Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, Φιλόλογος
Μια μέρα πού πήγαν οι τέσσερις μοναχές στο Καπανδρίτι, ήρθε μαζί τους και μια κυρία, γνωστή, και μόλις είδε την καταπράσινη πεδιάδα με τα πλατάνια και τα πολλά νερά, είπε:
– Δεν είναι αυτό το μέρος πού θα κτισθεί το Μοναστήρι. Εγώ, το είδα στο όνειρό μου. Θα κτισθεί πάνω σε οροσειρά.
Δεν πιστεύουμε στα όνειρα. Άλλωστε, ο τόπος είναι σχεδόν αγορασμένος, αφού έχουμε δώσει και προκαταβολή….
– Εδώ δε γίνεται Μοναστήρι, είπε κάποιος άλλος. Θα κάνουν εξαγωγή μαρμάρου.
Αυτό το τελευταίο, πού μπορεί να ήταν πιθανόν, …κι ακόμα οι αναβολές για τη Θεία Λειτουργία, πού τόσο περί ποθούσαν οι Μοναχές, τις έριξε σε συλλογή.
Και τότε, έφτασε στην ακοή τους ξανά, η πρόταση πού τους είχε γίνει κάποτε, για να κτίσουν το Μοναστήρι στην οροσειρά της Μάνδρας, και την είχαν απορρίψει. Μα τούτη τη φορά, δεν την απέρριψαν…
Δεν πάμε να ρίξουμε μια ματιά; Και πήγαν. Ήρθε μαζί τους και κείνη η κυρία πού είδε το όνειρο, και άλλοι. Μακρυά απ΄ το δρόμο, μόλις φάνηκε η οροσειρά, φώναξε η κυρία:
– Αυτή είναι η οροσειρά, πού θα κτιστεί το Μοναστήρι.
Ανέβηκαν ως την κορφή του βουνού, με πολύ κόπο. Πραγματικά, η θέα ήταν θαυμάσια, κι όλη η θάλασσα της Ελευσίνας απλωνόταν μπροστά τους. Όμως, γύρω ο τόπος, απότομος, κρημνώδης, δύσβατος, άνυδρος, όλο πέτρα, βράχους και θάμνους. Μόνο για πουλιά.
Μεσα τους απόφαση δεν έπαιρναν, γιατί και το Καπανδρίτι τους άρεσε, με τα πλατάνια και τα νερά του και τις απλοχωριές του. Άλλωστε είχαν δώσει και γερή προκαταβοή. Τελικά είπαν:
– Και κείνο καλό και τούτο καλό. Ας μιλήσει η Παναγία.
Λίγες μέρες πιο ύστερα ήρθαν σε επαφή με τον οικοπεδούχο της Μάνδρας, τον αείμνηστο Νικόλαο Σταμίδη. Συζήτησαν πολλές φορές μαζί του, και κείνος τους υποσχέθηκε, μαζί με την ευγενέστατη σύζυγό του Αικατερίνη και τα παιδιά του Σταμάτη και Δημήτρη, 25 στρέμματα δωρεά, ψηλά πάνω στην κορφή, τονίζοντας τους πώς κι όλοι οι γύρω αγοραστές των οικοπέδων στα χαμηλότερα του βουνού, χαίρονται πού θα έχουν τη Χάρη της Παναγίας κοντα τους, και θ’ ανεβαίνουν στο Μοναστήρι.
Γεμάτες χαρά μυστική και άπειρη ευγνωμοσύνη προς την Κυρία Θεοτόκο, πού τόσο θαυματουργικά υπέδειξε το χώρο πού εκείνη ήθελε, και εφώτισε τον άνθρωπο για τέτοια δωρεά, ανέβηκαν όλοι μαζί στις 25 Μαρτίου στην κορφή, και έστησαν ένα πρόχειρο Προσκυνηταρι της Παναγίας. Την άλλη μερα, 26 Μαρτίου, υπογράφτηκε το συμβόλαιο της δωρεάς.
Και έτσι, εγκατέλειψαν το οικόπεδο στο Καπανδρίτι, και άρχισαν τις πρώτες εργασίες.
Έφευγαν απ’ τα Μελίσσια πρωΐ-πρωΐ, και πήγαιναν στη Μάνδρα, προσπαθώντας να βρούνε δρόμο, για την άνοδο τους στην κορφή. Υπήρχε χαραγμενος ένας υποτυπώδης δρόμος, για τα Μεταλλεία του βοξύτη, του κ. Σκαλιστήρη, και λίγο πιο κάτω απ΄ την κορφή, σε ένα μικρό πλάταιμα και μια διακοπή της ανηφοριάς, υπήρχε ένα απλό κτίσμα, πού έμεναν οι εργάτες της Εταιρείας, και πού ήταν από χρόνια εγκαταλελειμμένο.
Εκείνες, αρκετό καιρό, εξακολουθούσαν να πηγαίνουν μαζί με άλλους, με κασμάδες και αξινάρια, και προσπαθούσαν να καθαρίσουν από πέτρες και θάμνους τη διάβαση, για να ανεβαίνουν στην κορφή, πού είχαν τοποθετήσει το Προσκυνητάρι. Πολλές φορές τις Κυριακές, μετα τη Λειτουργία, ερχόνταν είκοσι, τριάντα άτομα, με ένα φορτηγό αυτοκίνητο, και όλοι πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία, οικειοθελώς, και αφιλοκερδώς.
Να μου δώσεις και την άλλη μισή κάπα.
Μιά μέρα, όταν οι αδελφές βρίσκονταν εκεί, τις επισκέφθηκε ένας γέρος βοσκός, ο Γεώργιος Λιάσκος, ο Μακελλάρης, και τους λέει:
– Γιατί δεν ερχόσαστε, να ανάψετε το καντήλι της Παναγίας του Προσκυνηταριού;
– Μα, παππούλη, του απάντησαν εκείνες, πώς να ρθούμε, πού μενουμε στα Μελίσσια;…
Τότε συτός μεταξύ άλλων τους λέει:
– Ο πατέρας μου, ο Θοδωρής, ο Θεός να τον συγχωρέσει, πού την έβλεπε και κείνος κατά καιρούς, ήξερε πώς έλεγα αλήθεια. Και όταν μας μοίρασε την περιουσία του, και σε μενα έπεσε το επάνω μερος με την κορφή, εκεί πού εμφανιζόταν η καλογριά, μου είπε, και πάντα θυμάμαι τα λόγια του: – Όταν θα κτισθεί μια μερα Μοναστηρι εκεί πάνω, κοίτα να δώσεις τον τόπο. Αλλοιώς, νάχεις την κατάρα μου.
Εξήντα χρόνια σας καρτερούσα…
Τώρα πιά, είχαν στη διάθεση τους ένα ολόκληρο τετράγωνο για το κτίσιμο του Μοναστηριού.
Ω θεία Πρόνοια, ω άνεκλάλητος Οικονομία του Θεού…
Εξακολουθούσαν πάντα να πηγαίνουν κάθε Κυριακή, για τη διάνοιξη του δρόμου, και το βράδυ γύριζαν πίσω στα Μελίσσια.
Μια μερα. πάλι ο γέρο Λιάσκος τους λέει:
– Γιατί δεν έρχεσθε να μείνετε στο κτίσμα αυτό, και να ανάβετε και το καντήλι στο Προσκυνητάρι;
Με πολλή σκέψη και δισταγμό, τον ρώτησαν οι Μοναχές:
– Αχ, παππούλη, αλήθεια, μπορούμε να ρθούμε;
– Και βέβαια μπορείτε. Αυτός ο τόπος, είναι δικός μου. Έκτισε το κτίσμα ο Σκαλιστήρης, αλλά είναι χρόνια πού το εγκατέλειψε. Όλα είναι δικά μου.
Δωρεά πάνω στη δωρεά, εξυπηρέτηση πάνω στην εξυπηρέτηση. Ολα γρήγορα και ευνοϊκά τα΄ φέρνε η Κυρία Θεοτόκος, η Γοργοεπήκοος.
Σα να είχαν φτερά στα χέρια τους, οι τέσσερες Μοναχές ρίχτηκαν αμεσως στη δουλειά. Σταμάτησαν το άνοιγμα του δρόμου, και μαζί με τους ανθρώπους πού τους βοηθούσαν, άρχισαν να καθαρίζουν το κτίσμα πού έμεναν μεσα γίδια. Διώρθωσαν, όπου μπορούσαν να διορθωθούν η έφτιαξαν καινούργια, ταβάνια, πατώματα, πόρτες και παράνομα, το χώρισαν σε πέντε χώρους, έναν για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και τους άλλους για τις ίδιες, και τέλος εγκαταστάθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 1966, αφού στις 21 Νοεμβρίου, έκαναν την πρώτη τους Λειτουργία.
Κι όταν άρχισε σιγά σιγά να κτίζεται το Μοναστηρι, δεν υπήρξε καμμια ανδρική, χειρονακτική, αχθοφορική εργασία, πού να μην την έκαναν, με το «Χαίρε, η Κεχαριτωμένη» στα χείλη. Με τα τρυφερά γυναικεία τους χέρια, μεταφέρουν τεράστιες πέτρες, σβήνουν άσβεστη, κάνουν χαρμάνι, μεταφέρουν στους ώμους τους υλικά. Κι όταν τελειώνουν οι οικοδόμοι και οι άλλοι τεχνίτες, εκείνες να καθαρίσουν, να τρίψουν πατώματα, τοίχους, σουβάδες. Εκείνες να βερνικώσουν και να βάψουν πόρτες και παράθυρα και χίλιες δυο άλλες εργασίες, πού τις γνωρίζουν καλά όσοι έχουν πείρα από οικοδόμους και οικοδομές.
Κι όλα αυτά με προθυμία και ιερό ζήλο, όλα για χάρη της Θεοτόκου, και χωρίς να παραμελούν ούτε στο ελάχιστο τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Για μερικούς μήνες, προσκυνητές δεν ανεβαίνουν στο Μοναστηράκι τους. Με τον καιρό όμως, αρχίσαν ν΄ ανεβαίνουν, γιατί ονειρεύοντο την Παναγία, πού τους έλεγε:
Γιατί δεν έρχεσθε να με δείτε;
– Ποιά είσαι; τη ρωτούσαν.
-Είμαι εγώ, πού μενω έκεί πάνω. Η καινούργια, πού ήρθα στα μεταλλεία του Σκαλιστήρη. Η Μαρία. Η μητέρα του Μανώλη.
Κι ανέβαιναν άνδρες και γυναίκες, και τα διηγούντο στις καλογριές και προσκυνύσαν το Εικόνισμα της Παναγίας.
Κύρια πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού· Φιλολόγου, Η Κυρία Γοργοεπήκοος· Από την αιβατωβαμένη Σμύρνης στα βουνά της Μάνδρας, Έκδοσις Ε΄, Ιεράς Κοινοβιακής Μονής, «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής 2002.
Μια μέρα πού πήγαν οι τέσσερις μοναχές στο Καπανδρίτι, ήρθε μαζί τους και μια κυρία, γνωστή, και μόλις είδε την καταπράσινη πεδιάδα με τα πλατάνια και τα πολλά νερά, είπε:
– Δεν είναι αυτό το μέρος πού θα κτισθεί το Μοναστήρι. Εγώ, το είδα στο όνειρό μου. Θα κτισθεί πάνω σε οροσειρά.
Δεν πιστεύουμε στα όνειρα. Άλλωστε, ο τόπος είναι σχεδόν αγορασμένος, αφού έχουμε δώσει και προκαταβολή….
– Εδώ δε γίνεται Μοναστήρι, είπε κάποιος άλλος. Θα κάνουν εξαγωγή μαρμάρου.
Αυτό το τελευταίο, πού μπορεί να ήταν πιθανόν, …κι ακόμα οι αναβολές για τη Θεία Λειτουργία, πού τόσο περί ποθούσαν οι Μοναχές, τις έριξε σε συλλογή.
Και τότε, έφτασε στην ακοή τους ξανά, η πρόταση πού τους είχε γίνει κάποτε, για να κτίσουν το Μοναστήρι στην οροσειρά της Μάνδρας, και την είχαν απορρίψει. Μα τούτη τη φορά, δεν την απέρριψαν…
Δεν πάμε να ρίξουμε μια ματιά; Και πήγαν. Ήρθε μαζί τους και κείνη η κυρία πού είδε το όνειρο, και άλλοι. Μακρυά απ΄ το δρόμο, μόλις φάνηκε η οροσειρά, φώναξε η κυρία:
– Αυτή είναι η οροσειρά, πού θα κτιστεί το Μοναστήρι.
Ανέβηκαν ως την κορφή του βουνού, με πολύ κόπο. Πραγματικά, η θέα ήταν θαυμάσια, κι όλη η θάλασσα της Ελευσίνας απλωνόταν μπροστά τους. Όμως, γύρω ο τόπος, απότομος, κρημνώδης, δύσβατος, άνυδρος, όλο πέτρα, βράχους και θάμνους. Μόνο για πουλιά.
Μεσα τους απόφαση δεν έπαιρναν, γιατί και το Καπανδρίτι τους άρεσε, με τα πλατάνια και τα νερά του και τις απλοχωριές του. Άλλωστε είχαν δώσει και γερή προκαταβοή. Τελικά είπαν:
– Και κείνο καλό και τούτο καλό. Ας μιλήσει η Παναγία.
Λίγες μέρες πιο ύστερα ήρθαν σε επαφή με τον οικοπεδούχο της Μάνδρας, τον αείμνηστο Νικόλαο Σταμίδη. Συζήτησαν πολλές φορές μαζί του, και κείνος τους υποσχέθηκε, μαζί με την ευγενέστατη σύζυγό του Αικατερίνη και τα παιδιά του Σταμάτη και Δημήτρη, 25 στρέμματα δωρεά, ψηλά πάνω στην κορφή, τονίζοντας τους πώς κι όλοι οι γύρω αγοραστές των οικοπέδων στα χαμηλότερα του βουνού, χαίρονται πού θα έχουν τη Χάρη της Παναγίας κοντα τους, και θ’ ανεβαίνουν στο Μοναστήρι.
Γεμάτες χαρά μυστική και άπειρη ευγνωμοσύνη προς την Κυρία Θεοτόκο, πού τόσο θαυματουργικά υπέδειξε το χώρο πού εκείνη ήθελε, και εφώτισε τον άνθρωπο για τέτοια δωρεά, ανέβηκαν όλοι μαζί στις 25 Μαρτίου στην κορφή, και έστησαν ένα πρόχειρο Προσκυνηταρι της Παναγίας. Την άλλη μερα, 26 Μαρτίου, υπογράφτηκε το συμβόλαιο της δωρεάς.
Και έτσι, εγκατέλειψαν το οικόπεδο στο Καπανδρίτι, και άρχισαν τις πρώτες εργασίες.
Έφευγαν απ’ τα Μελίσσια πρωΐ-πρωΐ, και πήγαιναν στη Μάνδρα, προσπαθώντας να βρούνε δρόμο, για την άνοδο τους στην κορφή. Υπήρχε χαραγμενος ένας υποτυπώδης δρόμος, για τα Μεταλλεία του βοξύτη, του κ. Σκαλιστήρη, και λίγο πιο κάτω απ΄ την κορφή, σε ένα μικρό πλάταιμα και μια διακοπή της ανηφοριάς, υπήρχε ένα απλό κτίσμα, πού έμεναν οι εργάτες της Εταιρείας, και πού ήταν από χρόνια εγκαταλελειμμένο.
Εκείνες, αρκετό καιρό, εξακολουθούσαν να πηγαίνουν μαζί με άλλους, με κασμάδες και αξινάρια, και προσπαθούσαν να καθαρίσουν από πέτρες και θάμνους τη διάβαση, για να ανεβαίνουν στην κορφή, πού είχαν τοποθετήσει το Προσκυνητάρι. Πολλές φορές τις Κυριακές, μετα τη Λειτουργία, ερχόνταν είκοσι, τριάντα άτομα, με ένα φορτηγό αυτοκίνητο, και όλοι πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία, οικειοθελώς, και αφιλοκερδώς.
Να μου δώσεις και την άλλη μισή κάπα.
Μιά μέρα, όταν οι αδελφές βρίσκονταν εκεί, τις επισκέφθηκε ένας γέρος βοσκός, ο Γεώργιος Λιάσκος, ο Μακελλάρης, και τους λέει:
– Γιατί δεν ερχόσαστε, να ανάψετε το καντήλι της Παναγίας του Προσκυνηταριού;
– Μα, παππούλη, του απάντησαν εκείνες, πώς να ρθούμε, πού μενουμε στα Μελίσσια;…
Τότε συτός μεταξύ άλλων τους λέει:
– Ο πατέρας μου, ο Θοδωρής, ο Θεός να τον συγχωρέσει, πού την έβλεπε και κείνος κατά καιρούς, ήξερε πώς έλεγα αλήθεια. Και όταν μας μοίρασε την περιουσία του, και σε μενα έπεσε το επάνω μερος με την κορφή, εκεί πού εμφανιζόταν η καλογριά, μου είπε, και πάντα θυμάμαι τα λόγια του: – Όταν θα κτισθεί μια μερα Μοναστηρι εκεί πάνω, κοίτα να δώσεις τον τόπο. Αλλοιώς, νάχεις την κατάρα μου.
Εξήντα χρόνια σας καρτερούσα…
Τώρα πιά, είχαν στη διάθεση τους ένα ολόκληρο τετράγωνο για το κτίσιμο του Μοναστηριού.
Ω θεία Πρόνοια, ω άνεκλάλητος Οικονομία του Θεού…
Εξακολουθούσαν πάντα να πηγαίνουν κάθε Κυριακή, για τη διάνοιξη του δρόμου, και το βράδυ γύριζαν πίσω στα Μελίσσια.
Μια μερα. πάλι ο γέρο Λιάσκος τους λέει:
– Γιατί δεν έρχεσθε να μείνετε στο κτίσμα αυτό, και να ανάβετε και το καντήλι στο Προσκυνητάρι;
Με πολλή σκέψη και δισταγμό, τον ρώτησαν οι Μοναχές:
– Αχ, παππούλη, αλήθεια, μπορούμε να ρθούμε;
– Και βέβαια μπορείτε. Αυτός ο τόπος, είναι δικός μου. Έκτισε το κτίσμα ο Σκαλιστήρης, αλλά είναι χρόνια πού το εγκατέλειψε. Όλα είναι δικά μου.
Δωρεά πάνω στη δωρεά, εξυπηρέτηση πάνω στην εξυπηρέτηση. Ολα γρήγορα και ευνοϊκά τα΄ φέρνε η Κυρία Θεοτόκος, η Γοργοεπήκοος.
Σα να είχαν φτερά στα χέρια τους, οι τέσσερες Μοναχές ρίχτηκαν αμεσως στη δουλειά. Σταμάτησαν το άνοιγμα του δρόμου, και μαζί με τους ανθρώπους πού τους βοηθούσαν, άρχισαν να καθαρίζουν το κτίσμα πού έμεναν μεσα γίδια. Διώρθωσαν, όπου μπορούσαν να διορθωθούν η έφτιαξαν καινούργια, ταβάνια, πατώματα, πόρτες και παράνομα, το χώρισαν σε πέντε χώρους, έναν για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και τους άλλους για τις ίδιες, και τέλος εγκαταστάθηκαν στις 18 Δεκεμβρίου 1966, αφού στις 21 Νοεμβρίου, έκαναν την πρώτη τους Λειτουργία.
Κι όταν άρχισε σιγά σιγά να κτίζεται το Μοναστηρι, δεν υπήρξε καμμια ανδρική, χειρονακτική, αχθοφορική εργασία, πού να μην την έκαναν, με το «Χαίρε, η Κεχαριτωμένη» στα χείλη. Με τα τρυφερά γυναικεία τους χέρια, μεταφέρουν τεράστιες πέτρες, σβήνουν άσβεστη, κάνουν χαρμάνι, μεταφέρουν στους ώμους τους υλικά. Κι όταν τελειώνουν οι οικοδόμοι και οι άλλοι τεχνίτες, εκείνες να καθαρίσουν, να τρίψουν πατώματα, τοίχους, σουβάδες. Εκείνες να βερνικώσουν και να βάψουν πόρτες και παράθυρα και χίλιες δυο άλλες εργασίες, πού τις γνωρίζουν καλά όσοι έχουν πείρα από οικοδόμους και οικοδομές.
Κι όλα αυτά με προθυμία και ιερό ζήλο, όλα για χάρη της Θεοτόκου, και χωρίς να παραμελούν ούτε στο ελάχιστο τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Για μερικούς μήνες, προσκυνητές δεν ανεβαίνουν στο Μοναστηράκι τους. Με τον καιρό όμως, αρχίσαν ν΄ ανεβαίνουν, γιατί ονειρεύοντο την Παναγία, πού τους έλεγε:
Γιατί δεν έρχεσθε να με δείτε;
– Ποιά είσαι; τη ρωτούσαν.
-Είμαι εγώ, πού μενω έκεί πάνω. Η καινούργια, πού ήρθα στα μεταλλεία του Σκαλιστήρη. Η Μαρία. Η μητέρα του Μανώλη.
Κι ανέβαιναν άνδρες και γυναίκες, και τα διηγούντο στις καλογριές και προσκυνύσαν το Εικόνισμα της Παναγίας.
Κύρια πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού· Φιλολόγου, Η Κυρία Γοργοεπήκοος· Από την αιβατωβαμένη Σμύρνης στα βουνά της Μάνδρας, Έκδοσις Ε΄, Ιεράς Κοινοβιακής Μονής, «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου