Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
* Ἀνύμφευτε Παρθένε, ἡ τόν Θεόν ἀφράστως
συλλαβοῦσα σαρκί,
Μήτηρ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σῶν οἰκετῶν
παρακλήσεις δέχου, Πανάμωμε, ἡ πᾶσι χορηγοῦσα
καθαρισμόν τῶν πταισμάτων·
νῦν τάς ἡμῶν ἱκεσίας προσδεχομένη,
δυσώπει σωθῆναι πάντας ἡμᾶς.
Δόξα τῷ Θεῷ! Δόξα τῷ Θεῷ! Δόξα τῷ Θεῷ!
Γιά ὅλα ὅσα βλέπω μέσα μου, γιά ὅλα ὅσα βλέπω σέ ὅλους, γιά ὅλα ὅσα βλέπω σέ ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!
Τί βλέπω μέσα μου; Βλέπω τήν ἁμαρτία, τήν Ἑδραιωμένη ἁμαρτία. Βλέπω τή συνεχή ἀθέτηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πλάστη καί Λυτρωτῆ μου. Ἀλλά καί ὁ Θεός βλέπει τό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μου. Φρίκη μοῦ προκαλοῦν μέ τήν ποσότητα καί τή βαρύτητά τους αὐτά τά ἁμαρτήματα, ὅταν τά ἀναλογιστῶ ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος ἀσήμαντος, μιά ὕπαρξη ἀδύναμη καί ἐφήμερη σάν τό χορτάρι καί τό ἀγριολούλουδο. Τί ἐντύπωση νά προκαλοῦν, ἄραγε, στόν μεγάλο, τόν πανάγιο, τόν ὑπερτέλειο Θεό;
Σέ δοξάζομεν, Κύριε, τόν ἑκουσίως δι᾿ ἡμᾶς
Σταυρόν ὑπομείναντα, καί σέ προσκυνοῦμεν,
παντοδύναμε Σωτήρ. Μή ἀπορρίψῃς ἡμᾶς
ἀπό τοῦ προσώποῦ Σου, ἀλλ᾿ ἐπάκουσον καί
σῶσον ἡμᾶς διά τῆς Ἀναστάσεώς σου, φιλάνθρωπε.
Μακρόθυμα
ἀντιμετωπίζει ὥς τώρα ὁ Θεός τίς πτώσεις μου! Δέν μέ παραδίνει στήν
ἀπώλεια, ὅπως μοῦ ἀξίζει! Ἡ γῆ δέν ἀνοίγει, γιά νά καταπιεῖ τόν
ἁμαρτωλό, πού ἄσκοπα τή βαραίνει! Ὁ οὐρανός δέν ρίχνει κεραυνό, γιά νά
κάψει τόν παραβάτη τῶν οὐράνιων ἐντολῶν! Τά ὁρμητικά ποτάμια δέν πέφτουν
ἐπάνω σ᾿ ἐκεῖνον πού ἁμάρτησε μπροστά σ᾿ ὅλη τήν κτίση, γιά νά τόν
πνίξουν καί νά τόν ἀφανίσουν σέ σκοτεινά βάραθρα! Ὁ ἅδης ἐμποδίζεται ἀπό
τόν Κύριο ν᾿ ἁρπάξει τό θύμα του, τό θύμα πού ἀναμφίβολα δικαιοῦται καί
δίκαια ἀπαιτεῖ!
Ἐπί τόν Κύριον ὁ ἐσχηκώς ἐλπίδα οὐ δείσει τότε,
ὅτε πυρί τά πάντα κρινεῖ καί κολάσει.
Μέ
εὐλάβεια καί φόβο στρέφω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου στόν Θεό, πού βλέπει τά
ἁμαρτήματά μου πιό καθαρά ἀπ᾿ ὅσο τά βλέπει ἡ συνείδησή μου. Ἡ θαυμαστή
μακροθυμία Του μέ γεμίζει ἔκπληξη καί ἀπορία. Εὐγνωμονῶ καί δοξαλογῶ
τήν ἀκατάληπτη ἀγαθότητά Του. Κάθε σκέψη χάνεται ἀπό μέσα μου. Ἡ
εὐγνωμοσύνη καί ἡ δοξολογία μέ κυριεύουν ὁλοκληρωτηκά, ἐπιβάλλοντας
εὐλαβική σιωπή στόν νοῦ καί τήν καρδιά μου. Τοῦτο μόνο σκέφτομαι, τοῦτο
μόνο αἰσθάνομαι, τοῦτο μόνο μπορῶ νά πῶ: “Δόξα τῷ Θεῷ!”.
Ὑπό τήν σήν, Δέσποινα, σκέπην πάντες οἱ γηγενεῖς
προσπεφευγότες, βοῶμέν σοι· Θεοτόκε, ἡ ἐλπίς ἡμῶν,
ρῦσαι ἡμᾶς ἐξ ἀμέτρων πταισμάτων
καί σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.
Πού
γυρίζεις ἀκόμα, λογισμέ μου; Κοίταξε ἀμετακίνητα τίς ἁμαρτίες μου καί
κίνησε μέσα μου τό πένθος γι᾿ αὐτές. Μοῦ χρειάζεται κάθαρση μέ πικρό
κλάμα, μοῦ χρειάζεται λούσιμο μέ ἀκατάπαυστα δάκρυα...
Ἐκέκραξά σοι, Κύριε, πρόσχες, κλῖνόν μοι τό οὕς σου
βοῶντι καί κάθαρον πρίν ἄρῃς με ἀπό τῶν ἐνθένδε.
Δέν
μέ ἀκούει ὁ λογισμός. Πετάει. Πετάει ἀσυγκράτητος. Φτάνει στά ἄκρα τ᾿
οὐρανοῦ! Τό πέταγμά του εἶναι γρήγορο σάν τή λάμψη τῆς ἀστραπῆς, πού
ἀγγίζει μέσα σέ μιά στιγμή τόν ὁρίζοντα ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη.
Ψάλμοῖς καί ὕνοις δοξολογοῦμεν, Χριστέ,
τήν ἐκ νεκρῶν σου Ἀνάστασιν,
δι᾿ ἥς ἡμᾶς ἠλευθέρωσας τῆς τυραννίδος τοῦ ᾅδου
καί ὡς Θεός ἐδωρήσω ζωήν αἰώνιον καί τό μέγα ἔλεος.
Καί
νά! Στάθηκε στά ὕψη τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Τό θέαμα ἀπό κεῖ εἶναι
μοναδικό –μιά ζωγραφιά ἀπέραντη καί ὑπέροχη. Μπροστά του ἔχει ὁ λογισμός
μου ὅλον τόν κόσμο, ὅλους τούς αἰῶνες, ἀπό τή δημιουργία ὥς τή
συντέλεια, ὅλα τά γεγονότα, τά περασμένα, τά τωρινά καί τά μελλοντικά.
Μπροστά του ἔχει καί τή ζωή κάθε ἀνθρώπου, μ᾿ ὅλες τίς ἰδιαιτερότητές
της. Πάνω ἀπό τούς καιρούς, πάνω ἀπό τά γεγονότα, πάνω ἀπό τούς
ἀνθρώπους βρίσκεται ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός τοῦ σύμπαντος καί ἄπειρος
Ἐξουσιαστής του, πού ὅλα τά βλέπει, ὅλα τά κατευθύνει, ὅλα τά ὁρίζει καί
γιά ὅλα προνοεῖ.
Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶς τις θεῖος βλέπει καί προλέγει,
τερατουργεῖ ὕψιστα, ἐν τρισίν ἕνα Θεόν μέλπων·
εἰ γάρ καί τριλαμπεῖ, μοναρχεῖ τό θεῖον.
Ὁ
Θεός ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά γίνει θεατής τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο
κυβερνᾶ τόν κόσμο. Οἱ αἰτίες, ὡστόσο, τῶν γεγονότων, οἱ ἀφετηρίες τῶν
θείων προσταγμάτων, εἶναι μόνο στόν Θεό γνωστές: «Ποιός γνώρισε τή σκέψη
τοῦ Κυρίου; Καί ποιός μπόρεσε νά γίνει σύμβουλός Του;»1.
Καί μόνο τό ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀντικρίσει τόν Θεό μέσα στίς
ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς πρόνοιάς Του γιά τήν κτίση Του, μέσα στά ἱστορικά
γεγονότα, μέσα στήν ἴδια του τή ζωή, ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτόν τό πιό πολύτιμο
ἀγαθό, ἀπό τό ὁποῖο ἀποκομίζει πλούσια ψυχική ὠφέλεια.
Δόξα σοι, Χριστέ Σωτήρ,
Υἱέ Θεοῦ μονογενές,
ὁ προσπαγείς ἐν τῷ Σταυρῷ
καί ἀναστάς ἐκ τάφου τριήμερος.
Ὑπερφυσική
δύναμη ἀποκτᾶ ἐκεῖνος πού βλέπει στήν κτίση τόν Κτίστη της, τόν
Δημιουργό καί Κύριο ὅλων τῶν ὄντων, ὁρατῶν καί ἀοράτων, καί πού,
βλέποντάς Τον, Τόν ἀναγνωρίζει ὡς παντοδύναμο Βασιλιά τοῦ σύμπαντος μέ
ἀπεριόριστη ἀξουσία πάνω σ᾿ αὐτό. Τίς τρίχες τῶν κεφαλιῶν μας, τίς τόσο
μηδαμινές γιά τήν περιορισμένη σκέψη μας, κι αὐτές τίς ἔχει μετρημένες,
κι αὐτές τίς ἐξουσιάζει ἡ ἄπειρη καί «πανταχοῦ παροῦσα» Σοφία2 . Ἄν οὔτε μιά τρίχα μας δέν μπορεῖ νά χαθεῖ δίχως τό δικό Τηςνεῦμα3,πολύ
περισσότερο τίποτε ἄλλο σημαντικότερο δέν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει στή ζωή
μας, ἄν δέν τό θέλήσει ἤ δέν τό παραχωρήσει Ἐκείνη. Γι᾿ αὐτό ὁ
χριστιανός, προσβλέποντας σταθερά στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ὅταν
βρίσκεται μέσα στίς πιό μεγάλες συμφορές, διατηρεῖ ἀδιάπτωτη ἀνδρεία καί
ἀπαρασάλευτη πίστη, λέγοντας μαζί μέ τόν ἅγιο προφήτη καί ψαλμωδό:
«Βλέπω τόν Κύριο παντοτινά μπροστά μου· στά δεξιά μου βρίσκετα, γιά νά
μήν κλονιστῶ»4. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου5. Δέν θά φοβηθῶ καμιά συμφορά, δέν θά παραδοθῶ στήν ἀκηδία, δέν θά βυθιστῶ στή βαθιά θάλασσα τῆς λύπης. Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!
Ἐκ νεότητός μου ὁ ἐχθρός μέ πειράζει,
ταῖς ἡδοναῖς φλέγει με·
ἐγώ δέ πεποιθώς ἐν σοί, Κύριε, τροποῦμαι τοῦτον.
Ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας τήν πρόνοιά Του, ὑποτάσσεται ἀπόλυτα στό
θέλημα Του. Καί νά πῶς παρηγορεῖ τήν πονεμένη καρδία του, ὅταν τόν
χτυποῦν ἀπό παντοῦ οἱ θλίψεις: “Ὄλα τά βλέπει ὁ Θεός. Ἄν Αὐτός, ὁ
πάνσοφος, γνώριζε πώς οἱ θλίψεις δέν θά μέ ὠφελοῦσαν, θά τίς ἔδιωχνε
μακριά μέ τήν παντοδύναμη βουλή Του. Ἀφοῦ δέν τίς διώχνει, τό πανάγιο
θέλημα Του εἶναι νά δοκιμαστῶ. Πολύτιμο, πιό πολύτιμο κι ἀπό τήν ἴδια τή
ζωή εἶναι γιά μένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ! Καλύτερα εἶναι νά πεθάνει τό
πλάσμα, παρά ν᾿ ἀρνηθεῖ τό θέλημα τοῦ Πλάστη του· γιατί σ᾿ αὐτό ὑπάρχει ἡ
ἀληθινή ζωή! Ὅποιος πεθαίνει γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ,
μεταβαίνει στήν ἀνώτερη, τήν αἰώνια ζωή”. Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!
Ἕνεκεν τοῦ ὀμόματος σου ὑπέμεινά σε, Κύριε·
ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τόν λόγον σου,
ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπί τόν Κύριον.
Βλέποντας
τήν πρόνια τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή κυριεύεται ἀπό ἀπόλυτη γαλήνη καί ἀκλόνητη
ἀγάπη πρός τόν πλησίον, αἰσθήματα πού κανένας ἄνεμος δέν μπορεῖ νά
ταράξει ἤ νά θολώσει. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή δέν ὑπάρχουν προσβολές, καθώς
κατανοεῖ πώς ὅλη ἡ κτίση ὑπακούει τυφλά στόν Κτίστη της καί ἐνεργεῖ μέ
δική Του ἐντολή ἤ δική Του παραχώρηση. Μέσα σ᾿ αὐτή τήν ψυχή ἀντηχεῖ ἡ
φωνή τῆς ταπεινοφροσύνης, πού τήν καταδικάζει γιά ἀναρίθμητα ἁμαρτήματα,
ἐνῶ, ἀπεναντίας, δικαιώνει τούς ἄλλους ὡς ὄργανα τῆς δίκαιης θείας
πρόνοιας. Παρηγορητική εἶναι ἡ φωνή τῆς ταπεινοφροσύνης μέσα στίς
ὀδύνες. Ἠρεμεῖ, ἀνακουφίζει. Ἁπαλά μονολογεῖ: “Θά ὑπομείνω ὅλα ὅσα μοῦ
ἀξίζουν γιά τίς ἄνομες πράξεις μου. Καλύτερα νά ὑποφέρω στή σύνομη τούτη
ζωή, παρά νά βασανίζομαι αἰώνια στόν ἅδη. Δέν μποροῦν νά μείνουν
ἀτιμώρητα τά Ἁμαρτήματά μου· τόν κολασμό τους ἀπαίτεῖ ἡ δικαιοκρισία τοῦ
Θεοῦ. Ἀνέκφραστη, λοιπόν, εἶναι ἡ εὐσπλαχνία Του, ἀφοῦ στέλνει τίς
δίκαιες τιμωρίες στήν πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή!”. Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!
Οἱ μισοῦντες Σιών γενηθήτωσαν δή
πρίν ἐκσπασθῆναι ὡς χόρτος·
συγκόψει γάρ Χριστός αὐχένας αὐτῶν
τομῇ βασάνων.
Βλέποντας
τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, κάθε ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν πίστη του σ᾿ Ἐκεῖνον
νά στερεώνεται καί νά αὐξάνεται. Διακρίνοντας πίσω ἀπ᾿ ὅλα τά γεγονότα
τό ἀόρατο χέρι τοῦ Κυρίου νά κυβερνᾶ τόν κόσμο, μένει ἀτάραχος μπροστά
στίς φοβερές φουρτοῦνες τῆς θάλασσας τοῦ βίου. Τά ἄγρια κύματα, οἱ
τρομερές θύελλες, τά μαῦρα σύννεφα δέν τόν τρομάζουν. Πιστεύει πώς τό νά
γίνει κανείς πολίτης τῆς θείας πολιτείας τῆς Ἐκκλησίας καθώς καί οἱ
τύχες ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὁρίζονται ἀπό τόν παντοδύναμο καί πάνσοφο Θεό.
Αὐτή ἡ πεποίθηση τόν γεμίζει ἱκανοποίηση καί εἰρήνη. Στό ἀδύναμο πλάσμα,
τόν ἄνθρωπο, ταιριάζουν ἡ ταπεινή ὑποταγή καί ἡ εὐλαβική ἀποδοχή τῶν
κρίσεων τοῦ δυνατοῦ Πλάστη. Μακάρι πάντοτε στή ζωή του νά ἀκολουθεῖ τήν
πορεία πού Ἐκεῖνος ἔχει χαράξει καί νά ἐκπληρώνει τούς σκοπούς πού
Ἐκεῖνος ἔχει καθορίσει! Γιά ὅλα, δόξα τῷ Θεῷ!
Ἡ καρδία μου τῷ φόβῳ σου σκεπέσθω
ταπεινοφρονοῦσα· μή ὑψωθεῖσα ἀποπέσῃ
ἐκ Σοῦ, Πανοικτίρμον.
Βλέποντας
τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος στέκεται μέ πνεῦμα ταπεινῆς ὑποταγῆς
ὄχι μόνο μπροστά στίς πρόσκαιρες θλίψεις, ἀλλά –τολμηρό νά τό πῶ–
μπροστά καί σ᾿ ἐκεῖνες πού τόν περιμένουν πέρα ἀπό τόν τάφο, στήν
αἰωνιότητα! Γιατί ἀκόμα καί τίς αἰώνιες θλίψεις τίς ἐπισκιάζει, τίς
ἐξουδετερώνει ἡ εὐλογημένη παρηγοριά πού πλημμυρίζει τήν ψυχή, ὅταν αὐτή
ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό της καί ὑποταχθεῖ στόν Κύριο. Ἡ αὐταπάρνηση, ἡ
ἐγκατάλειψη στή θεία βούληση, διώχνει τόν φόβο τοῦ θανάτου! Ὁ πιστός
μαθητής τοῦ Χριστοῦ παραδίνει τήν ψυχή του καί τήν αἰώνια προοπτική του
στά χέρια Ἐκείνου, μέ ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη καί ἀταλάντευτη ἐλπίδα στήν
ἀγαθότητα καί τή δύναμή Του. Ὅταν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα, μέ
ἀναίδεια καί θρασύτητα θά τή ζυγώσουν οἱ δαίμονες. Τότε ἐκείνη μέ τήν
αὐταπάρνησή της θά τρέψει σέ φυγή τούς μοχθηρούς ἀγγέλους τοῦ σκοτεινοῦ
κόσμου. “Πάρτε με! Πάρτε με!”, θά τούς πεῖ μέ ἀνδρεία. “Ρίξτε με στήν
ἄβυσσο τοῦ ἅδη, ἄν αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μου, ἄν ἔτσι ἀποφάσισε
Ἐκεῖνος. Καλύτερα νά στερηθῶ τή γλυκύτητα τοῦ παραδείσου, καλύτερα νά
καίγομαι στίς φλόγες τοῦ ἅδη, παρά νά ἐναντιωθῶ στό θέλημα καί τήν
ἀπόφαση τοῦ μεγάλου Θεοῦ. Σ᾿ Αὐτόν παραδόθηκα καί παραδίνομαι! Αὐτός
εἶναι, ὄχι ἐσεῖς, ὁ Κριτής τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν μου! Ἐσεῖς εἵστε
μόνο ἐκτελεστές τῶν ἀποφάσεών Του, παρ᾿ ὅλη τήν ἄλογη ἀποστασία σας”. Θά
φρίξουν καί θά σαστίσουν οἱ ὑπηρέτες τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου μπροστά
σέ τέτοια γενναία αὐταπάρνηση, μπροστά σέ τέτοια ταπεινή παράδοση στό
θείο θέλημα! Γιατί ἐκεῖνοι, ἀποστέργοντας αὐτή τή μακάρια ὑποταγή, ἀπό
ἄγγελοι ἅγριοι καί ἀγαθοί ἔγιναν δαίμονες ζοφεροί καί κακόβουλοι. Θά
φύγουν, λοιπόν, ντροπιασμένοι, καί ἡ ψυχή ἀνεμπόδιστα θά κινήσει γιά τόν
Θεό, πού εἶναι ὁ θησαυρός της6.
Ἔτσι Αὐτόν, πού τώρα Τόν βλέπει μέ τήν πίστη μέσα στήν πρόνοιά Του, θά
Τόν βλέπει τότε ὅπως πραγματικά εἶναι, καί αἰώνια θά ἀναφωνεῖ: «Δόξα τῷ
Θεῷ!”.
Ἁγίῳ Πνεύματι, τό ζῆν τά πάντα,
φῶς ἐκ φωτός, Θεός μέγας· σύν Πατρί
ὑμνοῦμεν αὐτό καί τῷ Λόγῳ.
Δόξα
τῷ Θεῷ! –τί πανίσχυρες λέξεις! Στίς λυπηρές περιστάσεις, ὅταν λογισμοί
ἀμφιβολίας, δειλίας, δυσφορίας καί πικρίας τριγυρίζουν τήν καρδιά, αὐτή,
ἀσκώντας βία στόν ἑαυτό της, πρέπει νά ἐπαναλαμβάνει συχνά καί μέ
αὐτοσυγκέντρωση τή φράση: Δόξα τῷ Θεῷ! Ὅποιος μέ ἁπλότητα δεχθεῖ αὐτήν
ἐδῶ τή συμβουλή μου καί μέ θέρμη τήν ἐφαρμόσει, ὅταν παρουσιαστεῖ
ἀνάγκη, θά ἀντιληφθεῖ τή θαυμαστή δύναμη τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Καί
τότε θά χαρεῖ ἀπερίγραπτα γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς νέας καί τόσο
ὠφέλιμης ἐμπειρίας, γιά τήν ἀνακάλυψη αὐτοῦ τοῦ εὔχρηστου καί τόσο
δυνατοῦ ὅπλου κατά τῶν νοερῶν ἐχθρῶν. Καί μόνο στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν
λέξεων, πού προφέρονται μέσα σ᾿ ἕνα πλῆθος σκοτεινῶν λογισμῶν λύπης καί
ἀκηδίας, μόνο στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λέξεων, πού προφέρονται ἀπό ἀνάγκη,
ἔστω, καί μηχανικά, τά πονηρά πνεύματα κυριεύονται ἀπό τρόμο καί
τρέπονται σέ φυγή. Τότε ὅλες οἱ ζοφερές σκέψεις διασκορπίζονται ὅπως ἡ
στάχτη ἀπό τόν δυνατό ἄνεμο. Τότε τό βάρος καί ἡ ἀθυμία φεύγουν ἀπό τήν
ψυχή, καί τή θέση τους παίρνουν ἡ ἀνακούφιση, ἡ ἠρεμία, ἡ εἰρήνη, ἡ
παρηγοριά, ἡ χαρά. Δόξα τῷ Θεῷ!
Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου τόν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας·
φρίττι γάρ καί τρέμει, μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν·
Δόξα
τῷ Θεῷ! Λόγια θριαμβικά! Λόγια νικητήρια! Λόγια χαρμόσυνα γιά ὅλους
τούς πιστούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ! Λόγια φοβερά γιά ὅλους τούς ἐχθρούς
Του, καθώς συντρίβουν τά ὅπλα τους καί τραυματίζουν τούς ἴδιους! Ποιά
εἶναι τά ὅπλα τους; εἶναι ἡ ἁμαρτία. εἶναι ἡ σκέψη τοῦ σαρκικοῦ ἀνθρώπου7.
εἶναι ἡ σοφία τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σοφία αὐτή, πού προῆλθε ἀπό
τήν προπατορική πτώση, ἔχει πρωταρχική αἰτία της τήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό,
καθώς ἐναντιώνεται πάντοτε στόν Θεό, Ἐκεῖνος τήν ἀποστρέφεται καί τήν
ἀπορρίπτει.
Ὥ Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ἀκατάληπτε ποιητά οὐρανοῦ καί γῆς
διά σταυροῦ παθῶν, ἐμοί ἀπάθειαν ἐπήγασας·
Μάταια
θά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ σοφοί τῆς γῆς γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔχει
πληγωθεῖ ἀπό τή θλίψη. Μάταια θά προσπαθήσουν νά τόν γιατρέψουν μέ τά
φάρμακα τῆς ὡραιολογίας καί τῆς φιλοσοφίας. Μάταια θά ἐπιχειρήσει καί ὁ
ἴδιος ὁ πληγωμένος νά ξεμπλεχθεῖ ἀπό τό μπέρδεμένο δίχτυ τῆς θλίψεως μέ
τούς δικούς του συλλογισμούς. Πολύ συχνά, ἤ μᾶλλον σχεδόν πάντοτε, ἡ
λογική χάνεται μέσα σ᾿ αὐτό τό δίχτυ! Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν ἑαυτό του
μπλεγμένο καί ἐντελῶς ἀκινητοποιημένο! Ἡ λύτρωση φαίνεται πιά ἀκατόρθωτη
–καί παρηγοριά καμιά! Πολλοί συντρίβονται κάτω ἀπό τό ἀσήκωτο βάρος
μιᾶς ἄγριας συμφορᾶς. Πολλοί χάνονται ἀπό τή θανάσιμη πληγή μιᾶς
θλίψεως, ἡ ἐπούλωση τῆς ὁποίας δέν κατορθώνεται μέ κανένα ἐπίγειο
θεραπευτικό μέσο. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία ἐξάντλησε τίς δυνατότητες της. Ὅ,τι
κι ἄν ἔκανε, ἀποδείχθηκε ἀνίσχυρο, ἀναποτελεσματικό.
Προσκυνῶ καί δοξάζω καί ἀνυμνῶ, Χριστέ,
τήν σήν ἐκ τάφου Ἀνάστασιν, δι᾿ ἥς ἠλευθέρωσας ἡμᾶς
ἐκ τῶν τοῦ ᾅδου ἀλύτων δεσμῶν καί ἐδωρήσω τῷ
κόσμῳ ὡς Θεός ζωήν αἰώνιων καί τό μέγα ἔλεος.
Ἀγαπημένε
μου ἀδελφέ, περιφρόνησε ὅ,τι ἀποστρέφεται ὁ Θεός! Πάρε τό ὅπλο πού σοῦ
δίνει ὁ Χριστός μέ τό κήρυγμά Του! Ἡ ἀνθρώπινη σοφία, βέβαια, θά
χαμογελάσει χλευαστικά, βλέποντας τό ὅπλο αὐτό τῆς πίστεως. Ἡ
μεταπτωτική λογική, πού ἐναντιώνεται στόν Θεό, δέν θ᾿ ἀργήσει νά σοῦ
ἀπαριθμήσει φαινομενικά πανέξυπνες ἀντιρρήσεις, ἀντιρρήσεις γεμάτες
σκεπτικισμό καί εἰρωνεία. Μήν τούς δώσεις καμιά σημασία, γιατί ἔχουν
ἀποδοκιμαστεῖ ἀπό τόν Θεό. Μέσα στή θλίψη σου, ἄρχισε νά ξεχύνεις ἀπό τά
βάθη τῆς ψυχῆς σου, ἄρχισε νά ἐπαναλαμβάνεις, χωρίς νά σκέφτεσαι
τίποτε, τά λόγια: Δόξα τῷ Θεῷ! Θά δεῖς σημεῖα. Θά δεῖς θαύματα. Τά λόγια
τοῦτα θά φέρουν στήν καρδιά σου παρηγοριά, διώχνοντας τή λύπη. Θά
κατορθώσουν, δηλαδή, ὅ,τι δέν κατόρθωσαν ἡ λογική τῶν λογικῶν καί ἡ
σοφία τῶν σοφῶν τῆς γῆς. Αὐτή ἡ λογική κι αὐτή ἡ σοφία θά ντροπιαστοῦν,
ναί, θά ντροπιαστοῦν. Κι ἐσύ λυτρωμένος, γιατρεμένος, γεμάτος πίστη
ζωντανή καί χειροπιαστή, θά ἀναφωνεῖς: “Δόξα τῷ Θεῷ!”.
«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν οὐ γάρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων
ἀεί ἐπί πᾶσι μοι τοῖς συμβαίνουσιν».
Ἁγιος Ἰωάννης ὁ ΧρυσόστομοςΔόξα τῷ Θεῷ! Πολλοί ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἀγαποῦσαν νά ἐπαναλαμβάνουν αὐτή τή φράση καί γεύονταν τή μυστική της δύναμη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν συζητοῦσε μέ πνευματικούς ἀδελφούς καί φίλους του γιά διάφορα θέματα, προπάντων ὅμως γιά τίς θλίψεις, ὡς θεμέλιο, ὡς βασική ἀρχή τῆς συζητήσεως ἔθετε πάντοτε τά λόγια: “Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!” (Δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα!). Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μάλιστα τήν ὁποία διαφύλαξε ἡ ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, ἄρχιζε πάντοτε τίς ὁμιλίες του χτυπώντας μέ τό δεύτερο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ τήν ἀνοιχτή παλάμη τοῦ ἀριστεροῦ καί λέγοντας: “Δόξα τ«Θεῷ πάντων ἕνεκεν!”.
Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου, ὡς θυμίαμα
ἐνώπιόν Σου· ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου,
θυσία ἑσπερινή, εἰσάκουσόν μου, Κύριε.Ἀδελφοί! Ἄς ἐπιθυμοῦμε κι ἐμεῖς στήν ἀκατάπαυστη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Στίς θλίψεις μας, ἄς χρησιμοποιοῦμε αὐτό τό ὅπλο. Μέ τή δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἄς διώχνουμε μακριά τούς ἀόρατους ἐχθρούς μας, καί ἰδιαίτερα ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά μᾶς λυγίσουν μέ τή λύπη, τήν ὀλιγοψυχία, τήν ἀγανάκτηση, τήν ἀπελπισία. Ἄς καθαριζόμαστε ψυχικά μέ τά δάκρυα, μέ τήν προσευχή, μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατερικῶν κειμένων. Ἔτσι θά βλέπουμε ὁλοκάθαρα τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὅλα τά κατευθύνει, σύμφωνα μέ τίς ἀναξιχνίαστες βουλές καί κρίσεις Του, πρός σκοπούς γνωστούς μόνο σ᾿ Ἐκεῖνον. Καί βλέποντας τή θεία πρόνοια, μέ βαθιά εὐλάβεια καί ἀδιατάρακτη εἰρήνη στήν καρδιά, μέ πλήρη ὑποταγή καί σταθερή πίστη, θά θαυμάζουμε τό μεγαλεῖο τοῦ ἀκατάληπτου Θεοῦ καί θά Τόν δοξολογοῦμε παντοτινά.
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ,
τῷ συντρίψαντι θανάτου τό κράτος
καί φωτίσαντι ἀνθρώπων τό γένος,
μετά τῶν Ἀσωμάτων κραυγάζοντες·
Δημιουργέ καί Σωτήρ ἡμῶν, δόξα Σοι.
Ἄξιο
καί δίκαιο εἶναι, Κύριε, νά δοξολογοῦμε ἐμεῖς, τά πλάσματά Σου, Ἐσένα,
τόν δημιουργό Θεό. Ἐσύ μᾶς ἔφερες ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη,
φανερώνοντας τήν ἄπειρη καί ἀσύλληπτη ἀγαθότητά Σου. Ἐσύ μᾶς στόλισες μέ
τήν ὡραιότητα τῆς ἔνδοξης εἰκόνας Σου. Ἐσύ μᾶς χάρισες τήν ἀπόλαυση τῆς
παραδείσιας μακαριότητας, πού δέν ἔχει τέλος.
Τήν αἰχμαλωσίαν Σιών ἐκ πλάνης ἐπιστρέψας
κἀμέ, Σωτήρ, ζώωσον ἐξαίρων δουλοπαθείας.
Κι
ἐμεῖς τί ἀνταποδώσαμε στόν Εὐεργέτη μας; Τί προσφέραμε ἀπό εὐγνωμοσύνη
στόν Πλάστη μας ἐμεῖς, τό χῶμα τό ζωοποιημένο ἀπό τά χέρια Του καί τήν
πνοή Του;Ἐμεῖς συμφωνήσαμε μέ τόν ἐχθρό Του, μέ τόν ἄγγελο πού ἐπαναστάτησε ἐναντίον Του, μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κακοῦ. Πιστέψαμε στά συκοφαντικά του λόγια γιά τόν Πλάστη καί Εὐεργέτη μας καί φτάσαμε νά καταλογίσουμε ζηλοφθονία στήν ὑπερτέλεια Ἀγαθότητα.
Ἀλίμονο,
τί σκοτισμός! Ἀλίμονο, τί ξεπεσμός τοῦ νοῦ! Ἀπό τό ὕψος τῆς θεοπτίας
καί τῆς θεολογίας, μέσα σέ μιά στιγμή τό γένος μας, διά τοῦ προπάτορά
μας, γκρεμίζεται στό βάραθρο τοῦ αἰώνιου θανάτου...
Πρῶτα
ἔπεσε ὁ σατανάς· ὁ φωτεινός ἄγγελος ἔγινε σκοτεινός διάβολος. Μήν
ἔχοντας σῶμα, ἁμάρτησε μέ τόν νοῦ καί τόν λόγο. Καί ἀπό τήν ἁγνή χαρά
τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τούς ἄλλους ἁγίους ἀγγέλους προτίμησε τή
βλασφημία. Μόλις συνέλαβε τή σκοτεινή ἀπόφαση τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν
Εὐεργέτη του, μόλις μέ τόν λόγο του τόν ὀλέθριο, τόν θανατηφόρο σάν τό
δραστικότερο φαρμάκι, πραγματοποίησε τήν ἀπόφασή του, ἀλλιώθηκε
ἀμετάκλητα. Ἡ φύση του διαστράφηκε, περιβλήθηκε τόν ζόφο τῆς κακίας,
ταυτίστηκε μέ τήν ἁμαρτία. Καί ἀμέσως, χάνοντας τή θεόσδοτη πνευματική
του ἰσοροπία, ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό μέ ἀσύλληπτη ταχύτητα, ταχύτητα
ἀστραπῆς, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ προαιώνιος Λόγος: «Ἔβλεπα τόν σατανά νά πέφτει
ἀπό τόν οὐρανό σάν ἀστραπή»8.
Ἔτσι
γρήγορη ἦταν καί τοῦ ἀνθρώπου ἡ πτώση πού ἀκολούθησε ἐκείνην τοῦ
ἀγγέλου. Ἀρχή καί αὐτῆς τῆς πτώσεως ἦταν ἡ ἀποδοχή μιᾶς σκοτεινῆς,
βλάσφημης σκέψεως, πού ὁδήγησε στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Τῆς
παραβάσεως, δηλαδή, εἶχε προηγηθεῖ ἡ καταφρόνηση, ἡ ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ.
Ἀλίμονο,
τί τύφλωση! Ἀλίμονο, τί φοβερή ἁμαρτία, τί φοβερή πτώση! Μπροστά σέ
τέτοια ἁμαρτία, μπροστά σέ τέτοια πτώση, οἱ συνέπειες ἦταν μηδαμινές: ἡ
ἔξωση ἀπό τόν παράδεισο, ἡ ἐξασφάλιση τῆς καθημερινῆς τροφῆς μέ μόχθο,
οἱ ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ, ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στή γῆ ἀπό τήν ὁποία
προῆλθε9.
Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὥν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;
Δι᾿ ἡμᾶς Θεός ἐν ἀνθρώποις· διά τήν καταφθαρεῖσαν φύσιν
ὁ Λόγος σάρξ ἐγάνετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν·
πρός τούς ἀχαρίστους ὁ Εὐεργέτης·
πρός τούς αἰχμαλώτους ὁ Ἐλευθερωτής·
πρός τούς ἐν σκότει καθημένους ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης·
ἐπί τόν Σταυρόν ὁ ἀπαθής· ἐπί τόν ᾅδην τό φῶς·
ἐπί τόν θάνατον ἡ ζωή· ἡ ἀνάστασις διά τούς πεσόντας.
Πρός ὅν βοήσωμεν· Ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.
Ἀλλά
Ἐσύ, ἄπειρη Καλοσύνη, τί κάνεις; Τί μᾶς ἀνταποδίδεις σέ ὅ,τι Σοῦ
ἀνταποδώσαμε γιά τίς εὐεργεσίες Σου; Τί ἀνταποδίδεις στήν ἀπιστία πού
δείξαμε σ᾿ Ἐσένα καί στή φοβερή βλασφημία πού παραδεχθήκαμε γιά Σένα,
τήν Αὐτοαγαθότητα καί τήν Αὐτοτελειότητα; Ἀνταποδίδεις νέες εὐεργεσίες,
μεγαλύτερες ἀπό τίς προηγούμενες. Μ᾿ ἕνα ἀπό τά Θεῖα Πρόσωπά Σου
παίρνεις τήν ἀνθρώπινη φύση. Παίρνεις, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅλες τίς
ἀδυναμίες τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ἐμφανίζεσαι μπροστά στά μάτια μας,
καλύπτοντας τή συντριπτική γιά μᾶς δόξα τῆς Θεότητας μέ τήν ἀνθρώπινη
σάρκα. Ὄντας πράγματι Λόγος τοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀναγγέλλεις τόν λόγο τοῦ Θεοῦ
μέ λόγο ἀνθρώπινο. Ἡ δύναμή Σου εἶναι δύναμη Θεοῦ. Ἡ πραότητά Σου εἶναι
πραότητα ἀμνοῦ. Καί τό ὄνομα Σου εἶναι ὄνομα ἀνθρώπου. Αὐτό τό πανάγιο
ὄνομα κινεῖ τόν οὐρανό καί τή γῆ. Πόσο παρήγορα ἀλλά καί πόσο
μεγαλόπρεπα ἀκούγεται τό ὄνομά Σου! Μπαίνει στ᾿ αὐτιά καί βγαίνει ἀπό τά
χείλη σάν ἀνεκτίμητος θησαυρός, σάν πολύτιμο μαργαριτάρι! Ἰησοῦ Χριστέ!
Ἁγίῳ Πνεύματι θεολογία, μονάς τρισαγία·
ὁ Πατήρ γάρ ἄναρχος, ἐξ οὕ ἔφυ ὁ Υἱός ἀχρόνως
καί τό Πνεῦμα σύμμορφον, σύνθρονον,
ἐκ Πατρός συνεκλάμψαν.
Ἐσύ
εἶσαι καί Κύριος τῶν ἀνθρώπων καί ἄνθρωπος. Πόσο θαυμαστά, πόσο ὡραῖα
ἕνωσες τή θεία φύση μέ τήν ἀνθρώπινη! Πόσο θεσπέσια ἐνεργεῖς!
Εἵσαι καί Θεός καί ἄνθρωπος!
Εἶσαι καί ἐξουσιαστής καί δοῦλος!10
Εἶσαι καί θύτης καί θύμα!
Εἶσαι καί Σωτήρας καί Κριτής, ὁ μελλοντικός ἀμερόληπτος Κριτής τῆς οἰκουμένης!
Καί θεραπεύεις ὅλες τίς ἀσθένειες!
Καί ἐπισκέπτεσαι καί δέχεσαι τούς ἁμαρτωλούς!
Καί ἀνασταίνεις τούς νεκρούς!
Καί διατάζεις τά νερά τῆς θάλασσας καί τούς ἀνέμους τ᾿ οὐρανοῦ!
Καί
πολλαπλασιάζεις θαυματουργικά τά ψωμιά –μέσα σέ μιά στιγμή γίνεται,
θαρρρεῖς, σπορά, φύτρωμα, ὡρίμανση, θερισμός, ἁλώνισμα, ἄλεση, ζύμωμα,
ψήσιμο, κομμάτιασμα καί μοίρασμα!
Καί πεινᾶς γιά νά μᾶς γλιτώσεις ἀπό τήν πείνα!
Καί διψᾶς γιά νά διώξεις τή διψά μας!
Καί
κουράζεσαι ἀπό τήν πεζοπορία σ᾿ ἐτούτη τή χώρα τῆς ἐξορίας μας, γιά νά
μᾶς φέρεις πίσω στή χαμένη, τή γαλήνια, τή γλυκύτατη οὐράνια πατρίδα
μας!
Καί
χύνεις ἱδρώτα σάν αἷμα, ὅταν προσεύχεσαι στή Γεσθημανή, γιά νά μάθουμε
κι ἐμεῖς νά χύνουμε τόν ἱδρώτα μας ὄχι τόσο ὅταν μοχθοῦμε σωματικά γιά
τήν ἐξασφάλιση τοῦ ἐπίγειου ἄρτου, πού χορταίνει τήν κοιλιά, ὅσο ὅταν
προσευχόμαστε γιά τήν ἐπάξια μετάληψη τοῦ οὐράνιου Ἄρτου, πού χορταίνει
τήν ψυχή!
Καί
δέχεσαι στό πανάγιο κεφάλι Σου στεφάνι ἀπό ἀγκάθια, τά ἀγκάθια πού
φύτρωσαν στή γῆ γιά μᾶς σάν κατάρα, λόγω τῆς παρακοῆς τῶν προπατόρων
μας!
Στερηθήκαμε
τό παραδείσιο «ξύλο», τό δέντρο τῆς ζωῆς καί τόν καρπό του, πού
ὑποσχόταν τήν ἀθανασία, κι Ἐσύ, κρεμασμένος στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἔγινες
γιά μᾶς Καρπός πού ὑπόσχεται τήν αἰώνια ζωή! Τό δέντρο τῆς αἰώνιας ζωῆς
–ὁ Σταυρός– καί ὁ Καρπός τῆς αἰώνιας ζωῆς –Ἐσύ–, πού ἐμφανίστστηκαν στή
γῆ, τή χώρα τῆς ἐξορίας μας, ὑπερέχουν ἀσύγκριτα τοῦ δέντρου καί τοῦ
καρποῦ τοῦ παραδείσου. Ἐκεῖνα ὑπόσχονταν μόνο τήν ἀθανασία, ἐνῶ αὐτά
ὑπόσχονται καί τήν ἀθανασία καί τήν κατά χάρη θέωση. Μέ τά παθήματά Σου
γλύκανες τά δικά μας παθήματα. Προτιμᾶμε τά παθήματα ἀπό τίς ἀπολαύσεις
τῆς γῆς, φτάνει μόνο νά γευθοῦμε τή δική Σου ἀπόλαυση καί γλυκύτητα!
Αὐτή, ὡς πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς, εἶναι πιό γλυκιά καί πιό πολύτιμη
ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή! Κοιμήθηκες τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, πού δέν μπόρεσε
νά κρατήσει αἰώνια Ἐσένα, τόν Θεό! Ἀναστήθηκες καί μᾶς χάρισες τήν
ἔγερση ἀπ᾿ αὐτόν τόν ὕπνο. Ἀπό τόν πικρό ὕπνο τοῦ θανάτου, ἔφερες τή
μακάρια καί ἔνδοξη ἀνάσταση!
Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου,
μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος.
Ἀνέβασες
τήν ἀνακαινισμένη φύση μας στόν οὐρανό καί τήν κάθισες στά δεξιά τοῦ
προαιώνιου καί συναιώνιου μ᾿ Ἐσένα Πατέρα! Μᾶς ἄνοιξες τόν δρόμο γιά τόν
οὐρανό! Μᾶς ἑτοίμασες ἐκεῖ τόπους, γιά νά μείνουμε! Σ᾿ αὐτούς τούς
τόπους χειραγωγεῖς καί δέχεσαι καί ἀναπαύεις καί παρηγορεῖς ὅλους τούς
ἀποκαμωμένους στρατοκόπους τῆς γῆς πού πιστεύουν σ᾿ Ἐσένα, πού
ἐπικαλοῦνται τό ἅγιο ὄνομά Σου, πού τηροῦν τίς θεῖες ἐντολές Σου, πού Σέ
ὑπηρετοῦν ὀρθόδοξα καί εὐλαβικά, πού σηκώνουν τόν Σταυρό Σου καί πίνουν
ἀνδρεῖα τό ποτήρι τῶν παθημάτων Σου, εὐγνωμονώντας Σε, εὐχαριστώντας Σε
καί δοξολογώντας Σε!
Ἁγίῳ Πνεύματι, ἑνοειδεῖ αἰτίᾳ, πάντα ἔχεται
εἰρηνοβραβεύτως. Θεός τοῦτο γάρ ἐστι
Πατρί τε καί Υἱῷ ὁμοούσιον κυρίως.
Δόξα σ᾿ Ἐσένα, Δημιουργέ ἐκείνων πού δέν ὑπῆρχαν!
Δόξα σ᾿ Ἐσένα, Λυτρωτή καί Σωτήρα ἐκείνων πού ἔπεσαν καί ὁδηγήθηκαν στήν ἀπώλεια!
Δόξα σ᾿ Ἐσένα, Θεέ καί Κύριε μας!
Ἀξίωσέ μας καί στή γῆ καί στόν οὐρανό νά δοξάζουμε, νά εὐλογοῦμε καί νά ὑμνοῦμε τήν ἀγαθότητά Σου!
Ἀξίωσέ μας νά βλέπουμε τή φοβερή, τήν ἀπρόσιτη, τή μεγαλειώδη δόξα Σου μέ ξέσκεπα τά πρόσωπα τῶν ψυχῶν μας11, νά τή βλέπουμε αἰώνια, νά τήν προσκυνοῦμε αἰώνια καί νά ἀπολαύσουμε τή μακαριότητά της αἰώνια.Ἀμήν
Ἔρημος Ἁγίου Σεργίου
1846
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Βασιλεύσει Κύριος εἰς τόν αἰῶνα,
ὁ Θεός σου Σιών, εἰς γενεάν καί γενεάν.
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”Τόμος β΄
Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττική.
« Εἰς χείρας σου, Κύριε,
παρατίθημι τήν ψυχήν
καίτό σῶμά μου.
Αὐτός μέ εὐλόγησον,
Αὐτός με ἐλέησον
καί ζωήν τήν αἰώνιον
χάρισαί μοι.
Ἀμήν ».
* Ἀναστάσιμοι ὕμνοι, Ἀκολουθίας Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς (Ἑσπέρας Σαββάτου) καί Ἀκολουθία Ὄρθρου Κυριακῆς
6Πρβλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καρπαθίου, Πρός τούς ἐν τῇ Ἰνδίᾳ μοναχούς, γράψαντας αὐτῷ, παραμυθητικά κεφάλαια Ρ΄, κε΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου