Ὁ Ἰακώβ εἶχε δώδεκα γυιούς.
Ἄλλοι ἀπό αὐτούς ἦσαν γεωργοί. Ὄργοναν τά γόνιμα χωράφια τους μέ ἄλογα ἤ γαϊδουράκια, θέριζαν μέ τά δρεπάνια τά μεστωμένα στάχυα, ἁλώνιζαν καί ἀποθήκευαν τό ξανθό σιτάρι.
Ἄλλα παιδιά του ἔβοσκαν πρόβατα στίς ράχες τῶν βουνῶν τῆς γόνιμης καί εὐλογημένης ἀπό τόν Θεό Παλαιστίνης. Ἔκοβαν θάμνους καί ρείκια καί τάϊζαν τά πρόβατα, καί, ὅταν αὐτά ἔβοσκαν, καθόντουσαν σέ ἕνα βράχο καί ἔπαιζαν τήν φλογέρα τους. Ἀπό τά δώδεκα παιδιά τοῦ Ἰακώβ διακρινόταν ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν εὔσωμος, ὑψηλός, μέ μαῦρα σγουρά μαλλιά καί μάτια φωτεινά σάν τά ἄστρα.
Ὁ Ἰακώβ ἀγαποῦσε πολύ τόν Ἰωσήφ. Τοῦ εἶχε ράψει ἕνα μακρύ φόρεμα ἀπό τά καλύτερα ὑφάσματα καί πάντα ἔδειχνε τήν τρυφερή πατρική του ἀγάπη στόν ἀγγελόμορφο Ἰωσήφ.
Τά ὑπόλοιπα ἀδέλφια μισοῦσαν τόν Ἰωσήφ. Τό μίσος αὐτό γιγαντώθηκε ὅταν τούς διηγήθηκε τό ἑξῆς ὄνειρο. Ὀνειρεύτηκα ὅτι ὅλοι μας εἴχαμε δέσει στάχυα καί τά κάμαμε δεμάτια. Τά δικά σας δεμάτια ἔπεσαν καί προσκύνησαν τό δικό μου δεμάτι. Ἄλοτε τούς διηγήθηκε ἕνα ἄλλο ὄνειρο. Ὀνειρεύτηκα ὅτι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί δώδεκα ἄστρα ἔπεσαν καί μέ προσκύνησαν.
Καί τά ἀδέλφια του ἔλεγαν μεταξύ τους. Αὐτός πού βλέπετε θά γίνει μεγάλος καί τρανός ἄρχοντας καί μεῖς θά γίνουμε δοῦλοι του. Αὐτό σημαίνουν τά ὄνειρα πού ὀνειρεύτηκε. Προτοῦ λοιπόν γίνομε δοῦλοι του ἐλᾶτε νά τόν σφάξωμε καί νά ποῦμε στόν γέρο πατέρα μας ὅτι τόν ἔφαγαν τά ἄγρια σαρκοφάφα ζῶα τοῦ βουνοῦ, γιά νά γλυτώσωμε μιά καί καλή ἀπό αὐτόν τόν μελλοντικό τύρανό μας. Καί σκεπτόντουσαν λοιπόν πῶς νά τόν σκοτώσουν.
Θά τόν σφάξομε καί θά πετάξουμε τά κομμάτια του νά τά φᾶνε τά τσακάλια καί οἱ ἀλεποῦδες τοῦ βουνοῦ. Θά βάψομε τόν μεταξωτό γυαλιστερό χιτῶνα του μέ τό αἷμα του καί θά ποῦμε στόν γέρο Ἰακώβ: «Πατέρα χάθηκε ὁ Ἰωσήφ. Βρήκαμε μόνο αὐτό τό ροῦχο. Μήπως εἶναι δικό του;».
Ὅλοι συμφώνησαν ὅτι ἔτσι πρέπει νά κάμουν, γιά νά μάθη ὁ Ἰωσήφ νά τόν προσκυνοῦμε.
Ἕνα μεσημέρι λοιπόν, ἐκεῖ πού καθόντουσαν καί ἔλεγαν λόγια φθόνου καί μίσους κατά τοῦ ἀδελφοῦ τους, νάτος καί ὁ Ἰωσήφ. Ἐρχόταν ἀτάραχος, γελαστός στά ἀδέλφια του.
«Νάτος ὁ ὀνειρευτής», εἶπαν. «Τώρα θά τοῦ δείξομε ἐμεῖς». Ὅμως ὁ Ρουβήμ, πού ἀγαποῦσε τόν Ἰωσήφ, τούς εἶπε: «Γιατί νά τόν σφάξωμε; Καλύτερα νά τόν γκρεμίσωμε σ᾿ ἕνα ξεροπήγαδο νά πεθάνη ἀπό τήν πεῖνα». Τό ἔλεγε αὐτό γιατί σκόπευε τήν νύχτα μέ ἕνα σχοινί νά τόν τραβήξη καί νά τόν σώση καί νά τόν πάει στόν πατέρα του. Ὅλοι συμφώνησαν!
Ἐκεῖ πού συζητοῦσαν βλέπουν νά ἔρχεται ἕνα καραβάνι ἀπό Ἰσμαηλίτες ἐμπόρους πού ταξίδευαν γιά τήν Αἴγυπτο.
- Καί δέν τόν πουλᾶμε καλύτερα, νά πάρωμε καί κανένα ἀσημένιο νόμισμα, εἶπε ὁ Ἰούδας.
- Τόν πουλᾶμε, εἶπαν καί οἱ ἄλλοι. Καί τότε θά μάθει ὁ ὀνειρευτής νά βλέπη ὡραῖα ὄνειρα!
Ἔτσι λοιπόν πούλησαν τό ὄμορφο μελαχροινό ἀγόρι, μοιράστηκαν τά νομίσματα, ἔσφαξαν ἔπειτα ἕνα κριαράκι, ἔβαψαν τόν χιτῶνα του μέ αἷμα του και τό βράδυ εἶπαν στόν γέρο Ἰακώβ.
- Πατέρα, χάθηκε ὁ Ἰωσήφ! Βρήκαμε μόνο αὐτό τό ροῦχο. Γιά δές το! Μήπως τό γνωρίζεις;
Ὁ Ἰακώβ ἀναγνώρισε τόν χιτῶνα τοῦ Ἰωσήφ. Σηκώθηκε, χτύπησε τά στήθη του, μέ πόνο τραβοῦσε τά μαλλιά του καί θρηνολογοῦσε καί ἔλεγε!
- Ἰωσήφ, Ἰωσήφ, Ἰωσήφ, παιδί μου! Ποιό ἄγριο θηρίο κατασπάραξε τίς τρυφερές σου σάρκες!
Καί ἔβαλε τό κεφάλι του στά γόνατά του καί ἔκλεγε, καί ἔκλαιγε, καί ἔκλαιγε γοερά!
Ἄλλά ἄς δοῦμε τώρα τί ἔγινε ὁ Ἰωσήφ. Οἱ ἔμποροι πῆγαν στήν Αἴγυπτο, σταμάτησαν στό μεγάλο παζάρι καί ἐκεῖ πουλοῦσαν τά ἐμπορεύματά τους. Χαλιά, μεταξωτά ὑφάσματα, παστουρωμένο κρέας, λάδι, ἀρώματα διάφορα, ξυλόγλυπτα ἀντικείμενα, καί τόν Ἰωσήφ. Τοῦ εἶχαν δέσει τά χέρια καί τοῦ κρέμασαν στό λαιμό ἐπιγραφή. Πωλεῖται 100 χρυσᾶ νομίσματα.
Ὅλοι κοίταζαν τόν Ἰωσήφ.
Τί ὄμορφα μαῦρα μάτια!
Τί κορμοστασιά!
Τί ροδοκόκκινα μάγουλα!
Σωστός ἄγγελος. Ἀλλά λίγο ἀκριβούτσικος. Ἄς τόν ἀγοράση κάποιος πλούσιος, ἀπό ἐκείνους πού δουλεύουν στό παλάτι τοῦ βασιλιᾶ. Τό πορτοφόλι μας δέν εἶναι γιά τέτοιες ἀγορές.
Τέλος, ἔφτασε κι ἕνας ἄρχοντας ἀπό τό παλάτι. Τόν εἶδε, τόν θαύμασε, τόν πλήρωσε χωρίς παζάρια καί τόν πῆρε στό ἀρχοντικό του. Τό ὄνομα αὐτοῦ τοῦ ἄρχοντα ἦταν Πετεφρῆς καί ἦταν ἀξιωματοῦχος καί ἔμπιστος τοῦ βασιλιᾶ.
Ὁ Ἰωσήφ ἐργαζόταν καί ἔκαμε ὅλες τίς δουλιές πού κάνει ἕνας ἀγορασμένος δοῦλος. Ἔπλυνε τά ροῦχα τοῦ ἀφέντη, καί ὅταν αὐτός ἀνέβαινε στό παλάτι τόν ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰωσήφ κρατώντας τήν τσάντα του.
Ὁ Πετεφρῆς εἶχε μία σύζυγο πολύ φιλάρεσκη, πονηρή καί λάγνα γυναῖκα. Ντυνόταν γι᾿ αὐτόν ἀραχνοΐφαντα ἀπό τήν Βαβυλώνα, ἀρωματιζόταν μέ τά ἐρεθιστικά ἀρώματα καί ξαπλωνόταν προκλητικά στά χρυσελεφάντινα ἀνάκλιντρα τοῦ ἀρχοντικοῦ.
Ὅμως ὁ Ἰωσήφ εἶχε στερεές τίς φρένες του καί τόν νοῦ του ὑψωμένο εἰς τόν Θεό. Κάθε βράδυ, ὅταν τελείωνε ἡ κοπιώδης ἐργασία τῆς ἡμέρας καί ὁ Ἰωσήφ ἀπομονωνόταν στό φτωχικό του δωμάτιο, γονάτιζε καί προσκυνοῦσε τόν ἀληθινό Θεό μέ πολλές προσευχές καί ἔψαλλε καί ὑμνολογοῦσε τό ὄνομά Του.
Βδελισσόταν τά εἴδωλα τῶν Αἰγυπτίων. Περιφρονοῦσε τούς ψεύτικους θεούς τῶν Αἰγυπτίων, τόν Ὄσιρι, τήν Ἴσι, τόν Ἄμμωνα, τήν Ἀστάρτη. Ποτέ δέν πῆγε στούς χρυσομάρμαρους ναούς τους μέ τίς ὄμορφες ζωγραφιστές κολῶνες, τά χρυσᾶ ἀγάλματα πού τά προσκυνοῦσαν ἱερεῖς μέ ξυρισμένο τό κεφάλι τους καί φοροῦσαν κίτρινα πολυτελῆ ροῦχα.
Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, πού ἐδημιούργησε τόν οὐρανό καί τήν γῆ, τίς θάλασσες καί τούς ὠκεανούς, τά πανύψηλα χιονισμένα βουνά καί τίς ὁλοπράσινες πεδιάδες, στίς ὁποῖες ἔβοσκαν κοπάδια ἀπό βόδια καί αἰγοπρόβατα. Αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός μίλησε εἰς τόν προπαπποῦ μου Ἀβραάμ, τόν παπποῦ μου Ἰσαάκ καί τόν πατέρα μου Ἰακώβ.
Αὐτός ὁ Θεός στούς ἔσχατους χρόνους, λίγο πρό τῆς συντελείας τῶν αἰώνων θά ἀποστείλει τόν Υἱόν του ἐξιλαστήριο θῦμα τῆς κακότητος ὅλων τῶν αἰώνων καί θά ἀλλάξει τό πρόσωπο τῆς γῆς.
Ἄχ!, ἔλεγε ὁ Ἰωσήφ. Τί καλότυχοι οἱ ἄνθρωποι πού θά ζοῦν τότε! Θά ζοῦν εἰρηνικά, ἀδελφωμένοι κάτω ἀπό τήν βασιλεία αὐτοῦ τοῦ καλοῦ Ἄρχοντα.
Αὐτά σκεπτόταν ὁ Ἰωσήφ καί περνοῦσε τίς μέρες του καί στοχαζόταν μήπως στά χρόνια του ἴδη τόν Ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ.
Ἐνῶ αὐτά σκεπτόταν, ἕνα ἀπόγευμα περνοῦσε ἀπό ἕνα δωματιάκι, ὅπου ἡ φιλάρεσκη ἀρχόντισσά του ἦταν ξαπλωμένη στό χρυσό ἀνάκλιντρό της. Ὅταν εἶδε τόν Ἰωσήφ, τό σαρκικό της πάθος ἄναψε σάν ἕνα μεγάλο καμίνι. Τό λάγνο βλέμμα της ἔπεσε ἐπάνω στόν Ἰωσήφ. Ἀνασηκώθηκε λιγάκι καί τόν ἅρπαξε ἀπό τά ροῦχα, σερνοντάς τον πρός τό μέρος της. Κοκκίνησε ὁ Ἰωσήφ. Ἡ ἐντροπή τόν κατέκλυσε. Τί νά κάνω; Καί δέν ἀργεῖ νά ἀποφασίση. Ἀφήνει τά ροῦχα του στά χέρια τῆς λάγνης ἀρχόντισσας καί ἡμίγυμνος σχεδόν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν διάδρομο.
Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τοῦτο κατενώπιον τοῦ Θεοῦ μου;
Πῶς νά κάμω αὐτή τήν πράξη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;
Ἔτσι πρέπει νά σκέπτεται καί νά ἐνεργῆ κάθε νέος. Οἱ δρόμοι, οἱ πλατεῖες εἶναι γεμάτες ἀπό γύναια πού δέν ὑπολείπονται σέ σαρκικό πάθος ἀπό τήν γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ. Οἱ τηλεοράσεις, τά περιοδικά εἶναι τόσο προκλητικά, μέ τόσο καλοστημένες παγίδες, ὅσο καί στά χρόνια τοῦ Ἰωσήφ.
Ὅποιος μιμεῖται τόν Ἰωσήφ, θά ἔχει τήν δόξα, τό μεγαλεῖο καί τίς εὐλογίες τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ ἔγινε δεύτερος ἄρχοντας, μετά τόν Φαραώ, τῆς Αἰγύπτου.
Ὅταν περνοῦσε ἀπό τούς πλατεῖς δρόμους τῆς Ἑρμουπόλεως οἱ ἄνθρωποι ἔπεφταν κατά γῆς καί τόν προσκυνοῦσαν. Τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό ὀμορφιά καί χάρι. Διότι ὁ Θεός τιμάει, δοξάζει καί κάμει ἄρχοντα κάθε ἁγνό, νέο, κάθε πιστό στρατιώτη Του.
Συνεχίζεται...
Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων
ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ
τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: “Πρός τά νειάτα”
Γ΄ Ἐκδοση Βελτιωμένη
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ: «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος»
Λάρισα 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου