«Τί νὰ κάνω ποὺ μὲ στενοχωρεῖ ἡ γλῶσσα μου, γιατὶ σὰν βρεθῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, δὲν μπορῶ νὰ τὴν συγκρατήσω καὶ τοὺς κατακρίνω γιὰ κάθε καλὴ πράξη ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐλέγχω. Τί νὰ κάνω λοιπόν;»
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:
«Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις στὴ γλῶσσα σου, πᾶνε νὰ ζήσεις μόνος, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀδυναμία σου. Αὐτὸς ποὺ μένει μαζὶ μὲ ἀδελφούς, δὲν πρέπει νὰ εἶναι τετράγωνος, ἀλλὰ στρογγυλὸς γιὰ νὰ κυλάει πρὸς ὅλους».
Καὶ πρόσθεσε ὁ Γέροντας:
«Τὸ ὅτι ζῶ μόνος δὲν εἶναι ἀπὸ ἀρετὴ ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. Δυνατοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βάζουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους».
107. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ξάνθιος:
«Τὸ σκυλὶ εἶναι σὲ καλύτερη μοῖρα ἀπὸ μένα, διότι καὶ ἀγάπη ἔχει καὶ δὲν θὰ κριθεῖ».
112. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ἔχουμε πολλοὺς πειρασμούς, γιατὶ δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν τάξη στὴν ὁποία εἴμαστε, καθὼς καὶ τὸ ὄνομά μας, ὅπως μᾶς λέει ἡ Γραφή. Δὲν βλέπουμε τὴ γυναῖκα τὴ Χαναναία ποὺ ἀποδέχθηκε τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Κύριος καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀνέπαυσε;
Ἐπίσης τὴν Ἀβιγαία ποὺ εἶπε στὸν Δαβίδ: Ἐγὼ ἔφταιξα, κι ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε καὶ τὴν ἀγάπησε;
Ἡ Ἀβιγαία ἐκπροσωπεῖ τὴν ψυχὴ καὶ ὁ Δαβὶδ τὴν Θεότητα. Ἐὰν λοιπὸν ἡ ψυχὴ μεμφθεῖ τὸν ἑαυτό της ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος τὴν ἀγαπᾷ».
113. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Μὴν ἔχεις περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ νὰ προσκολληθεῖς σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἡ ζωή του εἶναι σωστή».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Τὸ νὰ ὑπεραμύνεσαι τὸ δίκιο σου».
121. Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν πέσω σὲ ἐλεεινὸ παράπτωμα, μὲ κατάτρωει ὁ λογισμός μου κατηγορώντας με «πῶς ἔγινε καὶ ἔπεσες;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Ὅποια ὥρα πέσει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάποιο σφάλμα καὶ πεῖ «ἥμαρτον», ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».
125. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ὅλη τὴν ὥρα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ἀναπνοὴ ἀπὸ τὴ μύτη του».
127. Εἶπε ἐπίσης:
«Τὸ νὰ εἶναι παραδομένος κανεὶς στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, τὸ νὰ μὴν ἔχει περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ θέλημά του, αὐτὰ εἶναι ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς».
129. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ὅτι ὁ μακάριος ἀββᾶς Ἀντώνιος ἔλεγε:
«Ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς».
133. Εἶπε πάλι:
«Νὰ μὴν κάνεις τὸ θέλημά σου. Ἀνάγκη εἶναι νὰ ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ χάρη τοῦ ἀδελφοῦ σου».
135. Εἶπε ἐπίσης:
«Αὐτὸ ποὺ γνωρίζει ἕνας ἄνθρωπος καὶ ποὺ δὲν τὸ τήρησε πῶς μπορεῖ νὰ τὸ διδάξει στὸν ἄλλον;»
163. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
«Ποιὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποῦ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι: ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ ἔχει κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατώτερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο».
165. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Σαρματᾶς:
«Προτιμῶ ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἐὰν κατάλαβε ὅτι ἁμάρτησε καὶ μετανοεῖ, παρὰ ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ ἔχει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἐνάρετο».
172. Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Μὴ λὲς μόνο λόγια ταπείνωσης, ἀλλὰ νὰ ἔχεις φρόνημα ταπεινό, γιατὶ χωρὶς ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑψωθεῖς στὴν κατὰ Θεὸν ἐργασία».
177. Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πῶς ἀποκτᾷ ἡ ψυχὴ ταπείνωση. Καὶ ἀπάντησε:
«Ὅταν νοιάζεται μόνον γιὰ τὰ δικά της σφάλματα».
179. Εἶπε Γέροντας:
«Ἡ ταπείνωση δὲν ὀργίζεται, οὔτε κάνει κάποιον νὰ ὀργιστεῖ».
182. Εἶπε Γέροντας:
«Αὐτὸν ποὺ τὸν τιμοῦν ἢ τὸν ἐπαινοῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι ἀξίζει, πολὺ ζημιώνεται, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾶται καθόλου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό».
187. Εἶπε Γέροντας:
«Σὲ κάθε πειρασμὸ μὴν κατηγορεῖς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό σου λέγοντας: ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου συμβαίνουν αὐτά».
193. Εἶπε Γέροντας:
«Μὴν πιστέψεις μέσα σου πὼς ἐπαγρυπνεῖς γιὰ τὴν σωτηρία σου πιὸ πολὺ ἀπ᾿ τὸν ἀδελφό σου καὶ πὼς εἶσαι πιὸ ἀσκητικὸς ἀπ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα πνεῦμα πτωχείας ἐν Χριστῷ καὶ μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, νὰ εἶσαι ὑποταγμένος στὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ πνεῦμα ὑπερηφάνειας καὶ χάσεις τὸν κόπο σου. Γιατὶ ἔχει γραφεῖ: Αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέξει μὴν πέσει. Νὰ εἶναι ἀρτυμένη ἡ ζωή σου μὲ ἁλάτι μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου».
194. Εἶπε Γέροντας:
«Οὐδέποτε ξέφυγα ἀπ᾿ τὰ μέτρα μου γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ψηλότερα, οὔτε πάλι ταράχθηκα, γιατὶ ἀναγκάστηκα νὰ ταπεινωθῶ.
Ἡ ὅλη φροντίδα μου εἶναι νὰ παρακαλῶ τὸν Θεό, ὥσπου νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο».
197. Σὲ κάποιον ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάστηκε ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ τοῦ ᾿πε:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριὴλ καὶ στάλθηκα σὲ σένα».
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
«Πρόσεξε μήπως στάλθηκες γιὰ κάποιον ἄλλον, γιατὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος».
Κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος.
198.Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι κι ἂν ἀκόμη σοῦ παρουσιαστεῖ πραγματικὸς ἄγγελος, μὴν τὸ πιστέψεις, ἀλλὰ ταπεινώσου λέγοντας:
«Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ δῶ ἄγγελο, μιὰ ποὺ ζῶ μέσα στὴν ἁμαρτία».
199.Ἔλεγαν γιὰ κάποιο Γέροντα ὅτι ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ κελί του κι ἔκανε τὸν ἀγῶνα του, ἔβλεπε φανερὰ μπροστά του τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἐξευτέλιζε. Βλέποντας ὁ διάβολος τὸν ἑαυτό του νὰ νικιέται ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, πῆγε καὶ παρουσιάστηκε λέγοντας:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός».
Μόλις τὸν εἶδε ὁ Γέροντας ἔκλεισε τὰ μάτια του. Τοῦ λέει τότε ὁ διάβολος:
«Γιατί κλείνεις τὰ μάτια σου; Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Χριστός».
Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:
«Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ δῶ ἐδῶ τὸν Χριστό».
Καὶ μόλις τ᾿ ἄκουσε ὁ διάβολος ἔγινε ἄφαντος.
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/to_mega_gerontikon.htm#04.16.01
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου