«Τά εἷδη τῆς φαντασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της». Αὐτό εἶναι τό κεφάλαιο πού, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά δοῦμε σήμερα στόν Ἅγιο Σιλουανό. Λέει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ἀφοῦ τολμήσαμε νά γράψουμε γιά τήν «Ἱερά ἡσυχία», πού τόσο ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας Σιλουανός», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «πρέπει νά μιλήσουμε καί γιά τόν ἀναπόφευκτο ἀγώνα τοῦ ἀσκητή κατά τῆς φαντασίας»[1]. Καί βέβαια δέν εἶναι μόνο γιά τόν ἀσκητή ὁ ἀγώνας κατά τῆς φαντασίας ἀλλά καί γιά κάθε χριστιανό, διότι ἡ φαντασία παίζει πολύ βασικό ρόλο στή διαδικασία τῆς ἁμαρτίας. Καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἶπαν, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι ἡ γέφυρα τῶν δαιμόνων, δηλαδή μέσω τῆς φαντασίας οἱ δαίμονες μπαίνουν στό κάστρο τῆς ψυχῆς μας. Ξέρετε πού τά κάστρα εἴχανε μία γέφυρα καί ὅταν θέλανε νά ἀσφαλίσουν τό κάστρο, τήν σήκωναν τήν γέφυρα καί ἦταν ἀπομονωμένο τό φρούριο. Ἔτσι καί ἡ φαντασία, στόν πνευματικό ἀγώνα τώρα, παίζει αὐτό τόν ρόλο. Ἄν κανείς δηλαδή ἔχει ριγμένη τήν γέφυρα, τό κάστρο εἶναι πολύ εὐάλωτο∙ περνοῦν πάνω ἀπό τήν γέφυρα οἱ δαίμονες καί μᾶς πολεμοῦν καί μᾶς νικοῦν πολλές φορές.
«Τό κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτό», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «εἶναι ἐξαιρετικά λεπτό καί πολύπλοκο. Ἐπειδή βασική τάση μας εἶναι νά ἐκθέτουμε συγκεκριμένη πεῖρα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά περιγράψουμε ἁπλά σέ γενικές γραμμές τήν συνείδηση καί τίς παραστάσεις πού ἐπικράτησαν μέχρι σήμερα στούς ἀσκητικούς κύκλους τῶν πατέρων τοῦ Ἄθω καί πού συμμεριζόταν καί ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας»[2]. Οἱ Ἅγιοι δέν μιλοῦνε θεωρητικά οὔτε στοχαστικά. Δέν κάνουν φιλοσοφία, ἀλλά μέ βάση γεγονότα καί μέ βάση τήν πεῖρα πού ἔχουν, εἴτε δική τους ἤ τήν πεῖρα τῶν ἄλλων Ἁγίων.
«Ἀφήνουμε κατά μέρος τίς θεωρίες τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ψυχολογίας. Δέν θά κάνουμε σύγκριση ἤ κριτική αὐτῶν ἤ τῶν ἄλλων θεωριῶν. Σημειώνουμε μόνο πώς σέ πολλά δέν συμπίπτουν, γιατί οἱ δύο θεωρίες ἔχουν σάν βάση διαφορετικές κοσμολογικές καί ἀνθρωπολογικές παραστάσεις»[3].
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Ἡ ἐπιστήμη, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, καί μάλιστα ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, δέν ἔχει ἴδιες παραστάσεις μέ αὐτές πού ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τόν κόσμο. Ἄλλα πιστεύει δηλαδή ἡ ψυχολογία γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τόν κόσμο καί ἄλλα μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός. Ἄλλα πιστεύει γιά τήν ψυχή ἡ ψυχολογία, σέ σημεῖο πού κάποιοι νά λένε πώς κἄν δέν ὑπάρχει ψυχή, καί ἄλλα βεβαίως εἶναι αὐτά πού μᾶς διδάσκει ὁ Θεός διαμέσου τῶν Ἁγίων γιά τήν ψυχή. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά παίρνουμε ὅρους καί νά υἱοθετοῦμε κάποια πράγματα ἀπό τήν ψυχολογία καί νά τά περνᾶμε στήν θεολογία. Αὐτό εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο. Γιατί ἀκριβῶς ἔχουνε διαφορετική βάση τό ἕνα καί τό ἄλλο. Καί γιά νά τό ποῦμε ἔτσι ξεκάθαρα, ἡ ψυχολογία ἔχει ψευδή βάση. Ἡ ψυχολογία κατ’ ἀρχάς δέν παραδέχεται τούς δαίμονες, πού εἶναι βασικό κεφάλαιο. Δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τά ὁποῖα ἐπηρέαζουν τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγοῦν στήν ἁμαρτία. Ὁπότε, δέν χωράει οὔτε σύγκριση οὔτε ἀλληλοπεριχώρηση, ὅπως κάποιοι πᾶνε νά συζεύξουν αὐτά. Καί ἔλεγε ὁ μακαριστός, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὅτι αὐτοί κάνουν τήν μεγαλύτερη ζημιά στήν Ἐκκλησία, κάποιοι ἱερωμένοι οἱ ὁποῖοι θέλουν νά δοῦνε τόν πιστό καί τόν ἐξομολογούμενο μέ κριτήρια καί μέ μεθόδους ψυχολογίας καί νά ἐφαρμόσουν κάποια ἐπιστήμη ψυχολογική πού ἔχουνε σπουδάσει στήν ποιμαντική τους, στήν διακονία δηλαδή τῶν πιστῶν. Καί γίνεται ἕνα μεγάλο, τεράστιο μπέρδεμα, καί πλάνη βεβαίως. Γιατί φτάνουνε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά λένε, ὅτι ἄλλα εἶναι τά πνευματικά καί ἄλλα εἶναι τά ψυχολογικά. Καί μπορεῖς γιά τά ψυχολογικά -καί πρέπει- νά πηγαίνεις στόν ψυχίατρο, στόν ψυχολόγο.. Καί δυστυχῶς ἔχουμε τέτοιους «πνευματικούς», οἱ ὁποῖοι στέλνουνε τούς ἐξομολογουμένους στόν ψυχολόγο, στόν ψυχίατρο. Προφανῶς δηλαδή δηλώνουν ἀνεπάρκεια νά τούς θεραπεύσουν μέ τόν τρόπο αὐτό! Ἀλλά αὐτό βεβαίως εἶναι φοβερό! Ὁ Χριστός μας δέν μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει τήν ψυχή καί χρειαζόμαστε τόν ψυχολόγο ἤ τόν ψυχίατρο; Εἶναι τραγικό!
Ἑπομένως δέν χωράει καμία ἀλληλοπεριχώρηση ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά δύο καί, νά τό ποῦμε ἀπερίφραστα, οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι, οἱ παλιοί δέν μιλᾶνε γιατί τότε δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ «ἐπιστήμη» τῆς ψυχολογίας, οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι ὅμως, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί ἄλλοι, καταδικάζουν τήν ψυχολογία καί τίς θεωρίες της. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος δέν ἤθελε νά ἀκούσει καθόλου γι’ αὐτά τά πράγματα! Βεβαίως τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαποῦσε ὅλους, καί τούς ψυχολόγους καί τούς ψυχίατρους, ἀλλά δέν συμφωνοῦσε καθόλου μέ αὐτές τίς θεωρίες τίς ψυχολογικές καί ἀπέτρεπε τά παιδιά του ἀπό τό νά πηγαίνουν σέ αὐτά. Καί ἔλεγε, ὅτι ἡ λύση ὅλων τῶν ψυχολογικῶν, τά ὀνόμαζε «λεγόμενα ψυχολογικά», πού στή βάση τους -λέει- εἶναι πνευματικά προβλήματα εἶναι ἡ πνευματική ζωή, ἡ ἀγάπη στόν Θεό, ὁ θεῖος ἔρωτας, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει νά καλλιεργεῖται μέ τήν μετάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά καλή γενική ἐξομολόγηση καί στή συνέχεια ἀρχίζει νά προσεύχεται συστηματικά καί νά προσέχει, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ξεπερνάει ὅλα τά ψυχολογικά του προβλήματα.
Δυστυχῶς καί ἐμεῖς οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, τό λέω λεγόμενοι, γιατί πολλοί εἴμαστε κατ’ ὄνομα χριστιανοί, δέν ἔχουμε ἀληθινή μετάνοια. Καί αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἐπιθετικότητα πού ἔχουμε. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά κατακρίνουμε τούς γέροντες, τίς γερόντισσες, τούς μοναχούς, τίς μοναχές, τούς κληρικούς μας, τούς ἐπισκόπους.. κι αὐτό δέν δείχνει τίποτα ἄλλο παρά μέσα μας ἕνα ἀτακτοποίητο ἑαυτό. Ὅπως λέγαμε καί στό κήρυγμα, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐπιθετικότητα, κατά βάθος ἔχει μέσα του πονηρό πνεῦμα, δέν ἀγαπάει δηλαδή τόν συνάνθρωπο καί θέλει νά τόν καλουπώσει στά δικά του μέτρα καί σταθμά. Καί ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν ἔχει γευθεῖ τήν συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἔχει μετανοήσει, δέν συγχωρεῖ καί τούς ἄλλους καί δέν δέχεται νά μπεῖ στόν ἴδιο χῶρο μέ τόν ἄλλον. Ἀλλά, ἀντίθετα, θέλει καί τόν ἄλλον νά τόν βάλει στόν δικό του ἄς ποῦμε τρόπο καί μοντέλο -ὅπως ἐκεῖνος τό ἔχει φτιάξει- ζωῆς.
Ἄς δοῦμε ὅμως τί λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος. «Γράφει ὁ Γέροντας: «Ἄς λησμονήσουμε ἀδελφοί τή γῆ καί ὅλα ὅσα εἶναι πάνω της, γιατί αὐτή μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τήν θέα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ Ὁποία εἶναι ἀκατάληπτη γιά τόν νοῦ μας, ἀλλά τήν ὁποία βλέπουν οἱ Ἅγιοι στούς οὐρανούς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐμεῖς ἄς μένουμε ὅμως στήν προσευχή πέρα ἀπό κάθε φαντασία»[4]. Αὐτά εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ἄς λησμονοῦμε, λέει, ἀδελφοί, τή γῆ, τά γήινα, τά χωμάτινα, γιατί αὐτά μᾶς ἀποσποῦνε ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατάληπτη καί δέν χωράει τίποτε τό ἀνθρώπινο πού νά μπορεῖ νά ἀντιστοιχηθεῖ στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει καμία κοινότητα, δηλαδή καμία σχέση, ὅπως εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τοῦ κτιστοῦ μέ τό Ἄκτιστο. Ἑπομένως, πρέπει τελείως νά φύγουμε ἀπό τά κτιστά, ἀπό τά γήινα, γιά νά μπορέσουμε νά πλησιάσουμε τόν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐγκλωβισμένος στά γήινα, καί ὅταν λέμε γήινα ἐννοοῦμε τά χρήματα, τίς περιουσίες, τά ὑλικά ἀγαθά, τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, τίς ἡδονές τῶν αἰσθήσεων καί τήν δόξα, τήν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι σ’ αὐτά προσκολλημένος, ὁπωσδήποτε δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Αὐτή τήν θέα τοῦ Θεοῦ τήν ἔχουν οἱ Ἅγιοι στούς οὐρανούς μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα.
«Ἐμεῖς ἄς μένουμε ὅμως στήν προσευχή πέρα ἀπό κάθε φαντασία»[5]. Βλέπετε τί λέει ὁ Ἅγιος; Ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά προκόψουμε πνευματικά, ἄς μείνουμε στήν προσευχή καί ἄς προσέξουμε τήν φαντασία. Γιατί ἡ φαντασία δέν εἶναι μόνο ἡ γέφυρα τῶν δαιμόνων, ἀλλά εἶναι καί μολυσμός τοῦ νοῦ καί τῆς προσευχῆς. Μιά προσευχή πού ἔχει μέσα φαντασία, καταλήγει νά γίνει ἕνα παιχνίδι δαιμονικό, καί νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος νά νομίζει ὅτι βλέπει καί τόν Θεό καί οὐσιαστικά νά βλέπει τά δαιμονικά φαντάσματα.
«Ἡ ἱκανότητα τῆς φαντασίας», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «ἐκδηλώνεται μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους. Ὁ ἀσκητής -καί ὁ χριστιανός- παλεύει πρῶτα-πρῶτα μέ ἐκεῖνο τό εἶδος τῆς φαντασίας, πού συνδέεται μέ τήν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν»[6], πορνεία καί ἄλλα σαρκικά πάθη. Τό πρῶτο λοιπόν πού πρέπει ὁ χριστιανός νά ἀντιμετωπίσει εἶναι οἱ φαντασίες ἀπό αὐτά τά πάθη τά σαρκικά. Ὅπως καταλαβαίνετε, ἀρχίζει τώρα νά μᾶς μιλάει ὁ π. Σωφρόνιος, γιά τά διάφορα εἴδη. Ὑπάρχουνε τέσσερα εἴδη φαντασίας. Καί τά τέσσερα δέν βοηθᾶνε τόν πνευματικό ἄνθρωπο. Τό πρῶτο συνδέεται μέ τά χονδρά σαρκικά πάθη. Καί ὅλοι βεβαίως τό γνωρίζουμε αὐτό, ὅτι ὁ διάβολος ξεσηκώνει τόν ἄνθρωπο σαρκικά μέσω τῆς φαντασίας. Καί βλέπετε καί ὅλες οἱ πλάνες οἱ αἱρετικές, μᾶλλον οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες πού εἶναι κατεξοχήν δαιμονικά πράγματα, καλλιεργοῦν τήν φαντασία συστηματικά. Ἀλλά ὁ διάβολος ἀκόμα περισσότερο χαίρεται μέ τίς σαρκικές φαντασίες καί τρέφεται μέ τίς σαρκικές πτώσεις, γι’ αὐτό καί τό πρῶτο καί τό σπουδαιότερο ὅπλο του εἶναι ἀκριβῶς αὐτές οἱ σαρκικές φαντασίες. Καί σήμερα βέβαια ἔχει πολλαπλάσια μέσα γιά νά καλλιεργήσει αὐτές τίς φαντασίες, ἔχει τήν τεχνολογία, τό διαδίκτυο - τό ἴντερνετ, τήν τηλεόραση, τά περιοδικά, χίλια δυό πράγματα, τά ὁποῖα ἐμβάλλουν μέσα στόν ἄνθρωπο εἰκόνες, οἱ ὁποῖες βέβαια μετά μποροῦνε νά γίνουν καί φαντασίες καί νά προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος στό νά καλλιεργήσει αὐτές τίς εἰκόνες, νά τίς τυπώσει κ.λ.π. κ.λ.π. καί νά πέσει πολύ εὔκολα στήν σαρκική ἁμαρτία.
«Γνωρίζει ὁ χριστιανός, πώς κάθε πάθος ἔχει τή μορφή του, ἐπειδή ἀνήκει στή σφαίρα τοῦ κτιστοῦ κόσμου, πού ἀναπόφευκτα ὑπάρχει στήν α΄ ἤ β΄ μορφή καί παρέχει τήν α΄ ἤ β΄ εἰκόνα»[7]. Τί λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος; Ὅτι τά πάθη δέν εἶναι ἄκτιστα. Τά πάθη εἶναι κτιστά, ἀνήκουνε στόν ὑλικό κόσμο, στό ἐνθάδε. Δέν εἶναι κάτι πού ἔδωσε ὁ Θεός οὔτε εἶναι στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τά πάθη. Εἶναι αὐτά τά πάθη διεστραμμένες κινήσεις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Αὐτά εἶναι τά πάθη. Καί ἀντί ὁ ἄνθρωπος νά χρησιμοποιεῖ λ.χ. τήν ἐπιθυμία γιά ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό, τήν κατευθύνει διεστραμμένα στό ν’ ἀγαπήσει τήν σάρκα καί τίς σαρκικές ἡδονές κ.λ.π. κ.λ.π. Αὐτά τά πάθη λοιπόν ἔχουν καί μιά μορφή. Γιατί ὅλα τά πράγματα τά ὑλικά, τά τοῦ κτιστοῦ, τά κτιστά ἔχουν μιά μορφή καί μιά εἰκόνα.
«Κανονικά ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας ἀποκτᾶ δύναμη στόν ἄνθρωπο τότε μόνο, ὅταν ἡ ἐμπαθής εἰκόνα, ἀφοῦ γίνει ἐσωτερικά δεκτή, προσελκύσει μέ τό μέρος της τόν νοῦ»[8]. Ὑπάρχει μιά ἐμπαθής εἰκόνα, ἀλλά αὐτή δέν ἔχει δύναμη, ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν τήν προσέξει, δέν τήν προσέχει. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος π. Σωφρόνιος, ὅτι ἡ ἐμπαθής εἰκόνα ἀποκτᾶ δύναμη ὅταν προσελκύσει τόν νοῦ. Λέγοντας νοῦ δέν ἐννοοῦμε τήν διάνοια, τόν ἐγκέφαλο, τήν σκέψη, ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό πού ὀνομάζουμε «λεπτή προσοχή». Ποῦ εἶναι ὁ νοῦς μας; Ἐκεῖ πού προσέχουμε. Ἐκεῖ πού προσέχουμε, εἶναι ὁ νοῦς μας. Ὁ νοῦς εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς. Μποροῦμε νά ποῦμε λοιπόν, ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἡ λεπτή προσοχή. Ὅπου λοιπόν εἶναι ἡ προσοχή, ἐκεῖ εἴμαστε οὐσιαστικά. Λέμε πολλές φορές, πᾶμε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι ἀλλοῦ! Ναί. Γιατί; Γιατί ἀκριβῶς δέν προσέχουμε οὔτε τί λέει ὁ ἱερέας οὔτε τί λέει ὁ ψάλτης, εἴμαστε ἀλλοῦ! Εἴμαστε πράγματι στήν ἐκκλησία μόνο σωματικά. Οὐσιαστικά δέν εἴμαστε. Ὅ,τι λοιπόν προσέχουμε, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας, ἐκεῖ εἴμαστε.
Ἄν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος μιά εἰκόνα ἐμπαθή τήν προσέξει, τότε αὐτή ἡ εἰκονα ἀποκτάει δύναμη. Ἄν δέν τήν προσέξει, δέν ἀποκτάει δύναμη. Λένε πολλοί, τώρα τό καλοκαίρι ἄς ποῦμε δέν προσέχουν οἱ γυναῖκες, ντύνονται σκανδαλιστικά κ.λ.π. Ἄν δέν προσέξεις, δέν ἀποκτάει δύναμη καμιά εἰκονα πού θά περάσει μπροστά σου. Τό θέμα εἶναι σέ σένα, ἄν προσέχεις ἤ δέν προσέχεις. Βέβαια, θά μοῦ πεῖτε, εἶναι πολύ δύσκολο. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μήν προσέξεις, γιατί ἀκριβῶς ὑπάρχει μέσα μας ἡ σαρκική προσκόλληση καί ἐπιθυμία σ’ αὐτά τά πράγματα. Ἄν λοιπόν τό πολεμήσεις μέσα σου, μετά πολύ εὔκολα δέν θά προσέξεις. Καί πότε ξεκολλάει ὁ νοῦς ἀπό τήν ἐμπαθή εἰκόνα καί ἀπό τήν ὅποια πειρασμική κατάσταση; Ὅταν κολλήσει στόν Χριστό. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔδωσαν ὡς φάρμακο κατά τῆς διάσπασης τοῦ νοῦ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Καί κατά τῆς φαντασίας πάλι τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γιατί, ὅπως θά δοῦμε, ὅλα τά εἴδη φαντασίας εἶναι ἀντίθετα μέ τήν πνευματική ζωή. Καί τό φάρμακο τό ὁποῖο «σταυρώνει» τήν φαντασία, τό μέσο μέ τό ὁποῖο σταυρώνεται ἡ φαντασία, γιατί πρέπει νά σταυρωθεῖ ἡ φαντασία, δηλαδή νά θανατωθεῖ, μέ τήν ἔννοια νά ἀκινητοποιηθεῖ, εἶναι πάλι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.
Κανονικά, λοιπόν, ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας ἀποκτάει δύναμη ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσέξει τήν ἐμπαθή εἰκόνα. «Ἄν ὅμως ὁ νοῦς ἀπορρίψει τήν προτεινόμενη σέ αὐτόν μορφή τοῦ πάθους, αὐτή δέν μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ καί σβήνει. Ὅταν, γιά παράδειγμα, ἔρχεται σαρκική ἐπιθυμία, ἔστω καί φυσιολογική», μέ τήν ἔννοια ἀπό τή φύση, «ὁ ἀσκητής προφυλάσσει τόν νοῦ του ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ πάθους πού ἔρχεται ἀπό ἔξω. (Μιλώντας ἐδῶ γιά νοῦ ἔχουμε ὑπόψη ὄχι τό λογικό, τήν λογική σκέψη, ἀλλά αὐτό πού θά ὁρίζαμε ἴσως καλύτερα ὡς «προσοχή»)»[9]. Αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως. Ἄλλο εἶναι τό λογικό πού ἑδράζεται στόν ἐγκέφαλο, ἡ διάνοια, καί ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς πού ἑδράζεται στήν καρδιά καί εἶναι ἡ προσοχή.
«Ἄν ὁ νοῦς δέν δεχθεῖ αὐτή τήν εἰκόνα, τό πάθος δέν μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν ἐνέργειά του. Μιά τέτοια προφύλαξη τοῦ νοῦ ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ πάθους δίνει στόν ἄνθρωπο τήν πραγματική δυνατότητα, ἀποδεδειγμένη ἀπό χιλιετή ἀσκητική πεῖρα, νά φυλάξει πλήρως σέ ὅλη τή ζωή σώφρονα ἐγκράτεια». Αὐτό τό ὁποῖο φαίνεται τρελό καί ἀκατόρθωτο γιά τούς πολλούς, τό νά μείνει ἕνας ἄνθρωπος ἁγνός καί καθαρός σ’ ὅλη του τή ζωή, νά μείνει παρθένος. Κι ὅμως εἶναι δυνατόν αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς προσέχει τόν νοῦ του. Τότε μπορεῖ νά ἀσκήσει αὐτή τήν εὐλογημένη ἐγκράτεια, «ἀκόμα καί ὅταν τό σῶμα εἶναι ἰσχυρό»[10]. Γιατί δέν φταίει τό σῶμα. Λένε μερικοί, φταῖνε οἱ ὁρμόνες, φταῖνε οἱ ὁρμές. Δέν φταῖνε αὐτά. Ἐκεῖνο πού φταίει εἶναι ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος κολλάει καί περιεργάζεται πράγματα πού δέν πρέπει καί βεβαίως μετά ἡ ἐμπάθεια καλλιεργεῖται καί αὐξάνεται καί γίνεται ἀνίκητη. Ὅπως μιά μικρή φωτίτσα, ὅταν τῆς ρίξεις προσάναμμα καί φωτιά καί βενζίνη, βεβαίως μετά γίνεται μεγάλη πυρκαγιά!
Καί αὐτό τό παράδειγμα τό εἴδαμε στόν Γέροντα, πῶς ἄσκησε σέ ὅλη του τή ζωή ἐγκράτεια, παρόλο πού ἦταν πολύ ἰσχυρό τό σῶμα του. Ἦταν πολύ δυνατός ἄνθρωπος ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι εἴχανε πολύ ἰσχυρό σῶμα. Ἄς ποῦμε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ἱδρυτής τῆς Μονῆς τῆς Λαύρας, ἤτανε τόσο δυνατός, πού ἡ δύναμή του ἦταν συγκρίσιμη μέ τοῦ βοδιοῦ! Ὅταν ἔφτιαξαν ἕνα μηχάνημα πού ζύμωνε, τότε ἡ Λαύρα εἶχε φτάσει νά ἔχει 1000 μοναχούς(!), ὁπότε καταλαβαίνετε τό ζυμωτήριο ἤτανε ἕνα τεράστιο καζάνι καί γιά ν΄ ἀνακατέψουν τό ζυμάρι, χρησιμοποιοῦσανε δύο βόδια. Πολλές φορές στή θέση τοῦ ἑνός βοδιοῦ ἔμπαινε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος! Τόσο δυνατός ἤτανε! Κι ὅμως αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἐγκραστέτατος! Καί γιά νά χορτάσει ἤθελε ὀκτώ πιάτα φαγητό! Καί ἔτρωγε κάθε φορά δύο καί οἱ ἄλλοι τόν παρεξηγοῦσαν ὅτι εἶναι γαστρίμαργος.. Τόσο μᾶς κόβει κι ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους.. Ἀλλά ὅμως αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τό τόσο ἰσχυρό σῶμα, δέν ὑπέκυψε στήν σαρκική ἡδονή καί στόν σαρκικό πειρασμό.
«Ἀντίθετα, ἄν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέχεται μέ εὐχαρίστηση τήν ἐμπαθή εἰκόνα» καί αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει τίς περισσότερες φορές, «ἡ ἐνέργειά της μπορεῖ νά βιάσει τυραννικά ἀκόμα καί τό ἀνίκανο, ἀσθενικό καί ἐξαντλημένο σῶμα»[11]. Μπορεῖ τό σῶμα νά εἶναι καί ἄρρωστο καί ἀσθενικό κι ὅμως νά ξεσηκωθεῖ σαρκικά, ὅταν ὁ νοῦς προσέχει στίς ἐμπαθεῖς εἰκόνες καί στίς ἐμπαθεῖς φαντασίες. Βλέπετε τί τεράστια σημασία ἔχει ὁ νοῦς καί πῶς τοποθετεῖται σέ σχέση μέ τίς εἰκόνες καί τίς φαντασίες. Γιατί ἡ εἰκόνα μπορεῖ νά εἶναι πραγματική, ἡ εἰκόνα θά ἔρθει μπροστά στά μάτια σου, κάτι.. ἤ μπορεῖ νά τήν φτιάξεις ἐσύ, ὁπότε εἶναι φανταστική. Καί στήν μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση, ἄν τό προσέξει κανείς αὐτό, τότε μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ στήν σαρκική ἁμαρτία.
«Ἂς πάρουμε ἄλλο πάθος, λόγου χάρη τό μίσος. Καί αὐτό τό πάθος ἔχει ἐπίσης τήν εἰκόνα του». Γιατί εἴπαμε τά πάθη εἶναι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο κτιστά καί ἔχουν ἑπομένως τίς εἰκόνες τους. «Ἄν ὁ νοῦς προφυλάγεται ἀπό τόν «συνδυασμό» μέ αὐτήν τήν εἰκόνα», τό μίσος, «τό πάθος δέν μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ· σέ περίπτωση, ὅμως, πού θά ἑνωθεῖ μαζί της, τότε τό πάθος ἀνάλογα μέ τό μέτρο αὐτῆς τῆς ἑνώσεως θά ἀποκτᾶ συνεχῶς μεγαλύτερη δύναμη καί μπορεῖ νά φθάσει ὥς τόν βαθμό τῆς κατοχῆς»[12] καί ὁ ἄνθρωπος δηλαδή νά εἶναι οὐσιαστικά δαιμονοκρατούμενος ἀπό τό μίσος. Ἔτσι φτάνουν κάποιοι ἄνθρωποι νά ἔχουν νά μιλήσουν χρόνια μέ τόν ἀδελφό τους, μέ τήν ἀδελφή τους, μέ τήν πεθερά τους, μέ τόν γείτονά τους, γιατί; Γιατί ἀκριβῶς αὐτό τό πάθος, ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ πάθους, τό μίσος, ἑνώνεται μέ τόν νοῦ τους. Γίνεται ὁ συνδυασμός, θά λέγαμε κατά κάποιο τρόπο ἕνας γάμος καί ὁ ἄνθρωπος κυριεύεται ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο εἶδος φαντασίας, πού συνδέεται μέ τά χονδρά σαρκικά πάθη, καί ἄς ποῦμε κοντά σ’ αὐτό εἶναι καί ἡ φαντασία πού ἔχει σχέση μέ τό μίσος καί τήν ἀντιπάθεια.
«Τό ἄλλο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε ὀνειροπόληση-ρεμβασμός. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπό τήν ἀντικειμενική κατάσταση τῶν πραγμάτων στόν κόσμο καί ζεῖ στή σφαίρα τῆς φαντασίας», αὐτό πού λέμε «αὐτός εἶναι στόν κόσμο του, εἶναι χαμένος». «Ἐπειδή ὅμως ἡ φαντασία εἶναι ἀδύναμη νά δημιουργήσει κάτι «ἐκ τοῦ μηδενός», ἡ φαντασία εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς κι αὐτή, ἡ ὁποία ὅμως δέν φτιάχνει κάτι ἀπό τό μή ὄν. Χρησιμοποιεῖ εἰκόνες τοῦ περιβάλλοντος, οἱ ὁποῖες ἔχουνε ἀποταμιευθεῖ στήν μνήμη καί τίς ἀνακαλεῖ καί μπορεῖ νά τίς ἐπεξεργαστεῖ. Δέν δημιουργεῖ κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. «Τά πλάσματά της ἔχουν ἐξάπαντος τά χαρακτηριστικά τοῦ γύρω κόσμου. Μέ ἄλλα λόγια, θά ὑπάρχουν σέ αὐτά ἀναπόφευκτα, ὅπως συμβαίνει καί στά ὄνειρα, στοιχεῖα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου, καί γιά τόν λόγο αὐτόν ὄχι τελείως ἀπρόσιτα. Ἕνας φτωχός ἐπί παραδείγματι φαντάζεται τόν ἑαυτό του βασιλιά, προφήτη, μεγάλο ἐπιστήμονα. Ἡ ἱστορία γνωρίζει πράγματι περιπτώσεις φτωχῶν ἀνθρώπων ἀπό τά κατώτερα στρώματα τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας πού ἔγιναν αὐτοκράτορες κ.τ.τ., ἀλλά κάτι τέτοιο συνήθως δέν συμβαίνει σέ αὐτούς πού ὀνειροπολοῦν»[13]. Ἔχει καί μιά ἐλαφριά εἰρωνεία ἐδῶ.. Αὐτοί ἁπλῶς τό φαντάζονται.
«Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ ἀναγνώστης κατάλαβε τί ἐννοοῦμε μέ τήν «ὀνειροπόληση»»[14]. Εἶναι φοβερό κι αὐτό τό πράγμα! Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐκτός πραγματικότητας! Ζεῖ μιά εἰκονική πραγματικότητα, θά λέγαμε. Καί βέβαια κι αὐτό καλλιεργεῖται μέσα ἀπό τήν τηλεόραση, τόν κινηματογράφο. Γιατί ἔχει τόση πολλή διάδοση ὁ κινηματογράφος; Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα ξεχνιέται τελείως. Μπαίνει σ’ ἕναν τεχνητό κόσμο -καί τό ἴντερνετ ἐπίσης-, σέ μιά εἰκονική πραγματικότητα, ταυτίζεται μ’ αὐτή καί οὐσιαστικά εἶναι σέ ἕναν ρεμβασμό συνεχή, σέ μιά συνεχή ὀνειροπόληση. Εἶναι τό δεύτερο εἶδος φαντασίας.
«Καί γιά νά μήν μακρηγοροῦμε, ἄς περάσουμε σέ ἄλλο εἶδος ἐκδηλώσεως τῆς δυνάμεως τῆς φαντασίας». Τό τρίτο εἶδος τώρα. Εἴπαμε πρῶτο, ἡ φαντασία πού συνδέεται μέ τά σαρκικά πάθη, δεύτερο, ἡ ὀνειροπόληση καί τρίτο, «ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τήν ἱκανότητα τῆς μνήμης καί τῆς παραστάσεως καί ἔτσι μπορεῖ καί σκέπτεται, γιά νά βρεῖ τήν λύση ἑνός προβλήματος, λ.χ. τεχνικοῦ· τότε ὁ νοῦς του ἀναζητεῖ μέ τήν νόηση τήν δυνατότητα ἔμπρακτης πραγματοποιήσεως τῆς α΄ ἤ β΄ ἰδέας»[15]. Εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε δημιουργική φαντασία καί πολλοί τό θεωροῦνε καλό πράγμα. Ἀλλά κι αὐτό δέν εἶναι καλό πράγμα γι’ αὐτόν πού θέλει νά κάνει πνευματική ζωή (καί ὅλοι θέλουμε νά κάνουμε). Κι αὐτή ἡ φαντασία, ἡ λεγόμενη δημιουργική, ἐμποδίζει τήν πνευματική ζωή. Χρησιμοποιεῖται πάλι γι’ αὐτόν τόν κόσμο, γιά νά λυθοῦν κάποια προβλήματα τεχνικά, ἐπιστημονικά, πολιτισμικά κ.λ.π.
«Αὐτό τό εἶδος τῆς ἐργασίας τοῦ νοῦ, πού συνοδεύεται ἀπό τήν φαντασία, ἔχει μεγίστη σημασία γιά τόν πολιτισμό καί εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο στήν δομή τῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκητής, ὅμως, πού φροντίζει γιά τήν καθαρή προσευχή, προσπαθεῖ μέ τήν ἀκτημοσύνη νά περιορίσει τόν ἑαυτό του ἀπό καθετί, γιά νά μήν τόν ἐμποδίσει αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας «νά δίνει στόν Θεό τήν πρώτη του σκέψη καί τήν πρώτη του δύναμη», νά συγκεντρώνεται δηλαδή πλήρως στόν Θεό»[16]. Βλέπετε οἱ ἐπιστήμονες, αὐτοί ὅλοι πού ἀσχολοῦνται μέ τά τεχνικά προβλήματα κ.λ.π., ἀπορροφοῦνται ἀπ΄ αὐτό τό πράγμα, καί σοῦ λέει, ξυπνάω καί κοιμᾶμαι μ’ αὐτό! Καί μπορεῖ νά δεῖ καί τήν λύση στόν ὕπνο του! Ἡ φαντασία λειτουργεῖ καί στόν ὕπνο καί τό βλέπει στόν ὕπνο του λυμένο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού θέλει νά κάνει πνευματική ζωή, θέλει καί ὁ ὕπνος καί τό πρῶτο ξύπνημα καί ἡ πρώτη σκέψη μέ τό πού θά ξυπνήσει νά εἶναι γιά τόν Θεό.
«Τέλος, ἕνα ἀκόμη εἶδος φαντασίας -τό τέταρτο- γιά τό ὁποῖο θέλουμε νά μιλήσουμε, εἶναι οἱ ἀπόπειρες τοῦ λογικοῦ νά διεισδύσει στά μυστήρια τοῦ εἶναι καί νά συλλάβει τόν Θεῖο κόσμο». Δηλαδή νά προσπαθήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα ἀπό τήν φαντασία νά βρεῖ τόν Θεό. «Αὐτές οἱ ἀπόπειρες συνοδεύονται ἀναπόφευκτα ἀπό τήν φαντασία, πού πολλοί ἀρέσκονται νά τήν ἀποκαλοῦν μέ τό ὑψηλό ὄνομα τῆς «θεολογικῆς δημιουργίας»». Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα δημιουργία, γιατί εἴπαμε ἡ φαντασία δέν φτιάχνει τίποτα ἐκ τοῦ μηδενός. «Ὁ ἀθλητής τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς παλεύει μέσα του ἀποφασιστικά ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ εἴδους «δημιουργίας», πού εἶναι διαδικασία ἀντίθετη πρός τήν τάξη τοῦ αὐθεντικοῦ εἶναι, δηλαδή μπορεῖ νά δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό κατά τήν δική του εἰκόνα καί ὁμοίωση»[17]. Ἐνῶ τό αὐθεντικό εἶναι, αὐτό πού εἴμαστε δηλαδή, στήν πραγματικότητα τί εἴμαστε; Εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ φτιαγμένοι. Ὁ ἄνθρωπος τώρα πού ἐνεργοποιεῖ αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας καί προσπαθεῖ νά δεῖ τόν Θεό, νά φτιάξει τόν Θεό μέσα ἀπό τήν φαντασία, ἀντιστρέφει τά πράγματα καί ἀντί νά εἶναι ὁ ἴδιος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, φτιάχνει τόν Θεό κατ’ εἰκόνα δική του! Ἐξ οὗ καί τά εἴδωλα, ἡ εἰδωλολατρεία. Οἱ ἀρχαῖοι αὐτό εἴχανε πάθει, καί οἱ σύγχρονοι εἰδωλολάτρες, ἔχουνε φτιάξει τόν Θεό μέσω τῆς φαντασίας κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δική τους. Γι’ αὐτό εἴχαμε τούς θεούς τούς εἰδωλολατρικούς πού εἶναι οὐσιαστικά προσωποποιήσεις τῶν παθῶν. Τῆς σαρκικότητας ἡ Ἀφροδίτη. Τοῦ θυμοῦ ὁ Ἄρης. Τῆς οἰνοποσίας καί τοῦ γλεντιοῦ ὁ Διόνυσος. Λοιπόν, οὐσιαστικά εἶναι ὅλα αὐτά εἰκόνες δικές μας! Καί τά ὀνομάσαμε θεούς μέ τελικό σκοπό τί; Νά κατοχυρώσουμε τά πάθη μας καί νά δώσουμε καί ἱερό καί θρησκευτικό θά λέγαμε χαρακτήρα στά πάθη μας. Φοβερό πράγμα! Εἶναι μεγάλη τέχνη αὐτή τοῦ διαβόλου..
Σήμερα στή θέση τῆς θρησκείας ἔχει μπεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ ψεύτικη ἐπιστήμη. Καί ἔρχεται ὁ Φρόυντ καί σοῦ λέει, δέν εἶναι κακό πράγμα ἡ πορνεία ἤ ξέρω ’γώ μία σχέση ἤ πολλές σχέσεις! Ἴσα-ἴσα, εἶναι καλό καί ἐπιστημονικά σωστό! Λοιπόν, ἀντί νά ἔχουμε τήν Ἀφροδίτη, σήμερα ἔχουμε τόν Φρόυντ. Καί παίζει τόν ἴδιο ρόλο οὐσιαστικά. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή προσπαθεῖ νά ἀποσείσει τίς ἐνοχές του κάνοντας θεούς τά πάθη του, εἴτε δίνοντάς τους ἐπιστημονικό χαρακτήρα, εἴτε μέσω τῆς ἐπιστήμης εἴτε μέσω τῆς θεολογίας. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό τό τέταρτο εἶδος τῆς φαντασίας, τό ὁποῖο ὁπωσδήποτε, πάση θυσία, πρέπει νά τό ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος! Σέ καμιά περίπτωση, δηλαδή, δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά προσπαθεῖ νά φανταστεῖ τόν Θεό, πῶς εἶναι ὁ Θεός! Ἀλλά νά Τόν προσεγγίζει πάντα μέ τόν καθαρό καί «ἀνείδεο» νοῦ, ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Ἀνείδεος σημαίνει χωρίς εἶδος, χωρίς μορφή, ἀδιαμόρφωτα καί πέρα ἀπό κάθε φαντασία νά προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας ἀδιαμόρφωτο τόν νοῦ του, χωρίς σχήματα, χωρίς χρώματα, χωρίς μορφές.
«Ἴσως τά λεχθέντα», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «νά προκαλέσουν πολλές ἀπορίες καί ἀντιρρήσεις, ἀλλά δέν μποροῦμε νά ἐπεκταθοῦμε σέ διασαφήσεις, ἐλπίζουμε πώς, ὅπου ὑπάρχει ἡ διάθεση, θά γίνουμε ἀντιληπτοί ὅπως πρέπει.
Ὁ ἀθλητής τῆς προσευχῆς ξεκινᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό»[18]. Ἐνῶ, βλέπετε, τί λένε οἱ ἄθεοι, κομμουνιστές κλπ.; Ὅτι ἐσεῖς, λένε, Τόν φτιάξατε τόν Θεό! Θεός δέν ὑπάρχει… Ἀλήθεια λένε, ὄχι βέβαια γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά γιά ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες ἀλήθεια λένε. Ὄντως εἶναι δημιούργημα τῶν ἀνθρώπων ὁ θεός (ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας). Ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες οὐσιαστικά αὐτό εἶναι. Ἔχουνε φτιάξει οἱ ἄνθρωποι τόν θεό, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δική τους καί προσπαθοῦνε νά τόν ἐξευμενίσουνε μέ τάχατες θυσίες, τελετές κλπ, καί νά τόν ἔχουνε ὑπηρέτη στήν καλοπέρασή τους! Γιατί οὐσιαστικά οἱ θρησκεῖες οἱ διάφορες τί εἶναι; Εἶναι μιά ἀναζήτηση τῆς εὐδαιμονίας, τῆς καλοπέρασης, μέσω τοῦ θεοῦ. Τοῦ θεοῦ, ὄχι ὅμως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλά τοῦ θεοῦ πού ἔχουν φτιάξει οἱ ἴδιοι κατ’ εἰκόνα δική τους.
Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δέν παίρνει τόν Θεό νά τόν κάνει ὑπηρετικό τῆς καλοπέρασής μας, τῆς φιληδονίας μας. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Θεό. Μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, αὐτοαποκαλύπτεται καί μᾶς καλεῖ σέ μία ἄρνηση τῆς φιληδονίας, σέ μία ἄρνηση τῆς φιληδοξίας, σέ μία ἄρνηση τῆς φιλαργυρίας, τῶν παθῶν, τῆς φιλαυτίας μας, καί σέ μία ὁμοίωση μαζί Του.
«Ὁ ἀθλητης -λοιπόν- τῆς προσευχῆς ξεκινᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό» καί αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. «Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἀποσπαστεῖ ἀπό κάθε θεολογική ἤ φιλοσοφική δημιουργία, στρέφεται πρός τόν Θεό μέ μιά «ἀσχημάτιστη» προσευχή», μιά προσευχή χωρίς σχήματα, χωρίς μορφές, χωρίς φαντασίες. «Καί ἄν συγκαταβεῖ ἡ Θεία εὐδοκία καί δοθεῖ στόν προσευχόμενο νά γευθεῖ τήν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση γιά τόν Θεό πού βρίσκεται πέρα ἀπό ὅλα θά πάρει κάποια μορφή, πού δέν τήν ἐπινόησε, ὅμως, ὁ ἀσκητής ἤ ὁ προφήτης, ἀλλά ἔχει δοθεῖ ἄνωθεν»[19]. Ἄν θέλει ὁ Θεός νά σοῦ δώσει κάτι, νά αἰσθανθεῖς τήν παρουσία Του, ἀλλο ἐκεῖνο. Ἀλλά ἐσύ δέν θά προσπαθήσεις νά φτιάξεις τίποτε.
«Ὁ ἀσκητής ζητάει μέ τήν προσευχή τόν Θεό, τόν Ποιητή του, καί ὁ Θεός μέ τήν συγκατάβαση καί τήν εὐδοκία Του δίνει τήν γνώση γι’ Αὐτόν μέ εἰκόνες προσιτές στόν ἄνθρωπο. Οἱ εἰκόνες πού δίνει ὁ Θεός καταστρέφουν τά πάθη μέσα στόν ἄνθρωπο καί τόν ἁγιάζουν. Ἄν, ὅμως, τίς δεχθεῖ σάν τελείωση τῆς ἀποκαλύψεως, πέφτει σέ σφάλμα»[20]. Δηλαδή, καί αὐτές οἱ εἰκόνες πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι τό πλήρες τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δίνει μιά εἰκόνα, τόσο ὅσο μποροῦμε ν΄ ἀντέξουμε. Ἀλλοίμονο ἄν μείνουμε σ’ αὐτή τήν εἰκόνα καί δεχτοῦμε ὅτι αὐτή εἶναι ἡ τελειότητα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ! Τότε πέφτουμε σέ σφάλμα καί οἱ εἰκόνες, «ἀκόμα καί οἱ εἰκόνες οἱ δοσμένες ἄνωθεν μποροῦν νά ἀποτελέσουν ἀξεπέραστο ἐμπόδιο γιά μιά τελειότερη θεογνωσία»[21].
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς γλιτώνει ἀπό αὐτή τήν παγίδα τῆς φαντασίας. Νά πολεμοῦμε τήν φαντασία μας καί, ὅπως τό εἴπαμε, ὁ πόλεμος ἔγκειται στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἀδιάσπαστη, τήν ἀσχημάτιστη, τήν καθαρά προσευχή, ἡ ὁποία ὄντως σταυρώνει τήν φαντασία καί τά διάφορα εἴδη της.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου