία, στηριζομένη σὲ ἐπιστημονικὲς ἐνδείξεις, ὅπως ὅλες οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρίες ποὺ διαμορφώνονται, μέχρις ὅτου καταρριφθοῦν καὶ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ ἄλλες θεωρίες λόγῳ νέων δεδομένων ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ προκύπτουν, ἐπειδὴ διδάσκει ὅτι ἡ ἐξέλιξις τῶν εἰδῶν στὸν ἔμβιο κόσμο εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων, καὶ ἐπειδὴ σὲ ἄλλες ἐπιστῆμες, π.χ. στὴν Ἀστροφυσική, παρετηρήθη ὅτι συμβαίνει τὸ ἴδιο, τυχαῖα δηλ, συμβαίνει εἰς τὸ σύμπαν ὅ,τι συμβαίνει, βόλεψε στὸ νὰ υἱοθετηθῆ γενικὰ στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα σὰν ἡ θεωρία ποὺ ἑρμηνεύει τὴν λειτουργία τοῦ μακροκόσμου καὶ τοῦ μικροκόσμου χωρὶς τὴν ὕπαρξι ἢ παρέμβασι ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτὴ ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως διδάσκεται σήμερα σὲ ὅλα τὰ ἐπιστημονικὰ ἱδρύματα τοῦ κόσμου στοὺς χώρους τῆς φυσικῆς Ἐπιστήμης, καὶ αὐτὴ προβάλλεται στὰ μαζικὰ μέσα ἐνημερώσεως παγκοσμίως, σὰν τὴν θεωρία ποὺ ἑρμηνεύει τὴν ὕπαρξι τοῦ κόσμου, τὴν γένεσι τῶν φυσικῶν φαινομένων, τὴν γένεσι τῆς ζωῆς καὶ τὴν λειτουργία τῶν ζώντων ὀργανισμῶν. Βάσει αὐτῆς, ὅλα συνέβησαν τυχαῖα καὶ ἐξελίσσονται τυχαῖα, χωρὶς σκοπό, χωρὶς νόημα.
Ὅμως, ὁ φυσικὸς κόσμος λειτουργεῖ βάσει φυσικῶν νόμων. Ὑπάρχουν, στὴν Ἐπιστήμη, ὡρισμένες σταθερὲς παράμετροι (π.χ. ἡ ταχύτητα τοῦ φωτός, τὸ φορτίο τοῦ ἠλεκτρονίου, κλπ.), καὶ οἱ σταθερὲς τῶν φυσικῶν νόμων (ὅπως τὸ g, ἡ ἐπιτάχυνσις τῆς βαρύτητος, κλπ.), ποὺ ἔχουν σταθερὲς τιμές, συγκεκριμένες. Ὅλες αὐτὲς οἱ φυσικὲς σταθερὲς ἔχουν τέτοιες τιμὲς ὥστε νὰ ἐξυπηρετῆται ἡ ἐμφάνισις τῆς ζωῆς καὶ ἡ λεγομένη «ἀνθρωπικὴ ἀρχή», δηλ. ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀνθρώπου στὴν γῆ. Οἱ φυσικοὶ νόμοι, καὶ οἱ συγκεκριμένες τιμὲς τῶν φυσικῶν αὐτῶν σταθερῶν μπορεῖ, νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων; Ὄχι, βέβαια.
Ἡ θεωρία αὐτὴ ἀσχολεῖται καὶ μιλάει μόνο γιὰ ὅ,τι ὑλικὸ ὑπάρχει. Δὲν ἀσχολεῖται μὲ ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθῆ μὲ ἐπιστημονικὰ ὄργανα. Δηλ., δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξι Θεοῦ, ἀγγέλων, πονηρῶν πνευμάτων, ἀνθρώπινης ψυχῆς. Τὴν ὕπαρξι αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνιχνεύση. Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν.
Ἀλλά, ποιὰ εἶναι τὰ κύρια σημεῖα αὐτῆς τῆς φιλοσοφικῆς, στὴν οὐσία, θεωρίας;
Εἶναι τὰ ἑξῆς:
Α) Ὅτι ἔγινε μία μεγάλη ἔκρηξις (τὸ Big Bang) πρὶν ἀπὸ 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, ἀπὸ τὴν ὁποία παρήχθη ἕνας τεράστιος ἀριθμὸς ἀτόμων ὑδρογόνου. Ἀπὸ αὐτὰ δημιουργήθηκαν τὰ νεφελώματα, οἱ γαλαξίες καὶ τὰ ἀστέρια.
Β) Πρὶν ἀπὸ 4 δισεκατομμύρια χρόνια ἐμφανίσθηκε αὐτόματα ἡ ζωὴ στὴν γῆ.
Γ) Ἀπὸ τότε, ἡ ζωὴ ἐξελίσσεται τυχαῖα ἀπὸ εἶδος σὲ εἶδος.
Δ) Πρὶν 6 ἑκατομμύρια χρόνια ἐμφανίσθηκε στὴν γῆ ὁ κοινὸς πρόγονος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πιθήκου.
Ε) Ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περίπου 2 ἑκατομμύρια χρόνια ἐνῶ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τοῦ homo sapiens μερικὲς δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
ΣΤ) Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ, πεθαίνει καὶ ἐξαφανίζεται στὴν ἀνυπαρξία ὅπως τὰ ζῶα.
Ἡ θεωρία αὐτὴ ἔχει πολλὰ τρωτὰ σημεῖα, τὸ πρῶτο ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ὅτι εἶναι μία θεωρία, δηλ. μία ὑπόθεσις. Καὶ εἶναι μία θεωρία ἡ ὁποία βολεύει τὴν Νέα Ἐποχὴ στὸ γκρέμισμα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀφίνει ἀπ' ἔξω τὴν ὕπαρξι ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ. Γι' αὐτό, προσχεδιασμένα καὶ συστηματικά, σήμερα, προβάλλεται φιλοσοφία περὶ τῆς ζωῆς. Θέλει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζῆ χωρὶς Θεό, νὰ μὴν ἀσχολῆται μὲ τὸν Θεό. Καὶ, ἐνῶ ἡ γένεσις τῆς Μεγάλης Ἐκρήξεως, ποὺ ἔχει ἀνιχνευθῆ ὅτι συνέβη πρὶν 13. 7 δισεκατομμύρια χρόνια, εἶναι δηλ. ἕνα γεγονός, δὲν ἔχει ἀκόμη ἑρμηνευθῆ, οὔτε τὸ ποιὸς τὴν προκάλεσε, οὔτε τὸ πῶς συνέβη, οὔτε τὸ ποιὸ ἦταν τὸ ἀρχικὸ ὑλικό της. Καὶ, γιὰ νὰ μὴν ταπεινωθοῦν οἱ ἐπιστήμονες καὶ παραδεχθοῦν ὅτι κάποιο ὑπερφυσικὸ αἴτιο τὴν προκάλεσε, καταφεύγουν σὲ ἄλλες θεωρίες, ὅπως εἰς τὴν θεωρία τῶν Χορδῶν, τῶν ἀναδιπλουμένων συμπάντων, κλπ., τὶς ὁποῖες προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν μὲ ἐπιστημονικὰ πειράματα, ὅπως ἐκεῖνο ποὺ σχεδιάζεται στὸ CERN γιὰ νὰ κατοχυρώση τὴν ὕπαρξι τοῦ σωματιδίου Higgs καὶ κατ' ἐπέκτασιν τὴν μὴ ἀναγκαιότητα ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ. Ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ ἀποφύγουν νὰ μιλήσουν γιὰ Θεὸ Δημιουργό. Ὅμως, πάλι τὸ ἐρώτημα ὑπάρχει ἀναπάντητο ἀπὸ αὐτούς: Πῶς ξεκίνησαν ὅλα αὐτά; Τὶ ὑπῆρχε στὸν χρόνο μηδέν;
Ἡ ὕπαρξις, ἢ ἡ μὴ ὕπαρξις, Θεοῦ Δημιουργοῦ δὲν ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά
Ἡ ὕπαρξις Θεοῦ Δημιουργοῦ, ὅμως, εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονός. Ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι Θεὸς Δημιουργὸς ὑπάρχει, εἶναι προσωπικὸς Θεός, διαλέγεται δηλ. μαζί μας, καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ σύμπαν. Ἀλλά, πῶς εἴμαστε σίγουροι γι' αὐτό; Ἐπειδὴ τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή; Ὄχι. Ἁπλᾶ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλυφθῆ πάρα πολλὲς φορὲς στοὺς ἀνθρώπους μέσα στὴν ἱστορία καὶ συνεχίζει νὰ ἀποκαλύπτεται. Ἀποκαλύπτεται καὶ τὸν βλέπουν. Ὑπάρχουν ἑκατοντάδες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ἱστορικές, ἀδιαμφισβήτητες μαρτυρίες. Ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνον ὅταν ἀποκαλύπτεται. Καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀποκαλύπτεται εἶναι ἐπειδὴ δὲν ζεῖ μέσα στὸ σύμπαν. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σύμπαν. Ὄχι σὲ ἄλλο σύμπαν, ἀλλὰ στὸν δικό Του χῶρο, ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέση καὶ ὁμοιότητα μὲ τὸν δικό μας. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔχει ἀποκαλυφθῆ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἔχει μιλήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔκανε, μάλιστα, καὶ κάτι καταπληκτικό, περίεργο καὶ ἀναπάντεχο γιὰ ἕναν παντοδύναμο Θεό. Σὲ ἕναν ταπεινὸ πλανήτη τοῦ σύμπαντος, τὴν Γῆ, μπῆκε στὴν κοιλιὰ μιᾶς Παρθένου καὶ ἔγινε ἄνθρωπος! Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός! Πῶς τὸ ξέρομε αὐτό; Ὅποιος δεῖ τὸν Χριστὸν τώρα, βλέπει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος. Καὶ τὸν ἔχουν δεῖ πάρα πολλοί. Καί, ἐπίσης, τὶ ἄλλο βλέπει ἀκόμα; Ὅτι ὁ Χριστὸς ἐδημιούργησε τὰ φυτά, τὰ ζῶα καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὅπως θέλει ἡ ἐξέλιξις, ἀλλὰ ὅπως περιγράφει, μὲ τὴν ἁπλῆ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς του ὁ Προφήτης Μωϋςῆς στὴν Γένεσι. Αὐτά, βέβαια, εἶναι ἀπλησίαστα γιὰ τὸν «σύγχρονο ἄνθρωπο».
Ἡ θεωρία τῆς Ἐξελίξεως μιλᾶ γιὰ αὐτόματη γένεσι τῆς ζωῆς ἀπὸ μία χημικὴ σούπα. Ὅταν, ὅμως, κάποιος βλέπη τὸν Θεόν, ὁ Θεὸς τοῦ δείχνει, ὅπως εἴπαμε, ὅτι Ἐκεῖνος ἐδημιούργησε, ὄχι μόνο τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα. Καί, τελευταῖο, ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ δείχνει, ἐπίσης, ὅτι τὸν ἄνθρωπο δὲν τὸν ἐδημιούργησε παίρνοντας ἕναν πίθηκο καὶ κάνοντάς τον ἄνθρωπο, ἀλλὰ παίρνοντας χῶμα. Ὅπως θὰ πάρη, στὴν Μέλλουσα Ἀνάστασι, χῶμα καὶ θὰ ἀναστήση τοὺς νεκρούς, ποὺ ἔχουν γίνει χῶμα, ἔτσι καὶ τότε, στὴν Δημιουργία, πῆρε χῶμα καὶ ἔκανε τὸν ἄνθρωπο. Δὲν πῆρε ὁ Θεὸς ἕναν πίθηκο καὶ τοῦ ἔδωσε ψυχὴ καὶ τὸν ἔκανε ἄνθρωπο, ὅπως ἐσφαλμένως ὑποστηρίζουν σήμερα πολλοὶ «Ὀρθόδοξοι» θεολόγοι.
Ὁ πίθηκος δὲν ἔχει αὐθυπόστατη ψυχή, ποὺ νὰ μένη καὶ νὰ ζῆ καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ πιθήκου. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἔχει αὐθυπόστατη καὶ ἀθάνατη ψυχή. Πῶς τὸ γνωρίζομε αὐτό; Τὸ γνωρίζομε ἀπὸ τὸ ὅτι πολλὲς ψυχὲς νεκρῶν ἀνθρώπων (τῶν Ἁγίων) ἐμφανίζονται σὲ ζωντανούς. Ψυχὴ ζώου δὲν ἔχει ἐμφανισθῆ ποτὲ στὴν ἱστορία. Ἄρα, ἂν προερχόταν ὁ ἄνθρωπος ἐξελικτικὰ ἀπὸ πιθηκοειδές, δὲν θὰ εἶχε αὐθυπόστατη καὶ αἰώνια ψυχή. Τὸ ὅτι συμβαίνει νὰ ἔχη αὐθυπόστατη ψυχὴ σημαίνει, ἁπλούστατα, ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Ἡ Ἐπιστήμη, ὅμως, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνιχνεύση τὴν ἄϋλη ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν δέχεται ὕπαρξι αὐθυπόστατης ψυχῆς εἰς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν ὕπαρξι τῶν ψυχικῶν φαινομένων τὴν ἑρμηνεύει ὡς ἀπόρροια τῶν νευρικῶν διεργασιῶν τοῦ ἐγκεφάλου. Περισσότερα ἐπάνω σ' αὐτὸ θὰ λεχθοῦν στὴν συνέχεια.
Ἡ ἐπιστημονικὴ κοινότητα, τώρα, ἡ ὁποία εἶναι κατευθυνόμενη, γιὰ νὰ στηρίξη καὶ προπαγανδίση τὴν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως, ἔχει παράγει σειρὰ ἐπιστημονικῶν ταινιῶν (ντοκυμαντέρ, βίντεος, κλπ.) πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό. Χαρακτηριστικὴ σειρὰ εἶναι ἡ σειρὰ COSMOS ποὺ παρουσίασε ὁ ἀστροφυσικὸς Carl Sagan. Σ' αὐτὴν τὴν σειρά, φαίνεται καθαρὰ τὸ πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς ποὺ εἶναι κρυμμένο πίσω της. Ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάζεται σὰν δεισιδαιμονία, ἡ ἀνυπαρξία ἑνὸς Θεοῦ Δημιουργοῦ ὑποστηρίζεται ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ ἐξάγεται συμπερασματικά, ἡ ὕπαρξις λογικῶν ὄντων σὲ ἄλλους πλανῆτες βλακωδῶς ὑποστηρίζεται, ἡ φιλοσοφία περὶ τῆς ζωῆς εἶναι καθαρὰ μηδενιστική, καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνύπαρκτος.
Ἐπιθυμῶν, λοιπόν, ὁ κ. Ζηζιούλας νὰ διακονήση αὐτὸν τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ταυτισθῆ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, μὲ ἀποτέλεσμα, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ὁμολογεῖ εὐθέως ὅτι δὲν πιστεύει κἂν σὲ Θεὸ Δημιουργὸ ὅπως τὸν διδάσκει ἡ παραδοσιακὴ Ὀρθόδοξη Θεολογία, νὰ συμφωνῆ μὲ τὰ διακηρυττόμενα ἀπὸ τοὺς ἐξελικτικοὺς περὶ τοῦ ἀνθρώπου. Προσπαθῶντας νὰ ἀναπαύση τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει στὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πιθηκοειδῆ (ἢ ἀνθρωποειδῆ, τὸ ἴδιο εἶναι) ἀνήκει στὴν ὁμάδα ἐκείνη τῶν «Χριστιανῶν» ποὺ φθάνουν νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Μέγας Βαςίλειος, κλπ.) πίστευαν καὶ υἱοθετοῦσαν τὴν Ἐξέλιξι τῶν εἰδῶν σὰν τὸν τρόπο τῆς γενέσεως καὶ ἐμφανίσεως τῶν διαφόρων φυτικῶν καὶ ζωικῶν εἰδῶν. Παντρεύουν δηλ., αὐθαίρετα, τὴν Ἐξέλιξι μὲ τὴν Ἀποκάλυψη! Χαρακτηριστικά, ἔχει πῆ, ὁ κ. Ζηζιούλαςιούλας, ποὺ εἶναι ὁ ἡγέτης στὸν χῶρο τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων θεολόγων ποὺ εἰσηγοῦνται κενοφανεῖς θεολογικὲς θέσεις, καὶ τὰ ἑξῆς:
«....(Κατὰ τὸ παρελθόν), ἡ θρησκεία καὶ ἡ ἐπιστήμη ἐναντιώθηκαν, ἡ μία στὴν ἄλλη, μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ, φαίνεται, πώς συνέπραξαν σὲ μεγάλο βαθμό, ἂν καὶ ἀσυνειδήτως, στὴν καταστροφὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ...
Στὴν ἐποχὴ μας, ...ὁλόκληρη ἡ φιλοσοφία τῆς ἐξειδικευμένης γνώσεως ἀμφισβητεῖται, τόσο στὴν ἐπιστήμη, ὅσο καὶ στὴν θεολογία, καὶ ἰδιαιτέρως στὴν πρώτη. Παραδείγματος χάριν, καθίσταται ὁλοένα καὶ σαφέστερο στοὺς ἐπιστήμονες, ὅτι ἡ ζωολογία καὶ ἡ βοτανολογία δὲν εἶναι σαφῶς διαφορετικοὶ ἐπιστημονικοὶ τομεῖς, ὅσο ἐθεωροῦντο παραδοσιακῶς ὅτι εἶναι. Δὲν μπορεῖς νὰ κατανοήσης τὴν μέλισσα χωρὶς νὰ μελετήσης τὰ ἄνθη ποὺ καθορίζουν τὴν ζωή της(?!), τὴν ὅλη της ὕπαρξη καὶ τὴν φύση της. Αὐτὴ ἡ περιβαλλοντικὴ ἀλληλεπίδραση καὶ ἀλληλεξάρτηση μπορεῖ νὰ ἐπεκταθῆ ἐπ' ἄπειρον: Τὸ κάθε τὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάτι ἄλλο.
Αὐτὴ ἡ νἐα ὁλιστικὴ προσέγγιση στὴν γνώση μπορεῖ νὰ ἔχη σημαντικὲς περιβαλλοντικὲς συνέπειες, τόσο γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ὅσο καὶ γιὰ τὴν θρησκεία. Ἡ ἐξαφάνισις ἑνὸς ὡρισμένου εἴδους ἐπηρεάζει τὰ ὑπόλοιπα εἰδη. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐπηρεάζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ κάθε ἀλλαγὴ στὸ φυσικὸ περιβάλλον.
Ἂν ἡ ἐπιστήμη κινηθῆ μὲ συνέπεια ἀπὸ τὸν παραδοσιακὸ κατακερματισμὸ τῆς γνώσεως πρὸς μία ὁλιστικὴ προσέγγιση, ἡ θρησκεία (καί, ἰδιαιτέρως, ἡ Χριστιανικὴ θεολογία) πρέπει νὰ ἀναθεωρήση τὶς ἀπόψεις της γιὰ τὸ ἀνθρώπινο ὂν καὶ νὰ δεχθῆ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδιανόητοι χωρὶς τὴν ὀργανική τους σχέση μὲ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία(?!). Ἡ Χριστιανικὴ θεολογία θὰ πρέπη νὰ δεχθῆ τοὺς βασικοὺς ισχυρισμοὺς τῶν ἐξελικτικῶν ἰδεῶν τῆς βιολογίας, καὶ νὰ κατανοήση τὸν Ἄνθρωπο ὡς ὀργανικὸ μέρος τῆς οἰκογένειας τῶν ζώων(?!).
Δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ ἀπειλὴ γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Ἐξελικτικῆς θεωρίας στὴν βασική της ἀρχή, δηλαδή, τῆς ἰδέας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀντιπροσωπεύει τὸ τελικὸ σημεῖο σὲ μία βιολογικὴ διαδικασία, ἂν καὶ δὲν ὑπάρχη ἀνάγκη νὰ δεχθῆ τὸν Δαρβινισμὸ στὴν λεπτομερῆ του περιγραφὴ αὐτῆς τῆς ἐξελίξεως. Ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ Ανθρώπου τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς Δημιουργίας ἀπὸ φυσικὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπῆρχαν ἤδη(?!).
Μία τέτοια ὁλιστικὴ προσέγγιση θὰ ἀσκοῦσε εὐεργετικὴ ἐπίδραση στὴν στάση τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ περιβάλλον, ἀλλά, αὐτό, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὸ μόνο ἂν ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ θρησκεία συμπέσουν, ὡς πρὸς τὶς ἀπόψεις τους σχετικὰ μὲ τὸν κόσμο καὶ τὴν θέση τοῦ ἀνθρώπου σὲ αὐτόν...
Καθίσταται ὁλοένα καὶ σαφέστερο, τόσο στὴν ἐπιστήμη, ὅσο καὶ στὴν θεολογία, ὅτι, ὄχι μόνο ὁ Ἄνθρωπος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία γιὰ τὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ ὅτι καὶ τὸ ἀντίστροφο εἶναι ἐξ ἴσου ἀλήθεια, δηλαδὴ ὅτι ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ὂν γιὰ τὴν πραγμάτωση καὶ ἐκπλήρωση τῆς ὑπάρξεώς της. Οἱ περιβαλλοντολόγοι χρειάζεται νὰ ἀναθεωρήσουν τὴν διαδεδομένη ὑπόθεσή τους, ὅτι ὁ Ἄνθρωπος χρειάζεται τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία δὲν χρειάζεται τὸν Ἄνθρωπο.
Ἡ θρησκεία - σίγουρα ἡ Χριστιανικὴ θεολογία - εἶναι ἀνθρωποκεντρική, στὴν κοσμολογία της, καὶ θὰ ἐπέμενε, ὅτι τὸ ἀνθρώπινο ὂν εἶναι ἀπαραίτητο στὴν δημιουργία (?!). Ὑπάρχουν σημάδια, σήμερα, ὅτι ἡ ἐπιστήμη κινεῖται πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση, τὴν ἀνθρωποκεντρική, ἡ ὁποία δηλώνει, ὅτι τὸ σύμπαν εἶναι φτιαγμένο μὲ τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ ἔχη νόημα μόνο μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται τὸν ὀργανικό του δεσμὸ μὲ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλὰ καὶ ἡ τελευταία, ἐπίσης, χρειάζεται τὸν Ἄνθρωπο γιὰ νὰ πραγματωθῆ.
Ἂν ἡ Ἀνθρωπικὴ Αρχὴ γίνη δεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες -καὶ ὑπάρχουν ἐνδείξεις, ὅτι, ἡ συζήτηση ποὺ προκάλεσε, κινεῖται πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση-, τότε μία ὑγιὴς καὶ δημιουργικὴ συμφιλίωση θὰ λάβη χώρα μεταξὺ θρησκείας καὶ ἐπιστήμης, ποὺ θὰ ἔχη σημαντικὲς συνέπειες γιὰ τὴν οἰκολογικὴ σκέψη...
Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι, ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θεωρία τῆς Σχετικότητας κέρδισε τὴν μάχη στὴν ἐπιστήμη(?!), κατέστη δύσκολο νὰ ἐξαλειφθῆ τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἐπιστημονικῆς «ἀλήθειας». Ὁ παρατηρητής, ὅπως μᾶς λένε τώρα, ἐπηρεάζει τὴν πραγματικότητα, κατὰ τὴν διαδικασία τοῦ πειράματος(?!). Τὶ ἀπομένει, λοιπόν, ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ διχοτόμηση "ὑποκείμενο-ἀντικείμενο";
Ἂν δὲν ὑπάρχη (πλέον) καθαρὸ "ἀντικείμενο" στὴν ἐπιστήμη, δὲν εἶναι πλέον δυνατὸ νὰ λειτουργῆ κανεὶς στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα χωρὶς νὰ περιλαμβάνη σὲ αὐτὴ καὶ τὸ πρόσωπο. Αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου, ποὺ συνήθως θεωρεῖται σὰν κάτι ποὺ ἀφορᾶ στὴν κοινωνιολογία, τὴν ψυχολογία καὶ τὴν θεολογία, γίνεται τώρα ζωτικῆς σημασίας καὶ γιὰ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη πρέπει νὰ ἀνοίξη τὰ σύνορά της γιὰ νὰ συναντηθῆ μὲ τὴν θεολογία καὶ τὶς ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου, ἂν θέλη νὰ κατανοήση σωστὰ τὴν ἴδια της τὴν φύση...
Τὸ κίνητρο τοῦ ἐπιστήμονα καὶ ἐκεῖνο τοῦ θεολόγου συναντῶνται στὸ σημεῖο τῆς κατανοήσεως τοῦ κόσμου ὡς μιᾶς ἀδιάσπαστης ὀργανικῆς ἑνότητας(?!), τῆς ὁποίας ἡ ἀκεραιότητα πρέπει νὰ θεωρηθῆ ὡς δεδομένη καὶ νὰ εἶναι σεβαστή, γιὰ νὰ ἀληθεύη ὁποιαδήποτε πλευρὰ ἢ ἀπόσπασμα τῶν γνώσεών της. Ἔτσι, τόσο ἡ θρησκεία, ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἂν θέλουν νὰ εἶναι συνεπεῖς πρὸς τὸν ἑαυτό τους, δέχονται, ὅτι, κάθε ἀποκάλυψη τῆς πραγματικότητας, θρησκευτικὴ ἢ ἐπιστημονική, μπορεῖ νὰ ἔχη νόημα μόνον ἂν ὁ κόσμος γίνεται σεβαστὸς στὴν μυστηριώδη ὁλότητά του[1](??!!).»
Ὑποστηρίζει δηλ. ὁ κ. Ζηζιούλας, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἡ Ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ συναντηθῆ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ τὸ ἀντίθετο. Τοῦτο, βέβαια, εἶναι ἀναληθές. Γιατί; Διότι, τὰ ὅρια τῆς Ἐπιστήμης καὶ τὰ ὅρια τῆς θεολογίας δὲν συναντῶνται. Ὁ Θεὸς βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ἡ Ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ Τὸν προσεγγίση. Ἀλλά, ἡ Ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίση οὔτε τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία, ὅπως θὰ καταδειχθῆ εἰς τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ ἄρθρο αὐτό. Σχετικά, ἔχει πῆ ὁ Π . Γεώργιος Μεταλληνὸς τὰ ἑξῆς, ἀναφερόμενος εἰς τὴν θύραθεν γνῶσι καὶ τὴν ἄνωθεν κατερχομένη:
«…Οἱ δύο αυτὲς γνώσεις ἀπαιτοῦν καὶ δύο γνωστικὲς μεθόδους. Μέθοδος τῆς ἐνδοκοσμικῆς σοφίας-γνώσεως εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς διανοητικῆς/λογικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου...
Ἡ καταγραφὴ τῆς γνώσεως - καὶ στὶς δύο περιπτώσεις - προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ φαινομένου...
Ἡ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δύο γνώσεων (σοφιῶν), τῶν μεθόδων καὶ τ ῶν ὀργάνων τους, ἀποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξὺ τους, ἀλλὰ καὶ κάθε σύγκρουση...
"Ἑκάστη γνῶσις τελεῖ τὰ ἑαυτῆς", κινουμένη "ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῆς ὅροις τε καὶ λόγοις". Κάθε γνώση δηλ. μένει καὶ κινεῖται στὰ ὅριά της. Τίθεται δηλ. πρόβλημα ὁρίων γιὰ κάθε γνώση. Ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων αὐτῶν ὁδηγεῖ στὴν σύγχυση τῶν λειτουργιῶν τους καὶ τελικὰ στὴν σύγκρουσή τους...
Μόνο ἐκεῖ ὅπου ἔχουν χαθεῖ οἱ προϋποθέσεις καὶ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μένει ἀνοικτὸς ὁ δρόμος πρὸς τὴν σύγχυση καὶ τὴν σύγκρουση...
Τὴν διάκριση καὶ ἱεράρχηση συγχρόνως τῶν δύο γνώσεων ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μ. Βασίλειος:
"Πίστις ἡγείσθω τῶν περὶ Θεοῦ λόγων· πίστις καὶ μὴ ἀπόδειξις. Πίστις, ἡ ὑπὲρ τὰς λογικὰς μεθόδους τὴν ψυχὴν εἰς συγκατάθεσιν ἕλκουσα· πίστις, οὐχ ἡ γεωμετρικαῖς ἀνάγκαις, ἀλλ' ἡ ταῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείαις ἐγγινομένη...
Καὶ ὅλως, εἰ ἡ πίστις ἐλπιζομένων ἐστὶν ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων, μὴ φιλονείκει ἰδεῖν ἤδη τὰ μακρὰν ἀποκείμενα, μηδὲ τὰ ἐλπιζόμενα ἀμφίβολα καταστήσῃς, διὰ τὸ μήπως αὐτῶν δύνασθαι κατὰ τὴν γνῶσιν ἐξάπτεσθαι" (PG 30,104 Β/105Β).
Ὁ ἴδιος, ὁ Μέγας Βασίλειος, δίνει, στὴν «Ἑξαήμερό» του (PG 29, 3-208), ἕνα κλασσικὸ παράδειγμα Ὀρθόδοξης χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ἀποκρούει τὶς κοσμολογικὲς θεωρίες τῶν φιλοσόφων (περὶ αἰωνιότητας καὶ αὐθύπαρκτου τοῦ κόσμου), καὶ προχωρεῖ στὴν σύνθεση τῶν βιβλικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέσω μιᾶς συνεχοῦς ὑπέρβασης τῆς ἐπιστήμης. Ἀναιρῶντας δὲ τὶς ὑλιστικὲς θεωρίες καὶ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, περνᾶ στὴν θεολογικὴ (ἀλλ' ὄχι μεταφυσικὴ) ἑρμηνεία. Κεντρικὸ μήνυμα τοῦ ἔργου του εἶναι, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ λογικὴ στήριξη τοῦ δόγματος (ἐπιστημοφάνεια). Τὸ δόγμα ἀνήκει σὲ ἄλλη σφαίρα· εἶναι ὑπέρλογο, "ἐπιστημονικό", στὰ ὅρια μιᾶς ἄλλης γνώσης. Ἡ χρήση τοῦ "δόγματος" στὴν ἐνδοκοσμικὴ γνώση ὁδηγεῖ στὴν μεταβολὴ τῆς ἐπιστήμης σὲ μεταφυσική, ἐνῶ ἡ χρήση τῆς λογικῆς στὸν χῶρο τῆς πίστης ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία καὶ σχετικότητά της. Δὲν ὑπάρχει συνεπῶς κανένα "πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα" στὴν Ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς χῶρος ἐρευνᾶται μὲ τὶς δικές του - ἐπιστημονικὲς καὶ στὶς δύο περιπτώσεις - προϋποθέσεις.
Ἡ τραγικότερη ἔκφραση τῆς ἀλλοτριωμένης Χριστιανοσύνης εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀντιμετώπιση, στὴν Δύση, τοῦ Γαλιλαίου. Θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ περίπτωσή του ὡς ὑπέρβαση ὁρίων δικαιοδοσίας, ἂν δὲν ἦταν κάτι σοβαρότερο: σύγχυση τῶν ὁρίων τῶν γνώσεων καὶ σύγκρουσή τους. Γεγονός, ὅμως, εἶναι, ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς "ἄνω" σοφίας, στὴν Δύση, καὶ τοῦ τρόπου ἀπόκτησής της, μετέβαλε τὴν διάνοια σὲ ὄργανο θείας καὶ ἀνθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη μὲν ἡ διάνοια στὸν χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀπόρριψη τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὡς ἀκατανόητου, ἡ χρήση της δὲ στὸν χῶρο τῆς "πίστης" εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορρίψει τὴν ἐπιστήμη, ὅταν θεωρεῖται ἀντίθετη πρὸς τὴν "πίστη". Τὴν ἴδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει ἡ ἀπόρριψη τοῦ Κοπερνίκειου συστήματος στὴν "καθ' ἡμᾶς Ἀνατολὴ" (1794-1821) καὶ τὴν ἴδια ἀπώλεια τῶν κριτηρίων...
Τὴν ρεβὰνς τῆς καταδίκης τοῦ Γαλιλαίου θὰ πάρει (πῆρε) ἡ ἐπιστήμη στὸ πρόσωπο τοῦ Δαρβίνου μὲ τὴν θεωρία τῆς Ἐξελίξεως...
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν Δύση, κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τοῦ "ἀμετάβλητου" στὴν μεταφυσικὴ ὀντολογία. Διότι, ἡ ἐπιστήμη βεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τὸ "ἀμετάβλητο" δὲν ὑπάρχει...
Ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη συνέβαλε στὴν διάσταση τῶν χώρων πίστης καὶ γνώσης, μὲ ἀπόληξη τὴν ἀκόλουθη ἀξιωματικὴ ἀρχή: Ἀπὸ τὴν νἐα φιλοσοφία (θετικὴ) γίνονται δεκτὲς μόνο οἱ ἀλήθειες, ποὺ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ἀπολυτοποιημένη πιὰ αὐθεντία τῆς Δυτικῆς σκέψης (νοησιαρχία)...
Τὰ ἐκκλησιαστικὰ δόγματα (π.χ. τριαδικότητα Θεοῦ, ἐνσάρκωση, "ἐν Χριστῷ" σωτηρία κ.τ.ὁ.) ἀπορρίπτονται λογικά. Ὅποιος τὰ δέχεται λογικά, ἤ, προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐπιβάλλη λογικά, αὐτὸς ἀνήκει στὸν χῶρο τῆς "φυσικῆς" (λογικῆς) θρησκείας (τοῦ "θεϊστικοῦ διαφωτισμοῦ"), ποὺ, ἀπὸ πλευρᾶς (Ὀρθοδόξου) πατερικότητας, ὄχι μόνο δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, ἀλλ' εἶναι ἡ χειρότερη μορφή της. Ἡ ἀπόρριψη τῆς "πίστης" εἶναι λιγώτερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν διαστρέβλωσή της...
Στὴν Ὀρθοδοξία, αὐθεντία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὸ Ἄκτιστο, ὡς θέα τοῦ Ἀκτίστου (ἡ θέωση, ὁ δοξασμός), καὶ ὄχι τὰ κείμενα, οἱ Γραφές. Τὸ δόγμα "sola scriptura" εἶναι Προτεσταντικό, δηλ., δυτικό. Ἡ πρόταξη τῶν κειμένων –δεῖγμα θρησκειοποίησης τῆς πίστης – ὁδηγεῖ στὴν ἰδεολογικοποίησή τους, καὶ, κατ' οὐσίαν, στὴν εἰδωλοποίηση τῶν κειμένων, δηλ. στὴν ἀπολυτοποίησή τους (fundamentalismus), μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες συνέπειες …
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος (+430), ἀγνοῶντας τὴν Γραφικὴ καὶ Πατερικὴ γνωσιολογία, καὶ, Νεοπλατωνικὸς στὴν οὐσία, μὲ τὸ ἀξίωμά του "credo, ut intelligam" (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω), ἔθεσε τὴν ἀρχή, ὅτι μὲ τὴν πίστη ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν λογικὴ σύλληψη τῆς Ἀποκάλυψης. Ἔτσι, ὅμως, δίνεται προτεραιότητα στὴν διάνοια, ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς γνωστικὸ ὄργανο, τόσο στὴν φυσική, ὅσο καὶ στὴν ὑπερφυσικὴ γνώση. Ὁ Θεὸς νοεῖται ὡς "ἀντικείμενο" γνωστικό, ποὺ "συλλαμβάνεται" ἀπὸ τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συλλαμβάνεται τὸ φυσικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενό της.
Μετὰ τὸν Αὐγουστίνο, τὸ ἑπόμενο βῆμα (μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, + 1274) θὰ κάνει ὁ Καρτέσιος (+1650) μὲ τὸ δικό του ἀξίωμα: "cogito, ergo sum" (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω), μὲ τὸ ὁποῖο διακηρύσσεται ἡ διάνοια ὡς κύριο συστατικὸ τῆς ὕπαρξης.
Ἡ Πατερική, ὅμως, Ὀρθοδοξία εἶναι ἀντιμεταφυσική, διότι ἀναζητεῖ συνεχῶς τὴν ἐμπειρικὴ "βεβαιότητα", μὲ τὴν χρήση τῆς Ἡσυχαστικῆς μεθόδου. Γι' αὐτὸ, καὶ ὁ Ἡσυχασμὸς τῶν Κολλυβάδων εἶναι ἐμπειρικὸς-ἐπιστημονικός. Ὀρθὸς λόγος, γιὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, εἶναι ὁ ἐμπειρικὸς λόγος. Δὲν πρέπει, γι' αὐτό, νὰ παραπλανᾶ ἡ ἀπολογητικὴ μέθοδός τους, ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐμφανίζει τὰ μειονεκτήματα τοῦ μεταφυσικοῦ φονταμενταλισμοῦ.
Τὸ «Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅπως καὶ τὰ κηρυγματικὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μὲ κορύφωση τὴν «Φιλοκαλία»... φανερώνουν τὴν ἡσυχαστικὴ φιλοκαλικὴ συνείδησή τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιωτή τους. Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς τῶν Κολλυβάδων-ἡσυχαστῶν τοῦ 18ου αἰῶνα εἶναι ἐμφανεῖς στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο δέχονται τὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο τῆς Δύσης. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις εἶναι μὲν κριτικός, ἀλλὰ γενικὰ ἀνοικτὸς στὴν ἐπιστήμη καὶ θετικός, μὲ Πατερικὴ διάθεση. Οἱ Κολλυβάδες ἀποδέχονται ἐπιστημονικὲς θέσεις (π.χ., τὶς νεώτερες θεωρίες περὶ λειτουργίας τῆς καρδιᾶς, ὁ ἅγιος Νικόδημος, στὸ «Συμβουλευτικό του Ἐγχειρίδιο»). Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος δὲν πολεμεῖ τὴν ἐπιστήμη καθ' ἑαυτή, ἀλλὰ τὴν χρήση της ἀπὸ τοὺς δυτικόπληκτους διαφωτιστὲς τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου. Τὴν ἐπιστήμη θεωροῦν ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς ζωῆς του.
Τὸ πρόβλημα τῆς σύγκρουσης πίστης καὶ ἐπιστήμης, πέρα ἀπὸ τὴν σύγχυση τῶν γνώσεων, ἔχει ὡς αἰτία καὶ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῶν δύο ὄψεων τῆς γνώσης. Χριστιανικά, προέκυψε, ἔτσι, μιὰ νοσηρὴ ἀπολογητικὴ (Ἕλληνας καθηγητὴς τῆς Ἀπολογητικῆς προέτεινε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, "μαθηματικὴ ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ"!). Κάποτε, λησμονεῖται ὁ ἀξιωματικὸς λόγος, ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐγκλωβισμένη στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν λογικὴ τῆς φθορᾶς… Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὴν συνύπαρξη πίστης καὶ ἐπιστήμης, ὅταν ἡ πίστη δὲν εἶναι φαντασιώδης μεταφυσική, καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν νοθεύει τὸν θετικό της χαρακτήρα μὲ τὴν χρήση τῆς μεταφυσικῆς...
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων τῶν δύο γνώσεων (κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου) καὶ ἡ χρήση τοῦ κατάλληλου γιὰ τὴν κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς ὀργάνου, εἶναι στοιχεῖο τῆς Πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἱεραρχεῖ τὴν "κάτω" ἢ "ἔξω" σοφία στὴν "ἄνω" ἢ "θεία" γνώση. Ἀντίθετα, ἡ σύγχυσή τους διαιωνίζει τὶς ἑκατέρωθεν παρερμηνεῖες καὶ συντηρεῖ τὴν σύκρουσή τους.
Μία "Ἐκκλησία", ποὺ ἐπιμένει στὴν μεταφυσικὴ θεολόγηση, θὰ ἀναγκάζεται νὰ ἀποκαθιστᾶ συνεχῶς κάποιο Γαλιλαῖο· ἀλλὰ, καὶ μία Ἐπιστήμη, ποὺ ἀγνοεῖ τὰ ὅριά της, θὰ ἀλλοτριώνεται σὲ μεταφυσική, καὶ θὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἡ τὴν ἀπόρριψή Του - ἐμφανῶς ἢ σιωπηρῶς.
...(Ἔτσι) ἡ ἀντίθεση, καί, κατὰ συνέπεια, ἡ σύγκρουση πίστης καὶ ἐπιστήμης συνιστᾶ πρόβλημα μὲν γιὰ τὴν Δυτικὴ (Φραγκολατινικὴ) σκέψη, καὶ ψευδοπρόβλημα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ παράδοση. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θεμελιώνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῶν δύο χώρων[2].»
Ὅλα, λοιπόν, τὰ ἀνωτέρω, δείχνουν ὅτι ὁ κ. Ζηζιούλας βρίσκεται σὲ λάθος δρόμο...
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
(ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ)
Α. Περὶ τοῦ Θεοῦ
Εἰς τὸ Δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖον περιέχει καὶ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Τρισαγίου, ἀναφέρεται τὸ ἑξῆς περὶ τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ πρώτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος: «...Ἅγιος ὁ Θεὸς (Πατήρ), ὁ τὰ πάντα δημιουργήσας δι’ Υἱοῦ, συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...». Δηλ., ἅγιος, κατὰ φύσιν καὶ κυριολεξίαν, εἶναι ὁ Θεὸς Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὰ πάντα, δηλ. τὸν κόσμον, διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου Του μὲ τὴν συνεργίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ, βλέπομε δύο πράγματα: Πρῶτον, ὅτι δηλώνεται κατηγορηματικὰ ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Δημιουργός, ὁ ὁποῖος εἶναι πρόσωπο καὶ δημιουργὸς τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι δηλ. ὁ κόσμος, τὸ σύμπαν, προϊὸν τυχαίων γεγονότων, ὅπως διδάσκουν οἱ ἐξελικτικοί. Καὶ, δεύτερον, ὅτι καὶ τὰ τρία Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, συνεργοῦν εἰς τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου. Τὸ κάθε Πρόσωπο ἔχει ἰδιάζοντα καὶ ξεχωριστὸ ρόλο. Ὁ Πατὴρ βούλεται, δηλ. ἀποφασίζει νὰ δημιουργήση τὸν κόσμον, ὁ Υἱὸς δίνει τὴν ἐντολὴν νὰ δημιουργηθῆ ὁ κόσμος, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φέρει εἰς πέρας καὶ πραγματοποιεῖ τὴν βουλὴν τοῦ Πατρὸς καὶ ὑλοποιεῖ τὴν ἐντολὴν τοῦ Υἱοῦ. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς (Λόγος), λέγει ἡ Γραφὴ, γενηθήτω φῶς' καὶ ἐγένετο φῶς (τῇ συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος)». Ὁ Θεὸς εἶναι τρία Πρόσωπα: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Τὰ τρία Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ ἔχουν κοινὴν φύσιν, ἐνέργειαν καὶ θέλημα, ἀλλὰ διαφορετικὸν ρόλον, διαφορετικὸν ἔργον, εἰς τὴν δημιουργίαν καὶ συντήρησιν καὶ ὕπαρξιν τοῦ κόσμου.
Καὶ συνεχίζει τὸ Δοξαστικόν: «Ἅγιος ἰσχυρός (ὁ Υἱός), δι’ οὗ τὸν πατέρα ἐγνώκαμεν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ». Δηλ., ἅγιος, κατὰ φύσιν καὶ κυριολεξίαν, εἶναι καὶ ὁ Υἱός, διὰ τοῦ ὁποίου ἐγνωρίσαμε τὸν Πατέρα, ἐγνωρίσαμε δηλ. ὅτι ὑπάρχει Θεὸς Πατήρ. Ἀλλά, καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπεδήμησεν εἰς τὸν κόσμον, κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἔκτοτε μένει μεθ' ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶνα. Πῶς, ὅμως, διὰ τοῦ Υἱοῦ ἐγνωρίσαμε τὸν Πατέρα; Ὁ Υἱὸς ἀπεκάλυψε εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν Πατέρα, ὅτι ὑπάρχει Πατήρ. Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπεκαλύπτετο, ὡμιλοῦσε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς Προφήτας: «Τάδε λέγει Κύριος (ὁ Πατήρ), κλπ.» καὶ ἀπεκάλυπτε εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν βουλὴν τοῦ Πατρός. Δηλ., «αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω θέλει νὰ μεταφέρετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Κύριος (ὁ Θεὸς Πατήρ)...».
Εἰς δὲ τὴν Καινὴν Διαθήκην, μετὰ δηλ. τὴν Ἐνσάρκωσιν τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, μᾶς ἀπεκάλυπτε ἐπανειλημμένως τὸν Πατέρα. Πότε; Κατὰ τὴν Βάπτισίν Του, κατὰ τὴν Μεταμόρφωσίν Του, κατὰ τὴν διδασκαλίαν Του, κατὰ τὸ Μυστικὸν Δεῖπνον, κλπ., καὶ τελικά, κατὰ τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἀπεκάλυψε τὴν Ἁγία Τριάδα πλήρως, εἰς τὴν πληρότητά Της, εἰς τοὺς Ἀποστόλους. Ἐκεῖ, οἱ Ἀπόστολοι "εἶδαν", ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὴν Ἁγίαν Τριάδα "καθώς ἐστι". Εἶδαν τὸν Πατέρα, ποὺ εἶναι Φῶς, καὶ ποὺ εἶναι ἡ πηγή, ἡ ὁποία γεννᾶ ἀεννάως τὸν Λόγον καὶ ἐκπορεύει ἀεννάως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Εἶδαν τὸν Υἱόν, ποὺ εἶναι ἐπίσης Φῶς, ἀλλὰ σαρκωμένον, ἔχον περίγραμμα ἀνθρώπου, τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἶδαν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ Φῶς. Ὁ Θεὸς δηλ., τὶ εἶναι; Τρία Φῶτα, ἀλληλοπεριχωρούμενα, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα, μετὰ τὴν Ἐνσάρκωσιν, εἶναι ὁ Χριστός. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός: Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ εἶναι τρία Πρόσωπα ἰσότιμα, ποὺ τὸ καθένα ἔχει τὸν ἰδικό Του ρόλον. Ὅμως, αὐτὰ τὰ τρία διαφορετικὰ Πρόσωπα εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ἕνα κατὰ τὴν φύσιν, τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐνέργειαν. Πηγὴ ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ. Ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐπίσης ἐκ τοῦ Πατρός. Ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν ὅμως διαφορετικὸν τρόπον ὑπάρξεως. Ὁ Υἱὸς γεννᾶται, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται. Ὁ Πατήρ γεννᾶ ἀεννάως τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Αὐτὰ, ἀπεκάλυψε τότε ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ συνεχίζει διαχρονικὰ νὰ τὰ ἀποκαλύπτη, πάλι ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, εἰς τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς ἐπαναλαμβάνεται εἰς τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῆς κάθε ἐποχῆς, ἀκριβῶς ὅπως συνέβη τότε καὶ μὲ τὸν ἀπ. Παῦλο. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται διαχρονικὰ μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία, συντηρεῖ, μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία, τὴν μαρτυρία περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ φύσεως τοῦ Θεοῦ.
Καὶ καταλήγει τὸ Δοξαστικό, ἀναφερόμενο τώρα εἰς τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἅγιος ἀθάνατος, τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι» . Γιατὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὀνομάζεται ἐδῶ "Παράκλητον Πνεῦμα"; Ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ ἑξῆς εἰς τὴν ἀρχιερατική Του προσευχή, κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπειδὴ ἐλυπήθησαν οἱ Μαθηταὶ ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὑπάγη εἰς τὸν Πατέρα, δηλ. θὰ ἀναληφθῆ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν:
«Κἀγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει «ὑμῖν, ἵνα μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα ᾖ» (Ἰωάν., 14, 16)
Δηλαδή, «μετὰ τὴν Ἀνάληψί μου, θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα νὰ σᾶς στείλη ἄλλον Παράκλητον, Παρηγορητήν, ὁ ὁποῖος θὰ μείνη γιὰ πάντα μαζί σας».
Ἔτσι, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ ἄλλος Παράκλητος, ποὺ κατῆλθε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, παραμένει, ἔκτοτε, μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, εἰς τὴν Ἐκκλησία καὶ μᾶς παρακαλεῖ (παρηγορεῖ) μὲ τὴν Χάρι Του, τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχομε τώρα τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ τὸν βλέπωμε καὶ νὰ παρηγορούμεθα. Δηλ., τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι γιὰ μᾶς ὁ Παράκλητος, ὁ Παρηγορητής. Καὶ, συνεχίζει τὸ Δοξαστικόν: «Τὸ Παράκλητον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον» . Ἐδῶ, βλέπομε, ὅτι ρητὰ ἀναφέρεται ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Οἱ Λατῖνοι ἔχουν εἰσαγάγει τὴν βλασφημία, ὅτι ἐκπορεύεται "καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ" (filioque), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν ἡ ἀρχὴ σειρᾶς αἱρετικῶν δοξασιῶν τους, οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν. Καὶ συνεχίζει τὸ Δοξαστικόν: «Καὶ ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον». Δηλ., τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ναὶ μὲν ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ποὺ εἶναι ἡ πηγή Του, ὅμως ἀναπαύεται εἰς τὸν Υἱὸ καὶ ἀποστέλλεται εἰς τὸν κόσμον διὰ τοῦ Υἱοῦ. Πῶς τὸ γνωρίζομε αὐτό; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε:
«...Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω· ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ίωάν., 16, 7)
Δηλαδή, ...θὰ σᾶς στείλω Αὐτὸν, τὸν Παράκλητο (ποὺ θὰ παραμείνη γιὰ πάντα μαζί σας).
Αὐτὸς, λοιπόν, ε ἶναι ὁ Θεὸς. Ὁ ἄναρχος, ἀθάνατος καὶ ἀτελεύτητος, ὁ πανάγαθος, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ μὴ ἔχων ὁμοιότητα μὲ τίποτε εἰς τὸν κόσμον καὶ τοῦ ὁποίου τὸ δεύτερο Πρόσωπο, ὁ Υἱός, προσέλαβε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς, ποὺ ἔχει δύο φύσεις, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως ἑνωμένες, δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, θεάνθρωπος. Ὄχι ὑπεράνθρωπος, ποὺ λέγουν οἱ αἱρετικοί. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἀπεικονίζεται εἰς τὶς εἰκόνες, λόγῳ τῆς περιγραπτῆς ἀνθρωπίνης Του φύσεως, καὶ προσκυνεῖται λατρευτικῶς, ὡς Θεὸς Λόγος. Ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ἀπεικονίζονται, διότι δὲν μοιάζουν μὲ τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον. Εἶναι Φῶτα ἄκτιστα, δηλ. ὄχι τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ σημαίνει ὅτι οὔτε ὡς φῶς πρέπει νὰ ἀπεικονίζωνται, διότι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου, ὡς κτιστόν, δὲν ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὸ ἄκτιστον Φῶς τοῦ Θεοῦ. Πῶς, λοιπόν, προσκυνεῖται καὶ λατρεύεται ὁ Θεὸς; Νοερῶς, ὡς ἄκτιστον Πνεῦμα, καὶ διὰ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Β. Περὶ τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Χριστὸς, ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν κόσμον, ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πρωτότυπον τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀδὰμ ἐπλάσθη κατὰ τὸ μεταγενέστερον χρονικὰ πρωτότυπόν του, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς. Ὁ Ἅγιος γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Ἅγιος γίνεται κατὰ Χάριν αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς κατὰ φύσιν, ἐφ' ὅσον φθάση εἰς τὸ μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος εἶναι καθαρὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁμαρτωλός, εἶναι ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ καλεῖται, διὰ τῆς μετανοίας, νὰ γίνη καθαρὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ἅγιος. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἐπλάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα «κατ' εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ. Τὶ σημαίνει, ὅμως, αὐτό; Σημαίνει τὸ ἑξῆς:
Ὁ Θεὸς εἶναι Πατήρ, Υἱός, Ἅγιον Πνεῦμα. Νοῦς (Πατήρ), Λόγος (Υἱός), Πνεῦμα (Ἅγιον Πνεῦμα). Ἀλλά, καὶ ἡ κατὰ προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος, ἔχει νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα. Ἡ διαφορά, ὅμως, ποιὰ εἶναι; Ὁ Θεὸς, ποὺ εἶναι Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα, ἔχει τρεῖς Ὑποστάσεις. Ὁ Νοῦς εἶναι ὑπόστασις (ὁ Πατήρ), ὁ Λόγος εἶναι ὑπόστασις (ὁ Υἱός), τὸ Πνεῦμα εἶναι ὑπόστασις (τὸ Ἅγιον Πνεῦμα). Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ἂν καὶ ἔχη, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα, εἶναι μία ὑπόστασις. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόστασις. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι Τρεῖς Ὑποστάσεις. Ἄρα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία κατὰ προσέγγισιν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναι ἀκριβής εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου καλεῖται νὰ ὁμοιάση.
Καὶ, ὅπως ὁ Θεὸς ἔχει Νοῦν, ποὺ βούλεται καὶ ἀποφασίζει, Λόγον, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν βουλὴν καὶ ἀπόφασιν τοῦ Νοῦ καὶ ἐντέλλεται, καὶ Πνεῦμα, ποὺ φέρει εἰς πέρας καὶ πραγματοποιεῖ τὴν βουλὴν τοῦ Νοῦ διὰ τοῦ Λόγου, τὸ ἴδιο ἔχει καὶ ὁ ἄνθρωπος: Νοῦν, ποὺ βούλεται καὶ ἀποφασίζει, λόγον, ποὺ ἀποκαλύπτει καὶ ἐκφράζει (ἐνδιαθέτως, προφορικῶς ἢ γραπτῶς) τὴν βουλήν, τὴν ἐπιλογήν, τὴν ἀπόφασιν καὶ τὸ θέλημα τοῦ νοῦ, καὶ πνεῦμα (δύναμιν), τὸ ὁποῖον πραγματοποιεῖ τὴν ἐκπεφρασμένην διὰ τοῦ λόγου βουλὴν τοῦ νοῦ. Παράδειγμα: Ἀποφασίζει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νὰ πάη ὁ ἄνθρωπος ἕνα ταξείδι. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτει, ἐκφράζει τὴν βούλησιν καὶ ἀπόφασιν τοῦ νοῦ καὶ ἐπεξεργάζεται λογικὰ τὴν βουλὴν τοῦ νοῦ. Δηλ., κρίνει ὁ λόγος τὴν βουλὴν τοῦ νοῦ καὶ, ἂν τὴν ἐγκρίνη ὡς ἐπιθυμητή, χρήσιμη καὶ πραγματοποιήσιμη, ἐξαγγέλει ὁ ἄνθρωπος, διὰ τοῦ λόγου, τὴν ἀπόφασίν του νὰ πάη αὐτὸ τὸ ταξείδι. Γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήση, ὅμως, αὐτὸ τὸ ταξείδι, ἀναλαμβάνει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ κινήση τὸ σῶμα, ὥστε νὰ φέρη εἰς πέρας τὴν ἐγκεκριμένην ὑπὸ τοῦ λόγου βουλὴν τοῦ νοῦ. Τότε, τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου κινεῖ τὸ σῶμα, ὥστε νὰ σηκωθῆ τὸ χέρι καὶ νὰ τηλεφωνήση εἰς τὸ πρακτορεῖο ταξειδίων, ἢ νὰ περιπατήση ὁ ἄνθρωπος μέχρι τὸ πρακτορεῖο ἐκδόσεως εἰσητηρίων, κλπ. Δηλ., ἡ πηγὴ τῶν πάντων εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι ὁ νοῦς του. Ἀπὸ αὐτὸν ξεκινοῦν ὅλα. Εἶναι ἡ κατὰ φύσιν πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν του.
Τὶ ἀκριβῶς, ὅμως, ἐννοοῦμεν ὅταν λέγωμεν "νοῦν"; Τὶ εἶναι ὁ "νοῦς" τοῦ ἀνθρώπου; Εἰς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ ἴδιος ὅρος, "νοῦς", χρησιμοποιεῖται καὶ γιὰ τὸ κέντρο, τὸ μάτι, τῆς ψυχῆς, καὶ γιὰ τὴν διάνοια, ποὺ εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς. "Νοῦς", γιὰ τὸν ἐπιστήμονα, σημαίνει διάνοια (mind), ὄχι τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς. "Νοῦς", γιὰ τὸν πιστό, μπορεῖ νὰ σημαίνη διάνοια, ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν δύναμι τῆς ψυχῆς ποὺ κινεῖ τὸν ἐγκέφαλο, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ σημαίνη καὶ τὸν ὀφθαλμό, τὸν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, τὴν πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν, ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν ψυχή. Ἡ διάνοια εἶναι τὸ ὄργανο τοῦ λόγου, τὸ «λογισμικὸ» τοῦ ἐγκεφάλου, ὄχι ἡ πηγὴ τοῦ λόγου. Καὶ ἑδράζεται εἰς τὸν ἐγκέφαλον. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἐπεξεργαστής τοῦ λόγου, τὸ ὑλικὸ εἰς τὸ ὁποῖο «ἐγκαθίσταται» τὸ λογισμικό, δηλ. ἡ διάνοια. Ἡ διάνοια λειτουργεῖ καὶ ἀποκαλύπτεται ὅτι λειτουργεῖ διὰ τοῦ ἐγκεφάλου. Ἕνας κατεστραμμένος ἐγκέφαλος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη μία πρόσθεση, ἐπειδὴ δὲν λειτουργεῖ ἡ διάνοια. Ἐμᾶς, ὅμως, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ διάνοια, ποὺ εἶναι τὸ λογισμικὸ τοῦ ἐγκεφάλου. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ γνωρίσωμε ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ λόγου, ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν. Αὐτὴ ἡ πηγὴ εἶναι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι. Εἶναι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου; Ὄχι, βέβαια. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ἁπλὰ ὁ ἐπεξεργαστὴς τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι ὁ ἠλεκτρονικὸς ὑπολογιστὴς τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός, ὅμως, κινεῖ τὸν ἐγκέφαλο; Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἡ διάνοια ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων. Καὶ, τὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ποιὸς τὴν κινεῖ; Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς, δηλ. ἡ ψυχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου, καὶ συγκεκριμένα ὁ πυρῆνας της, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς. Τὴν δὲ ψυχὴ ποιὸς τὴν κινεῖ; Ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Ἡ διάνοια εἶναι ἁπλὰ μία ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς, γεννᾶ τὸν λόγον, τὴν σκέψιν, ἢ ἀποδέχεται τὴν σκέψιν, τὸν λογισμόν, ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ Θεός, ἢ ὁ διάβολος. Ἡ διάνοια ἐπεξεργάζεται, διὰ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῆς λογικῆς, τὴν σκέψιν, καὶ, ἐὰν ὁ νοῦς τὴν ἐγκρίνη καὶ τὴν ἀποδεχθῆ, ἐὰν δηλ. κάνη συγκατάθεσιν εἰς ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ὑποδεικνύει ἡ σκέψις, ὁ λογισμός, τότε δίδει ἐντολὴν εἰς τὴν διάνοιαν νὰ κάνη πρᾶξιν τὴν σκέψιν. Καὶ ἡ διάνοια κινεῖ τὸν ἐγκέφαλον, ὁ δὲ ἐγκέφαλος τὸ σῶμα, ποὺ πραγματοποιεῖ, φέρει εἰς πέρας, ἐκεῖνο ποὺ προέτεινε ἡ σκέψις. Ἔτσι κινεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος χειρίζεται τὸν ἠλεκτρονικὸ ὑπολογιστή του, διὰ τῆς διανοίας του, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του, χειρίζεται, διὰ τῆς διανοίας, τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου.
Κάθε, ὅμως, σκέψις ἢ λογισμὸς ποὺ γεννᾶται ε ἰς τὸν ἄνθρωπον προέρχεται πάντα ἀπὸ τὴν φυσικήν του πηγήν, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς του; Ὄχι πάντα. Διότι, σκέψεις ἢ λογισμοὶ ὑποβάλλονται εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ἀπὸ δύο ἄλλες ὀντότητες: Ἀπὸ τὸν Θεόν, ἢ ἀπὸ τὸν διάβολον. Δηλ., μία σκέψις ποὺ γεννᾶται εἰς τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ προέρχεται, εἴτε ἀπὸ τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν φυσικήν του πηγήν, εἴτε ἀπὸ τὸν ὑπέρτατον Νοῦν, τὸν Θεόν, ποὺ θέλει νὰ σώση καὶ βοηθήση τὸν ἄνθρωπον, εἴτε ἀπὸ τὸν διάβολον, ποὺ θέλει νὰ πλανήση καὶ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπον. Ὁ νοῦς, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεών του, ἐὰν αὐτὲς δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον. Καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γεννᾶ τὸν λόγον, κινεῖ τὴν διάνοιαν καὶ τὸν ἐγκέφαλον καὶ εἶναι ὑπεύθυνος διὰ τὶς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου.
Συμβαίνει, ὅμως, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, νοουμένου ὡς ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν του, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας, τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι ἕνα αύθυπόστατον κτίσμα, νὰ ἔχη δηλ. ἰδικήν του ὑπόστασιν, ξεχωριστὴν ἀπὸ ἐκείνην τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον παραμένει ζωντανὸ καὶ ἀθάνατο καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι δηλ. μία ὀντότητα ξεχωριστὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ζεῖ καὶ μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει εἰς τὰ ζῶα. Τὰ ζῶα, καὶ δὴ ὁ χιμπαντζής, ποὺ λέγουν οἱ ἐξελικτικοὶ ὅτι εἶναι τὸ πλησιέστερο πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἐξελικτικά, ζῶο, δὲν ἔχουν ψυχὴ ὡς αὐθυπόστατη ὀντότητα. Ἡ ψυχὴ τῶν ζώων πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ σώματός τους. Καὶ, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ψυχὴ ὅμοια μὲ τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ποὺ νὰ εἶναι αὐθύπαρκτο κτίσμα καὶ νὰ συνίσταται ἀπὸ νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα, γι' αὐτὸ καὶ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν λόγον. Ἔχουν φωνήν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγον. Ἔχουν ὑποτυπώδη λογικήν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγον. Γιατὶ δὲν ἔχουν λόγον; Ἐπειδὴ δὲν ἔχουν νοῦν, ψυχήν, ζῶσαν πέραν τοῦ τάφου, ποὺ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, αὐθύπαρκτον κτίσμα καὶ ἡ πηγὴ τοῦ λόγου. Οὔτε αὐτεξούσιον ἔχουν, ἀλλὰ κινοῦνται νομοτελειακά. Δὲν ὑπάρχει περίπτωσις ἕνα ζῶο ποὺ πεινάει νὰ μὴ προσεγγίση τὴν τροφήν, ὅταν αὐτὴ τοῦ προσφερθῆ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μπορεῖ νὰ τὴν ἁρνηθῆ, ἐπειδὴ ἔχει αὐτεξούσιον. Ἐξ ἄλλου, ποτὲ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἱστορίαν δὲν ἔχει καταγραφῆ περιστατικόν, κατὰ τὸ ὁποῖον ἕνα ζῶον νὰ ἐμφανίσθηκε εἰς ἕναν ζῶντα ἄνθρωπον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ζώου αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο, διότι ἁπλούστατα τὰ ζῶα δὲν ἔχουν ψυχὴν ποὺ νὰ ζῆ μετὰ τὸν βιολογικό τους θάνατο. Ὑπάρχουν, ὅμως, καταγεγραμμένες χιλιάδες μαρτυρίες ἐμφανίσεως νεκρῶν ἀνθρώπων, ἁγίων καὶ μὴ, εἰς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν. Τὶ εμφανίζεται εἰς τοὺς ζῶντας; Ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ, ἡ ὁποία ζεῖ καὶ μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο.
Ἐδῶ, τώρα, συναντοῦμε καὶ τὸ μέγα χάσμα ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς Ἐπιστήμης καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας εἰς τὸ ἀνθρωπολογικὸ ζήτημα. Διότι, ἡ μὲν Ο.Α. (Ὀρθόδοξη Ἀνθρωπολογία) διδάσκει ὅλα τὰ ἀνωτέρω, ἐπειδὴ γνωρίζει, ἐξ ἀποκαλύψεως, τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δὲ Ε. (Ἐπιστήμη) διδάσκει καὶ αὐτὴ περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, βασισμένη ὅμως εἰς τὴν παρατήρησιν, τὸ πείραμα, εἰς τὴν φαινομενολογία καὶ εἰς τὴν Ἐξελικτικὴ Θεωρία, ποὺ εἶναι ἡ φιλοσοφία της.
Καί, τὶ διδάσκει ἡ Ε.; Ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου - μὲ αὐτὸν τὸν ὅρον, "νοῦν", ἡ Ε. ἐννοεῖ μόνον τὴν διάνοιαν (mind) τοῦ ἀνθρώπου - εἶναι μία ψυχικὴ ἐνέργεια, μία ψυχικὴ δύναμις, τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ε. δὲν ὁμιλεῖ , δὲν ἀσχολεῖται, δὲν γνωρίζει, ὅτι ὑπάρχει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν διάνοια, καὶ ἕνας ἄλλος "νοῦς", ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ὀφθαλμός, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν γνωρίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἔχει καὶ αὐθυπόστατην ψυχήν, ἡ ὁποία τὸ ζωοποιεῖ καὶ τῆς ὁποίας ὁ πυρῆνας εἶναι αὐτὸς ὁ ἄλλος νοῦς. Δὲν γνωρίζει, ὅτι τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ζωοποιεῖ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν γνωρίζει, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄλλος "νοῦς", καὶ κατ' ἐπέκτασιν ἡ ψυχή, ὑφίσταται, ὑπάρχει, καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, πάλι σὰν αὐθυπόστατη ὀντότητα. Ἡ Ε., ἐπειδὴ δὲν κατέχει τὴν γνῶσι ἐξ ἀποκαλύψεως, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει εἰς τὴν ἀνυπαρξία μετὰ τὸν βιολογικό του θάνατο, ὅπως τὰ ζῶα. Ὅτι, δηλ., πέραν τοῦ τάφου δὲν ὑπάρχει τίποτε ἁπολύτως. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα, βεβαίως, δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ ὅτι ἡ Ε. δὲν ἀποδέχεται ὕπαρξιν Θεοῦ Δημιουργοῦ, ἀφοῦ ἀδυνατεῖ νὰ Τὸν ἀνιχνεύση μὲ ἐπιστημονικὰ ὄργανα, δεχομένη ὅτι ὅλα τὰ ὑλικὰ ὄντα εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων.
Κατὰ τὴν Ο.Α., ὅμως, ὅπως εἴπαμε, ὁ "νοῦς" τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τὸ κέντρο, ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς του ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ "νοῦς" τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μὲ τὴν "καρδιὰ" τοῦ ἀνθρώπου, τὸ πνευματικὸ δηλ. κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐκπορεύονται, κατὰ τὸν Κύριο, οἱ πονηροὶ διαλογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ κέντρο ὑπάρξεως, δηλ. τὸν "νοῦν", τὴν "καρδίαν", δὲν ἐκπορεύονται μόνον οἱ πονηροὶ λογισμοί, ἀλλὰ ὅλοι οἱ λογισμοί, οἱ σκέψεις, τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε αὐτὲς πηγάζουν ἀπὸ τὸν ἴδιο, εἴτε ὑποβάλλονται εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ ἀπὸ τὸν διάβολον. Καὶ, αὐτὸ τὸ κέντρο τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ὁ νοῦς του, πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ ὀφθαλμός, τὸ κέντρο, τὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἑδράζεται, ὄχι εἰς τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἰς τὸν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χῶρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ τόπος, ἡ ἕδρα, τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἕδρα τοῦ νοῦ, διότι ὁ νοῦς ταυτίζεται μὲ τὴν πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου κατανέμεται, διαχέεται, εἰς ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ζωοποιεῖ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ περικλείει, συνέχει τὸ σῶμα. Ἔχει, ὅμως, τὸ φυσικό της κέντρο, ποὺ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ χῶρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἑδράζεται ὁ "νοῦς" (ὄχι ἡ διάνοια), ἡ πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ κέντρο, ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Εἰς αὐτὸ τὸ κέντρο, εἰς τὴν πνευματικὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν χῶρο τῆς φυσικῆς του καρδιᾶς, ἔρχεται καὶ ἐνεργεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικὸς τῆς Χάριτος, κράζον «ἀββᾶ ὁ πατήρ», κατὰ τὸν Ἀπὸστολον, καὶ ποεῖ τὸν ἄνθρωπον πνευματικόν, δηλ. υἱὸν Θεοῦ. Εἰς τὰ ζῶα δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότης, ἐπειδὴ τὰ ζῶα δὲν ἔχουν νοῦν, ποὺ νὰ δέχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὔτε νοῦν ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι πηγὴ λόγου καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἔχουν οὔτε λόγον. Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν ποτὲ ὁ ἄνθρωπος νὰ προέρχεται, ἐξελικτικά, ἀπὸ τὰ ζῶα;
Ἡ διάνοια, ποὺ εἶναι μία ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ νοῦ, ἑδράζεται εἰς τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο ἡ διάνοια χρησιμοποιεῖ, ὥστε ὁ ἐγκέφαλος νὰ κινήση τὸ σῶμα καὶ νὰ φέρη εἰς πέρας, νὰ ἐκτελέση, ἐκεῖνο ποὺ τὸν διατάσσει ἡ διάνοια. Ἡ δὲ διάνοια, ὅπως εἴπαμε, κατὰ τὴν Ο. Α., παίρνει ἐντολὲς ἀπὸ τὸν νοῦν, τὸ κέντρο, τὸ μάτι τῆς ψυχῆς. Ἄν, τώρα, ἐρωτήσωμε ἕναν ἐπιστήμονα «ἔχεις νοῦν;», θὰ μᾶς ἀπαντήση «ναὶ» ἐννοῶντας τὴν διάνοιά του, ἡ ὁποία κινεῖ τὸν ἐγκέφαλό του. Καί, ἂν πάλι τὸν ἐρωτήσωμε «πῶς ξέρεις ὅτι ἔχεις νοῦν (διάνοιαν), ἀφοῦ δὲν τὸν βλέπης;», θὰ μᾶς ἀπαντήση «ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος, ἀφοῦ λειτουργῆ λογικὰ ὁ ἐγκέφαλός μου». Δὲν τὸν βλέπει τὸν νοῦν του, τὴν διάνοιά του, ὁ ἐπιστήμων, ὅμως συμπεραίνει ὅτι ἔχει διάνοια ἐπειδὴ σκέπτεται, ἐπειδὴ λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλός του, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τοῦ ἐγκεφάλου του εἶναι ἡ διάνοια. Δὲν γνωρίζει, ὅμως, ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τῆς διανοίας εἶναι ἡ ψυχή, ὁ νοῦς, ὡς ὁ πυρῆνας τῆς ψυχῆς. Οὔτε γνωρίζει, ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ, κατ' ἐπέκτασιν, δὲν γνωρίζει ὅτι ἡ κινητήρια δύναμις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ε., λοιπόν, δὲν δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διττός, δηλ. ὅτι συνίσταται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ τὸ σῶμα καὶ ζεῖ σὰν αὐθύπαρκτη ὀντότητα μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ σώματος, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνιχνεύση, οὔτε δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ κάτι ἄλλο πέραν τοῦ ἐξελιγμένου ἐγκεφάλου του, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεών του καὶ τὸ ὄργανο ποὺ ἐνεργεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δηλ. ὁ νοῦς, ἡ πνευματική του καρδιά, ποὺ εἶναι ὁ πυρῆνας, τὸ μάτι τῆς ψυχῆς του. Ἡ Ε. δέχεται μόνον, ὅτι οἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου πηγάζουν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλό του, ὁ ὁποῖος, λέγουν, ὅτι εἶναι ἡ ἕδρα ὄχι μόνο τῶν σκέψεων, ἀλλὰ καὶ τῶν συναισθημάτων καὶ τοῦ αὐτεξουσίου (τὸ ὁποῖο κατ' αὐτοὺς εἶναι ἀνελεύθερο ὡς ἐπηρεαζόμενο ἀπὸ τὴν κληρονομικότητα, τὸ DNA, καὶ ὡς ἀποτέλεσμα χημικῶν διεργασιῶν). Ἡ Ε. δέχεται, ἔτσι, ὅτι ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ λίγο-πολὺ νομοτελειακά, ὅπως τὰ ζῶα, ἡ δὲ ἐλευθερία ἐπιλογῆς ποὺ ἔχει εἶναι προϊὸν τοῦ ἐξελιγμένου ἐγκεφάλου του, ὁ ὁποῖος τοῦ παρέχει καὶ μία πιὸ ἐξελιγμένη λογική. Ὅμως, εἰς τὴν πραγματικότητα, ἡ διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι τεράστια, ὅπως ἀνεφέρθη παραπάνω. Καὶ, αὐτή, γιὰ μᾶς, εἶναι μία ἐπὶ πλέον ἀπόδειξις ὅτι δὲν προερχόμεθα ἀπὸ τὰ ζῶα.
Ἀποτέλεσμα, τώρα, αὐτῆς τῆς ὡς ἄνω θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Ε. εἶναι νὰ καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια ἀπὸ τὴν Ε. νὰ χαρτογραφηθῆ ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος γιὰ νὰ ἀνιχνευθοῦν καὶ ἐντοπισθοῦν τὰ κέντρα τοῦ αὐτεξουσίου, τῶν συναισθημάτων, τῆς μνήμης, τῶν σκέψεων, τοῦ λόγου, κλπ., τὰ ὁποῖα, βέβαια, δὲν πρόκειται νὰ εὑρεθοῦν εἰς τὸν ἐγκέφαλον, ἁπλούστατα διότι δὲν εὑρίσκονται εἰς τὸν ἐγκέφαλον, ἀλλὰ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπόδειξις τούτου, εἶναι τὸ ὅτι, μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή του διατηρεῖ τὰ πάντα, ὅλα ὅσα εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρὸ τοῦ θανάτου του. Μετὰ θάνατον, ὁ ἄνθρωπος διατηρεῖ καὶ τὴν προσωπικότητά του, καὶ τὴν μνήμη του, πλήρως, καὶ τὰ συναισθήματά του. Αὐτὸ τὸ γνωρίζομε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν μαρτυρία τῆς ψυχῆς, μετὰ θάνατον, κατὰ τὴν κοινὴ μαρτυρία ὅλων ὅσων ἐνεφανίσθησαν μετὰ θάνατον εἰς τοὺς ζῶντες καὶ ἀπεκάλυψαν τὴν κατάστασιν τῆς ψυχῆς των πέραν τοῦ τάφου. Πῶς ἐμφανίζονται εἰς τοὺς ζῶντες ἀνθρώπους οἱ κεκοιμημένοι Ἅγιοι καὶ διαλέγονται μαζί τους; Ποιὸς ὁμιλεῖ, ἀφοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου εἶναι εἰς τὸν τάφον; Ἀσφαλῶς, ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου. Ἀλλά, τὸ γνωρίζομε καὶ ἀπὸ μαρτυρίες ζώντων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, εἶχαν ἐξωσωματικὴ ἐμπειρία περὶ τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς τους. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ βγῆκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, ποὺ πέθαναν δηλ. γιὰ λίγο, καὶ εἶδαν τὸ σῶμα τους νεκρό, ὅπως τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω τους. Καὶ, μετὰ ἀπὸ λίγο, ἐπανῆλθαν εἰς τὸ σῶμα τους, τὸ ὁποῖο ἔκειτο νεκρό, καὶ συνέχισαν νὰ ζοῦν. Πῶς ἀνεστήθη τὸ σῶμα τους καὶ ζωοποιήθηκε, ἀφοῦ πρὶν λίγο ἔκειτο νεκρό; Ἀσφαλῶς, μὲ τὴν ζωοποιὸ δύναμι τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία πῆρε ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἰσέλθη πάλιν εἰς τὸ σῶμα. Καὶ, ὅταν ἡ ψυχή τους εἶχε χωρισθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα τους, μὲ ποιὸ ὄργανο ἔβλεπαν τὸ σῶμα τους; Ἀσφαλῶς μὲ τὸν νοῦν, τὴν ψυχή τους.
Εἰς τὴν Παράδοσι τῆς Έκκλησίας ἔχουν καταγραφῆ μαρτυρίες ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι "εἶδαν" τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση. Τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν καὶ σήμερα, ζῶντες. Καὶ ἐδῶ, πάλι πρόκειται γιὰ ἐξωσωματικὴ ἐμπειρία, κατὰ τὴν ὁποία ὅμως παίρνει ὁ ἄγγελος τοῦ ἀνθρώπου τὴν ψυχή του, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος κοιμᾶται, καὶ τὴν πηγαίνει εἰς τὸν τόπον τοῦ Παραδείσου ἢ τῆς Κολάσεως, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήση ἐμπειρία περὶ τῆς ἀληθείας τῶν καταστάσεων αὐτῶν. Μετά, ὁ ἄγγελος ἐπαναφέρει εἰς τὸ σῶμα τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, καὶ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξυπνήση, διηγεῖται πράγματα ὄχι τοῦ κόσμου τούτου. Εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσιν, τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν πεθαίνει, ἂν καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του, ἀλλὰ συντηρεῖται εἰς τὴν ζωὴν, ὡς εἰς κῶμα, ἀπὸ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ε., λοιπόν, ἐφ' ὅσον δὲν δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία ζεῖ σὰν αὐθυπόστατο κτίσμα καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ σώματος, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῆ σὰν πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν λογισμῶν τοῦ ἀνθρώπου κάτι ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου . Ἡ Ε. νομίζει ὅτι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὅπως νομίζει ὅτι καὶ ἡ πηγὴ τῶν συναισθημάτων ε ἶναι ὁ ἐγκέφαλος. Ἐμεῖς, λέμε, ὅτι ἡ πηγὴ τῶν σκέψεων καὶ τῶν συναισθημάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καί, συγκεκριμένα, τὸ κέντρο τῆς ψυχῆς του, ὁ νοῦς, καὶ ὄχι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ τὴν Ο. Α. τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ χῶρος τῆς φυσικῆς καρδιᾶς. Γιὰ τὴν Ε. αὐτὸ τὸ κέντρο εἶναι ὁ χῶρος τοῦ ἐγκεφάλου. Αὐτὸ διδάσκουν ἡ Ψυχολογία καὶ ἡ Ιατρική. Καὶ ἐδῶ εὑρίσκεται τὸ ἄλλο μέγα χάσμα μεταξὺ τῆς Ε. καὶ τῆς Ο. Α.
Ἡ Ε., λοιπόν, μιλᾶ γιὰ ψυχή, ἀλλὰ ἐννοεῖ τὴν ψυχικὴ ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ ὁποία, φυσικά, παύει μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό, καὶ ἡ Ε. δὲν δέχεται ὕπαρξι ψυχῆς, ὡς αὐθυποστάτου ὀντότητος, μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ ἐγκεφάλου παύει νὰ ὑπάρχη μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ἡ Ε. δὲν μπορεῖ νὰ ἀνιχνεύση, μὲ ἐπιστημονικὰ ὄργανα, τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε πρὶν τὸν βιολογικό του θάνατο, εἴτε μετά. Εἶναι ἔτσι καταδικασμένη νὰ ἔχη ἐσφαλμένη εἰκόνα καὶ ἀντίληψι περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐμεῖς, πιστεύομε, ἐπειδὴ γνωρίζει ἡ Έκκλησία, ὅτι ὁ Θεὸς κτίζει, δημιουργεῖ, τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν μήτρα τῆς μητέρας του, ἀγνώστως καὶ ἀρρήτως, ἐπειδὴ ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη δύναμις τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μὲ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο καὶ ζωοποιεῖ . Ὁ βιολογικὸς θάνατος, κατὰ ταὸν ὁποῖο συμβαίνει βίαιος χωρισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος, εἶναι μία ἀφύσικη κατάστασις γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι' αὐτό, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ξαναδώση τὸ σῶμα εἰς τοὺς νεκροὺς κατὰ τὴν μέλλουσαν κοινὴν Ανάστασιν τῶν σωμάτων τῶν νεκρῶν.
Ἡ ζωὴ εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου όφείλεται εἰς τὴν ὕπαρξι τῆς ψυχῆς του. Ἐὰν ἡ ψυχὴ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει κατὰ τὴν στιγμὴν τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, τότε τὸ σῶμα νεκροῦται, πεθαίνει. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέστησε ἄνθρωπο, ἐπανέφερε τὴν ψυχὴ εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου καὶ τὸ σῶμα ἀνεστήθη. Ἡ Ε. δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύση πῶς γίνεται μία ἀνάστασις ἑνὸς νεκροὺ σώματος, ἀφοῦ δὲν δέχεται ὕπαρξι ψυχῆς εἰς τὸν ἄνθρωπο. Ἀναστάσεις, ὅμως, νεκρῶν σωμάτων εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς μέσα εἰς τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ψυχή, λοιπόν, ζωοποιεῖ καὶ συντηρεῖ ζωντανὸ τὸ σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ ζωοποιεῖται ἀπὸ τὴν Χάρη, τὴν ἐνέργεια, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλ., ζωὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ζωὴ τοῦ σώματος εἶναι ἡ ψυχή. Φεύγει ἡ Χάρις ἀπὸ τὴν ψυχή; Ἀρρωσταίνει ἡ ψυχὴ καὶ νεκρώνεται. Φεύγει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα; Τὸ σῶμα πεθαίνει. Αὐτὰ συμβαίνουν εἰς τὸν ἄνθρωπο.
Δαμασκηνὸς μοναχὸς Ἁγιορείτης
[1] Σεβ. Ἱωάννου Ζηζιούλα: "Ἐπιστήμη καὶ περιβάλλον: Μία θεολογικὴ προσέγγισις", περιοδ. ΤΟΛΜΗ, Ὀκτώβριος 2001, σελ. 23-27 (ἀνάτυπον ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου 'Θρησκεία, Ἐπιστήμη καὶ Περιβάλλον - Ἡ Μαύρη θάλασσα σὲ Κίνδυνο', 1998).
[2] Π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 173-187.
(Πηγή: «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», Θεοδρομία )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου