Ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ δέν πρέπει νά εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Αὐτή ἡ λατρευτική προσφορά τῆς ζωῆς μας πρός τόν Θεόν εἶναι τό κατ' ἐξοχήν, τό κύριο ἔργο μας ὡς ἀνθρώπων.
Μ' αὐτήν ἐκδηλώνουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας, τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο. Ἡ Θεία Λατρεία εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.
Τήν προσφέρουμε ὅλοι μαζί, ὅλος ὁ λαός πού εἶναι ἐνταγμένος στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι αὐτό ὅταν κάποιος ἀπουσιάζει ἀδικαιολόγητα ἀπό τήν Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι διασπᾶ αὐτή τήν καθολικότητα τῆς προσφορᾶς, αὐτή τήν ἑνότητα τοῦ Θεανθρώπινου Σώματος, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Κολοβώνει κατά κάποιον τρόπο τό σῶμα του Χριστοῦ, ἐπειδή Τοῦ ἀποστερεῖ ἕνα μέλος. (Ὁ καθένας μας πού εἶναι βεβαπτισμένος ὀρθόδοξα εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Θεία Λειτουργία, τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν θεοπαράδοτος τρόπος γιά νά ἐκφράσουμε τήν πρός τόν Θεό εὐχαριστία.
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς δίδαξε τήν Θεία Λετουργία. Ἄρχισε τήν διδασκαλία Του αὐτή ἀπό τό Μυστικό Δεῖπνο, καί τή συνέχισε κατά τή διάρκεια τῶν 40 ἡμερῶν μετά τήν Ἀνάστασή Του, ἕως τήν Ἀνάληψή Του. Αὐτές τίς σαράντα ἡμέρες ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν καί δίδασκε τά περί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς Ἀποστόλους[1]. Τούς δίδασκε δηλαδή τά περί τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μέ βάση αὐτήν τή διδασκαλία οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συνέθεσαν καί τελοῦσαν τήν Θεία Λειτουργία. Αὐτήν τήν θεοπαράδοτη Θεία Λειτουργία συνεχίζουμε νά τελοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ Λατρεία πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτη. «Ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ».
Ἡ εὐχαριστία πρός τόν Κύριο δέν σταματᾶ μέ τό τέλος τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς ἄλλης Εὐχαριστίας πρός τόν Θεό πού ἐκπληρώνεται διά τῶν ἔργων μας. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστία «διά μέσου τῶν ἔργων ἐκπληρώνεται ἀπό ἐμᾶς» διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος[2].
Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καθημερινά, εὐχαριστοῦμε πραγματικά τόν Θεό γιά ὅλα. Τότε εἶναι πού Τόν εὐχαριστοῦμε πραγματικά καί γιά τό ὑπέροχο δῶρο Του τήν Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἤ καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας.
«Ἄς εὐχαριστοῦμε διότι εἴμαστε ἀπό τούς σωζομένους, καί ἐνῶ δέν ἦταν δυνατόν νά σωθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, σωθήκαμε δωρεάν ἀπό τό Θεό ...
(Ἄς εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν) διότι ἄν καί ὑβρίσαμε τόν Βασιλέα (Χριστόν) ἀντί νά δικαστοῦμε τιμηθήκαμε· ἔπειτα (παρ’ ὅλο πού τιμηθήκαμε) πάλι ὑβρίσαμε, (ὁπότε) καί πιαστήκαμε ἔτσι σέ ἔσχατη μορφή ἀχαριστίας. (Ἐφ’ ὅσον συνέβησαν ἔτσι τά πράγματα) θά ἔπρεπε δίκαια νά τιμωρηθοῦμε μέ βαρύτερη καταδίκη, πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη. Διότι δέν μᾶς ἀπέδειξε τόσο ἀχάριστους ἡ πρώτη ὕβρις ὅσο αὐτή πού ἔγινε μετά τήν τιμή καί τήν πολλή περιποίηση (πού δεχθήκαμε ἀπό τόν Δεσπότη, μετά τήν πρώτη ὕβρη πού Τοῦ κάναμε). Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλαχτήκαμε, καί ἄς εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο μέ τό στόμα... Διότι πῶς δέν εἶναι ἄτοπο ὅταν οἱ μέν οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ἐσύ δέ, διά τόν ὁποῖον ἔγιναν οἱ οὐρανοί πού δοξάζουν, κάνεις τέτοια πράγματα ὥστε νά βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Θεός πού σέ ἔπλασε;».[3]
Θά πρέπει νά προσέχουμε ὥστε ὅλη μας ἡ ζωή νά εἶναι μία συνεχής Θεία Λειτουργία (Λειτουργία μετά τήν Λειτουργία). Δέν ὑπάρχουν ὧρες τοῦ Θεοῦ καί ὧρες πού μποροῦμε νά κάνουμε καί κάτι ἄλλο πού νά μήν ἀρέσει καί τόσο στό Θεό... Ὅπως στεκόμαστε μπροστά στόν Θεό, μέ σεβασμό, εὐλάβεια, ταπείνωση, σιωπή, μετάνοια, σεμνότητα, κοσμιότητα, ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ὅπως εἴμαστε «ἱματισμένοι καί σωφρονοῦντες» μέσα στόν ναό, ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε πάντα (ἔξω ἀπό τόν ναό, στό σπίτι μας, στήν ἐργασία μας κ.λ.π.).
Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας πρέπει νά ἐμπλουτίζεται καί νά ἁγιάζεται μέ τήν προσευχή, κάθε πράξη μας νά εἶναι γιά τόν Θεό (νά εἶναι μία πράξη ἀγάπης πρός τόν Θεό).
Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει:
«Γιά τήν προσευχή καὶ τὴν ψαλμωδία, ὅπως καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα, κάθε στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη· ὥστε (πρέπει) νὰ ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ ὅταν ἐργαζόμαστε, καθὼς κινοῦμε τὰ χέρια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ γλώσσα ὅποτε μποροῦμε. Αὐτὸ (τό νά ὑμνοῦμε μέ τήν γλῶσσα) εἶναι ἀκόμη πιὸ ἱκανὸ νὰ δυναμώσει τὴν πίστη μας. Ἂν ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχόμαστε δυνατά, τότε ἂς δοξάζουμε τὸν Θεὸ μέσα στὴ καρδιά μας, μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ὅπως λέει ἡ Γραφή.
Ἄς κάνουμε τὴν προσευχή μας τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόμαστε. Μποροῦμε δηλαδὴ νὰ εὐχαριστοῦμε Αὐτὸν, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας στὴν ἐργασία, καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ νοῦ στὴν ἐπιστήμη· Αὐτὸν ποὺ μᾶς χάρισε τὸ ὑλικὸ ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο φτιάχνουμε τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ δουλεύουμε στὶς τέχνες μας, ὅποιες κι ἂν εἶναι αὐτές.
(Ἐπίσης πρέπει) καί νὰ προσευχόμαστε ὥστε τὰ ἔργα τῶν χεριῶν μας νὰ μὴν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ μόνο τό νὰ εὐχαριστηθεῖ ὁ Θεός...
Δέν πρέπει μέ συλλαβές νά προσευχόμαστε ἀλλά μᾶλλον μέ τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς ...Ὃταν κάθεσαι στό τραπέζι νά προσεύχεσαι· ὃταν σοῦ προσφέρεται τό ψωμί, εὐχαρίστησε Αὐτόν πού στό ἒδωσε. Ἐνῶ στηρίζεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος μέ τό κρασί, νά θυμᾶσαι Αὐτόν πού σοῦ δίδει τό δῶρο γιά εὐφροσύνη τῆς καρδιᾶς καί παρηγοριά τῶν ἀσθενειῶν. Πέρασε ἡ ἀνάγκη τῶν φαγητῶν; Ἡ μνήμη ὃμως τοῦ Εὐεργέτου ἂς μήν φεύγει.
Ὃταν φορᾶς τόν χιτῶνα νά εὐχαριστεῖς Αὐτόν πού στόν ἒδωσε.
Ὅταν ντύνεσαι τό ἱμάτιο αὒξησε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος καί γιά τό χειμῶνα καί γιά τό καλοκαίρι μᾶς χάρισε κατάλληλα σκεπάσματα, πού μᾶς κρατᾶνε στή ζωή καί κρύβουν τήν ἀσχήμια.
Τελείωσε ἡ ἡμέρα; Εὐχαρίστησε Αὐτόν πού μᾶς χάρισε τόν ἣλιο ὡς ὑπηρέτη γιά τά ἒργα τῆς ἡμέρας, καί μᾶς ἒδωσε τήν φωτιά γιά νά φωτίζει τήν νύκτα καί νά ὑπηρετεῖ στίς ὑπολοιπες ἀνάγκες τῆς ζωῆς.
Ἡ νύχτα ἂς προξενήσει ἂλλες ἀφορμές προσευχῆς. Ὃταν ρίξεις τό βλέμμα σου στόν οὐρανό καί ἀτενίσεις τίς ὀμορφιές τῶν ἂστρων προσευχήσου στόν Δεσπότη αὐτῶν πού εἶναι ὁρατά καί προσκύνησε τόν ἀριστοτέχνη ὃλων Θεό, ὁ Ὁποῖος ὅλα τά ἐδημιούργησε μέ σοφία. Ὃταν δεῖς ὅλη τήν φύση τῶν ζώων νά ἒχει κυριευτεῖ ἀπό τόν ὓπνο, πάλι προσκύνησε Αὐτόν πού καί ἀκούσια μέσω τοῦ ὓπνου μᾶς γλυτώνει ἀπό τούς συνεχεῖς κόπους καί ἒπειτα ἀπό μικρή ἀνάπαυση μᾶς χαρίζει ἀκμαία δύναμη».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου