Μέ αὐτή τήν φράση, τήν ὁποία πολλές φορές ἐπανέλαβε ο σεβαστός Γέροντας μας π. Γεώργιος, ἐξέφρασε αὐτό πού ἔνοιωθε ὅλη ἡ ἀδελφότητά μας ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι ἔζησαν τόν π. Νικόδημο στό σύντομο χρονικό διάστημα πού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν ἄφησε κοντά μας. Καί ὄντως! Ὁ π. Νικόδημος ἦταν μία ἀγγελική ὕπαρξη, ὁλοκληρωτικά ἀφιερωμένη στόν Θεό ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων.
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἔχουν ὡς κύριο ἔργο τούς τήν ἀκατάπαυστο δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι και ο π. Νικόδημος. Λάτρευε ἀπό μικρᾶς ἡλικίας τόν Ἅγιο Θεό μέ ὅλη τήν ψυχή του καί τήν καρδία του καί Τόν δόξαζε μέ ἔργα καί λόγους.
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἀγαποῦν καί λατρεύουν μέ ὅλη τήν ὕπαρξή τους τόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό, ἐξ Οὗ «πάσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον» γιά ὅλη τήν κτίσι, γι` αὐτό καί ὑπακούουν ἀδιακρίτως στό θέλημά Του, καί τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ γι' αὐτούς ὑπόθεση ἀπεράντου χαρᾶς καί εὐφροσύνης, ἔτσι και ὁ π. Νικόδημος. Λάτρευε μέ ὅλο του τό εἶναι τόν Θεό, τό ὄνομά Του εἶχε συνεχῶς στό στόμα καί τήν καρδιά του καί μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς ἕνα μόνο ζητοῦσε, πώς θά ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν πάση πληρότητι καί τελειότητα.
Καί ἐπειδή γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι ἐκφραστής τοῦ θείου θελήματος γιά τόν ὑποτακτικό εἴναι ο Γέροντάς του καί ὅτι κάθε εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στόν ὑποτακτικό μέσω τοῦ Γέροντός του, ὑπεραγαποῦσε τόν Γέροντα. Τό ὄνομα τοῦ Γέροντος ἦταν πάντοτε στήν καρδιά καί τά χείλη τοῦ π. Νικοδήμου καί τό θέλημα τοῦ Γέροντος ἀπαρέγκλιτος κανών γιά τήν ζωή του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Χριστέ μου, θέλω νά σέ ἀπολαύσω. Ὅμως δέν θέλω νά σέ ἀπολαύσω ἄμεσα, ἐπειδή δέν εἶμαι ἄξιος γι' αὐτό, ἀλλά μέσω τοῦ Γέροντός μου. Βλέποντας τόν Γέροντα, θέλω νά βλέπω Ἐσένα. Ἀκούοντας τήν φωνή τοῦ Γέροντος, θέλω νά ἀκούω τήν δική Σου φωνή. Τό θέλημα τοῦ Γέροντος νά εἶναι γιά μένα τό θέλημά Σου»...
Εἶχε ἀπόλυτη ἐφαρμογή γιά τόν π. Νικόδημο αὐτό πού ἀναφέρει ο ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν λόγο του «περί ὑπακοῆς», ὅπου περιγράφει τήν θαυμαστή ζωή τῶν μοναχῶν ἑνός κοινοβίου: «Ἐσωτερικά, στά βάθη τῆς ψυχῆς τους ἀνέπνεαν σάν ἄκακα νήπια τόν Θεόν καί τόν Γέροντα». Η ὑπακοή τοῦ π. Νικοδήμου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν μαρτυρική. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν ἕνα ἀτελείωτο μαρτύριο, τό ὁποῖο ὅμως ὑπέμεινε ἀγόγγυστα, μέ χαρά καί αἰσιοδοξία ἀξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τόν Θεό. Γι' αὐτό καί πῆρε πολλή Χάρη ἀπό τόν Θεό.
Καί ἐπειδή γνώριζε ἐκ πείρας ὅτι ἐκφραστής τοῦ θείου θελήματος γιά τόν ὑποτακτικό εἴναι ο Γέροντάς του καί ὅτι κάθε εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στόν ὑποτακτικό μέσω τοῦ Γέροντός του, ὑπεραγαποῦσε τόν Γέροντα. Τό ὄνομα τοῦ Γέροντος ἦταν πάντοτε στήν καρδιά καί τά χείλη τοῦ π. Νικοδήμου καί τό θέλημα τοῦ Γέροντος ἀπαρέγκλιτος κανών γιά τήν ζωή του. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Χριστέ μου, θέλω νά σέ ἀπολαύσω. Ὅμως δέν θέλω νά σέ ἀπολαύσω ἄμεσα, ἐπειδή δέν εἶμαι ἄξιος γι' αὐτό, ἀλλά μέσω τοῦ Γέροντός μου. Βλέποντας τόν Γέροντα, θέλω νά βλέπω Ἐσένα. Ἀκούοντας τήν φωνή τοῦ Γέροντος, θέλω νά ἀκούω τήν δική Σου φωνή. Τό θέλημα τοῦ Γέροντος νά εἶναι γιά μένα τό θέλημά Σου»...
Εἶχε ἀπόλυτη ἐφαρμογή γιά τόν π. Νικόδημο αὐτό πού ἀναφέρει ο ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν λόγο του «περί ὑπακοῆς», ὅπου περιγράφει τήν θαυμαστή ζωή τῶν μοναχῶν ἑνός κοινοβίου: «Ἐσωτερικά, στά βάθη τῆς ψυχῆς τους ἀνέπνεαν σάν ἄκακα νήπια τόν Θεόν καί τόν Γέροντα». Η ὑπακοή τοῦ π. Νικοδήμου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν μαρτυρική. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν ἕνα ἀτελείωτο μαρτύριο, τό ὁποῖο ὅμως ὑπέμεινε ἀγόγγυστα, μέ χαρά καί αἰσιοδοξία ἀξιοθαύμαστη, δοξάζοντας τόν Θεό. Γι' αὐτό καί πῆρε πολλή Χάρη ἀπό τόν Θεό.
Ἡ σχέσις τοῦ π. Νικόδημου μέ τόν Χριστό καί τήν ἁγία Του Ἐκκλησία δέν ἦταν συμφεροντολογική. Δέν διάλεξε τόν Χριστό, γιά νά πέραση καλά στήν παροῦσα ζωή. Ἀγάπησε τήν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γί αὐτό καί ἀξιώθηκε καί τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἀποδέχθηκε ὁλοκαρδίως τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Εἰ τίς θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάτθ. ιστ' 24). Γι' αὐτό καί ἔλαβε τήν παρά τοῦ Θεοῦ ἐνίσχυση στά μακρά καί ἐπίπονα ἀγωνίσματα τῆς ὑπομονῆς: «Ἐν τῷ κοσμῶ θλίψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ' 33).
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἔχουν ἀνεπιφύλακτη πίστη καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἔτσι και ο π. Νικόδημος. Ἡ ἀδιάκριτος ὑπακοή του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τοῦ τό ἐξέφραζε ο Γέροντάς του, πού γιά τόν π. Νικόδημο ἦταν ἕνα συνεχές πέρασμα μέσα ἀπό τόν πόνο καί τό μαρτύριο, αὐτό ἀπέδειξε. Τήν ἀμετακίνητη ἐμπιστοσύνη του καί πίστη του στόν Θεό καί στόν Γέροντά του, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου, ὅπως προείπαμε, ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ὅπως γνώρισμα τῶν ἁγίων Ἀγγέλων εἶναι η τελεία καθαρότης, ἡ παρθενία και ἡ ἁγιότης, ἔτσι καί ὁ π. Νικόδημος, ἄν καί ἀναγκάσθηκε νά ζήση μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τοῦ ἐν μέσω τοῦ κόσμου, διατήρησε τό σῶμα καί τήν ψυχή του καθαρά καί παρθένα ἕως καί ψιλοῦ λογισμοῦ, κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «ἀκριβής παρθενία η πρός πάσαν κακίαν ἀσυνδύαστος γνώμη» (Εἰς τόν Εὐαγγελιστήν Ἰωάννη ν, 3). Γι` αὐτό καί ἐξομολογεῖτο συνεχῶς, ἀκόμη καί τόν παραμικρό λογισμό πού πήγαινε νά τόν χωρίσει ἀπό τόν Θεό, τόν Γέροντα ἤ τούς ἀδελφούς του. Η συνείδησίς του ἦταν λεπτότατη. Ἀμέσως συνελάμβανε κάθε τί τό ἀντίθεο, τό ὁποῖο ἀμέσως ἐξομολογεῖτο.
Ὅπως οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι εἶναι «λειτουργικά πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α' 14), ἔτσι και ο π. Νικόδημος κατεφλέγετο ἀπό ἀνείκαστο πόθο νά εὐεργετῆ τούς ἄλλους καί νά κερδίζη ψυχές πρός σωτηρίαν. Ἔλεγε: «Χριστέ μου, θέλω μέ ὅτι συμβαίνει στήν ζωή μου νά δοξάζεται τό Πανάγιό Σου Ὄνομα, νά ὠφελοῦνται οἱ ἀδελφοί μου καί ἐγώ νά σώζωμαι».
Γιά τόν π. Νικόδημο ο ἑαυτός του ἦταν πάντοτε σέ δεύτερη μοίρα. Πρῶτα ἔπρεπε νά ἀναπαυθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἀναφέρουμε στό σημεῖο αὐτό τήν μεγάλη ἀγάπη μέ τήν ὁποία διακόνησε τούς ἀδελφούς του, μοναχούς καί λαϊκούς, ὅσο καιρό ἦταν στό μοναστήρι, τακτοποιώντας μέ ὑπερβολική σχολαστικότητα τά τοῦ διακονήματός του, στό ὁποῖο παρέμενε ἀτελείωτες ὧρες, καί ὑπηρετώντας ὅλους μέ αὐτοθυσία, εἴτε ὡς παραηγουμενιάρης εἴτε ὡς ἀρχοντάρης εἴτε ὡς γηροκόμος εἴτε ὡς διακονητής ὁποιουδήποτε ἄλλου διακονήματος. Τίποτε δέν κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Χαρά του ἦταν νά χαίρωνται καί νά ὠφελοῦνται οἱ ἄλλοι. Ἀπό τά χέρια του πέρασαν πολλά ὑλικά ἀντικείμενα καί χρήματα, γιατί οἱ ἄνθρωποι τόν ἀγαποῦσαν καί τοῦ τά ἐμπιστεύονταν. Ὅμως ὅλα τά χρησιμοποιοῦσε γιά νά δίνη χαρά στούς ἄλλους. «Γιά νά χαροῦν», ὅπως πολύ χαρακτηριστικά ἔλεγε: «Ἔδωσα στόν τάδε τό τάδε ἀντικείμενο γιά νά χαρῆ» ἤ «τοῦ ἔψαλα τό τάδε τροπάριο γιά νά χαρῆ».
Ὅμως ἐκεῖ πού δαπάνησε ἁπλόχερα τόν ἑαυτό του ἦταν στό νά παρηγορῆ ἀτελείωτες ὧρες τούς ἀπελπισμένους, νά χαροποιεῖ τους λυπημένους, νά γλυτώνει ἀπό τά νύχια τοῦ νοητοῦ δράκοντος τούς πλανεμένους, νά ὁδηγεῖ στήν πνευματική ζωή τούς ἀπομακρυσμένους ἀπό τόν Χριστό καί τήν σωτηρία, νά εἰρηνεύει τούς ταραγμένους καί νά προσπαθεῖ νά λυτρώνει ἀπό τήν σύγχυση τῶν λογισμῶν καί τῶν παθῶν τούς συγχυσμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Η μεγάλη κοσμοσυρροή κατά τήν νεκρώσιμη ἀκολουθία, πού τελέσθηκε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τόν Πειραιά, καθώς καί οἱ αὐθόρμητες ἐκδηλώσεις ἀκόμη καί ἀγνώστων ἀνθρώπων πού ἔτυχε νά γευθοῦν τά γλυκύτατα καί παρηγορητικά του λόγια, ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς μεγάλης ἀγάπης πού ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος, ἔτρεφε πρός τόν π. Νικόδημο, χάριν τῆς ἰδικῆς του ἀγάπης καί οὐσιαστικῆς προσφορᾶς του πρός αὐτόν.
Τί νά ποῦμε γιά τήν θεομίμητη ταπείνωσή του; Ἦταν ἀπό τούς ἀρχαιότερους μονάχους της Μονῆς μας. Ἦταν καθαρότατος ψυχή καί σώματι καί ὑπεράξιος γιά τήν ἱεροσύνη. Ο πόθος του γιά τόν Θεό ἀνείκαστος καί γιά τήν ἁγία ἱεροσύνη ἀνείπωτος. Γι` αὐτό ἐξ ἀλλοῦ τελείωσε καί τήν Ριζάρειο ἐκκλησιαστική σχολή. Ὅμως ὄταν ο Γέροντας τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι δέν θά τόν προωθήση στήν ἱεροσύνη, ἀποδέχθηκε ἀναντίρρητα τήν ἀπόφασή του αὐτή. Ἤρχοντο νεώτεροί του στήν Μονή καί ἐγίνοντο ἱερεῖς. Και ο π. Νικόδημος οὔτε ζήλευε, οὔτε φθονοῦσε γι' αὐτό. Ἀπεναντίας ἐχαίρετο μέ τούς νέους ἱερεῖς καί ἐξέφραζε τόν πόθο του πρός τήν ἁγία ἱεροσύνη μέ τήν βαθειά τιμή καί τόν σεβασμό πού ἀπέδιδε σέ αὐτούς. Μᾶς ἔλεγε τελευταῖα ο σεβαστός Γέροντάς μας: «Ἀναρωτιόμουν πώς ο π. Νικόδημος διατηροῦσε ἀδιάλειπτα τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ μέσα του». Καί βρῆκα τήν ἀπάντηση: «Διότι εἶχε πάντοτε βαθειά ταπείνωση».
Οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ὡς ἀσώματοι δέν ἔχουν ἀνάγκη πραγμάτων καί ὑπαρχόντων, ἀλλά καί ὁ π. Νικόδημος δέν θησαύρισε ποτέ θησαυρούς ἐπί τῆς γής, «ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Μάτθ. στ' 19), ἀλλά «ἐν οὐρανῶ», διαμοιράζοντας, ὅπως προείπαμε, ὅλα ὅσα περνοῦσαν ἀπό τά χέρια του στούς ἄλλους.
Ο π. Νικόδημος -κατά κόσμον Ἰωάννης Κάντζας-γεννήθηκε στόν Πειραιά ἀπό ἁπλούς, εὐλαβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς, τόν Χρῆστο καί τήν Χρυσούλα, τό 1955. Εἶχε ἀκόμη ἕνα ἀδελφό, νεώτερο, τόν Παρασκευά, ὁ ὁποῖος κρίμασιν οἶς οἶδε Κύριος ἐφονεύθη σέ τροχαῖο δυστύχημα παραμονές τοῦ γάμου του σέ ἡλικία μόλις 25 ἐτῶν.
Ὁ π. Νικόδημος ἀπό πολύ μικρή ἡλικία πόθησε τήν ἀγγελική ζωή τῶν μοναχῶν. Ἦταν ἐκ κοιλίας μητρός ἀφορισμένος γιά νά ἀφιερωθεῖ στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Γνώρισε τόν σεβαστό Γέροντά μας στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Γεωργίου Ἅρμα Χαλκίδος τό 1972, ὄταν ο Γέροντας ἦταν ἡγούμενος σ' αὐτήν. Ἀπό νεαρῆς ἡλικίας διεκρίνετο γιά τήν εὐλάβειά του, τόν Θεῖο του ἔρωτα, τήν ἁγνότητά του, τήν σοβαρότητά του, τήν πίστη του στόν Θεό, τήν δοξολογική του στάση ἀπέναντί Του, τήν ταπείνωσή του, τήν ὑπομονή του στίς θλίψεις, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του πρός ὅλους.
Εὐρισκόμενος ἤδη στήν ἐπιθανάτιο κλίνη ἐκμυστηρεύθηκε σέ κάποιο ἀδελφό: «Ἀπό μικρό παιδί πολύ ἀγάπησα τόν Θεό. Ζήλευα τούς ἁγίους Μάρτυρας καί τούς παρακαλοῦσα: "Ἅγιοι Μάρτυρες, σᾶς παρακαλῶ, δῶστε μου μία σταγονίτσα ἀπό τήν ἀγάπη σας πρός τόν Χριστό"». Καί συνέχισε: «Ἀδελφέ μου, εἰλικρινά σου λέω. Αὐτό πού τότε ζητοῦσα, τώρα τό γεύομαι». Καί μετά ἀπό λίγο πρόσθεσε: «Δέν μποροῦσα νά καταλάβω τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου "ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός". Εἰλικρινά σου λέγω, ἀδελφέ μου, τώρα τόν ζῶ». Ἔλεγε τά λόγια αὐτά λίγο πρίν τήν κοίμησή του, ἐνῶ ἔφερε στό σῶμα του τά στίγματα τῶν παθημάτων πού ὑπέμεινε ἀπό ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τόν πλησίον. Θά μπορούσαμε νά διαβεβαιώσουμε ὀτι ό π. Νικόδημος ξεπλήρωσε μέ κάθε δυνατή τελειότητα τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καί ἐξ ὅλης της ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης της διανοίας σου καί ἐξ ὅλης της ἰσχύος σου... καί τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Μάρκ. Ἰβ' 30-31). Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξο πού ἀξιώθηκε νά λάβη μικρή γεύση ἀπό αὐτά πού οἱ Ἅγιοι ἔζησαν, ἐφ' ὅσον και ο π. Νικόδημος ἀκολούθησε τό παράδειγμα των.
Τόν ἐνθυμεῖται ὁ Γέροντάς μας, ὅταν τόν πρωτογνώρισε στόν Ἅγιο Γεώργιο τῆς Χαλκίδος, ὡς ἕνα εὐλαβέστατο νέο, πού στέκεται πλησίον κάποιου κίονος τοῦ ναοῦ, ὅλον στραμμένο στόν ἑαυτό του καί προσευχόμενο μετά δακρύων καί κατανύξεως, πού προεδήλωνε ἔτσι πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῶν μοναχικῶν ἀγωνισμάτων του τήν μετέπειτα θαυμαστή βιωτή του.
Ὅταν συνέβη τό θλιβερό γεγονός τοῦ τραγικοῦ θανάτου τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁ π. Νικόδημος ἦταν ἤδη μοναχός στό Ἅγιον Ὅρος. Πληροφορήθηκε τό λυπηρό ἄκουσμα μέ πολλή ἠρεμία. Πόνεσε βαθύτατα μέν ἀλλά δέν ἄφησε τόν ἑαυτό του νά σκεφτεῖ, νά εἰπεῖ ἤ νά πράξη κάτι ἀνάρμοστο. Ἔφυγε ἐσπευσμένα ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος γιά νά παρευρέθη στήν κηδεία. Κατά τήν διάρκεια τῆς νεκρώσιμου Ἀκολουθίας στέκεται πλησίον του νεκροῦ, σύννους, ἐκστατικός καί μετά δακρύων. Ὅταν ἀργότερα ἐρωτήθηκε τί σκέπτεται τήν ὥρα ἐκείνη, αὐτός ἀπήντησε: «Μελετοῦσα καί θαύμαζα τά μεγαλεία τοῦ Θεοῦ». Ἰδού τεκμήριο ψυχῆς θεοφιλοῦς, πού ζῆ καί ἀναπνέει μόνο γιά τόν Θεό καί τήν δόξα Του! Εὐρισκόμενος πρό τοῦ κεκοιμημένου φίλτατου ἀδελφοῦ του δέν λυγίζεται ἀπό τά βλεπόμενα λυπηρά, ἀλλά κινεῖτο πρός δοξολογία τοῦ Θεοῦ γιά τά μή βλεπόμενα ἀγαθά τῆς βασιλείας Του, στά ὁποῖα μετέβαινε ὁ ἀδελφός του.
Ὅμως ὁ ἀπροσδόκητος θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ του βύθισε σέ ἀνέκφραστο πένθος τήν οἰκογένειά του. Ο πατέρας του, μή ὑποφέροντας τό τραγικό γεγονός, πολύ σύντομα ἐγκατέλειψε τήν παροῦσα ζωή προσβεβλημένος ἀπό βαρεία καί ἀνίατο νόσο.
Ὄταν ἡ συνοδεία τοῦ Γέροντος μεταφυτεύθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Γεώργιο Ἅρμα Χαλκίδος στό Ἅγιον Ὅρος, τό καλοκαίρι τοῦ 1974, ὡς ἕνας ἐξ αὐτῶν και ὁ π. Νικόδημος εὑρέθη στό Ἅγιον Ὅρος. Πιστός τηρητής τῶν ἐπιταγῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων σκέφθηκε ὅτι δέν θά μποροῦσε νά ξαναβγεῖ ἀπό τό Ἅγιον Ὅρος. Γι' αὐτό καί δέν κατανοοῦσε πῶς θά ἦταν δυνατόν νά βοηθῆ τούς ἄλλους, μέ ἔργα καί λόγους, πόθος πού ὅπως προείπαμε κατέφλεγε ἀπό μικρας ἡλικίας τήν ψυχή του. Ὄμως ο Ἅγιος Θεός δέν ἄφησε ἀνεκπλήρωτη οὔτε τήν ἐπιθυμία του αὐτή.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ ἀδελφοῦ του καί τοῦ πατέρα του ἔμεινε μόνη καί ἀπροστάτευτη ἀνθρωπίνως η μητέρα του, κ. Χρυσούλα, καί μάλιστα μέ πολλά καί σοβαρά προβλήματα ὑγείας, χωρίς κάποιον συγγενῆ πού θά μποροῦσε νά τήν φροντίζει. Ο σεβαστός Γέροντάς μας, πού ἀγαπᾶ ὄχι μόνον τά πνευματικά του τέκνα ἀλλά καί τούς γονεῖς των, πού τά προσέφεραν στόν Χριστό καί τήν Παναγία, φροντίζοντας καί γιά τήν κ. Χρυσούλα, ἀπέστειλε τόν π. Νικόδημο στήν πατρίδα του, τόν Πειραιά, γιά νά τῆς συμπαρασταθεῖ. Βέβαια ο συμφυρμός τοῦ μονάχου μέ τόν κόσμο, καί μάλιστα γιά μακρό χρονικό διάστημα, εἶναι πράγμα πολύ ἐπικίνδυνο. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ π. Νικοδήμου ο Γέροντάς μας δέν δίστασε νά τόν στείλει ἐν μέσῳ τῶν θορύβων τοῦ κόσμου, ἐμπιστευόμενος βέβαια στήν πανσθενουργό θεία Χάρι ἀλλά καί στήν ὑψηλή πνευματική κατάστασι τοῦ π. Νικόδημου, ἡ ὁποία ἦταν θεμελιωμένη στήν ἀκράδαντη βάσι τῆς πίστεως στόν Θεό καί τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Γέροντα, Καί δέν ἀστόχησε στήν ἀπόφασή του αὐτή. Συγχρόνως ὅμως και ὁ π. Νικόδημος ἔβλεπε πίσω ἀπό τήν ἀπόφαση αὐτή τοῦ Γέροντος τό σχέδιο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τήν θεία νεύσι στήν θεοφιλῆ ἐπιθυμία του νά συμπαρίσταται στούς χειμαζομένους ἀδελφούς του ἐκ τοῦ κόσμου, τούς καταπονούμενους ἀπό τούς ποικίλους πειρασμούς καί τά βάσανα.
Ἐπί μία δεκαετία -μέχρι τήν κοίμησή της- παρέμεινε ο π. Νικόδημος κοντά στήν μητέρα του, ὑπηρετώντας την μέ αὐτοθυσία καί αὐταπάρνηση καί ἔχοντας συνείδηση ὄτι ἡ ὑπακοή του αὐτή εἶναι ἡ λογική συνέχεια τῆς ὑπακοῆς του στόν Γέροντά του καί τήν ἀδελφότητά του, συμφώνως πρός τίς μοναχικές του ὑποσχέσεις κατά τήν Ἀκολουθία τῆς κουρᾶς τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος. Διότι δέν ἐξῆλθε αὐτεξουσίως στόν κόσμο ἀλλ' ἐξ ὑπακοῆς.
Καί πράγματι, ὁ π. Νικόδημος ἔζησε μέ κάθε ἀκρίβεια, πληρότητα καί τελειότητα τήν μοναχική ζωή ἐν μέσῳ Πειραιεῖ. Ξεπέρασε ὅλους ἐμᾶς, πού κατά τό διάστημα αὐτό δέν ἀπομακρυνθήκαμε καθόλου ἀπό τήν Μονή μας. Ἔκανε πολύ καθαρότερη καί ἀκριβέστερη ὑπακοή ἀπό ἐμᾶς, πού ἤμασταν συνεχῶς κάτω ἀπό τήν σκέπη τοῦ Γέροντος. Ο π. Νικόδημος, συμφώνως καί πρός τήν μαρτυρία πολλῶν, λαϊκῶν καί μοναχῶν, ἀνέπνεε, ζοῦσε καί ἐνεργοῦσε κάθε τί ἔχοντας συνεχῶς τό ὄνομα καί τίς ἐντολές τοῦ Γέροντος στό στόμα καί τήν καρδιά του. Γί αὐτό καί εὐλογήθηκε πολύ ἀπό τόν Θεό. Διατήρησε καθαρότητα ψυχῆς πολύ ἀνώτερη ἀπό ὅλους ἐμᾶς, πού δέν ἀντικρίσαμε κάτι ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου εὑρισκόμενοι διαρκῶς μέσα στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Καί ἀξιώθηκε πολλῶν χαρισμάτων ἀπό τόν Θεό, τῆς ὑπομονῆς, τῆς καρδιακῆς χαρᾶς, τῆς ἀτελευτήτου δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ παρηγορητικοῦ λόγου πρός τούς τεθλιμμένους, τῆς ἀγάπης πρός ὅλους, λόγω τῆς καθαρότητάς του αὐτῆς, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «μακάριοι οἱ καθαροί τή καρδία, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Μάτθ. ἐ' 8). Αὐτά εἶναι τά θαυμαστά ἔργα πού ἐπιτελεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅταν βρεῖ ἀνθρώπους ἄξιους Ἑαυτοῦ καί δεκτικούς τῶν Θείων ἐπιλάμψεων.
Ὅσο καιρό παρέμεινε στόν Πειραιά, δέν ἔπαυσε νά εὐεργετῆ τόν λαό τοῦ Θεοῦ μέ τό παράδειγμά του, τά ἔργα του καί τούς λόγους του. Τά λόγια του ἦταν πάντοτε θεοφιλῆ. Ποτέ δέν ἀργολογοῦσε οὔτε ἀστειευόταν. Μιλοῦσε ἀτελείωτες ὧρες, εἴτε διά ζώσης εἴτε τηλεφωνικά, χωρίς ὅμως ποτέ νά ἐκστομίζει πράγματα μάταια ἤ ψυχοβλαβῆ. Μοναδικός σκοπός του ἦταν παντοτε ἡ ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Ἀγαποῦσε ὅλους ὡς γνησίους ἀδελφούς του. Μέχρι τά τελευταία του, ἄν και η δύσπνοια τόν δυσκόλευε νά ὁμιλεῖ ἐλεύθερα, δέν σταμάτησε νά διδάσκει, νά παρηγορεῖ καί νά ἐνισχύει τούς ἄλλους.
Δέν ὑστέρησε ὅμως καθόλου καί στήν ἔμπρακτη ἐλεημοσύνη αὐτῶν πού εἶχαν ἀνάγκη. Θά μπορούσαμε ἀνεπιφύλακτα νά ἐπαναλάβουμε καί γιά τόν π. Νικόδημο τόν ψαλμικό λόγο: «σκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησιν ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰώνα τοῦ αἰῶνος» (Ψάλμ. ρια' 9). Πέρασαν ἀπό τά χέρια του πολλά πράγματα ἀξίας ἀλλά καί χρήματα πού τοῦ ἐμπιστεύονταν εὐλαβεῖς Χριστιανοί. Τήν ἴδια στιγμή ὅμως τά χάριζε ἁπλόχερα σέ ὅσους ἡ ἀγαπώσα καρδία του ἔκρινε ὅτι τά εἶχαν ἀνάγκη.
Ὅταν μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας τοῦ εὑρέθη καί πάλι γιά λίγο στό Μοναστήρι μας, συμπεριφερόταν σάν νά μή εἶχε λείψει καθόλου ἀπό τήν Μονή, ἀποδεικνύοντας ἔτσι ὅτι οὐδέποτε ἀπομακρύνθηκε ἀπό Αὐτήν νοερά καί καρδιακά.
Ἡ μακρά ἐνασχόλησής του μέ τά προβλήματα τῆς ὑγείας τῆς μητέρας του δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἀσχοληθεῖ μέ κάποια προβλήματα τῆς δικῆς του ὑγείας, τῶν ὁποίων ἡ σοβαρότης ἀπό λάθος ἐκτίμηση τῶν ἰατρῶν δέν εἶχε γίνει ἀντιληπτή. Ὅταν ὅμως μετά τήν κοίμηση τῆς μητέρας του θέλησε νά ἀσχοληθεῖ πιό προσεκτικά μέ αὐτά, διεγνώσθη βαρεία καρδιακή ἀνεπάρκεια τελικοῦ σταδίου. Ἀνθρωπίνως ἡ μόνη δυνατή θεραπεία πού ὑπῆρχε ἦταν ἡ μεταμόσχευσις καρδίας. Ὅμως παρά τίς ἐπανειλημμένες προτάσεις τῶν ἰατρῶν μέχρι καί τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, δέν δέχθηκε νά μεταμοσχευθεῖ. Ἀγαποῦσε καί ἐχαίρετο τήν ζωή. Μέ πολύ μεγάλη σχολαστικότητα τηροῦσε τίς ὁδηγίες τῶν ἰατρῶν, θεωρώντας τήν ἀμέλεια ὡς ἐφάμαρτη κατά τόν ἀποστολικό λόγο: «οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἔστε καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμίν; Εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τούτον ο Θεός» (Α' Κόρ. γ' 16). Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «θέλω νά ζήσω. Βάλτε μου τήν τεχνητή καρδιά ἤ ὅτι ἄλλο τεχνικό μέσο διαθέτει η ἐπιστήμη. Ὅμως ποτέ δέν πρόκειται νά δεχθῶ μία καρδιά πού θά προέρχεται ἀπό ἕνα "ἐγκεφαλικά νεκρό", ὁ ὁποῖος γιά μένα δέν εἶναι νεκρός ἀλλά ζῶν καί βαρύτατα πάσχων ἀσθενής». Τήν πεποίθησή του αὐτή, τήν ὁποία πολλές φορές εἶχε ὑπερασπιστεῖ στό παρελθόν, πρίν ἀκόμη ἐμφανιστεῖ τό πρόβλημα τῆς ὑγείας του, ὑπεστήριξε καί τώρα μέ ἀπόλυτη εἰρήνη καί σταθερότητα ἀλλά καί μέ τό παράδειγμά του.
Ο π. Νικόδημος αἰσθανόταν τό «Ὠνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο» σάν «δεύτερο μοναστήρι του», ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε. Ἀγαποῦσε ὅλους τους ἐργαζομένους στό Ἵδρυμα, ἰατρούς, νοσηλευτικό καί ὑπηρετικό προσωπικό, ἀλλά καί πολύ ἠγαπᾶτο ἀπό αὐτούς. Βοηθήθηκε πολύ ἀπό ὅλους, καί μάλιστα ἀπό τόν κ. Γ. Α., πού τόν θεωροῦσε κατ' ἐξοχήν ἰατρό του, ἄριστο ἐπιστήμονα, ἀνιδιοτελῆ, γεμάτο ἀπό ἀγάπη γιά ὅλους τους ἀσθενεῖς του καί ὅλως ἰδιαιτέρως γιά τόν π. Νικόδημο. Ο συγκεκριμένος ἰατρός ἀγωνίσθηκε μέ ὅλες τίς δυνάμεις του νά παρατείνει τήν ζωή τοῦ π. Νικόδημου, ἐλπίζοντας καί σέ κάποιο νεώτερο ἐπίτευγμα τῆς ἐπιστήμης, «προκειμένου νά συνέχιση τήν ὑψηλή ἀποστολή του», ὅπως ἔλεγε, ἐπειδή ἔβλεπε τήν μεγάλη βοήθεια πού ἐλάμβαναν ὅσοι τόν πλησίαζαν. Παρετάθη μάλιστα ἤ ζωή τοῦ π. Νικόδημου μέ τήν Θεία βοήθεια καί χάρις στίς προσπάθειες τῶν ἰατρῶν πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο προέβλεπαν τά κατά καιρούς δημοσιευόμενα στά ἐπιστημονικά περιοδικά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης.
Ὅμως καί ὁ π. Νικόδημος παραμένοντας στό «Ὠνάσειο» βοήθησε πολύ μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τούς ἀσθενεῖς καί τούς συνοδούς των καί τό νοσηλευτικό προσωπικό του. Ἡ ὑπερβάλλουσα ἀγάπη τοῦ π. Νικόδημου γιά τόν Θεό ξεχείλιζε ὡς ποταμός μέ γλυκύρροα νάματα καί ἀγκαλίαζε κάθε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού τόν πλησίαζε. Δέν ὑπῆρχε ψυχή πονεμένη, λυπημένη, ταραγμένη, συγχυσμένη, πού νά ἔφυγε ἀπό κοντά του χωρίς νά λαβή βάλσαμο, παρηγοριά καί ἀνάπαυση. Ἦταν πολύ συνηθισμένη στά χείλη του ἡ φράσις: «Νά χαίρεσαι! Νά χαίρεσαι!» πού ἀπηύθυνε πρός ὅλους. Ἀναφέρουμε σάν παράδειγμα τήν περίπτωση μίας εὐλαβοῦς νοσηλεύτριας, πού κάποια Μ. Παρασκευή ἦταν ὑποχρεωμένη νά μείνει στό Νοσοκομεῖο λόγω ὑπηρεσίας. Ἦταν πολύ λυπημένη πού δέν θά μποροῦσε νά ἐκκλησιασθεῖ. Ο π. Νικόδημος, νοσηλευόμενος τότε καί αὐτός, κατόρθωσε μέ τούς θεοπρεπεῖς του λόγους νά τήν ἐνίσχυση καί νά τήν χαροποίηση, τονίζοντας της τήν ἀλήθεια ὄτι ο Χριστός ἦταν γι` αὐτήν πολύ περισσότερο ἐκεῖ στό Νοσοκομεῖο, στά πρόσωπα τῶν ἀσθενῶν πού ὑπηρετοῦσε, ἀπό ὅτι ἦταν στήν Ἐκκλησία.
Τό ἔργο του αὐτό δέν τό σταμάτησε μέχρι τό τέλος. Ο ἴδιος πέθαινε, ἐφ' ὅσον δέν ἐδέχετο τήν μεταμόσχευση, καί ζωοποιοῦσε τούς ἄλλους. Ἄν καί εὑρισκετο στήν κλίνη τῆς ἀσθενείας, δέν ἔπαυε νά δίνη χαρά καί ἀνακούφιση στούς γύρω του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἠ οὐσιαστική συμπαράστασή του μέ εὐλογίες τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν καί μέ οἰκονομίες του στόν ἀγαπητό ἀδελφό Ἰωάννη, εὐλογημένο λαϊκό ἀδελφό, πού μέ αὐτοθυσία τοῦ συμπαραστάθηκε σέ ὅλες τίς δύσκολες ὧρες του μέχρι τέλους.
Ἡ ασθένεια τοῦ π. Νικόδημου ἦταν πολύ βασανιστική, λόγω τῆς μεγάλης δύσπνοιας ἀκόμη καί ἐν ἡρεμίᾳ, πού δέν τοῦ ἐπέτρεπε οὔτε καί τόν ὕπνο. Παρά τήν ταλαιπωρία, τίς ἀϋπνίες καί τήν σαφῆ γνῶσι ὅτι ὁ θάνατος πλησιάζει, βασίλευε μονίμως στήν ψυχή του ἡ θεϊκή χαρά, τῆς ὁποίας ἔκανε κοινωνούς ὅλους ὅσους τόν προσέγγιζαν. Τόν τελευταῖο καιρό τραγουδοῦσε πολύ συχνά μέ πολλή χάρι ἕνα τραγουδάκι, ἐκφραστικό τῶν βιωμάτων του: «Ὄμορφη μικρή βαρκούλα, γιά ποῦ ἔβαλες πανί, ἔχει θάλασσα κι ἀγέρα, δέν φοβᾶσαι μοναχή; Μή μέ βλέπετε μικρούλα κι ἀραγμένη στό γιαλό, τ' ὄνομά μου εἶναι πίστις καί τά κύματα ἀψηφῶ...». "Ὁμιλώντας τηλεφωνικῶς μέ ἕνα ἀδελφό στήν Μονή, τοῦ ἔψαλε μέ τήν γλυκεία φωνή του τόν Ἀναστάσιμο Κανόνα, πανηγυρικά καί μεγαλόπρεπα: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί...». "Ἔψαλε ὅλη τήν α' ὠδή μαζί μέ τά τρία ἀκροτελεύτια «Χριστός Ἀνέστη» καί τό «Ἀναστάς ὀ Ἰησοῦς ἀπό τοῦ τάφου». Ἐάν ὀ ἀδελφός δέν τόν διέκοπτε, θά συνέχιζε καί τίς ὑπόλοιπες ὠδές τοῦ Κανόνος.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους κ. Ἀγαθόνικος εὑρέθη στό «Ὠνάσειο», γιά νά συμπαρασταθεῖ στήν ἐγχείρηση τῆς εὐλαβεστάτης ἀδελφῆς του, τότε πού καί ὁ π. Νικόδημος νοσηλεύεται ἐκεῖ. Ἡ συνάντησης τοῦ Σεβασμιωτάτου μέ τόν π. Νικόδημο ἦταν ἀφορμή μεγάλης χαρᾶς γιά τόν π. Νικόδημο ἀλλά καί γιά τόν ἅγιο Κίτρους. Ἐρχόταν καθημερινῶς γιά τήν ἀδελφή του, ἀλλά παρέμενε πολλή ὥρα στόν θάλαμο τοῦ π. Νικοδήμου ρουφώντας κυριολεκτικά τά λόγια του. Ἔβλεπε κανείς τότε ἕνα παράδοξο πράγμα: Ὁ Ἀρχιερεύς νά ἀκούει σιωπηλός ὁμιλοῦντα ἕναν ἁπλό μοναχό. Ἀπόδειξις τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀλλά καί τῆς χαριτωμένης ψυχῆς τοῦ π. Νικόδημου. Αὐτό βέβαια δέν εἶναι ἀφύσικο, ἐφ' ὅσον μόνον οἱ ἅγιοι καταλαβαίνουν τούς ἁγίους. Ἀργότερα ἔλεγε ὁ Ἀρχιερεύς πρός τούς παρευρισκομένους: «Τό πρόσωπό του -τοῦ π. Νικοδήμου- εἶναι σάν τοῦ Χριστούλη», μαρτυρία πού ἐπιβεβαίωναν καί πολλοί ἄλλοι.
Τόν π. Νικόδημο ἐπισκέφθηκε στό «Ὠνάσειο» καί ὁ ἐπίσκοπός της ἰδιαιτέρας του πατρίδος, ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ. Πολύ χάρηκε, ἐνισχύθηκε καί παρηγορήθηκε ἀπό τήν ἐπίσκεψι αὐτή. Συγχρόνως βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ἔκφραση τήν εὐγνωμοσύνη του στόν Σεβασμιώτατο γιά τό πολυσχιδές ποιμαντικό ἔργο του στήν Ἐπαρχία του καί νά τόν ἐνθαρρύνει στούς πεπαρρησιασμένους ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀγώνας του.
Ὅμως πολύ συντομα ο π. Νικόδημος καθηλώθηκε στήν ἐπιθανάτιο κλίνη μέ πολύ ἰσχυρούς πόνους καί βαρεία δύσπνοια. Ὅμως ἡ θεολόγος γλῶσσα του δέν ἔπαυε νά κελαηδῆ ὕμνους καί δοξολογίες στόν Θεό. Ἔλεγε μέ φωνή σβησμένη καί συνεχῶς διακοπτόμενη ἀπό τήν δύσπνοια: «Μέ ἐρωτοῦν: "Γιατί π. Νικόδημε ὅλες οἱ συμφορές σέ σένα; Θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ πατέρα, βαρεία ἀσθένεια τῆς μητέρας, ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ἀγαπημένη σου Μονή, βαρεία καί ἀνίατη ἀσθένεια;" Καί ἐγώ τούς ἀπαντῶ: "Γιατί πολύ μέ ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Καί ἐγώ πολύ" Τόν ἀγαπῶ. Πολύ Τόν ἀγαπῶ"» καί συνέχισε κλαίων μέ τά δάκρυα τοῦ Θείου ἔρωτος. Λίγο ἀργότερα πάλι ἔλεγε: «Μέσα ἀπό τόν βυθό τῆς πολυκύμαντης ζωῆς μου αἰσθάνομαι χαρά, εἰρήνη, δοξολογία, εὐχαριστία, εὐγνωμοσύνη, τόν Χριστό. Τώρα χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου». Αὐτά ἦταν καί τά τελευταία λόγια τοῦ π. Νικόδημου. Μετά ἀπό λίγο ἡ τρισευλογημένη καί χαριτωμένη καρδιά τοῦ π. Νικόδημου ἔπαυσε νά πάλλη.
Ὁ θάλαμος του γέμισε ἀπό τό προσωπικό του Νοσοκομείου. Ὅλοι ἔτρεξαν γιά νά διαδηλώσουν μέ τόν τρόπο τους τόν θαυμασμό καί τήν ἐκτίμησή τους πρός τόν ταπεινό μοναχό π. Νικόδημο, τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πού ἔθεσε ὡς στόχο τῆς ζωῆς του ὄχι τό ἴδιον ὄφελος ἀλλά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀνάπαυση τοῦ ἀδελφοῦ, τόν ἄνθρωπο πού παρά τίς μεγάλες δοκιμασίες του δέν ἔπαυσε οὐδέ ἐπί στιγμήν νά δοξολογεῖ τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο τῆς ἀκράδαντου πίστεως καί ἐλπίδος στόν Θεό, πού ἐστάλη ἀπό τόν Θεό κατά τίς πονηρές ἡμέρες μας γιά νά μᾶς δείξει μέ τό παράδειγμα του τήν ὁδό τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς σωτηρίας. Γι` αὐτό δέν εἶναι παράδοξο ὅ,τι ὁμολογήθηκε ἀπό τούς θεράποντές του, ὅτι «δέν πέρασε ἄλλος ἄρρωστος ἀπό τό Ὤνασειο σάν τόν Νικόδημο». Καί ὁ ἀγαπητός του ἰατρός, κ. Γ. Α., μετά τήν Ἀγρυπνία-κηδεία πού ἐτελέσθη στόν Ι. Ναό τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Πειραιᾶ ἐξέφρασε τήν θερμή ἐπιθυμία νά συγκεντρώνονται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ὅσοι γνώρισαν τόν π. Νικόδημο, γιά νά τόν θυμοῦνται καί νά ἀνανεώνουν μέσα τους ὅλα αὐτά πού ἔζησαν κοντά του. Ο ἴδιος σέ ἄλλη στιγμή εἶχε πεῖ: «Πολύ μοῦ μιλᾶ στήν καρδιά αὐτός ο ἄνθρωπος».
Μετά τήν νυκτερινή ἀκολουθία στόν Πειραιά τό σκήνωμα του μετεφέρθη στήν Ἱερά Μονή μας, ὅπου ἐπανελήφθη η νεκρώσιμος Ἀκολουθία.
Τό σκήνωμα τοῦ π. Νικόδημου ἐναπετέθη στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς προσδοκώντας «ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ἡ δέ ψυχή του χαίρεται καί ἀγάλλεται «ἐν χώρα ζώντων» καί «ἐν σκηναῖς δικαίων», ἔνθα καταλάμπει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο θερμῶς ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας ἀγάπησε.
Αἰωνία σου η μνήμη, ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε ἀδελφέ ἡμῶν π. Νικόδημε!
Ι. Δ. Γ.
ΠΗΓΗ:
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1368
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου